Διάλεξη του Κορνήλιου Καστοριάδη που δόθηκε υπό την αιγίδα της C.L.R. James Society, του Τμήματος Αφρικανικών Σπουδών του Wellesley College και του Τμήματος Αφροαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στις 4 Απριλίου 1992. Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Αλέξανδρος Σχισμένος
Αν και είμαι ελληνικής καταγωγής και μεγάλωσα στην Αθήνα, ο πρώτος άνθρωπος που μου μίλησε για την αθηναϊκή δημοκρατία σε σχέση με τα σημερινά προβλήματα ήταν ο C.L.R. James, ένας μαύρος ειδικός στο κρίκετ και επαναστάτης από το Τρινιντάντ.
Αν και πτυχές της παραπάνω σχέσης εξετάστηκαν στην αλληλογραφία μας, αποτελεί επίσης ένα υποκεφάλαιο στο βιβλίο μας Facing Reality (Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα).
Για να αντιληφθείτε σωστά τα πράγματα που θέλω να πω, πρέπει να συνειδητοποιήσετε τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν άνθρωποι σαν τον James και εμένα, παρά τη διαφορά μας ηλικίας των είκοσι ετών, και πολλοί άλλοι που εντάχθηκαν στο επαναστατικό κίνημα τη δεκαετία του ’40 και του ’50. Δεν ξέρω πώς και πότε εντάχθηκε ο James στο επαναστατικό κίνημα, αλλά εγώ εντάχθηκα σε αυτό κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, και αμέσως βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την τερατώδη παραμόρφωση των επαναστατικών ιδεών του ίδιου του μαρξισμού που κυριαρχούσε τότε με τη μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος και του σταλινισμού.
Όπως γνωρίζετε, ο σταλινισμός, μια μορφή κρατικής εξουσίας, δεν ήταν μόνο ικανός να χειραγωγεί τους ανθρώπους, να εμφανίζεται ως η υλοποίηση του σοσιαλισμού και να ψεύδεται παγκοσμίως, αλλά και να σκοτώνει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους εντός και εκτός της Ρωσίας. Έτσι, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με αυτό το τέρας- και μάλλον γρήγορα, τουλάχιστον έτσι νομίζω, οι πιο ανατρεπτικοί ή οι πιο τρελοί ανάμεσά μας αισθανθήκαμε ότι έπρεπε να έρθουμε σε ρήξη με τον σταλινισμό.
Μόλις έρθεις σε ρήξη με τον σταλινισμό, η πρώτη οδός που σου ανοίγεται είναι ο τροτσκισμός και αυτή είναι η πορεία που ακολουθήσαμε ο James και εγώ. Και τότε σε κάποιο στάδιο, όπως συνήθιζε να λέει ο James – ήταν ένας θαυμάσιος ομιλητής και η αίσθηση της διαλεκτικής ανάπτυξης βρισκόταν πάντα ζωντανή στο λόγο του – άρχισε να βλέπει κανείς ότι ο τροτσκισμός δεν ήταν και τόσο ικανοποιητικός και ότι η θεωρία για το εκφυλισμένο εργατικό κράτος και την άνευ όρων υπεράσπιση της ΕΣΣΔ ήταν ανεδαφική.
Έτσι άρχισε κανείς να ασκεί κριτική στον τροτσκισμό, και σε αυτό το σημείο γνωριστήκαμε με τον James. Έτσι, ενώ ο James, η Raya Dunayevskaya και η Grace Lee σχημάτισαν μια ομάδα μέσα στο Εργατικό Κόμμα του Max Shachtman και στη συνέχεια πήγαν στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του James P. Cannon, η δική μας ομάδα, την οποία ίδρυσα με συντρόφους από το Γαλλικό Τροτσκιστικό Κόμμα από το οποίο αποσχιστήκαμε το 1948, άρχισε να εκδίδει το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και να προσπαθεί να χτίσει μια νέα οργάνωση.
Παρά τις διαφορές μας που παρέμεναν, μείναμε μαζί για λίγο καιρό. Ωστόσο, μόλις διαχωρίσαμε τη θέση μας από τον τροτσκισμό, προέκυψε το ερώτημα: Τι θα μπορούσε κανείς να κάνει με τον ίδιο τον μαρξισμό; Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού, το οποίο έχει τελειώσει για μένα. Για άλλους, όχι.
Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό το στάδιο του αγώνα είχε τελειώσει, το ερώτημα παρέμενε: Τι θα γίνει μετά; Αν θέλεις να παραμείνεις ενεργός ως επαναστάτης, αν θέλεις έναν ριζικό μετασχηματισμό αυτής της αιματοβαμμένης κοινωνίας με όλες τις ανισότητες και τις αδικίες, την ανελευθερία κ.ο.κ., παρά την πιο δημοκρατική της πρόσοψη, τι ακολουθεί;
Και εκεί, νομίζω μετά το 1957 ή το 1958, ο James και εγώ χωριστήκαμε.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με αυτό που θεωρούσα τραγική μοίρα του μαρξισμού, και μετά θα πω κάτι για τον James.
Πρώτα απ’ όλα, αυτό που παρατηρούσε κανείς εμπειρικά ήταν ότι μετά από λίγο ο μαρξισμός έγινε το πρόσχημα για πολλούς ανθρώπους -για παράδειγμα, τους σταλινικούς και τους σοσιαλδημοκράτες που, τις περισσότερες φορές, διακήρυτταν ότι ήταν μαρξιστές- και η κάλυψη για πολιτικούς και πολιτικές που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές που γενικά ήταν οι αρχικές δυνατότητες και οι στόχοι του κινήματος της εργατικής τάξης και επίσης οι αρχικές προθέσεις του ίδιου του Μαρξ. Έτσι, άρχισε κανείς να αναρωτιέται γιατί συνέβαινε αυτό και πώς κατέστη δυνατό;
Το σημείο στο οποίο έφτασα γύρω στο 1960, με αποκορύφωμα το 1965 με ένα κείμενο για τη μαρξιστική επαναστατική θεωρία που εμφανίστηκε στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (που αργότερα έγινε το πρώτο μέρος της Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας), είναι ότι από την αρχή υπήρχε μια βαθιά αντινομία στη σκέψη του Μαρξ. Ίσως μπορεί κανείς να διατυπώσει αυτή την αντινομία με τον εξής τρόπο: δύο στοιχεία πάλευαν μεταξύ τους. Στο τέλος, το ένα στοιχείο ανέλαβε την εξουσία στο όνομα του μαρξισμού.
Μέχρι ενός σημείου, η επιρροή αυτών των δύο στοιχείων παρέμεινε ενεργή στον James, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ήρθα σε επικοινωνία μαζί του το 1958.
Γιατί μιλάω για δύο στοιχεία στον μαρξισμό; Ο Μαρξ είχε αυτή τη θεμελιώδη διαίσθηση ότι οι άνθρωποι, ή όπως θα λέγαμε σήμερα, τα υποκείμενα, φτιάχνουν την ιστορία τους, αλλά την φτιάχνουν σε δεδομένες συνθήκες. Αυτή είναι μια απολύτως σωστή και μη επιλήψιμη ιδέα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι να γνωρίζουμε ποιες είναι αυτές οι συνθήκες και κατά πόσο αυτές απλώς εξαρτούν ή καθορίζουν πραγματικά τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Εκεί εμφανίζεται το πρώτο στοιχείο, αυτό που ονομάζω επαναστατικό στοιχείο, η εξαιρετική σημασία που έδωσε στην αυτοοργάνωση του λαού. Για παράδειγμα, στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, παρατηρεί κανείς την προσοχή που έδινε ο Μαρξ στον τρόπο με τον οποίο οι Γάλλοι εργάτες συγκεντρώνονταν στα μπιστρό τους και συζητούσαν, και μπορούσε κανείς να δει τη ζωή τους στα πρόσωπά τους.
Σε ένα από τα μεταγενέστερα γραπτά του, βλέπει κανείς την περίφημη φράση που διακηρύσσει ότι ένα αποτελεσματικό πρακτικό βήμα του κινήματος αξίζει πολύ περισσότερο από δέκα χιλιάδες προγράμματα επί χάρτου.
Το ίδιο και η αναγνώριση της τεράστιας σημασίας της Παρισινής Κομμούνας, την οποία αρχικά καταδίκασε, αλλά, όταν είδε τις δραστηριότητές της, αναγνώρισε αμέσως ως αυτό που ονόμασε δικτατορία του προλεταριάτου.
Έπειτα, υπάρχει το άλλο στοιχείο: δηλαδή, η μόλυνση του Μαρξ από και η συμμετοχή του σε αυτό που ονομάζω καπιταλιστικό ή δυτικό φαντασιακό αυτής της περιόδου. Αυτό εκφράζεται σε αυτό που μπορεί κανείς να αποκαλέσει μαρξιστικό ορθολογισμό, με την απαξιωτική έννοια της λέξης, ο οποίος εκφράζεται στο οικονομικό επίπεδο – στην προσπάθεια να οικοδομηθεί μια Νευτώνεια μηχανική της καπιταλιστικής οικονομίας στο Κεφάλαιο, μια προσπάθεια που δεν πετυχαίνει – στη θεωρία του ιστορικού υλισμού που μπορεί κανείς να βρει, για παράδειγμα, σε πολύ κλειστή μορφή στον Πρόλογο στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, όπου βρίσκει κανείς την τελική αλήθεια για την ανθρώπινη ιστορία σε τρεις σελίδες – στον προσδιορισμό του [πολιτικού] εποικοδομήματος από την [οικονομική] βάση, και ούτω καθεξής.
Επίσης, αυτό που βρίσκω πολύ σημαντικό είναι αυτή η πίστη στην κεντρικότητα της παραγωγής και της οικονομίας στην κοινωνία. Για τον Μαρξ, η ιδέα του κομμουνισμού και ο σημαντικός ιστορικός ρόλος του προλεταριάτου βασίζεται στον κεντρικό ρόλο του προλεταριάτου στην παραγωγή. Επίσης, η ιδέα του για μια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοινωνία βασίζεται αναγκαστικά στην ιδέα ότι μόνο όταν οι παραγωγικές δυνάμεις μιας κοινωνίας φτάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο μπορεί κανείς να μιλήσει για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας.
Ρωτώ, ποιο είναι αυτό το αναγκαίο και επαρκές επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων; Το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων που έχουμε στη δεκαετία του 1990, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι ένα επίπεδο για το οποίο ο Μαρξ δεν ονειρεύτηκε ποτέ. Η ανάπτυξη της παραγωγής τον τελευταίο αιώνα ήταν εκατό φορές μεγαλύτερη από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ της παλαιολιθικής εποχής και της περιόδου του Μαρξ.
Ποιο είναι λοιπόν το αναγκαίο και επαρκές επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων για να εξασφαλιστεί αυτή η απελευθέρωση; Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μια ένδειξη της δουλοπρέπειας του Μαρξ στο καπιταλιστικό φαντασιακό, την οποία μπορεί κανείς να εντοπίσει στον δυτικό ορθολογισμό.
Για παράδειγμα, αν ακολουθήσει κανείς τον ιστορικό υλισμό, ή τον Ένγκελς για παράδειγμα, θα έβρισκε αυτό που ονομάζω φαντασιακό ή τις πεποιθήσεις των προκαπιταλιστικών κοινωνιών ως “πρωτόγονη ανοησία”. Γιατί οι πεποιθήσεις των αφρικανικών λαών ή των αυτοχθόνων της Αμερικής είναι πρωτόγονες ανοησίες, αλλά ο χριστιανισμός, με την ιδέα του ότι μια παρθένα γεννάει ένα παιδί και παραμένει παρθένα ακόμη και μετά τη γέννηση, ή ότι τρία πρόσωπα είναι ένα και ένα πρόσωπο είναι τρία, δεν είναι πρωτόγονη ανοησία; Τι κρύβεται πίσω από αυτό;
Πρόκειται για μια καθαρά ορθολογιστική αντίληψη της προοδευτικής ιστορίας, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο ορθολογικοί- πρόκειται για μια πλήρη παρανόηση της φαντασιακής δημιουργίας στην ανθρώπινη ιστορία, όπου κάθε κοινωνία προσπαθεί να κατασκευάσει έναν κόσμο, να δώσει νόημα στη δική της ύπαρξη και στη ζωή των ατόμων σε αυτήν και να δώσει νόημα σε ό,τι συμβαίνει γύρω της.
Προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα με διάφορους τρόπους, οι οποίοι περιέχουν ένα ορθολογικό στοιχείο, αλλά που τελικά κρέμονται λίγο πολύ στον αέρα. Πίσω από όλα αυτά υπάρχει ο αφελής προοδευτισμός και επίσης αυτή η φιλοσοφία που ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός.
Παρεμπιπτόντως, ο Μαρξ και ο Λένιν δεν μίλησαν ποτέ για διαλεκτικό υλισμό- πρόκειται για σταλινική επινόηση. Όταν προσπαθείς να βρεις τι είναι πραγματικά υλισμός στον Μαρξ, τον Ένγκελς ή σε όλους τους υλιστές φιλοσόφους, καταλήγεις στην ιδέα ότι υπάρχει κάτι που το ονομάζουν ύλη και το οποίο διέπεται από αυστηρούς νόμους. Αυτό είναι το βασικό δόγμα.
Τώρα, αν απευθυνθεί κανείς σε οποιονδήποτε αξιόλογο ιδεαλιστή φιλόσοφο, θα διαπιστώσει ότι συμφωνεί απόλυτα με την ιδέα ότι τα πάντα διέπονται από ορθολογικούς νόμους. Η μόνη διαφορά είναι ότι μιλάει κανείς για την ύλη χωρίς να μπορεί να ορίσει τι είναι η ύλη- ή μεταθέτει το βάρος του ορισμού στην επιστήμη, αλλάζοντας έτσι συνεχώς τον ορισμό της ύλης, όπως κάνει ο καημένος ο Λένιν στον Υλισμό και Εμπειριοκριτική, όπου ξεκινάει λέγοντας ότι ύλη είναι ό,τι μπορώ να αγγίξω και μετά λέει ότι είναι τα ηλεκτρόνια, επειδή μέχρι τότε είχαν ανακαλυφθεί τα τελευταία.
Από την άλλη πλευρά, ο ιδεαλιστής Χέγκελ λέει ότι η ουσία του κόσμου είναι το πνεύμα. Τώρα, τι είναι το πνεύμα; Ούτε ο πρώτος ούτε ο δεύτερος μπορούσαν να ορίσουν την ύλη ή το πνεύμα. Αλλά το κοινό σημείο στις περισσότερες παραδοσιακές μεταφυσικές είναι η πίστη σε αυτούς τους ορθολογικούς νόμους που καθορίζουν πώς το πραγματικό αναπτύσσεται, εξελίσσεται, εμφανίζεται κ.ο.κ.
Ωστόσο, αυτό που είναι χειρότερο στον μαρξισμό και μάλιστα στον ίδιο τον Μαρξ, παρά την προσωπική του στάση, όταν σε μια διάσημη φράση του σημείωνε ότι δεν ήταν μαρξιστής, ήταν η αυστηρή προσήλωση στη δική του ορθοδοξία. Νομίζω ότι το καταστροφικό αποτέλεσμα του μαρξισμού, το οποίο φάνηκε ήδη με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά κυρίως με τον λενινισμό, ήταν η εισαγωγή αυτής της έννοιας της ορθοδοξίας μέσα στο εργατικό κίνημα.
Τι είναι η ορθοδοξία; Ορθοδοξία είναι αυτό που ορίζεται στα βιβλία. Αλλά τα βιβλία δεν μιλούν από μόνα τους, και ακόμη και αν κάποιος καταγράψει τα βιβλία σε ηλεκτρονικές συσκευές και έχει μια κασέτα, θα υπάρξει λόγος. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: Ποιο είναι το νόημα αυτού του λόγου; Πρέπει να ερμηνεύσετε. Αλλά ποιος ερμηνεύει;
Αυτή είναι μια δύσκολη θέση που έχουν οι μουσουλμάνοι, οι χριστιανοί και οι εβραίοι εδώ και εικοσιπέντε αιώνες. Αν όλοι μπορούν να ερμηνεύσουν, τότε όλα χάνονται. Για να το αποτρέψουμε αυτό, έχουμε μια περίπτωση που είναι η πραγματική ερμηνευτική αυθεντία, για παράδειγμα η Καθολική Εκκλησία ή το Κόμμα. Αν έχουμε ορθοδοξία και μια θεσμοθετημένη περίπτωση {εξουσίας} που είναι ο θεματοφύλακας της ορθοδοξίας, τότε οι άνθρωποι που δεν συμφωνούν είναι αιρετικοί. Για χάρη της σωτηρίας του αιρετικού, για χάρη της δικής του σωτηρίας, πρέπει να τον κάψετε στην πυρά, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να εξαγνιστεί η ψυχή του. Έτσι, οι επαναστάτες αιρετικοί πρέπει να οδηγηθούν μπροστά στο δικαστήριο, να ομολογήσουν τα εγκλήματά τους και να θανατωθούν στο υπόγειο της Λουμπιάνκα {Φυλακή} και έτσι να εξιλεωθούν για τα εγκλήματά τους.
Αυτή ήταν η κύρια ρίζα του προβλήματος με τα πρακτικά αποτελέσματα της επιρροής του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα, αποτελέσματα που αντανακλώνται με τις πιο σκληρές και τερατώδεις μορφές στον λενινισμό και τον σταλινισμό. Αυτό ήταν επίσης παρόν στη Σοσιαλδημοκρατία, αν και καθώς η Σοσιαλδημοκρατία εξελισσόταν, αυτή η τάση άρχισε να αμβλύνεται – αλλά τότε όλα αμβλύνθηκαν στη Σοσιαλδημοκρατία, οπότε δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτό.
Τώρα, έχουμε ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα που κυβερνά τη Γαλλία, και όταν όρισαν τον νέο πρωθυπουργό, τον κύριο Pierre Bérégovoy, το άμεσο αποτέλεσμα ήταν ότι το χρηματιστήριο ανέβηκε, επειδή ήταν σίγουροι ότι ο κύριος Bérégovoy θα διαχειριζόταν καλά τη γαλλική οικονομία και ότι η αξία του φράγκου θα παρέμενε σταθερή, ενδεχομένως με κόστος άλλα μισό εκατομμύριο ανέργους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, φυσικά. Το σημαντικό είναι ο πληθωρισμός μας να είναι μικρότερος από αυτόν των Γερμανών.
Τώρα, σχετικά με τον James.
Επιτρέψτε μου να εισαγάγω κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία εδώ. Το 1947, έμαθα για την ύπαρξη της Τάσης Johnson-Forrest στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ήμουν ακόμα στο Γαλλικό Τροτσκιστικό Κόμμα, σε μια εποχή που όλοι ετοιμαζόμασταν για το Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο της λεγόμενης Τέταρτης Διεθνούς. Το κύριο θέμα σε αυτό το Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο ήταν το περίφημο Ρωσικό Ζήτημα, το οποίο ήταν πραγματικά το επίκεντρο όλων των διαιρέσεων και των συζητήσεων στο τροτσκιστικό κίνημα. Τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν τα εξής: “Τι είναι η Ρωσία και ποια είναι η ουσία του ρωσικού κράτους”;
Όπως γνωρίζετε, η κλασική τροτσκιστική απάντηση ήταν ότι πρόκειται για ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος. Στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στη Γαλλία, είχα αναπτύξει τη θέση ότι η Ρωσία δεν είχε καμία σχέση με ένα εργατικό κράτος και ότι η εθνικοποίηση της ιδιοκτησίας και ο λεγόμενος σχεδιασμός δεν είχαν καμία σχέση με το σοσιαλισμό και με τον πραγματικό συλλογικό σχεδιασμό, αλλά ήταν απλώς εργαλεία της εξουσίας της γραφειοκρατίας. Στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία είχε γίνει μια εκμεταλλευτική και κυρίαρχη τάξη.
Χωρίς να το γνωρίζουμε, η Τάση Johnson-Forest στις Ηνωμένες Πολιτείες (ο Johnson ήταν ψευδώνυμο του James, η Forest ήταν ψευδώνυμο της Dunayevskaya και η Ria Stone ψευδώνυμο της Lee) έκανε το ίδιο πράγμα. Συνέτασσαν κείμενα που επέκριναν την επίσημη τροτσκιστική θέση και υποστήριζαν τη θεωρία του κρατικού καπιταλισμού. Το αστείο είναι ότι ενώ συμφωνούσαμε στην κριτική μας στην τροτσκιστική θέση και στην ουσία του ρωσικού κράτους, δεν συμφωνούσαμε στην ετικέτα με την οποία θα ονομάζαμε το πράγμα.
Εκείνοι μιλούσαν για κρατικό καπιταλισμό, ενώ εγώ μιλούσα για ολοκληρωτικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Ίσως δεν έχει ενδιαφέρον να μπούμε σε μια συζήτηση για το γιατί ονομάζαμε το ίδιο φαινόμενο με διαφορετικά ονόματα. Ωστόσο, το κύριο σημείο ήταν ότι μιλώντας για κρατικό καπιταλισμό, αναλάμβανε κανείς την υποχρέωση, περισσότερο ή λιγότερο, να αποδείξει ότι η ρωσική οικονομία λειτουργούσε σύμφωνα με τις γραμμές της καπιταλιστικής οικονομίας, σύμφωνα με τους υποτιθέμενους νόμους που ο Μαρξ είχε ανακαλύψει στο Κεφάλαιο.
Στην Τάση Johnson-Forrest πολύ ανένδοτη και επίμονη σχετικά με την αντίληψη του κρατικού καπιταλισμού ήταν η Dunayevskaya, η οικονομολόγος της ομάδας. Τα άρθρα της στη New International δείχνουν τις αδυναμίες της θέσης της.
Για παράδειγμα, προσπαθούσε να βρει την αυξανόμενη ανεργία στη Ρωσία. Γιατί; Επειδή σε μια καπιταλιστική οικονομία πρέπει να υπάρχει αυξανόμενη ανεργία. Αλλά δεν υπήρχε ανεργία που να μπορεί να βρεθεί. Έτσι, η Dunayevskaya έβγαλε έναν τρομερό λαγό από το καπέλο της και είπε: “Αλλά τι γίνεται με τους ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης;” Είπα λοιπόν: “Αυτό είναι ανοησία. Οι άνθρωποι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν βρίσκονται εκεί για να εξαλείψουν την αυξανόμενη ανεργία. Βρίσκονται εκεί για εντελώς διαφορετικούς λόγους”.
Μια άλλη αδυναμία στη θέση της Τάσης Johnson-Forrest ήταν η προσπάθεια να διατηρηθεί η παλιά μαρξιστική κλασική οικονομική θέση για την πτώση του ποσοστού κέρδους, η οποία για μένα, ως εκπαιδευμένο οικονομολόγο, ήταν ήδη ένα είδος τέρατος του Λοχ Νες, ένα θαλάσσιο ερπετό.
Τι είναι η πτώση του ποσοστού κέρδους και πώς θεμελιώνεται; Δεν μπορεί να προσδιοριστεί εμπειρικά, δεν μπορεί κανείς να το αποδείξει θεωρητικά, και έρχεται σε αντίθεση με τις άλλες αρχές της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας.
Παρά τις διαφορές αυτές και κυρίως μέσω της Grace Lee, η οποία έμεινε σχεδόν οκτώ μήνες στο Παρίσι την περίοδο 1947-1948, γνωρίστηκα με τον James και όλη την Τάση, επειδή εξετάζαμε με τον ίδιο σχεδόν τρόπο αυτό που μας φαινόταν ως το κύριο: την αυτοδραστηριότητα της εργατικής τάξης. Είχα γράψει δύο κείμενα σε εγελιανή ορολογία – ζητώ συγγνώμη που τα αναφέρω, αλλά όπως λέει ο Σταντάλ, αυτό ήταν το σημείο αποκρυστάλλωσης σε ένα είδος διανοητικής ερωτικής σχέσης μεταξύ της Grace και εμού – προκειμένου να εξηγήσω στην Grace Lee τη θέση μου. Το ένα ονομαζόταν “Η φαινομενολογία της προλεταριακής συνείδησης ” και το άλλο “Η συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων”.
Προσπαθούσα να δείξω ότι μέσω κάποιου είδους αυτοανάπτυξης, συνδυασμένων στιγμών εμπειρίας, στιγμών αλλοτρίωσης αυτής της εμπειρίας και στιγμών νέας -αυτό που τώρα θα ονόμαζα- δημιουργίας, το προλεταριάτο εξελίχθηκε από αυτό που ήταν στην αρχή (καθαρή πρώτη ύλη για εκμετάλλευση) σε μια αυτοσυνείδητη εργατική τάξη. Αυτή η εργατική τάξη στη συνέχεια οργανώνεται σε ένα κόμμα, στη συνέχεια κυριαρχείται από αυτό το κόμμα, και τελικά αποσπάται από αυτό το κόμμα που γίνεται εντελώς αντεπαναστατικό – φυσικά, είχα κατά νου το λενινιστικό-σταλινικό κόμμα – για να δημιουργήσει μια πραγματική ανθρώπινη σοσιαλιστική κοινωνία.
Η Grace ενθουσιάστικε με το πρώτο κείμενο και είμαι βέβαιος ότι το έστειλε στον James. Αυτή η συνεργασία συνεχίστηκε και τα υλικά ίχνη της υπάρχουν. Κανένα κείμενο του James δεν δημοσιεύτηκε στο Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, αλλά από το πρώτο τεύχος του τελευταίου υπάρχει μια μετάφραση του The American Worker, μιας μπροσούρας που παρήγαγε η Τάση Johnson-Forest. Το πρώτο μέρος ήταν μια περιγραφή της ζωής του Paul Romano, ενός εργάτη αυτοκινήτων του Ντιτρόιτ.
Ως αποτέλεσμα, για πρώτη φορά υπήρχε κάτι που απουσίαζε εντελώς από ολόκληρη τη μαρξιστική παράδοση και από τον ίδιο τον Καρλ Μαρξ, εκτός από τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844: δηλαδή, η αναγνώριση ότι το να είσαι εργάτης δεν σημαίνει ότι απλώς εργάζεσαι ή ότι απλώς σε εκμεταλλεύονται. Το να είσαι εργάτης σημαίνει να ζεις με εργάτες, να είσαι αλληλέγγυος με άλλους εργάτες, να ζεις σε εργατικές συνοικίες της πόλης, να έχεις γυναίκες που είτε είναι οι ίδιες εργάτριες είτε, αν δεν είναι, η δυσχερής θέση τους είναι η ίδια ή και χειρότερη από εκείνη των ανδρών.
Αλλά η πραγματικά τραγική πτυχή της ζωής ενός εργάτη εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος, στο οποίο η Lee μιλάει για την αντίφαση στη ζωή ενός εργάτη. Από τη μια πλευρά, μισεί το εργοστάσιο και την εργασία- από την άλλη, δεν μπορεί να μην έλκεται από εκεί, όχι μόνο για να κερδίσει τα προς το ζην, αλλά επειδή πρόκειται για μια κοινότητα, και αυτή ήταν η ιδέα τους [της Τάσης Johnson-Forest] για την “εισβολή της σοσιαλιστικής κοινωνίας”.
Το θλιβερό {δηλ, συναισθηματικά συγκινητικό} μέρος αυτής της περιγραφής έρχεται όταν η Lee μιλάει για τους συνταξιούχους εργάτες, περίπου εξήντα πέντε ετών περίπου, οι οποίοι δεν μπορούν παρά να επιστρέψουν για να στοιχειώσουν {απέξω} τους τοίχους του εργοστασίου μόνο και μόνο για να μυρίσουν την ατμόσφαιρα ή για να δουν συναδέλφους εργάτες να βγαίνουν από το εργοστάσιο και να συνομιλήσουν μαζί τους. Μεταφράσαμε το The American Worker στα πρώτα έξι τεύχη του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, και στη συνέχεια κυκλοφορήσαμε ένα άλλο φυλλάδιο που είχε γράψει η Lee και οι άλλες γυναίκες της ομάδας της, με τίτλο A Woman’s Place, ένα ειρωνικό παιχνίδι με το παλιό αστείο ότι η θέση της γυναίκας είναι στην κουζίνα ή με τα παιδιά και ούτω καθεξής.
Υπήρχε μια απόκλιση μεταξύ μας το 1948. Εμείς, στη Γαλλία, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το τροτσκιστικό κόμμα, αλλά η Lee και ο James δεν συμφωνούσαν μαζί μας. Αποφάσισαν να παραμείνουν με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα του Cannon, αλλά δύο ή τρία χρόνια αργότερα έφυγαν, επειδή αποδείχτηκε ότι ήταν μάταιο το εγχείρημα να αλλάξουν τους τροτσκιστές. Τότε τα πράγματα άρχισαν να επιταχύνονται. Βγήκαμε από μια περίοδο ιστορικής κατήφειας, της οποίας το ναδίρ ήταν η περίοδος του πολέμου της Κορέας. Ήταν μια περίοδος που κανείς δεν κινείτο.
Μετά υπήρξαν απεργίες στη Γαλλία, απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία στις Ηνωμένες Πολιτείες (1955) και οι απεργίες των λιμενεργατών στη Βρετανία. Μιλούσαμε για όλα αυτά τα πράγματα και τελικά υπήρξε η ομιλία του Νικήτα Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ.
Το 1953 ο James απελάθηκε. Νομίζω ότι πήγε στο Λονδίνο πριν πάει στη Γκάνα. Πήγα στο Λονδίνο για να τον συναντήσω το 1954 ή το 1955 και αρχίσαμε να συζητάμε. Είχαμε ζωηρές ανταλλαγές απόψεων και συμφωνούσαμε στα περισσότερα πράγματα. Στη συνέχεια, ο James ήρθε στη Γαλλία την άνοιξη του 1955 και είχαμε μια κοινή συνάντηση στη Βουλώνη με {παρουσιάσεις} από τον James, τον Lefort, εμένα και άλλα άτομα της ομάδας μας. Από αυτή τη συζήτηση προέκυψε το τεύχος 20 του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, το οποίο είναι γεμάτο υλικό.
Τίποτα σε αυτό το τεύχος δεν είναι γραμμένο από τον James, αλλά από την άλλη δεν πιστεύω στην ατομική ιδιοκτησία σε κανέναν τομέα (εκτός από τις οδοντόβουρτσες) και ειδικά όχι στον τομέα των ιδεών. Το τεύχος αυτό επιφέρει ένα δούναι και λαβείν εκεί, λοιπόν, και μολονότι δεν υπάρχει κείμενο του James ως τέτοιο, οι ιδέες φέρουν σίγουρα το στίγμα αυτής της ανταλλαγής.
Στη συνέχεια συνέβη η Ουγγρική Επανάσταση (1956), και ο James ήρθε στο Παρίσι και μίλησε στην ομάδα μας, ενώ εγώ ενήργησα ως διερμηνέας και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ήταν ένας θαυμάσιος ομιλητής. Ελπίζω να καταλαβαίνετε τον έπαινο που θέλω να του δώσω. Όταν σηκωνόταν να μιλήσει, ήταν σαν να είχες ξαφνικά τον ίδιο τον Louis Armstrong να παίρνει την τρομπέτα και να κάνει ένα υπέροχο σόλο. Ήταν εξαιρετικά συγκινητικός, ικανός, ευκρινής, ζωντανός και μετέφερε το μήνυμά του με δύναμη.
Μετά από αυτό πήγα στο Λονδίνο για να δω τον James. Εκείνος πρότεινε και εγώ δέχτηκα να συγγράψουμε ένα φυλλάδιο που τελικά έγινε το βιβλίο Facing Reality (Αντικρίζοντας την πραγματικότητα). Γύρω στο 1950, είχα προχωρήσει πολύ πέρα από τη λενινιστική αντίληψη για το κόμμα. Ήμουν απολύτως βέβαιος ότι αυτή η αντίληψη ήταν η ρίζα της ολοκληρωτικής επανάστασης στην ΕΣΣΔ, αλλά ο James και η Lee είχαν κολλήσει εκεί.
Αυτό ήταν το πιο έντονο σημείο των διαφωνιών και των συζητήσεών μας εκείνη την περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, συνέβαλα στις σελίδες 90 έως 105 του Facing Reality, παρόλο που είχαν υποστεί μια μικρή επεξεργασία και ίσως είχαν απλουστευθεί κατά κάποιο τρόπο από τον James.
Η συνεισφορά μου περιείχε μια κριτική της λενινιστικής αντίληψης περί πρωτοπορίας και προωθούσε την ιδέα ότι δεν υπάρχει πρωτοπορία. Κάθε πρωτοπορία είναι μια πρωτοπορία σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Δεν υπάρχει μόνιμη πρωτοπορία για την οποία να μπορείτε να πείτε ότι είναι πάντα μπροστά ή ότι έχει πάντα τις πιο σημαντικές ιδέες.
Αυτή η διαμάχη αποτέλεσε το τέλος της σχέσης μου με τον James -δεν θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες- αλλά ο ίδιος αποφάσισε να δημοσιεύσει το φυλλάδιο το 1958 και θύμωσα αρκετά μαζί του.
Νομίζω, ωστόσο, ότι η αντινομία για την οποία μίλησα στον Μαρξ, αν και εξασθενημένη, παρέμεινε στη σκέψη του James μέχρι τη στιγμή που χωρίσαμε το 1958.
Από τη μια πλευρά, είχε αυτή τη θαυμάσια αίσθηση της αυτενέργειας των ανθρώπων και ήταν σε θέση να τη μεταφράσει με καθολικούς όρους που δεν ήταν απόλυτες καθολικότητες, αν μου επιτρέπεται αυτή η έκφραση. Επίσης, η συμβολή των γυναικών στην ομάδα του ήταν πολύ σημαντική. Μερικές φορές συνήθιζα να λέω ότι γι’ αυτές ο πραγματικός φορέας του επαναστατικού σχεδίου ήταν μια μαύρη κοπέλα που εργαζόταν ως ανειδίκευτη εργάτρια αυτοκινήτων στο Ντιτρόιτ. Γελούσαν, αλλά υπήρχε η αντίληψη αυτού του σημαντικού σημείου σχετικά με τη θέση της γυναίκας και τη θέση των μαύρων στον αγώνα.
Και ο James είδε μια αντανάκλαση αυτού του γεγονότος στις απεργίες στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, στα πολωνικά και ουγγρικά γεγονότα και στο κίνημα των αποικιακών λαών που, εκείνη την εποχή, ενέτειναν τον αγώνα τους. Θυμάμαι τις εξαιρετικά σημαντικές συζητήσεις που κάναμε μαζί για την Γκάνα και την Κένυα.
Για μένα, έφεραν κάποια αλλαγή στον τρόπο που έβλεπα τα πράγματα, γιατί χάρη σε όσα είχε να πει ο James για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι στη Γκάνα και την Κένυα οργάνωναν τον αγώνα τους, μπόρεσα να ξεπεράσω την κλασική μαρξιστική αντίληψη που υποστήριζε ότι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περάσουν από την εκβιομηχάνιση, να γίνουν προλετάριοι και ούτω καθεξής, πριν μπορέσουν να συμβάλουν στο χειραφετητικό κίνημα.
Μέσω αυτού, μπόρεσα να δω ότι αν πρόκειται να υπάρξει λύση στη δύσκολη θέση της ανθρωπότητας, αυτή θα μπορούσε να προκύψει μόνο μέσω κάποιου είδους γνήσιας σύνθεσης μεταξύ των όσων έχουν να προσφέρουν οι άνθρωποι στις πλούσιες, ανεπτυγμένες, βιομηχανικές χώρες και των όσων έχουν να προσφέρουν οι άνθρωποι στις λεγόμενες καθυστερημένες χώρες, ιδίως όσον αφορά τους κοινοτικούς δεσμούς, τις απόψεις για την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, τις απόψεις για το τι αξίζει στην ανθρώπινη ζωή και ούτω καθεξής.
Αυτός ήταν ο πυρήνας αυτού που ήταν εξαιρετικά σημαντικό και, κατά τη γνώμη μου, θετικό στη σκέψη του James. Αυτή η αίσθηση του αγώνα των ανθρώπων υπήρχε ήδη στο Black Jacobins, ένα σημαντικό βιβλίο, και ο James μπόρεσε να τη μεταφέρει όταν μιλούσε για τον σύγχρονο καπιταλισμό.
Ωστόσο, τα υπολείμματα του μαρξισμού ήταν επίσης ακόμη πολύ εμφανή στη σκέψη του James εκείνη την εποχή. Επέμενε, και δικαίως, ότι το πιο σημαντικό πράγμα ήταν ο αγώνας των εργατών στο σημείο παραγωγής. Τώρα, αν κάποιος πάρει στα σοβαρά αυτό το σημείο, καταστρέφει εντελώς τη μαρξική αντίληψη της οικονομίας και αυτό ακριβώς έκανα. Με συγχωρείτε που είμαι μετριόφρων. Αν κάποιος πάρει στα σοβαρά την ιδέα ότι το σημαντικότερο πράγμα είναι ο αγώνας των εργατών στο σημείο παραγωγής, τότε το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι ότι η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα.
Όμως όλο το Κεφάλαιο είναι χτισμένο πάνω στην υπόθεση ότι η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα. Η εργατική δύναμη ως εμπόρευμα είναι αυτό που ο καπιταλιστής θα ήθελε να είναι και αυτό που προσπαθεί να κάνει με αυτήν (και δεν μπορεί). Μπορεί να αποσπάσει όσες θερμίδες του επιτρέπει η τεχνολογία από έναν τόνο άνθρακα, αλλά δεν μπορεί να αποσπάσει όσο πλεόνασμα εργασίας θα ήθελε από την ημέρα ενός εργάτη, επειδή ο εργάτης αντιστέκεται, οι εργάτες συσπειρώνονται και έτσι προκύπτει μια άτυπη οργάνωση των εργατών που αντιτίθεται στην επίσημη οργάνωση του εργοστασίου σύμφωνα με το σχέδιο της διοίκησης. Αυτή η άτυπη οργάνωση επιτρέπει αφενός στους εργάτες να περιορίσουν την πραγματική εκμετάλλευση και αφετέρου, αυτό είναι το παράδοξο, επιτρέπει τη συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι αν θέλετε να καταρρεύσει αμέσως το όλο πράγμα, βάλτε να δουλεύουν όλοι για να κυριαρχήσουν. Αν δουλεύουν για να κυριαρχήσουν, τίποτα δεν λειτουργεί. Αν οι πιλότοι των αερογραμμών και το προσωπικό των αεροδρομίων άρχιζαν να εργάζονται για να κυριαρχήσουν, δεν θα ήμουν ποτέ στην Ατλάντα απόψε, όπως σχεδιάζω να είμαι.
Αν το πάρετε αυτό στα σοβαρά, τότε όλη η μαρξιστική θέση για την εργατική δύναμη και τους οικονομικούς νόμους και τα αυξανόμενα ποσοστά εκμετάλλευσης πάνε περίπατο. Και αυτό είναι αλήθεια. Ή, το άλλο σημείο σχετικά με την εισβολή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μια πολύ σημαντική έννοια που θυμάμαι να συζητώ με τον James και τη Lee.
Η ιδέα είναι ότι στοιχεία των σοσιαλιστικών σχέσεων διαμορφώνονται ήδη μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Ονομάσαμε το περιοδικό της ομάδας μας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Είπαν ότι θα έπρεπε να το ονομάσουμε Σοσιαλισμός και Βαρβαρότητα. Και αυτή είναι η ιδέα πίσω από την εισβολή της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Κατά μία έννοια τα δύο πράγματα πάνε μαζί.
Υπάρχει ένα μέρος της αλήθειας σε αυτό: δηλαδή, παρά τις προσπάθειες του καπιταλισμού να εμπορευματοποιήσει τους ανθρώπους, αυτό δεν πετυχαίνει ποτέ και οι άνθρωποι αντιστέκονται, αν και το 1992 ίσως κάποιος θα ήταν λιγότερο βέβαιος σχετικά με την αποτυχία των προσπαθειών του καπιταλισμού να εμπορευματοποιήσει τους ανθρώπους. Ή, τουλάχιστον, αν όχι να τους εμπορευματοποιήσει, τότε να τους γεμίσει με ψευδοεμπορεύματα και να ξεχάσει ή σχεδόν να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. Αν, λοιπόν, από την άλλη πλευρά μιλάς για την εισβολή της σοσιαλιστικής κοινωνίας, τότε κρατάς κάτι που υπάρχει στον μαρξισμό και που είναι μέρος αυτού που είναι λάθος με τον Μαρξ.
Κρατάς την αποκαλυψιακή, μεσσιανική ροή- την ιδέα ότι υπάρχει ένα οριστικό τέλος στο δρόμο, και αν δεν ανατιναχτούν όλα, θα πάμε εκεί και θα καταλήξουμε εκεί, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Σε σχέση με τη μεσσιανική πτυχή, θέλω να μιλήσω για ένα ακόμη σημείο που μπορεί να μη σας αρέσει καθόλου.
Μαζί με αυτή τη μεσσιανική ροή, τόσο στον Μαρξ όσο και στον James, πήγαινε και η χριστιανική αναφορά της επί του Όρους Ομιλίας του Ιησού: Μακάριοι οι φτωχοί, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών, δηλαδή η ιδέα ότι υπάρχει ένα ιστορικό προνόμιο των φτωχών, των κατατρεγμένων κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι αλήθεια.
Φυσικά, υπάρχει ένα αρνητικό ιστορικό προνόμιο της τάξης που μπορούμε να συμβολίσουμε στα ονόματα του Τζορτζ Μπους και του Lee Iaccoca {διευθυντή της Ford}. Δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε άλλο από αυτούς παρά μόνο αυτό που κάνουν. Αλλά για την υπόλοιπη κοινωνία, πέρα από όλες τις εκτιμήσεις σχετικά με τις εξελίξεις στην οικονομία, που σημαίνουν ότι δεν μπορείς πλέον να μιλάς για το προλεταριάτο ως ηγεμονική τάξη ή για το υποκείμενο της ιστορίας και ούτω καθεξής, πιστεύω ότι η δημοκρατική πολιτική, η επαναστατική πολιτική, η πολιτική προς μια αυτόνομη κοινωνία πρέπει να απευθύνεται στο 95% του πληθυσμού της σημερινής κοινωνίας.
Και αυτοί δεν είναι απαραίτητα οι φτωχότεροι, ή μόνο οι φτωχοί, ή μόνο οι καταπιεσμένοι. Βρίσκονται σε όλους τους τομείς. Το είδαμε αυτό στη Γαλλία το 1968, αφήνοντας στην άκρη τους φοιτητές, στα εργοστάσια όπου οι εργάτες απεργούσαν και όπου οι σταλινικοί δεν τους εμπόδισαν να καταλάβουν τα εργοστάσια, όπου οι άνθρωποι ήταν ενεργοί και κυριαρχούσαν στην κατάσταση, οι γενικές συνελεύσεις συνδύασαν τους εργάτες, τους τεχνικούς, τους μηχανικούς και το διοικητικό προσωπικό. Μόνο ο γενικός διευθυντής {CEO} δεν ήταν εκεί. Μόνο όταν όλοι οι εργαζόμενοι, με την ευρύτερη έννοια του όρου, συγκεντρώνονται μπορούν να αναδιοργανώσουν την παραγωγή έτσι ώστε τα προϊόντα να μοιράζονται πιο δίκαια και η παραγωγή να γίνεται πιο αποδοτική, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται ο μόχθος των ανθρώπων.
Θα κλείσω με μια άλλη προκλητική κουβέντα. Η αθηναϊκή δημοκρατία, για την οποία, όπως σας είπα, ο James ήταν ο πρώτος που μίλησε σε σχέση με τη σύγχρονη κοινωνία, ξεκίνησε πριν από σχεδόν εικοσιπέντε αιώνες από τις επαναστατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Ο Κλεισθένης δεν ήταν προλετάριος. Ήταν μέλος μιας από τις πιο ισχυρές και αριστοκρατικές οικογένειες της Αθήνας. Θα μπορούσατε να του αποδώσετε κίνητρα που δεν είναι αγνά και να πείτε ότι εισήγαγε τη δημοκρατία για να ξεπεράσει τις άλλες αντίπαλες αριστοκρατικές οικογένειες.
Δεν νομίζω ότι αυτό θα ήταν αλήθεια, αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτή η επανάσταση δεν θα είχε πάει πουθενά αν ο αθηναϊκός δήμος δεν ήταν εκεί για να την υποστηρίξει, να την κρατήσει ζωντανή και να την προχωρήσει για περισσότερο από έναν αιώνα. Αλλά και πάλι ο εμπνευστής της ήταν ένας αριστοκράτης. Από αυτή την αναλογία, υπάρχει κάτι που οφείλουμε να έχουμε κατά νου και αυτό είναι ότι σχεδόν ολόκληρη η ανθρωπότητα πρέπει και οφείλει να αγωνίζεται για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας ώστε να την κάνει πιο ανθρώπινη.