Μη Θρηνείτε, Βαλκανοποιηθείτε! Ένα Όραμα για τα Βαλκάνια (Andrej Grubačić)

0

Του Andrej Grubačić. Απόσπασμα από το βιβλίο του Don’t Mourn, Balkanize!: Essays After Yugoslavia (2010) – ένα έργο το οποίο, αν και πάνω από δέκα ετών, παραμένει ένα από τα κλασικά έργα για το θέμα και τόσο επίκαιρο όσο και όταν πρωτοεκδόθηκε. Ο Grubačić είναι ακαδημαϊκός και ακτιβιστής, συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων το «Living at the Edges of Capitalism: Adventures in Exile and Mutual Aid» (σε συνεργασία με τον Denis O’Hearn), και Wobblies and Zapatistas (με τον Staughton Lynd). Είναι συντάκτης της σειράς Kairos της PM Press.

Κατά τη διάρκεια µίας ευρωπαϊκής ανθρωπιστικής περιπέτειας στα Βαλκάνια, ο Μάικλ Νίκολσον, ένας διακεκριµένος βρετανός δηµοσιογράφος, έγραψε στο «Natasha’s Story» του: «Η θηριωδία των Βαλκάνιων έχει υπάρξει τόσο πρωτόγονη σε κάποιες περιπτώσεις που οι ανθρωπολόγοι τους παροµοιάζουν µε τους Γιαναµάµο του Αµαζονίου, µια από τις πιο πρωτόγονες και κτηνώδεις φυλές του κόσµου. Μέχρι και την έναρξη αυτού του αιώνα υπήρχαν ακόµα αναφορές από τα Βαλκάνια για αποκεφαλισµένους εχθρούς, των οποίων τα κεφάλια παρουσιάζονταν ως τρόπαια σε ασηµένια πιάτα στα νικηφόρα γεύµατα. Ας αναφέρουµε ακόµα ότι οι νικητές έτρωγαν την καρδιά και το συκώτι του χαµένου…»

Γεννήθηκα σε µια κοµµουνιστική οικογένεια στα Βαλκάνια, ωστόσο ποτέ δεν απολαύσαµε τέτοιες λιχουδιές. Ίσως αφελώς, αλλά υποψιάζοµαι ότι τα περισσότερα µέλη της φυλής µου επίσης δεν είχαν αυτή την τύχη. Οπότε, γεννάται το ερώτηµα: πώς είναι δυνατόν ο επιφανής αυτός βρετανός τζέντλεµαν να περιγράφει κάτι τόσο φρικιαστικά ενοχλητικό;

Εξίσου ενοχλητική είναι και η, ας την πούµε, κοινωνιολογική ανάλυση ενός άλλου διακεκριµένου ανθρώπου των γραµµάτων, του Σάιµον Ουίντσεστερ στο βιβλίο του «Fracture Zone: Μια Επιστροφή στα Βαλκάνια», όπου παρατηρεί: «Ακριβώς όπως η χερσόνησος – αυτά τα παράξενα και άγρια Βαλκάνια – είναι απολίτιστη και σε αντίθεση µε την υπόλοιπη Ευρώπη, οι κάτοικοί της, οι αγριάνθρωποι των Βαλκανίων, εξελίχθηκαν σε κάτι που διαφέρει πλήρως από αυτό που γνωρίζουµε ως ανθρώπινη κανονικότητα».

Σχετικά πιο πρόσφατη είναι η δήλωση που προέρχεται από την άλλη πλευρά του ωκεανού, του Μίκαελ Ιγκνάτιεφ, αυτοδίδακτου θεωρητικού, ο οποίος, όπως παρατηρεί η Tamara Vukov µε αρκετή κατάπληξη, δεν αποκλείεται να είναι ο µελλοντικός πρωθυπουργός του Καναδά. Δηλώνει, µε αρκετά αξιοθαύµαστη ειλικρίνεια, µια προοπτική «δηµιουργίας εθνών στη Βοσνία, το Κόσοβο και το Αφγανιστάν, καθώς αυτές οι χώρες είναι εργαστήρια όπου διαµορφώνεται η νέα αυτοκρατορία, όπου η αµερικανική στρατιωτική δύναµη, η χρηµατοδότηση της Ευρώπης και τα ανθρωπιστικά κίνητρα συνδυάζονται ώστε να δηµιουργηθεί µια µορφή αυτοκρατορικής κυριαρχίας για τη «µετα-αυτοκρατορική εποχή». Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητος ένας «προσωρινός ιµπεριαλισµός» µε τη µορφή περιορισµένης κατοχής σε αυτές τις ακυβέρνητες βαρβαρικές συνοριακές ζώνες αποτυχηµένων κρατών και εθνικών συγκρούσεων. «Η Βοσνία, µετά τη Συµφωνία του Ντέιτον προσέφερε εργαστηριακές συνθήκες για πειραµατισµό πάνω στη δηµιουργία των εθνών», καθώς «η ανασύσταση των Βαλκανίων δεν υπήρξε ποτέ άσκηση για ανθρωπιστική κοινωνική ενασχόληση, ήταν πάντα ένα ιµπεριαλιστικό πεδίο […] γιατί η δηµιουργία εθνών είναι το είδος του ιµπεριαλισµού στην εποχή των ανθρώπινων δικαιωµάτων».

Πώς όµως αντιµετωπίζουµε τέτοιες δηλώσεις; Από πού έρχεται αυτή η αντεστραµµένη άποψη; Ποιοι είναι αυτοί που νοµίζουν ότι θα έρθουν να «δηµιουργήσουν τα έθνη µας»; Σε αυτή τη σύντοµη πραγµατεία θα αναφέρω αναλυτικά δύο αλληλοσυνδεόµενες εξηγήσεις. Η µία είναι πολιτική ενώ η δεύτερη δοµική. Η πολιτική εξήγηση εντοπίζεται σε δύο διαφορετικές ερµηνείες της λέξης «βαλκανοποίηση». Η πρώτη είναι αυτή που θα ονοµάσω «βαλκανοποίηση από τα πάνω». Αυτή η µορφή της βαλκανοποίησης είναι, θα µπορούσε να πει κανείς, µια επινόηση της ευρωπαϊκής εκσυγχρονιστικής αποικιοκρατίας και των βαλκανολόγων της. Θα µπορούσε κανείς ακόµα και να αστειευτεί µε τα τρία βήτα: βαλκανοποίηση, βαρβαρότητα και βόµβες. Οι άνθρωποι των Βαλκανίων είναι βάρβαροι, ή τουλάχιστον έτσι θέλει να πιστεύει η ιµπεριαλιστική Ευρώπη, τείνουν να βαλκανοποιηθούν και ο µόνος τρόπος για να αποφευχθεί αυτό είναι να τους βοµβαρδίσουµε (ή να τους πουλήσουµε βόµβες για να το κάνουν µόνοι τους).

Από ιστορική άποψη, νοµίζω ότι θα µπορούσαµε να εντοπίσουµε ένα φαινόµενο ή, καλύτερα, ένα ολόκληρο σύµπλεγµα ελιτίστικων αντιδράσεων, για το οποίο προτείνω την ονοµασία «πολιτική βαλκανοφοβία»: ένας ελιτίστικος φόβος για τις αυτόνοµες περιοχές. Η βαλκανοποίηση από τα πάνω εµφανίστηκε ως µια ελιτίστικη αντίδραση στις διαδικασίες αυτονοµίας από τα κάτω. Η ευρωπαϊκή εκσυγχρονιστική αποικιοκρατία εκδηλώθηκε κατά πολύ ως αποτέλεσµα επιτυχηµένων αγώνων για τη δηµιουργία και την εδαφική ενοποίηση µιας τοπικής ταυτότητας. Οι αρχιτέκτονες των κρατών στην Ευρώπη εκείνο τον καιρό ήταν στην ουσία κυριευµένοι από το δαίµονα των Βαλκανίων, µε τη βαλκανοποίηση σ’ αυτή την περίπτωση να παίρνει την έννοια της «βαλκανοποίησης από τα κάτω», µια εναλλακτική διαδικασία εδαφικής οργάνωσης, αποκέντρωσης, εδαφικής αυτονοµίας και οµοσπονδιοποίησης. Η βαλκανοποίηση από τα κάτω, µια διαδικασία συνεχών διασπάσεων και συνενώσεων, υπήρξε µια εξαιρετικά απειλητική εναλλακτική για τα επερχόµενα µεγάλα, συγκεντρωτικά, καταναγκαστικά συστήµατα. Με τη σύγχρονη επινόηση της βαλκανικότητας, η βαλκανοποίηση (από τα πάνω!) µετατράπηκε σε ένα όνοµα αλλά και µια δικαιολογία για µια διαδικασία ελαχιστοποίησης της απειλής αυτόνοµων πολιτικών περιοχών που στερούνται οποιασδήποτε ειδικής και µόνιµης καταναγκαστικής εξουσίας αποκοµµένης από την κοινωνία, καθώς και ελαχιστοποίησης της µνήµης της περιοχής των αντιεκσυγχρονιστικών και αντικρατικών της αγώνων.

Θεωρώ ότι η επινόηση της «βαλκανικότητας» ως µια πολιτική και γεωπολιτιστική έννοια πρέπει να ενταχθεί στο ιστορικό πεδίο που διαµορφώθηκε το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου. Η άποψή µου είναι ότι η σύγχρονη ιστορία των Βαλκανίων ξεκινάει στην πραγµατικότητα στο Συνέδριο του Βερολίνου – πατρίδα του «διαµελισµού των Βαλκανίων», του «Μεγάλου Παιχνιδιού» στην Κεντρική Ασία και της «Εµπλοκής στην Αφρική» – µετά το οποίο, όπως παρατηρεί η Μαρία Τοντόροβα, το επίθετο «Βαλκάνιος» έπαψε να είναι µια «θολή γεωγραφική έννοια και µεταµορφώθηκε σε ένα από τα πιο υποτιµητικά επίθετα στο δυτικό πολιτικό λόγο».

Είναι ενδιαφέρον να σηµειωθεί ότι αυτή είναι η ίδια περίοδος που ο Μπραµ Στόουκερ γράφει την πασίγνωστη µεσαιωνική του νουβέλα «Dracula». Εδώ, όπως εύστοχα επισηµαίνει η Βέσνα Γκολντσγουόρθι, συναντάµε ένα νέο και παράξενο κόσµο: «Ο κόσµος του κόµη Δράκουλα αντιπροσωπεύει ό,τι αποτελεί ανάθεµα για τους βικτοριανούς – πάθος, σεξ, ανεξέλεγκτη βία… Ο κόµης Δράκουλας δεν πρέπει απλά να σκοτωθεί αλλά να καταστραφεί τελείως από τους ενωµένους εκπροσώπους της Δύσης – έναν Άγγλο, έναν Ολλανδό και έναν Αµερικάνο… Η αποστολή τους να αποκαταστήσουν την τάξη στα Βαλκάνια αντιπροσωπεύει τη µυθιστορηµατική έκφραση των προσπαθειών των δυτικών δυνάµεων στα τέλη του 19ου και του 20ου αιώνα να επιβάλουν την ειρήνη στη χερσόνησο».

Τα επόµενα βήµατα ορισµού της βαλκανοποίησης από τα πάνω εµφανίστηκαν κατά τον Πρώτο και το Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεµο του 1912-13, για τους οποίους υπάρχει η διαδεδοµένη άποψη ότι «αποτελούν την καθοριστική απόδειξη της ”µεσαιωνικής” συµπεριφοράς των βαλκάνιων πολεµιστών». Διαβάζοντας κανείς σύγχρονα έγγραφα, είναι εύκολο να διαπιστώσει πώς χρησιµοποιήθηκε η υποτιθέµενη βίαιη φύση των βαλκάνιων ως άλλοθι για τις µελλοντικές µεσολαβήσεις των πάντα καλοκάγαθων ευρωπαϊκών δυνάµεων.

Ωστόσο, η κρίσιµη στιγµή για την ανάπτυξη της βαλκανοποίησης από τα πάνω υπήρξε η γενναία δράση του Γκαβρίλο Πρίνσιπ και των συντρόφων του στα 1914. Η Μίσα Γκλένι φέρνει σαν παράδειγµα το δηµοφιλές βιβλίο του Τζον Γκούνθερ «Inside Europe» (1940) το οποίο «συνόψισε τα αισθήµατα που κυριαρχούσαν σ’ εκείνη την πλευρά του Ατλαντικού: “Είναι µια ανυπόφορη προσβολή προς την ανθρώπινη και πολιτική φύση το γεγονός ότι αυτές οι άθλιες και δυστυχείς χώρες στη Βαλκανική Χερσόνησο µπορούν και κάνουν συγκρούσεις που έχουν προκαλέσει παγκόσµιους πολέµους. Γύρω στους εκατόν πενήντα χιλιάδες Αµερικάνοι σκοτώθηκαν εξαιτίας ενός συµβάντος στα 1914 σε ένα πλινθόκτιστο πρωτόγονο χωριό, στο Σεράγεβο. Τα αποκρουστικά και σχεδόν αισχρά γρυλίσµατα της βαλκανικής πολιτικής, δυσνόητα για το δυτικό αναγνώστη, ακούγονται ακόµα στην ειρηνική Ευρώπη, ίσως και στον κόσµο”». Η αποικιοκρατική φαντασίωση του Στόουκερ συνεχίστηκε µε τη βασίλισσα των διηγηµάτων µυστηρίου. Στο «Μυστικό των Καµινάδων» η Αγκάθα Κρίστι περιέγραψε έναν «Ερτζοσλοβάκο» χωρικό, τον Μπόρις Αντζούκοφ, µε «ψηλά σλαβικά ζυγωµατικά και ονειρώδη φανατικά µάτια». Είναι, όπως µαθαίνουµε, «ένα ανθρώπινο λαγωνικό καταγόµενο από φυλή ληστών».

Είναι αξιοσηµείωτο ότι ο όρος «βαλκάνια» µε τις «φυλές ληστών» χρησιµοποιούνταν σπάνια κατά την κοµµουνιστική περίοδο. Τέσσερις από τις χώρες εντάσσονταν στην «Ανατολική Ευρώπη», ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν τα «νότια πλευρά του ΝΑΤΟ». Την ίδια στιγµή που επανεµφανίστηκαν τα «θηριώδη βαλκάνια», η µυθική προπαγάνδα της τεχνητής πρώην πλέον Γιουγκοσλαβίας και των «σκοτεινών βαλκανικών της καταγωγών» ξεπήδησε από τα εργοτάξια της µητροπολιτικής ακαδηµίας.

Σήµερα, σε αυτή τη νέα εποχή ενοποίησης, τα Βαλκάνια, η πρώην Γιουγκοσλαβία και η βαλκανοποίηση παρουσιάζονται και προβάλλονται στην παγκόσµια κοινότητα ως τίποτε άλλο από ιστορικά υπολείµµατα «πρωτόγονων εθνικισµών», και για µια ακόµα φορά θεωρούνται απειλή στο παραλήρηµα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας – όπως ακριβώς στην εποχή του Συνεδρίου του Βερολίνου – και µάλιστα στον πυρήνα της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ανησυχεί στην προοπτική µιας πολιτικά επαναστατικής περιοχής, µέσα, και ενάντια, στην ιµπεριαλιστική συγχώνευση. Ιδού τα λόγια του Ούγγρου πρωθυπουργού: «Τα προβλήµατα των Ροµά δεν περιορίζονται στην επικράτεια των κρατών-µελών της Ε.Ε., αφού η ελεύθερη µετακίνηση των ανθρώπων σηµαίνει ελεύθερη µετακίνηση των κοινωνικών προβληµάτων». Αυτή είναι η βαλκανοποίηση από τα πάνω, ο περιορισµός της «ελεύθερης µετακίνησης των κοινωνικών προβληµάτων».

Αποτελεί πεποίθησή µου ότι τόσο η Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα όσο και η νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατική Ευρώπη χτίστηκαν ενάντια και ως αντίποδας στα Βαλκάνια. Υπάρχει µια ιστορική συνέχεια ανάµεσα στο Βερολίνο και τη Λισσαβόνα. Και στις δύο περιπτώσεις ο δρόµος περνά µέσα από τα Βαλκάνια και, ακόµα πιο σοβαρά, µέσω της πρώην Γιουγκοσλαβίας και του πλινθόκτιστου χωριού του Σεράγεβο, που σήµερα για µια ακόµα φορά βρίσκεται υπό κατοχή της αιωνίως άγρυπνης «διεθνούς κοινότητας».

Η δεύτερη εξήγηση για αυτή την ιδιαίτερη αντιµετώπιση της σύγχρονης αποικιοκρατικής Ευρώπης απέναντι στα Βαλκάνια έχει ακόµα πιο βαθιές ρίζες. Αυτό που όρισα ως «επινόηση της βαλκανικότητας» βρίσκεται στην καρδιά της ευρωπαϊκής οικουµενικότητας. Το σύγχρονο καπιταλιστικό ευρωπαϊκό οικουµενικό σχέδιο περιέλαβε, ως το «άλλο του µισό», την επινόηση των Βαλκανίων, µε τα Βαλκάνια να θεωρούνται σύµβολο κάθε µυστηριώδους και απειλητικού στοιχείου στην ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τα Βαλκάνια έγιναν έτσι µια «άγρια Ευρώπη», ένας περίπλοκος, µπερδεµένος λαβύρινθος κατοικηµένος από πλάσµατα αµαρτωλά, άξεστα έθνη, ανίκανα να διοικηθούν µόνα τους, µια περιοχή στην καρδιά του ευρωπαϊκού σκοταδισµού. Ένα µέρος στο κατώφλι της Ευρώπης, όπου οι άνθρωποι πρέπει να βαφτιστούν στο όνοµα των πολιτισµένων αποστολών, των ανθρώπινων δικαιωµάτων και της πολιτισµένης κοινωνίας. Αυτά είναι τα Βαλκάνια, µια αυτοκαταστροφική τρύπα στην παγκόσµια ιστορία, µια ανεξάντλητη δεξαµενή βίας και απείθειας, ένα χαοτικό κενό στο παγκόσµιο διηνεκές. Αυτό το πολιτιστικό στοιχείο δεν µπορεί να αµφισβητηθεί.

Τα τελευταία χρόνια, µια οµάδα προοδευτικών και ριζοσπαστικών βαλκανολόγων εκκίνησαν µια σοβαρή θεωρητική απόπειρα προκειµένου το επιστηµολογικό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον να τοποθετηθεί στη σωστή του βάση. Η Μίλικα Μπάκιτς Χέιντεν, γοητευµένη από το θεµελιώδη κόσµο του οριενταλισµού του Έντουαρντ Σεντ και τοποθετώντας τα Βαλκάνια σε αυτή την κατηγορία ιστορικής εξήγησης, εισήγαγε µια νέα ευριστική µέθοδο «ενσωµατωµένου οριενταλισµού» ως παραλλαγή της οριενταλιστικής θεµατικής. Ακόµα πιο πέρα, η Μαρία Τοντόροβα αναγνωρίζει διαφορετικά χαρακτηριστικά στην κατασκευασµένη ταυτότητα των Βαλκανίων, όχι «απλώς ως υποκατηγορία του οριενταλισµού», αλλά ως ένα «συγκεκριµένο ρητορικό παράδειγµα». Υπάρχει µια ανεξάρτητη τροχιά στον καθορισµό της ηγεµονικής αντιπροσώπευσης της χερσονήσου, την οποία ορίζει ως «βαλκανισµός». Με ακόµα µεγαλύτερη οξύνοια, η Ταµάρα Βούκοφ έκανε πρόσφατα µια παρέµβαση σε αυτή τη συζήτηση µε τη χρήσιµη ανάλυσή της του «νέο-βαλκανισµού», όπου εντάσσει τα Βαλκάνια στην ιστορική πραγµατικότητα του παγκόσµιου καπιταλισµού.

Από τη µια χαιρετίζω αυτή την επιστηµονική αλλαγή στην οπτική του ζητήµατος και αναγνωρίζω την αξία της προαναφερθείσας έρευνας και από την άλλη προτίθεµαι να συσχετίσω αυτό το συγκεκριµένο ιστορικό χωροχρόνο των Βαλκανίων µε τις διαδικασίες της παγκόσµιας καπιταλιστικής αποικιοκρατίας, που ο Άνιµπαλ Κιχάνο περιγράφει ως «αποικιοκρατία της δύναµης». Η αποικιοκρατία της δύναµης, σύµφωνα µε τον Quijano προϋποθέτει ένα νέο µοντέλο παγκόσµιας δύναµης, έναν εγκαινιασµό του πρώτου σύγχρονου αποικιοκρατικού, καπιταλιστικού παγκόσµιου συστήµατος, το οποίο κατασκευάστηκε γύρω από την έννοια του έθνους. Ενώ µπορεί να είναι πιθανό να γίνει αντιληπτή η ιστορία της ευρωπαϊκής βίας που επιβλήθηκε στην «Ευρωπαϊκή Τουρκία» ως κατευθυνόµενη προς µία χώρα του «ενσωµατωµένου οριενταλισµού», προσωπικά µου είναι δύσκολο να αντιληφθώ την ιστορία των Βαλκανίων, µετά την επινόησή τους στο Συνέδριο του Βερολίνου, έξω από το νέο παγκόσµιο ηγεµονικό µοντέλο και έξω από τη νέα τεχνολογία της δύναµης, όπως αυτά εµφανίστηκαν µετά την κατάκτηση της Αµερικής, το οποίο προσαρµόζει τις φυλές και την εργασία, το χώρο και τους ανθρώπους, ανάλογα µε τις ανάγκες του κεφαλαίου και την κερδοφορία των Ευρωπαίων. Είναι σηµαντικό, κατά τη γνώµη µου, να ληφθεί πιο σοβαρά η διάκριση του Ενρίκε Ντουσέλ ανάµεσα στις «δύο µοντερνικότητες»: η µία είναι «ευρωκεντρική, επαρχιακή και περιφερειακή», ενώ η άλλη έχει παγκόσµιο ενδιαφέρον και περιλαµβάνει την «άλλη µεριά», αυτή που «κυριεύθηκε, υπέστη εκµετάλλευση και αποκρύφτηκε». Ο Dussell υποστηρίζει ότι πρέπει να «αρνηθούµε την αθωότητα της µοντερνικότητας», γιατί «αποδεχόµενοι τη διαφορετικότητα του άλλου (η οποία πριν απορριπτόταν), είναι πιθανόν να “ανακαλύψουµε” για πρώτη φορά την κρυµµένη “άλλη όψη” της µοντερνικότητας: τον περιφερειακό αποικιοκρατικό κόσµο, τους θυσιασµένους ιθαγενείς, τους σκλάβους µαύρους, τις καταπιεσµένες γυναίκες, το απαχθέν βρέφος, τον αλλοιωµένο λαϊκό πολιτισµό: τα θύµατα της µοντερνικότητας, όλα τους θύµατα µιας παράλογης δράσης που αντιτίθεται στο ιδανικό της µοντερνικότητας, στον ορθολογισµό». Ονοµάζει αυτό το σχέδιο «υπερµοντερνικότητα», ένα «σχέδιο παγκόσµιας ηθικής απελευθέρωσης, στο οποίο η διαφορετικότητα, που ήταν ενιαίο και αναπόσπαστο µέρος της µοντερνικότητας, θα µπορούσε να αυτοεκπληρωθεί». Η διαφορετικότητα και «εξωτερικότητα» των Βαλκανίων, και οι «κάπως λευκοί» πληθυσµοί τους, δεν µπορούν να νοηθούν ως ανέπαφες από το µοντέρνο στοιχείο, ως κάτι το εντελώς έξω απ’ αυτό. Αναφέρονται σε κάτι «εξωτερικό» που είναι συγκροτηµένο ως διαφορετικό, ειδικά από τις ηγεµονικές διαδικασίες.

Ελπίζω όλες αυτές οι προσεγγίσεις να βοηθούν στην εισαγωγή ενός νέου θεωρητικού πλαισίου για την κατανόηση της πρόσφατης, και όχι µόνο, ιστορικής συνύφανσης των «βαλκανιστικών» και εθνικιστικών συζητήσεων. Προκειµένου να αλλάξουµε τα Βαλκάνια, θα πρέπει να αρχίσουµε να  σκεφτόµαστε διαφορετικά για τα Βαλκάνια. Σ’ αυτό το σηµείο θα ήθελα να επισηµάνω ότι για να αντιληφθούµε κάτι τέτοιο, απαιτείται ένα σχέδιο συλλογικής και χειραφετηµένης έρευνας, ένα σχέδιο διαφορετικής αντίληψης από την εγγενή εξωτερικότητα των συνόρων, που µπορεί να ονοµαστεί «βαλκανολογία από τα κάτω». Αυτό το ερευνητικό χειραφετηµένο πρόγραµµα θα συνεισέφερε στην ανάπτυξη, από την άποψη του θέµατος της «άλλης πλευράς της µοντερνικότητας», που ο Αρτούρο Εσκοµπάρ ονοµάζει «έναν άλλο τρόπο σκέψης, un paradigma otro, της δυνατότητας για συζητήσεις πάνω σε “διαφορετικούς κόσµους και γνώσεις”». Οι ριζοσπαστικοί βαλκανολόγοι, οργανωµένοι σε µια τέτοια κοινότητα συζητήσεων, θα µπορούσαν να ευεργετηθούν εξαιρετικά από την πνευµατική δουλειά αυτής της οµάδας που εκπροσωπείται από τους Κιχάνο, Ντουσέλ, Μινιόλο και άλλους ενεργούς διανοούµενους. Θα ήταν ένα ατυχές λάθος να θεωρηθεί η εντυπωσιακή δουλειά αυτής της οµάδας ως παράδειγµα για τη Λατινική Αµερική αντί για «έναν άλλο τρόπο σκέψης που αντίκειται στις σπουδαίες µοντερνικές διηγήσεις (χριστιανισµός, φιλελευθερισµός και µαρξισµός). Μια διήγηση που «τοποθετεί τη συστηµατική της έρευνα στα σύνορα των συστηµάτων σκέψης και αγγίζει την πιθανότητα µη-ευρωκεντρικών τρόπων σκέψης». Την ίδια στιγµή, στο ξεδίπλωµα της ριζοσπαστικής δυνατότητας της σκέψης µακριά από τη διαφορετικότητα και προς την κατεύθυνση της σύστασης εναλλακτικών τοπικών και περιφερειακών κόσµων, λαµβάνοντας σοβαρά υπόψη την επιστηµονική δύναµη των τοπικών ιστοριών και σκεφτόµενοι τη θεωρία µέσα από την πολιτική πράξη των κατώτερων οµάδων, οι ριζοσπαστικοί βαλκανολόγοι καλά θα κάνουν να ακολουθήσουν τα βήµατα των Πίτερ Λινενµπάου, Μάρκους Ράιντεκερ και άλλων ανεξάρτητων ιστορικών. Αυτών που αναζητούν ίχνη εξεγέρσεων και επαναστάσεων, οι οποίες µοιάζουν µε Λερναία Ύδρα, και κρυµµένες ιστορίες δηµοφιλών αγώνων κατά µήκος του προλεταριακού Ατλαντικού. Η όµορφη, εκθαµβωτική ιστορία των αντιεξουσιαστικών Βαλκανίων ξεχειλίζει από µάχες µε πειρατές της θάλασσας και της στεριάς, «hajduks, uskoci, κλέφτες», από αντάρτες, αιρετικούς και αγροτικές εξεγέρσεις όλων των ειδών, όλοι παρερµηνευµένοι οµοίως από τους κοµµουνιστές και εθνικιστές ιστορικούς. Αυτό το σχέδιο, η βαλκανολογία από τα κάτω, θα µπορούσε να σχεδιαστεί ως µονο-πειθαρχικό (Βαλερστάιν) ή µη-πειθαρχικό (Εσκοµπάρ) πρόγραµµα, µε µέλη προερχόµενα από διάφορα πεδία, για να «απειθαρχήσουµε στις πειθαρχίες» και να εγκαθιδρύσουµε µόνο ένα πεδίο µελέτης. Αυτό µπορεί να µας βοηθήσει να µάθουµε πώς να απελευθερώσουµε το παρελθόν µας και το µέλλον µας από «τον ευρωκεντρικό καθρέφτη, όπου το είδωλό µας είναι πάντα και αναγκαστικά παραµορφωµένο».

Έχω ήδη περιγράψει τη βαλκανοποίηση από τα κάτω ως ένα αφήγημα που επιμένει στις κοινωνικές και πολιτικές συγγένειες, καθώς και στα κοινά έθιμα που προκύπτουν από τη διεθνιστική αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη και καταλήγουν σε αυτό που θα μπορούσε να οριστεί ως διεθνιστική αυτοδιάθεση, κάτι που περιορίστηκε στη διάρκεια της ευρω- αποικιοκρατικής εμπλοκής. Στα Βαλκάνια, η πολυκέφαλη Ύδρα έχει το δικό της πολιτικό πρόγραμμα και όραμα. Το όνομα για αυτό το όραμα είναι Βαλκανική Ομοσπονδία. Υπάρχουν δύο κύριες εκδηλώσεις αυτού του προγράμματος, τη μια θα την ονομάσω ομοσπονδιοποίηση από τα πάνω, βασισμένη στην ιδέα των ομοσπονδιοποιημένων σοσιαλιστικών κρατών και την άλλη που βασίζεται στην οριζόντια αρχή μιας «οργανικής κοινοπολιτείας», μιας συγκεκριμένης «κοινότητας κοινοτήτων», την οποία θα ονομάσω ομοσπονδιοποίηση από τα κάτω.

Μια από τις πρώτες εκφάνσεις της βαλκανικής ομοσπονδιοποίησης αναφέρεται από έναν έλληνα ιστορικό, τον Λουκή Χασσιώτη, ο οποίος μάς θυμίζει τις προηγούμενες προσπάθειες των βαλκάνιων ριζοσπαστών που, στα 1865, καθιέρωσαν την Ανατολική Δημοκρατική Ομοσπονδία με «το συγκριτικό συνδυασμό δημοκρατικών, σοσιαλιστικών και εθνικών ιδεών». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ιστορία της βαλκανικής ομοσπονδιοποίησης διίσταται. Μια γραμμή ανάπτυξης θα οδηγήσει σε καθιερωμένες πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ των βαλκανικών κρατών που ήταν πάντοτε δεκτικά στις ιδέες της ομοσπονδιοποίησης. Ο Χασσιώτης γράφει ότι «συντηρητικοί και φιλελεύθεροι πολιτικοί, ακόμα και βασιλιάδες (όπως ο Βασιλιάς Όθωνας στην Ελλάδα και ο Μίλαν Ομπρένοβιτς στη Σερβία) παρουσιάστηκαν παροδικά και τυχαία ως υποστηρικτές κάποιου είδους ομοσπονδίας». Ομοίως, η ομοσπονδιοποίηση από τα πάνω εκφράστηκε στις πολιτικές των κομμουνιστικών κομμάτων. Σχεδόν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα πριν τον πόλεμο είχαν μια βαλκανική ομοσπονδία (μια ομοσπονδία σοσιαλιστικών κρατών) ως ένα μέρος, ή ακόμα και ως θεμέλια λίθο, των αντίστοιχων προγραμμάτων τους. Σε αυτό το ύφος, οι πιο σημαντικές ομοσπονδιακές προσπάθειες μπορούν να βρεθούν στα Βαλκανικά Συνέδρια κατά τη μεσοπολεμική περίοδο και στα ομοσπονδιακά σχέδια του Τίτο αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Υπάρχει μια άλλη, πολύ πιο ενδιαφέρουσα πορεία που θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε σχετικά με τη βαλκανική ομοσπονδιοποίηση. Είναι επίσης γνωστό ότι πολλοί αναρχικοί συμμετείχαν στις εξεγέρσεις της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας (1875-78). Ο Μαλατέστα δεν κατάφερε να μπει στη Βοσνία, αλλά ο σύντροφός του, ο Στέπνιακ, τα κατάφερε και μας κληροδότησε μια σημαντική μαρτυρία για τον αγώνα ενάντια στους Οθωμανούς. Επίσης, γράφει ο Χασσιώτης, «σοσιαλιστές συμμετείχαν στο κίνημα για την αυτονομία της Μακεδονίας (“Βαρκάρηδες”, Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση), όπως επίσης στις αντι-οθωμανικές εξεγέρσεις στην Κρήτη, ακόμα και στον διακρατικό ελληνοτουρκικό πόλεμο στα 1897». Ορισμένοι από τους αντι- εξουσιαστές σοσιαλιστές, όπως ο Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς ή Μπότεφ, υποστήριξαν μια βαλκανική ομοσπονδία από τα κάτω, μια α-κρατική ομοσπονδία που θα αυτοθεσμιζόταν ως αποτέλεσμα κοινωνικών επαναστάσεων και όχι διακρατικών συμφωνιών και θα βασιζόταν στη συνομοσπονδιακή οργάνωση των παραδοσιακών νότιων σλαβικών αγροτικών κοινοτήτων. Στην αναρχική εφημερίδα «Νέον Φως» από τον Πύργο διαβάζουμε σε ένα άρθρο για την Κρήτη, ότι «εμείς, οι επαναστάτες του μέλλοντος, δεν πρέπει να είμαστε πατριώτες και θρησκευόμενοι επαναστάτες, θα πρέπει να είμαστε κοινωνικοί και διεθνιστές επαναστάτες. Οι μόνοι μας εχθροί είναι οι οικονομικοί και εξουσιαστικοί τύραννοι κάθε θρησκείας. Αρκετά με τους αγώνες για σημαίες και σύμβολα. Ήρθε η ώρα να πολεμήσουμε για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ελευθερία γενικά».

Αυτές οι γραμμές των ελλήνων αναρχικών σχεδόν ξεχάστηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά το ίδιο συνέβη και με την υλοποίηση της ομοσπονδιοποίησης από τα πάνω, αφού ο Ψυχρός Πόλεμος και η διάλυ ση της συμμαχίας Στάλιν-Τίτο και τελικά η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μετέτρεψαν την ιδέα σε κάτι πρακτικά αδύνατο. Σήμερα, μετά τη φρίκη του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού, μετά από πολλά επεισόδια εθνικιστικής βίας, στα συντρίμμια του ευρωκεντρικού νεοφιλελευθερισμού, θεωρώ ότι είναι καίριο σημείο η αναβίωση της οριζόντιας ομοσπονδιοποί ησης. Έχουμε στα χέρια μας μια μακρά και υπέροχη παράδοση.

Πριν κατηγορηθώ ότι παρουσιάζω με γλαφειρά χρώματα αυτή την άποψη, θα πρέπει να προσθέσω μια άλλη οδυνηρή διχοτομία του καταγράφηκε στην ιστορία της χερσόνησου, αυτή ανάμεσα στον εθνικισμό και στην τοπική διεθνιστική αυτοδιάθεση. Η ιστορία των Βαλκανίων δεν είναι μόνο μια ιστορία διεθνιστικής συνεργασίας. Είναι επίσης και μια αιματοβαμμένη ιστορία Εθνικιστικών βαρβαροτήτων για τις οποίες Είμαστε συνυπεύθυνοι. Ίσως όχι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη και όχι χωρίς την ετερογενή υποστήριξη, αλλά παρ’ όλα αυτά πολύ αληθινή. Η εξουσιαστική Αριστερά στα Βαλκάνια, με την επιμονή της στην «εθνική ακεραιότητα» και τη θέση της για τη θέσμιση του έθνους κράτους ως ένα στάδιο απαραίτητο για την κοινωνική απελευθέρωση, έπαιξε αρνητικό ρόλο στη νοηματοδότηση του εθνικισμού. Δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ σ’ αυτό το σημείο. Όταν λέω ότι υποστηρίζω την πολυπολιτισμικότητα σε μια περιοχή ή ότι κριτικάρω ένα ιακωβινιστικό μοντέλο ενός μονοπολιτιστικού κράτους, δεν εννοώ ότι μπορούμε να προσπεράσουμε εύκολα τις βίαιες εκφάνσεις του τρομακτικού εθνικιστικού παρελθόντος μας. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με το ίδιο πνεύμα τη βιαιότητα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας αλλά και τις ίδιες τις δικές μας βαρβαρότητες. Για να γίνει το παρελθόν μας μια θεμελιώδης πρακτική αρχή δράσεων για το παρόν θα πρέπει να σταματήσουμε να ζούμε στο παρελθόν, αλλά αντίθετα να το συγχωνεύσουμε στο παρόν μας με διάθεση χειραφέτησης. Αν θέλουμε να χτίσουμε πολυπολιτισμικά Βαλκάνια, θα πρέπει το παρόν μας να απελευθερωθεί από το παρελθόν. Σημειωτέον ότι δεν υποστηρίζω το σβήσιμο του παρελθόντος, αλλά μια διαδικασία ανάμνησης ως μέρος μιας διαδικασίας για την ελευθερία. Αυτό δεν είναι εφικτό αν ενστερνιστούμε οποιαδήποτε μορφή ιδιαιτερότητας, εθνικής ή τοπικιστικής. Ακολουθώντας τον Ακίλε Μπέμπε, θα ήθελα να δανειστώ έναν όρο για αυτό το πάντα ανολοκλήρωτο σχέδιο, διανθισμένο με τάσεις και αντιθέσεις, που ταυτόχρονα αγκαλιάζει και αποβάλλει το ερώτημα της ιδιαιτερότητας και που θα τον ονομάσω βαλκανοπολιτισμό – έναν τρόπο για την έκφραση των Βαλκανίων μέσω ενός ανοίγματος στη διαφορετικότητα και στην αποβολή του εθνικισμού. Ο βαλκανοπολιτισμός, ως ένα τοπικό σχέδιο, με την ενεργή αναζήτηση, νέων εμπειριών, απορρίπτοντας «τα όρια των εγκλωβισμένων κοινοτήτων και των δικών τους πολιτιστικών βάσεων», είναι σε θέση να αποβάλλει τους βαλκανικούς εθνικισμούς μέσω της περιέργειας για το ξένο και του ανοίγματος στο διαφορετικό, «αγκαλιάζοντας, με πλήρη επίγνωση των γεγονότων, της ξενικότητας και της διαφορετικότητας, την ικανότητα να αναγνωρίσει κάποιος τον άλλον ως αλλοδαπό και να μεταβάλει όσο γίνεται περισσότερο τα στοιχεία του αποκλεισμού σε εγγύτητα…» Αν έχει δίκιο ο Αρτούρο Εσκομπάρ, όταν λέει ότι το να οριοθετήσει με βάση τον τόπο σου δεν είναι το ίδιο όπως το να εγκλωβίζεσαι με βάση τον τόπο σου, τότε ο βαλκανοπολιτισμός θα ήταν ένα πολύτιμο δώρο για το σχέδιο της παγκόσμιας οικουμενικότητας, όπου, σύμφωνα με τα λόγια του Σενγκόρ, ο κόσμος γίνεται τόπος συνάντησης προσφοράς και απολαβής (rendez-vous du donner et du recevoir).

Αλλά πώς μπορεί ένα εθνικό ζήτημα να αντιμετωπιστεί με πιο προγραμματικό περιεχόμενο; Πιστεύω ότι ο εθνικισμός μπορεί να απαντηθεί στα πλαίσια του τοπικισμού και θεωρώ ότι τα Βαλκάνια μπορούν να προσφέρουν ένα μοντέλο για μια άλλη Ευρώπη, μια βαλκανοποιημένη Ευρώπη περιοχών, ως μια εναλλακτική τόσο για τα υπερεθνικά ευρωπαϊκά υπερκράτη όσο και για τα έθνη-κράτη. Μια βαλκανοποίηση της Ευρώπης θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην πολιτική αυτόνομων περιοχών και της ποικιλότητας των πολιτισμών. Θεωρώ την περιοχή ως μια οντότητα που κάποτε βλήθηκε από το κυρίαρχο έθνος-κράτος και τον καπιταλισμό και που τώρα αποτελεί τη βάση για αναγέννηση και αναδόμηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ευρώπη. Συμφωνώ με την αισιοδοξία του Κροπότκιν που αναμένει «μια εποχή όπου θα υπάρχει κάθε συστατικό της ομοσπονδίας, μιας ελεύθερης ομοσπονδίας αγροτικών κοινοτήτων και ελεύθερων πόλεων, και πιστεύω επιπλέον ότι η δυτική Ευρώπη θα κατευθυνθεί επίσης προς αυτή την κατεύθυνση».

Αλλά, πώς θα μοιάζει μια τέτοια Βαλκανική ομοσπονδία, χωρίς κράτη και έθνη;

Πιστεύω ότι οι νέοι Βαλκάνιοι επαναστάτες θα πρέπει να χαιρετίσουν και να υπερασπιστούν το σχέδιο μιας σύγχρονης Βαλκανικής ομοσπονδίας ως μια ομοσπονδία ριζοσπαστικής απόρριψης της αποικιοκρατίας, δημιουργίας πολυπολιτισμικότητας, κοινωνικής αλλαγής ρήξης της από τα πάνω κυριαρχίας, σε ενεργή Επικοινωνία με τέτοια σύγχρονα κινήματα όπως η πολυεθνική πολιτική των ιθαγενών της Ομοσπονδίας των Άνδεων, των Αναρχικών Ενάντια στο Τείχος στη Μέση Ανατολή ή τα ριζοσπαστικά κινήματα της Αφρικής με το σύνθημα «εμείς είμαστε οι φτωχοί».

Αυτά τα Βαλκάνια, ούτε καπιταλιστικά ούτε γραφειοκρατο-σοσιαλιστικά, θα αποτελούν μια υπερεθνική κοινωνία με βαλκανοπολιτική, πολυεθνική ματιά, μια ματιά που κάποτε υπήρχε, αλλά έχασε την εσωτερική της συνοχή με την επιβολή των εθνών-κρατών, μια ματιά που αναγνωρίζει τις πολλαπλές ταυτότητες και σχέσεις που χαρακτηρίζονται από πολλαπλασιασμό και πολλαπλότητα, μια ματιά που αναγνωρίζει την ενότητα που προκύπτει από τη διαφορετικότητα. Αυτά θα ήταν τα Βαλκάνια που βασίζονται στην εθελοντική συνεργασία και στην αμοιβαία αλληλοβοήθεια, στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες των συνελεύσεων γειτονιάς και των ομοσπονδιών των πόλεων, ελεύθερες ορ- γανώσεις που «εξαπλώνονται και καλύπτουν κάθε άποψη της ανθρώπινης δραστηριότητας», με μια αυτοδιαχειριζόμενη οικονομία με συμμετοχικό σχεδιασμό, δομημένη στο τοπικό πλαίσιο της ομοσπονδίας που διαλύει το κράτος.

Η μετατόπιση από τα Βαλκάνια του εθνικισμού και της εκμετάλλευσης στα (ομοσπονδιοποιημένα Βαλκάνια της αλληλεγγύης και των αγώνων είναι εφικτή μόνο με τις προϋποθέσεις της διεθνιστικής συνεργασίας και των ενωμένων αγώνων που προοιωνίζουν μια «μη-εθνική λύση» της τοπικής ομοσπονδιοποίησης.

Για να χτιστεί ένας τέτοιος κόσμος θα χρειαστούμε ένα νέο τύπο πολιτικής από τα κάτω. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι όταν λέω πολιτική εννοώ μια οργανική, διαλεκτική, κοινή και συμμετοχική δραστηριότητα των αυτόνομων λαών, και όχι του θεσμικού κράτους, ένα σύνολο χειρισμών που βασίζονται στη ρήξη της κρατικής κυριαρχίας και απορρίπτουν την ιδέα της κομματικής αντιπροσώπευσης και τα πολιτικά κινήματα που αντιγράφουν το Κράτος ως προς την οργάνωσή τους. Αντιθέτως, εννοώ την αντιεξουσιαστική πολιτική που είναι ουτοπική με την έννοια ότι χαιρετίζει τη φαντασία στην πολιτική και τις απόπειρες να υλοποιηθούν άλλες δυνατότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μια πολιτική που υπερκερνά τα δεδομένα και αρνείται την εκλογίκευση της πραγματικό- τητας, την εκλογίκευση των επιβεβλημένων αποικιοκρατικών και εθνοκρατικών εναλλακτικών. Αναφέρομαι στη νέα, αποκατεστημένη πολιτική της αμοιβαίας αλληλοβοήθειας, της αμοιβαίας αλληλεγγύης, της πολυεθνικής ταυτότητας και της ελευθερίας.

Σε πρακτικό επίπεδο, κάτι τέτοιο προσομοιάζει στην περιγραφή που δίνει ο Ούρι Γκόρντον για τους Αναρχικούς Ενάντια στο Τείχος και το συνεργατικό υπερεθνικό χωριό του Νεβ Σάλομ, και τα δύο παραδείγματα μιας «ριζοσπαστικής ειρήνευσης» στη Μέση Ανατολή. «Το καίριο σημείο, ωστόσο, είναι η επίγνωση της ριζοσπαστικότητας της ίδιας της διαδικασίας. Ρεαλιστικά μιλώντας, βλέπουμε τις δραστηριότητες ομάδων και κοινοτήτων που μπορούν να μολύνουν την κρατική ειρηνευτική διαδικασία με μια πιο διεξοδική ατζέντα κοινωνικής μεταρρύθμισης. Αυτό που θεμελιώνει μια τέτοια ατζέντα, από την αναρχική σκοπιά, είναι το επιχείρημα ότι η δημιουργία μιας πραγματικής ειρήνης απαιτεί τη δημιουργία και ενίσχυση πολιτικών χώρων που διευκολύνουν την εθελοντική συνεργασία και την αμοιβαία βοήθεια (ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστίνιους)». Η μετατόπιση από τα Βαλκάνια του εθνικισμού και της εκμετάλλευσης στα (ομοσπονδιοποιημένα) Βαλκάνια της αλληλεγγύης και των αγώνων είναι εφικτή μόνο με τις προϋποθέσεις της διεθνιστικής συνεργασίας και των ενωμένων αγώνων που προοιωνίζουν μια «μη-εθνική λύση» της τοπικής ομοσπονδιοποίησης. Το κίνημα των Freedom Fight στη Σερβία, τα αντιεξουσιαστικά κινήματα και οι μεταναστευτικές ομάδες στην Ελλάδα και η Αναρχική Ομοσπονδία στη Βουλγαρία είναι μερικά σημαντικά κινήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά χρειαζόμαστε πολλά περισσότερα.

Εμείς, «οι επαναστάτες του μέλλοντος», πρέπει να θυμηθούμε και να βασιστούμε σε αυτό που ήταν κάποτε μέρος της πολύτιμης ιστορίας μας, στο πολυπολιτισμικό όραμα της πολυεθνικής, αλλά υπερεθνικής, αντιεξουσιαστικής κοινωνίας. Πρέπει να αντιληφθούμε το σκανδαλώδη υπαινιγμό της λέξης «Βαλκάνια» και να επανανοηματοδοτήσουμε την έννοια αυτής της λέξης. Η κοινωνία αυτού του είδους στην οποία αναφερόμαστε μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, χωρίς κράτη και πέρα από τα έθνη. Ένας κόσμος που χωράει πολλούς κόσμους. Αν δεν είναι αυτή η πραγματικότητά μας σήμερα, το καθήκον μας, το μόνο μας καθήκον, είναι να αγωνιστούμε για να γίνει η αυριανή μας πραγματικότητα.

Μετάφραση: Φανή Τσιουμπέκου

Αφήστε ένα σχόλιο

six + sixteen =