O Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία (1524–1525): 500 χρόνια από την εξέγερση

0

Κείμενο του Martin Empson, συγγραφέα του βιβλίου The Time of the Harvest Has Come! Revolution, Reformation and the German Peasants’ War (Ήρθε η ώρα της συγκομιδής! Επανάσταση, μεταρρύθμιση & ο γερμανικός Πόλεμος των Χωρικών), που εκδόθηκε φέτος από τον εκδοτικό οίκο Bookmarks Publications, με αφορμή την 500ή επέτειο της εξέγερσης – ένα γεγονός που καθόρισε ιδιαιτέρως τη σκέψη του Μαρξ και πολλών ακόμη. Μετάφραση κειμένου για το αυτολεξεί: Ευθύμης Χατζηθεοδώρου.

Μια από τις πιο αξιοσημείωτες πτυχές για όσους μελετούν τον Πόλεμο των Χωρικών, το μεγάλο επαναστατικό κίνημα που σάρωσε την κεντρική Γερμανία το 1524 και το 1525, είναι το γεγονός ότι οι διεκδικήσεις του έχουν καταγραφεί με μεγάλη λεπτομέρεια. Τα πιο γνωστά εξ αυτών είναι τα αιτήματα που συγκεντρώθηκαν στα «Δώδεκα Άρθρα», τα οποία γράφτηκαν στη γερμανική πόλη Μέμινγκεν από εκπροσώπους των στρατών των αγροτών τον Μάρτιο του 1525. Και υπάρχουν αμέτρητα παρόμοια έγγραφα.

Στα αιτήματά τους, οι επαναστατημένοι αγρότες διατύπωσαν την αντίθεσή τους στη δουλοπαροικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Επειδή όμως ο πλούτος στη φεουδαρχική κοινωνία ήταν βασισμένος στην ιδιοκτησία της γης, έπρεπε επίσης να υπογραμμίσουν άλλη μια θεμελιώδη πτυχή της εκμετάλλευσής τους – τη σχέση της κοινωνίας με τον φυσικό κόσμο. Κομμάτια αυτής της ιδέας φανερώνονται στα αιτήματά τους σχετικά με τις ενοικιάσεις και την πρόσβαση στη γη. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, ο αγροτικός κόσμος συχνά έθετε αιτήματα που τόνιζαν τη σχέση του με τη φύση και τον τρόπο με τον οποίο πίστευε ότι έπρεπε να τη χρησιμοποιεί. Δύο από τα «Δώδεκα Άρθρα» το καθιστούν ξεκάθαρο:

«Έως τώρα υπήρχε η συνήθεια να μην επιτρέπεται σε κανέναν φτωχό να πιάνει ελάφια ή άγρια πτηνά ή ψάρια σε τρεχούμενα νερά, πράγμα που μας φαίνεται αρκετά απρεπές και αντιαδελφικό, καθώς και εγωιστικό και μη συμβατό με τον Λόγο του Θεού. Σε ορισμένα μέρη, οι αρχές προς μεγάλη μας ενόχληση και ζημία, επιτρέπουν απερίσκεπτα στα ζώα να καταστρέφουν μάταια τις καλλιέργειές μας, τις οποίες ο Θεός βοηθά να αναπτυχθούν για το καλό του ανθρώπου, και παράλληλα περιμένουν από εμάς να μείνουμε άπραγοι».

Το Άρθρο συνεχίζει:

«Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, του έδωσε την επικυριαρχία πάνω σε όλα τα ζώα, τα πουλιά που βρίσκονται στον αέρα και τα ψάρια στο νερό. Συνεπώς, επιθυμούμε, αν κάποιος άνθρωπος [θεωρεί ότι] έχει την ιδιοκτησία των υδάτων, να μας αποδείξει με αξιόπιστα έγγραφα ότι αυτό του το δικαίωμα αποκτήθηκε ακούσια μέσω αγοράς… ενώ όποιος δεν μπορεί να προσκομίσει τέτοιου είδους στοιχεία, θα πρέπει ως δείγμα καλής θελήσεως να παραιτηθεί από τη διεκδίκησή του.

Το Πέμπτο Άρθρο αναπτύσσει περισσότερο το θέμα:

«Μας θίγει το θέμα της κοπής των ξύλων, αφού οι ευγενείς έχουν οικειοποιηθεί όλα τα δάση για τον εαυτό τους… Η γνώμη μας είναι πως τα ξύλα που έχουν πέσει στα χέρια ενός άρχοντα, είτε πνευματικού είτε κοσμικού, αν δεν έχουν αγοραστεί δεόντως, θα πρέπει να επιστραφούν στην κοινότητα. Θα έπρεπε, επίσης, κάθε μέλος της κοινότητας να είναι ελεύθερο να παίρνει όσα καυσόξυλα χρειάζεται για το σπίτι του».

Και αναφέρεται ξανά το ζήτημα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των φυσικών πόρων – αν και δεν αμφισβητείται συνολικά, αλλά περισσότερο η άδικη ιδιοποίηση:

«Αν το δάσος –παρότι αρχικά κατασχέθηκε άδικα– αργότερα πουλήθηκε κανονικά, ας διευθετηθεί το ζήτημα με φιλικό πνεύμα και σύμφωνα με τις Γραφές».

Το Δέκατο Άρθρο αντιτίθεται στην περίφραξη (ιδιωτικοποίηση) της γης και των πόρων:

«Μας θίγει η οικειοποίηση λιβαδιών και αγρών από ιδιώτες, όταν αυτά κάποτε άνηκαν σε κάποια κοινότητα. Όλα αυτά, θα τα πάρουμε πίσω στα χέρια μας».

Δεν ήταν μόνο στα Δώδεκα Άρθρα που διατυπώθηκαν αυτές και παρόμοιες απαιτήσεις. Στα εξήντα δύο άρθρα των χωρικών του Στούλινγκεν [Stühlingen], μιας περιοχής που η εξέγερση ξεκίνησε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1524, οι αγρότες διατύπωσαν μια σειρά από παράπονα ειδικά για το πώς τους επιτρεπόταν ή περιοριζόταν η χρήση των φυσικών πόρων:

Άρθρο 14: «Το δάσος της κοινότητας και άλλες δασώσεις περιοχές έχουν αφαιρεθεί από το δικαίωμά μας στη χρήση, σε αντίθεση με την αρχαία παράδοση».

Άρθρο 16: «Έχουμε πολλά κτήματα και λιβάδια ελεύθερης κυριότητας μέσα από τα οποία ρέει τρεχούμενο νερό -αυτό το χρησιμοποιούσαμε μέχρι τώρα όπως χρειαζόμασταν, για το άλεσμα ή για να ποτίσουμε τα λιβάδια, όπως και τα νερά που είναι κοινά για όλους- αλλά τα τελευταία χρόνια οι άρχοντες μας τα έχουν αποκλείσει και δεν μας αφήνουν να τα χρησιμοποιούμε. Αντιθέτως, τα νοικιάζουν σε ψαράδες, οι οποίοι στη συνέχεια κάνουν σημαντική ζημιά στα κτήματά μας».

Άρθρο 28: «Μας έχει απαγορευτεί να καθαρίζουμε και να καίμε άχυρα και ζιζάνια σε βοσκοτόπια και λιβάδια την άνοιξη, σε αντίθεση με την παράδοση».

Στο 42ο άρθρο τους, οι αγρότες του Στούλινγκεν παραπονέθηκαν ότι οι άρχοντες μπορούσαν να τοποθετούν φράχτες για να δημιουργούν κυνηγετικά καταφύγια πάνω στη γη τους. Όμως οι χωρικοί δεν μπορούσαν να τα αφαιρέσουν χωρίς να τιμωρηθούν, και τα θηράματα κατέστρεφαν τις καλλιέργειές τους.

Εκατοντάδες παρόμοια παραδείγματα μπορούν να βρεθούν σε δεκάδες άλλα έγγραφα εξεγερμένων αγροτών. Η γη, το νερό, οι φυσικοί πόροι, τα άγρια ζώα και η πεσμένη ξυλεία είχαν γίνει σημεία ταξικής πάλης, καθώς οι γαιοκτήμονες περιόριζαν, ιδιωτικοποιούσαν και έλεγχαν τη φύση προς το συμφέρον τους. Αυτή η διαδικασία ήταν συνεχής και συχνά σήμαινε την καταστροφή ή την κατάργηση των εθιμικών δικαιωμάτων στα οποία οι αγρότες βασίζονταν για αιώνες.

Αυτή η διαδικασία δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση. Τέτοια περιστατικά λάμβαναν χώρα σε όλη την Ευρώπη. Αντικατόπτριζαν τις αλλαγές στη φεουδαρχική οικονομία, όπου κομμάτια της κοινωνίας έβλεπαν όλο και περισσότερο τις ιδιωτικές επιχείρησης ως τρόπο μεγιστοποίησης του πλούτου τους. Οι απαρχές του καπιταλισμού, υπό αυτό το πρίσμα, έσπερναν τους σπόρους μιας μεγάλης εξέγερσης, λόγω της αντίφασης μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων των φεουδαρχικών άρχουσων τάξεων και του τρόπου με τον οποίο οι αγρότες ήθελαν να χρησιμοποιούν τη φύση για τις κοινότητές τους.

Σε μια πρόσφατη περιγραφή της εξέγερσης, η Lyndal Roper τοποθετεί τις διεκδικήσεις σχετικά με τη χρήση της φύσης στο επίκεντρο της εξέγερσης. Γράφει, «για τους αγρότες, η γη ήταν ένα εργασιακό περιβάλλον, για τους άρχοντες ήταν τόπος αναψυχής και ένας πόρος που μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος». Αναφέρει ότι οι αγρότες «ήθελαν οι αποφάσεις να λαμβάνονται συλλογικά και οι φυσικοί πόροι να διαχειρίζονται με σεβασμό στο περιβάλλον, το οποίο και είχε δημιουργηθεί από τον Θεό». Αργότερα αναφέρει πως «τα παράπονα των αγροτών επικεντρώνονταν γύρω από την οικολογία και τη δημιουργία την ίδια». Άλλες οικονομικές αλλαγές είχαν επίσης τις επιπτώσεις τους. Όπως σημειώνει η Roper, οι εξορύξεις ρύπαιναν τα ποτάμια. Η ανάγκη για καύσιμα προς χρήση του αυξανόμενου αριθμού βιομηχανικών διεργασιών μικρής κλίμακας είχε αντίκτυπο στα δάση.

Αυτός ήταν ένας κόσμος όπου η φύση υπήρχε για τη χρήση της από τους ανθρώπους, οι οποίοι βρισκόντουσαν από πάνω και ξέχωρα από τη χλωρίδα και την πανίδα. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της σκέψης μάς δίνεται από τον Keith Thomas, ο οποίος παραθέτει ένα ποίημα του 17ου αιώνα:

«Ο φασιανός, η πέρδικα και ο κορυδαλλός
πέταξαν μέχρι το σπίτι σου, όπως στη Κιβωτό.
Το πρόθυμο βόδι ήρθε από μόνο του για σφαγή,
μαζί με το αρνί.
Και κάθε κτήνος έφερε εκεί
τον Εαυτό του, ως προσφορά…»

Ο Thomas αναφέρεται συγκεκριμένα στην Αγγλία [των βασιλικών οίκων] των Τυδώρ και των Στιούαρτ, αλλά οι ιδέες του ταυτίζονται και με τη Γερμανία του 16ου αιώνα. Η θεολογία δίδασκε πως η φύση είχε δοθεί από τον Θεό προς χρήση της ανθρωπότητας. Κάθε φυτό και ζώο είχε τον δικό του συγκεκριμένο ρόλο. Το 1653, ο Herny More μπορούσε να γράψει πως τα ζώα ζούσαν μόνο «μέχρι να χρειαστεί να τα φάμε». Όπως συνεχίζει ο Thomas: «Η σύγχρονη θεολογία παρείχε έτσι τα ηθικά θεμέλια για την υπεροχή του ανθρώπου πάνω στη φύση, η οποία από τις αρχές της νεότερης εποχής είχε ήδη γίνει ο αποδεκτός στόχος του ανθρώπινου μόχθου. Η κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση δεν είχε καμία σχέση με τη “λατρεία” της φύσης που πολλές ανατολίτικες θρησκείες διατηρούσαν».

Ο αγώνας των αγροτών για τον έλεγχο της φύσης και των πόρων πρέπει να γίνει κατανοητός σε αυτό ακριβώς το ιδεολογικό πλαίσιο. Η Roper υποστηρίζει πως αυτό δεν ήταν «μια οικολογία της διατήρησης [conservationist]με τη σύγχρονη έννοια, καθώς θεωρούσε ότι το περιβάλλον υπήρχε για να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους». Ωστόσο, μας λέει, μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατανόηση ότι το περιβάλλον έπρεπε να προστατεύεται, για το καλό της κοινότητας και όχι για το ατομικό κέρδος.

Από την άλλη, η άρχουσα τάξη κινούταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η προσέγγισή της για τη φύση, ως κάτι που θα έπρεπε να αξιοποιείται με σκοπό το κέρδος, ταιριάζει με την κυρίαρχη ιδεολογική προσέγγιση σήμερα. Ήταν η αρχή μιας αντίληψης για τη φύση που –καθώς οι καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις εξελίσσονταν περαιτέρω και τελικά υπερίσχυαν της παλιάς τάξης πραγμάτων– θα έβλεπε μια κατάσταση όπου η φύση ήταν απλώς ένα μέρος της παραγωγικής διαδικασίας.

Όπως έγραψε ο Μαρξ στο Grundrisse, με την έλευση του καπιταλισμού, «για πρώτη φορά, η φύση γίνεται καθαρά ένα αντικείμενο για την ανθρωπότητα, καθαρά ένα ζήτημα χρησιμότητας· παύει να αναγνωρίζεται ως μια δύναμη από μόνη της· και η θεωρητική ανακάλυψη των αυτόνομων νόμων της εμφανίζεται απλώς ως ένα τέχνασμα για να την υποτάξει στις ανθρώπινες ανάγκες, είτε ως αντικείμενο κατανάλωσης είτε ως μέσο παραγωγής”.

Ωστόσο, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην απορρίψουμε εντελώς και την προσέγγιση των αγροτών απέναντι στη φύση. Το όραμά τους για ένα μετα-επαναστατικό τοπίο δημοκρατικών αγροτικών κοινοτήτων, όπου η εξουσία των φεουδαρχών θα είχε καταστραφεί και οι κοινότητες στα χωριά θα ήταν σε θέση να διαχειρίζονται τη δική τους σχέση με τη φύση προς όφελος του συλλογικού, βρίσκεται πολύ κοντά σε ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό όραμα για μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία.

Το πρόβλημα ήταν, όπως επεσήμανε ο Φρίντριχ Ένγκελς στη δική του αφήγηση για τον Πολέμο των Χωρικών, πως η οικονομική βάση για μια τέτοια κοινοτική [communal]κοινωνία δεν υπήρχε ακόμη. Οι αγρότες δεν είχαν τη δυνατότητα να νικήσουν τους φεουδάρχες στην ύπαιθρο και οι πόλεις δεν ήταν ακόμη κέντρα πιθανής εξουσίας της εργατικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί αγρότες του 1525 παραμένουν πηγή έμπνευσης, καθώς διατύπωσαν την επιθυμία τους να αξιοποιήσουν τον φυσικό κόσμο και τους πόρους του προς όφελος όλων, καταργώντας τη δουλοπαροικία και νικώντας τη φεουδαρχία.

Το ζήτημα σήμερα, όπως ακριβώς ίσχυε και για τους αγρότες του 1525, ήταν η εξουσία. Ποιοι είχαν την εξουσία να ελέγχουν τους φυσικούς πόρους και πώς θα μπορούσε αυτή η εξουσία να τους αφαιρεθεί προς όφελος της ανθρωπότητας;

Μεταγενέστεροι στοχαστές και ακτιβιστές, όπως ο Καρλ Μαρξ, θα ανέπτυσσαν πλήρως μια κριτική της σχέσης του καπιταλισμού με τη φύση και του τρόπου με τον οποίο η φύση ενσωματώθηκε στη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου. Θα βασίζονταν στις ιδέες και την επαναστατική δραστηριότητα προσωπικοτήτων όπως ο Michael Gaismair, ο οποίος ονειρεύτηκε και αγωνίστηκε για έναν κόσμο όπου η γη και η εργασία θα μπορούσαν να οργανωθούν έτσι ώστε οι φτωχότεροι να μπορούν «να έχουν όχι μόνο τροφή και νερό, αλλά και ρούχα και όλα τα απαραίτητα» και «η γη να γίνει πιο υγιής» μέσω της ορθολογικής διαχείρισης των ελών και των βάλτων. Ή στην προσωπικότητα του Τόμας Μύντσερ, ο οποίος οδηγήθηκε στο να εξεγερθεί εξαιτίας «των εικασιών των αρχόντων και των πριγκίπων μας ότι όλα τα πλάσματα είναι ιδιοκτησία τους. Τα ψάρια στο νερό, τα πουλιά στον αέρα, τα φυτά στην επιφάνεια της Γης».

Αφήστε ένα σχόλιο

five − two =