Απόσπασμα από το βιβλίο Femminismo bastardo της María Galindo. Η María Galindo, μία από τις ιδρύτριες της κολεκτίβας Mujeres Creando (MC), μιας από τις σημαντικότερες στη Λατινική Αμερική, συμμετέχει μαζί με τη MC στο Radio Deseo και σε έναν κοινωνικό και πολιτιστικό χώρο στο κέντρο της πρωτεύουσας της Βολιβίας, Λα Παζ, όπου γεννήθηκε. Κάποτε, αφηγούμενη τις πολλές και ποικίλες εμπειρίες της σε πολλές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας), περιέγραψε τον εαυτό της ως «αγκιτατόρισσα του δρόμου, καλλιτέχνιδα γκράφιτι, ραδιοφωνίστρια, συγγραφέα, δημόσια λεσβία, τρελή, κινηματογραφίστρια, θρασύτατη κουτσομπόλα, αγενή, μπάσταρδη, αυθάδη, επιθετική, αναρχοφεμινίστρια». Φωτογραφία κειμένου: Γκράφιτι από την κολεκτίβα MC που αναγράφει «Δεν έκαψαν την ελπίδα μας, έκαψαν την υπομονή μας» | Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη.
Όλα τα πολιτικά κινήματα στην ιστορία χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφωνία, σε μεγαλύτερο βαθμό αν ήταν μαζικά κινήματα. Στην περίπτωση του φεμινισμού, ξεκινώντας από το γεγονός ότι δεν υπάρχει μόνο ένας φεμινισμός αλλά πολλοί φεμινισμοί ως διαφορετικές προσεγγίσεις, διαφορετικές πολιτικές πρακτικές, διαφορετικές κοινωνικές συνθέσεις, η διαφωνία είναι μια σταθερά και αυτή είναι η μεγαλύτερη πολιτική του δύναμη.
Δεν συμφωνούμε, δεν σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο και, παρ’ όλα αυτά, συγκλίνουμε σε αυτό που ονομάζουμε φεμινισμό και του οποίου ο ορισμός και τα όρια δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Αυτή είναι η μεγαλύτερη δύναμή του και ταυτόχρονα, απ’ ότι φαίνεται, η μεγαλύτερη αδυναμία του. Ο φεμινισμός είναι μια λέξη που μας περιλαμβάνει και μας αφορά πολιτικά, αλλά τα όριά του είναι λεπτά και οι ρίζες του πολλαπλές.
Η ιδέα ότι υπάρχει μόνο μία αλήθεια – και ότι κάθε αλήθεια εκφράζεται με ανταγωνισμούς οι οποίοι βασίζονται στην τυπική λογική που λέει ότι το θετικό για να είναι θετικό πρέπει να είναι το αντίθετο του αρνητικού, το μαύρο είναι το αντίθετο του λευκού, το καλό του κακού, κ.λπ.- μας καθηλώνει σε μια δυαδική λογική όπου η πολυπλοκότητα δεν είναι δυνατή, είναι λανθασμένη και ανεπιθύμητη, όπου δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν όχι μόνο τρεις αλλά πέντε ή πενήντα πέντε δυνατότητες και συνδυασμοί των πάντων. […]
Αυτό που σας προτείνω είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αλλάξουμε τον πυρήνα της συζήτησης από το «τι» στο «πώς», όχι για να αντικαταστήσουμε το ένα και μοναδικό περιεχόμενο με τον έναν και μοναδικό τρόπο, αλλά επειδή εάν ο μοναδικός τρόπος σκέψης είναι ενδοβαλλόμενος, ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε τα πράγματα είναι πάντα, και αναπόφευκτα, πολλαπλός και διαφορετικός. Στον τρόπο με τον οποίο κάνουμε τα πράγματα υπάρχουν πάντα πολλές δυνατότητες, ποικίλες συνταγές, άπειροι συνδυασμοί. […]
Η φεμινιστική σύγκλιση
Πώς χτίζουμε, λοιπόν, τη φεμινιστική σύγκλιση; Πώς να οικοδομήσουμε ένα σημείο συνοχής, μια σύμπλευση ή εκείνο το κάτι που θα μας ενώσει όλες; […] Η διαφωνία εμπλουτίζει, η ανομοιομορφία των φεμινισμών εμπλουτίζει, αλλά χρειαζόμαστε ένα σημείο σύγκλισης, ένα νήμα που να μας συνδέει ως παγκόσμιο κίνημα. Ένα νήμα που να μας επιτρέπει να διαβάζουμε και να αναγνωρίζουμε η μία την άλλη χωρίς να χάνουμε τις διαφορές, χωρίς να ανάγουμε τις αποκλίσεις σε έναν ενιαίο πυρήνα, σε μια μοναδική δυνατότητα, σε μια ενιαία γενεαλογία.
Έχουμε ανάγκη ένα σημείο σύγκλισης που να χρησιμεύει ως καθρέφτης και να αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζω την αίσθηση μιας εποχής για εμάς και για όλους τους αγώνες μας, την αίσθηση μιας ουτοπικής εποχής, μακράς, ευρείας, που συνέχει και που αναστατώνει, προκλητική, σαγηνευτική, εριστική, διψασμένη, που δεν υποβαθμίζει ούτε σχετικοποιεί κανέναν αγώνα, που δεν εκλαμβάνει κανένα θέμα ως ηγεμονικό και που δεν συνεπάγεται την ανάδειξη μιας πρωτοπορίας.
Ούτε η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ούτε τα λεγόμενα δικαιώματα των γυναικών λειτουργούν ως τέτοια γιατί και τα δύο τα έχει καταπιεί το σύστημα, ο καπιταλισμός, ο νεοφιλελευθερισμός, το πλυντήριο της ιστορίας που τα έχει μετατρέψει σε μια αναλώσιμη ρητορική αφού ο εκάστοτε πολιτικός τα χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του.
Ούτε καν συγκεκριμένοι αγώνες όπως οι αγώνες για το δικαίωμα στην άμβλωση ή κατά των γυναικοκτονιών δεν έπαιξαν αυτόν τον ρόλο επειδή είναι κυκλικοί, επαναλαμβανόμενοι αγώνες που, σε ένα μακάβριο παιχνίδι, ξεκινούν από εκεί που τελειώνουν και, παρ’ όλο που είναι θεμελιώδεις, μειώνουν το πολιτικό μας κριτήριο και γίνονται εργαλεία διαπραγμάτευσης για το κράτος και τα πολιτικά κόμματα.
Καταλήγουμε ακριβώς εκεί που δεν θέλαμε να είμαστε, καταλήγουμε να διαπραγματευόμαστε με τις συντηρητικές δυνάμεις, από κράτη που μας εκβιάζουν ξανά και ξανά.
Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η απο-πατριαρχικοποίηση είναι αυτή η λέξη, είναι εκείνος ο τόπος, είναι το κλειδί, είναι αυτή η έννοια που μπορεί να συμπεριλάβει, να δημιουργήσει συνοχή, να ανοίξει σε μια νέα νοηματοδότηση για την εποχή που ζούμε, να ταυτοποιηθεί ως μια γενικευμένη ουτοπία μέσα στην οποία να «κεντήσουμε» περιεχόμενο καθώς και ένα συλλογικό νόημα όπου να εγγράψουμε πρακτικές και γνώσεις.
«Να απο-πατριαρχικοποιήσουμε», σε μορφή ρήματος, είναι αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε εμείς οι φεμινίστριες με την οικογένεια, με τη γη, με το φαγητό, με τη δουλειά, με την τέχνη, με την καθημερινή ζωή, με τον χώρο, με την υγεία, με το σεξ.
Το δικό μας σχέδιο δεν είναι ένα σχέδιο δικαιωμάτων, είναι ένα σχέδιο μετασχηματισμού των δομών και η απο-πατριαρχικοποίηση ως ορίζοντας μιας εποχής αντανακλά ακριβώς αυτό. Είναι μια μεγάλη πόρτα όπου μπορούν να σταθούν, χωρίς αυστηρά πλαίσια, όλοι οι αγώνες μας.
Η απο-πατριαρχικοποίηση ορίζεται επίσης ως ένα διψασμένο και ακόρεστο κίνημα που δεν μπορεί να καταβροχθιστεί ή να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης από συμφέροντα, ομάδες ή κυβερνήσεις.
Διαισθητικός φεμινισμός vs. ακαδημαϊσμού
Αυτή είναι μια άλλη από τις αντιφάσεις που υπάρχουν μέσα στο κίνημα: ένας ακαδημαϊκός φεμινισμός με θεωρητικούς που έχουν βγει από τα πανεπιστήμια και που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν έναν ακαδημαϊκό λόγο, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο φιλοσοφικός πυρήνας του ίδιου του φεμινισμού.
Μιλάω για έναν ευρωκεντρικό φεμινισμό, που εισάγει συζητήσεις και τροφοδοτείται από τη νομιμοποίηση της ακαδημαϊκής κοινότητας του Βορρά, σε αντίθεση με έναν υποθετικό φεμινισμό «χωρίς δικό του λόγο» που, αν εξαιρέσουμε τις κινητοποιήσεις και τον δρόμο, δεν έχει άλλη εναλλακτική από το να το καταναλώσει αυτόν τον ακαδημαϊκό φεμινισμό.
Αυτό που προτείνω είναι αυτός ο φεμινισμός του δρόμου να έχει όνομα και να ονομάζεται «διαισθητικός φεμινισμός». Δεν ανταποκρίνεται σε μια ιδεολογική διδασκαλία και δεν ανταποκρίνεται σε μια ακαδημαϊκή ανάγνωση, αλλά σε μια υπαρξιακή απόφαση και μια άμεση και βιωματική ανάγνωση του σώματός μας, του δρόμου, της γειτονιάς, της φυλακής, των δικαστηρίων, της ανεργίας.
Δεν είναι ένας φεμινισμός που του λείπει ο λόγος, αλλά ένας φεμινισμός του οποίου πρωταγωνίστριες είναι οι αποσιωπημένες φωνές, χωρίς έναν τόπο, ή ένα μικρόφωνο. Είναι ο διαισθητικός φεμινισμός που γεμίζει τις διαδηλώσεις, τις συνελεύσεις και που αποσταθεροποιεί την πατριαρχία.
Αυτός ο διαισθητικός φεμινισμός έχει ανάγκη να ακούσει τον εαυτό του, χρειάζεται χώρους λήψης αποφάσεων για να μπορέσει να συνδεθεί με το σώμα που δρα. Δεν έχει ανάγκη από τα φόρα των εμπειρογνωμόνων όπου κάθεται και ακούει μόνο. Έχει ανάγκη από χώρους όπου θα λαμβάνει αναγνώριση και όπου θα έχει τη δυνατότητα να ακούει με οριζόντιο τρόπο.
Αυτά είναι, για παράδειγμα, αυτά που στη Βολιβία ονομάσαμε Κοινοβούλια Γυναικών, στα οποία καλλιεργήσαμε την ικανότητα να ακούμε η μία την άλλη χωρίς την ανάγκη εκπροσώπησης και την αναζήτηση συμφωνίας, αλλά χτίζοντας συλλογικά ένα περίπλοκο μωσαϊκό από διαφορετικά οράματα που ενσωματώνονται μέσα από την πολυπλοκότητά τους.
Οι ηθικές και όχι ιδεολογικές συμμαχίες μάς ωθούν να αναθεωρήσουμε τις υπόρρητες συμμαχίες που κυκλοφορούν σήμερα χωρίς να συζητούνται, όπως τις ακόλουθες: τις ταυτοτικές συμμαχίες, όταν μιλάμε για παράδειγμα για έναν ιθαγενικό φεμινισμό του οποίου το νόημα της σύγκλισης βρίσκεται σε μια υποτιθέμενη «αντι-λευκή» ιθαγενική «ουσία».
Τις διαγενεακές συμμαχίες που καταλήγουν να εδραιώνουν μια γεροντοκρατική ματιά προς τους νέους ή, αντίθετα, μια γενεαλογική απόρριψη προς τους μεγαλύτερους.
Τις θυματοποιητικές συμμαχίες, που οικοδομούνται γύρω από τον πόνο ως τόπο πολιτικής έκφρασης και οι οποίες επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τον ίδιο λόγο (γυναικοκτονία, παρενόχληση ή βιασμός), αλλά δεν λειτουργούν γύρω από άλλους ορίζοντες ή δεν επανεξετάζουν αυτούς τους ίδιους τόπους εκκινώντας από την ιδέα της εξέγερσης.
Τις τοπικές συμμαχίες που δεν συνδέονται με τίποτα πέρα από ένα γεωγραφικό πλαίσιο. Όλες αυτές οι συμμαχίες μπορεί να είναι θεμιτές, μπορεί να είναι αυθόρμητες, μπορεί να είναι συγκυριακές.
Το ερώτημα είναι αν είναι ανατρεπτικές, αν μας επιτρέπουν να ξανασκεφτούμε τους φεμινισμούς και να οικοδομήσουμε νέες γλώσσες και νέα εννοιολογικά πλαίσια που δεν είναι το πλαίσιο των δικαιωμάτων, ούτε των νόμων, ούτε των ποσοστώσεων, ούτε της συμπερίληψης αλλά, αντίθετα, της επανάστασης. […]