Ακολουθεί η συγκλονιστική μαρτυρία του Γιώργου Ν. Οικονόμου από τις ημέρες της εξέγερσης. Δημοσιεύθηκε στο συλλογικό Όλη νύχτα εδώ, επιμ. Ιάσονας Χανδρινός, Καστανιώτης, Αθήνα 2019.
Η εξέγερση είχε ως αφετηρία μία συγκέντρωση της Νομικής και μία του Πολυτεχνείου που υπήρχαν την πρώτη μέρα, Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973. Στη συγκέντρωση της Νομικής γινόταν συζήτηση για τα άμεσα προβλήματα ως συνήθως και ξαφνικά έρχεται μια φήμη ότι κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο. Οπότε βγαίνει η απόφαση να πάνε όλοι μαζί στο Πολυτεχνείο. Αυτό είχε ξαναγίνει στο παρελθόν – δεν ήταν καινούριο. Εκεί στο Πολυτεχνείο τα πράγματα άρχισαν να εξελίσσονται πολιτικά. Ήδη έχει προηγηθεί η Νομική τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1973, και πια είχε γίνει συνείδηση στον κόσμο ότι πρέπει κάτι να γίνει. Να υπάρξει ένας άλλος τόπος που να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης και να εκφρασθεί καθαρά ο στόχος: «κάτω η Χούντα» και τα σχετικά.
Η κοινή συγκέντρωση άρχισε να εξελίσσεται σε πολιτικό επίπεδο, διότι υπήρχαν αντιθέσεις με τα κόμματα, κυρίως με τα δύο κόμματα της Αριστεράς –το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού τότε– που δεν ήθελαν την κατάληψη και φυσικά έγιναν αντιπαραθέσεις, συζητήσεις και αντεγκλήσεις. Τελικά αποφασίσθηκε η κατάληψη. Με κύριο σκοπό, τουλάχιστον όπως εγώ νόμιζα, αλλά και πολλοί άλλοι, να πολιτικοποιηθεί το φοιτητικό κίνημα και η κατάληψη. Δεν είχε νόημα πια εγκλωβισμένοι μέσα στα πανεπιστήμια να ζητάμε «ελεύθερες φοιτητικές εκλογές». Έπρεπε το φοιτητικό κίνημα να δράσει σαν «φυτίλι», να αρχίσει μια ευρύτερη εξέγερση ανατροπής…
Ο περισσότερος κόσμος μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν ανοργάνωτος, υπήρχαν ανεξάρτητοι, Κεντρώοι, Αριστεροί, σοσιαλιστές, αντιεξουσιαστές, συμπαθούντες γενικώς της «αριστερής ιδεολογίας». Αυτοί που ουσιαστικά ήθελαν να γίνει μια ριζοσπαστικοποίηση ήταν οι ανοργάνωτοι, οι ανεξάρτητοι από τις κομματικές αντιλήψεις και οι οργανωμένοι στις «αριστερίστικες» οργανώσεις.
Το σημαντικό είναι ότι στην κατάληψη, αν και υπήρχαν οι κομματικές θέσεις, τελικώς οι συγκεντρωμένοι τις υπερέβησαν και υιοθέτησαν πολιτικές θέσεις. Όχι δηλαδή προκατασκευασμένες θέσεις των κομμάτων που επιβάλλονται, αλλά απόψεις που δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή, στη φλόγα της πράξης, με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, όπου ο άλλος πείθεται ή όχι. Αυτό σημαίνει πως ο ανεξάρτητος δεν «ψηφίζει» κάποια οργάνωση ή ιδεολογία. Ψηφίζει τη θέση. Θέλουμε την κατάληψη; Ναι. Γιατί; Για να πέσει η Δικτατορία κ.λπ. Αν όχι τώρα, πότε; Και πώς θα γίνει αυτό; Μόνο από τους φοιτητές ή και από την υπόλοιπη κοινωνία; Δεν θα ρίξει τη Δικτατορία μια δράκα φοιτητών. Χωρίς την κοινωνία, χωρίς τη μαζικοποίηση του κινήματος δεν γίνεται τίποτα. Πρέπει λοιπόν να καλέσουμε τον κόσμο να κατέβει στο Πολυτεχνείο να αγωνισθούμε όλοι μαζί κ.ο.κ.
Υπήρχε ένας ωραίος ενθουσιασμός που δεν μπορούσες και να τον προβλέψεις. Αυτό είναι το απρόοπτο και το ωραίο. Μια φορά συνέβη τότε και μια φορά συμβαίνει σήμερα, στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες της χώρας (2011).
Οι τρεις ημέρες της κατάληψης ήταν πολύ σημαντικές. Και για μένα αλλά και για οποιονδήποτε άλλον που συμμετείχε. Έχοντας ζήσει έξι χρόνια μες στη Δικτατορία που φοβόσουνα να μιλήσεις με το διπλανό σου. Να μην τολμάς ν’ ανοιχτείς. Ακόμα και τα Νέα, που ήταν νόμιμη εφημερίδα, κάποιοι τα παίρνανε κρυφά. Στο Πολυτεχνείο λοιπόν ξαφνικά γίνεται μια έκρηξη συναισθημάτων και λόγου, ο κόσμος αρχίζει να μιλάει, συναδελφώνεσαι με το διπλανό σου (τον άγνωστο μέχρι χτες) και σπάει πια η τρομοκρατία κι ο φόβος. Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση, ακόμη και σήμερα, είναι να σπάσει η «τρομοκρατία».
Τρομοκρατία εντός εισαγωγικών, γιατί τρομοκρατία δεν είναι μόνο τα όπλα, τα τανκς, τα βασανιστήρια. Είναι η τρομοκρατία των ΜΜΕ, των «Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης» και «Μέσων Μαζικού Ευνουχισμού», η τρομοκρατία των κομμάτων, της πτώχευσης, τα πάντα που σε εξουθενώνουν με ποικίλους τρόπους…
Εκεί έσπασε αυτό το πράγμα και έκανε την έκρηξη των ωραίων πλευρών του ανθρώπου. Γιατί έχει δύο πλευρές ο άνθρωπος πάντα. Εκεί, σ’ αυτές τις μέρες, έβγαλε τις καλύτερες πλευρές του εαυτού του: τη δημιουργία, την πρωτοβουλία, τον αγώνα για την ελευθερία, την φαντασία, τον έρωτα, την αγάπη, τη συναδέλφωση, την αλληλεγγύη… Υπάρχουν άπειρες λέξεις να περιγραφεί αυτή η κατάσταση. Η έκρηξη, η δυναμική και η δύναμη του ιστορικού γεγονότος είναι δύσκολο να κατανοηθεί αν δεν την ζήσεις ως βίωμα – αυτό που ψάχνετε κι εσείς. Είναι κάτι το μοναδικό, το καταπληκτικό.
Δηλαδή, έχοντας ζήσει αυτή την ανιδιοτελή εξέγερση, έχεις την αίσθηση ότι έδωσες ένα σημαντικό νόημα στη ζωή σου. Αυτό το ανεπανάληπτο βίωμα την εμπλουτίζει. Τουλάχιστον τη δικιά μου.
Θυμάμαι μαθητές και μαθήτριες που είναι καθισμένοι στο γρασίδι του Πολυτεχνείου. Έχουν έρθει απ’ την Ιταλική Σχολή που ήταν απέναντι από το Πολυτεχνείο και γράφουνε συνθήματα. Πλησιάζω (ήμουνα σε μια επιτροπή συνθημάτων), λέω: «Τι γίνεται ρε παιδιά;», «Το σκάσαμε απ’ την Ιταλική Σχολή και γράφουμε συνθήματα. Τι άλλο να κάνουμε; Είναι καλά αυτά τα συνθήματα;». Λέω: «Γράψτε ό,τι θέλετε…». Εν πάση περιπτώσει, τι έλεγχο να κάνεις και τι λογοκρισία; Το θέμα είναι μόνο να μην γράφονταν υπερβολές και προβοκατόρικα συνθήματα. Παιδιά 15-16 χρονών. Καταπληκτικό πράγμα. Εκεί που ήτανε μια ησυχία νεκροταφείου, ξαφνικά ζωντανεύει κάτι. Ζωντανεύει και φέρνει κάτι άλλο. Είναι σημαντικό μες στη Δικτατορία να βλέπεις νέους ανθρώπους να φωνάζουν «Συμπαράσταση λαέ, να πέσει η Χούντα», «Δημοκρατία», «Λαϊκή εξουσία», «Ελευθερία», «Έξω οι Αμερικάνοι».
Υπήρχαν πολλές επιτροπές μέσα στο Πολυτεχνείο. Μία από αυτές ήταν της περιφρούρησης, με αμυντικά όπλα καδρόνια και σανίδες! Γιατί από ένα σημείο και μετά περιμέναμε και επιθέσεις (ήδη υπήρξαν) και είχαμε αποφασίσει να το περιφρουρήσουμε. Μετά, οι επιτροπές αυτοοργάνωσης, στο φαρμακείο, στις πρώτες βοήθειες, στον έρανο μέσα και έξω από τον χώρο. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε, συμπαραστάθηκε, φώναζε συνθήματα, έγραφε στα διερχόμενα λεωφορεία και τρόλεϊ συνθήματα, συμμετείχε και συνεισέφερε όπως μπορούσε… Ήρθαν εργαζόμενοι, ήρθαν μαθητές, το κάθε κοινωνικό στρώμα που ένιωθε ελεύθερο. Όπως είπα και προηγουμένως, τα κόμματα και οι παρατάξεις, προσπάθησαν να περάσουν τα δικά τους, αλλά ο κόσμος με μια ωριμότητα, τους αντιμετώπισε. Δεν μπόρεσαν να περάσουν «γραμμές» από τα κόμματα. Αυτό ήταν μοναδικό. Να βλέπεις τον κόσμο εκεί μέσα να εκφράζεται και να αποφασίζει ελεύθερα. Και να μη θέλει τα κόμματα και τις οργανώσεις να τον καπελώσουν, να αυτοοργανώνεται. Και βέβαια το πιο ωραίο ήταν οι συνελεύσεις των φοιτητών κατά σχολή, πράγμα που πρώτη φορά γινόταν. Υπήρξε επίσης συνέλευση των μαθητών και συνέλευση των εργαζομένων.
Από κάθε συνέλευση, μετά από πολύωρη συζήτηση, εξελέγησαν δύο άτομα που αποτέλεσαν τη Συντονιστική Επιτροπή της κατάληψης. Η Συντονιστική δεν είχε καθοδηγητικό ρόλο, αλλά συντονιστικό. Ο ρόλος της ήταν να μεταφέρει τις απόψεις των συνελεύσεων σε ένα κεντρικό όργανο, να έχει μια εποπτεία και να ξανάρχεται στις συνελεύσεις της βάσης για να δίνει λογαριασμό και να ελέγχεται. Η θητεία της ήταν για 24 ώρες, μετά έπρεπε να επανεκλεγεί. Η οργανωτική λειτουργία της κατάληψης δεν είχε καμία σχεση με το γραφειοκρατικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα, στο οποίο εκλέγεσαι και αυτονομείσαι από τη βάση […]
Αυτή είναι η άμεση δημοκρατία. Είναι πολύ σημαντικό γεγονός και έγινε πρώτη φορά στο Πολυτεχνείο. Αυτό κρατάω εγώ.
Προσωπικά από το βράδυ της Πέμπτης περίμενα κάποια επέμβαση από την πλευρά της χούντας. Λέω δεν μπορεί να τ’ αφήσουν έτσι γιατί ο κόσμος είχε αρχίσει να συρρέει, να γίνεται χαμός…Οπότε κάπου σε μια στιγμή θα το χτυπήσουν. Βέβαια δεν περίμενα αυτό το μέγεθος της καταστολής –τανκς, τραυματίες, νεκρούς– αλλά είχαμε αποφασίσει πια, ότι αυτό είναι το μόναδικό μέρος και η μοναδική στιγμή που μπορεί να γίνει κάτι. Και, δυστυχώς κατά τη γνώμη μου, παρότι λέμε ο ελληνικός λαός είναι υπέροχος, αγωνιστής και τα λοιπά, το βράδυ εκείνο δεν κατέβηκε ο λαός. Πόσοι κατέβηκαν; 100.000, 150.000; Η ελληνική κοινωνία, κατά τη γνώμη μου, είναι πάρα πολύ πίσω. Πιστεύω ότι αν κατέβαινε ο κόσμος, δεν θα είχαμε αυτή τη σφαγή.
Για να το διαπιστώσετε αυτό που λέω, πάρτε την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, έναν χρόνο μετά, που ήταν η πιο μεγαλειώδης και πολυπληθής συγκέντρωση που έγινε στην Ελλάδα – υπολογίζεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα. Πού ήταν αυτός ο κόσμος ένα χρόνο πριν; Δεν ήταν ο υπέροχος λαός, αλλά ένας κόσμος που ήρθε στην πρώτη επέτειο, χωρίς πια τον φόβο της Δικτατορίας, για να βγάλει τις ενοχές του που δεν κατέβηκε όταν τον καλούσε ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου πριν από την εισβολή των τάνκς…
Πάντα στο περιθώριο η ελληνική κοινωνία, υποτακτική σε ιδεολογίες, σε κόμματα, σε όλα αυτά που βλέπουμε και στο παρόν […]
Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής έπεφταν δακρυγόνα, πυροβολισμοί, μπούγιο με την αστυνομία. Ο κόσμος φώναζε συνθήματα από μέσα, από έξω…Είχαμε βγει με μια παρέα έξω για λίγο. Δίναμε τις πρώτες βοήθειες, είχαμε και περιέργεια για το τι γίνεται.
Επιστρέφοντας να μπω μέσα πάλι (την ώρα ακριβώς δεν τη θυμάμαι. 23.00; 24.00; 01.00;), μπροστά στο Πολυτεχνείο, στη γωνία της Τοσίτσα, με βρίσκει η σφαίρα. Αυτή πρέπει να ήρθε, από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Από πιστόλι αστυνομικού ήταν. Εγώ δεν κατάλαβα στην αρχή ότι ήτανε σφαίρα. Ένιωσα τα πόδια μου να μην τα ορίζω και να μη μπορώ ν’ αναπνεύσω.
Λόγω των δακρυγόνων και των επεισοδίων, κόσμος δεν υπήρχε πολύς μπροστά στο Πολυτεχνείο, μαζεύτηκαν όμως από διάφορες γωνίες και τα απέναντι διαμερίσματα και τα κλειστά καταστήματα, με ξαπλώσανε κάτω, σηκώσανε το πουκάμισο και το πουλόβερ μου και μου λένε: «Σφαίρα στην πλάτη». Είχα χτυπηθεί από πίσω. Και με βάζουνε μέσα στο Πολυτεχνείο που είχε το πρόχειρο ιατρείο… Μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες, μου δέσαν την πληγή και μετά από λίγο αρχίζω να πονάω. Δεν είχαν αναισθητικά να μου δώσουν και οι πόνοι άρχισαν να γίνονται αφόρητοι.
Εκεί υπήρχε ήδη ένας νεκρός –τον θυμάμαι– ένα νεκρό παλικάρι, ένας άλλος με τραύμα στα γεννητικά όργανα και ένας άλλος τον οποίον τον είχαν χτυπήσει στα πόδια και κρεμόταν το πόδι του από κάτι πέτσες μόνο. Αλλά είχε καρδιά κι έλεγε: «Μας χτυπάτε άοπλους, ρε καθίκια! Να ‘χαμε όπλα…». Κι αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Υπήρχε θάρρος, υπήρχε μεγαλοψυχία, ωραία συναισθήματα…
Η Τούλα που περιποιήθηκε το τραύμα μου με καθησύχασε, μου έδωσε θάρρος λέγοντάς μου ότι δεν είναι κάτι σοβαρό, αλλά πλαστική σφαίρα. Και έξω λέγαμε ότι είναι πλαστικές… Μετά από λίγο έρχεται ένας συμφοιτητής μου, ο Σάκης, με βλέπει και πέφτει συγκλονισμένος πάνω μου: «Γιώργο μου, τι σου κάνανε;», «Ρε Σάκη, αντί να μου δώσεις θάρρος…». Είχε πάθει σοκ.
Πριν λίγο είχε πέσει δακρυγόνο μπροστά του και ήταν σαν να έπαθε ασφυξία απ’ αυτό το πράγμα. Αρχίζω να πονάω και λέει να φωνάξουμε ένα ασθενοφόρο. Εγώ, έχοντας έρθει απέξω, είχα δει κι είχα ακούσει ότι τα ασθενοφόρα έχουν καταληφθεί από αστυνομικούς. Εμείς τα βλέπαμε στον δρόμο. Οι αστυνομικοί φορούσαν ιατρικές μπλούζες, έπαιρναν τους τραυματίες και τους πήγαιναν σε άγνωστη κατεύθυνση… Τους λέω εκεί μέσα: «Παιδιά, εγώ σε ασθενοφόρο δεν μπαίνω. Φωνάξτε ιδιώτη». «Πού να βρούμε ιδιώτη; Ποιος να έρθει τώρα;», «Να φωνάξουμε απ’ τον σταθμό. Δεν μπαίνω εγώ σε ασθενοφόρο! Και μη στέλνετε κανέναν άλλον…».
Μετά αρχίζω να πονάω πολύ, δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου. Φώναζα. Έρχεται τελικώς ένας ιδιώτης και μας παίρνει. Εμένα με βάζουν πάνω σε μια πόρτα – δεν είχανε φορεία. Πρέπει να ήτανε στέισον αυτό γιατί είχα έναν φίλο, τον Παναγιώτη, που με κράταγε μαζί με την πόρτα να μην πέσω κάτω, η μισή πόρτα ήταν έξω από το αυτοκίνητο… Και νομίζω ήτανε δύο τραυματισμένοι ακόμη.
Πήγαμε στις Πρώτες Βοήθειες του ΙΚΑ, Λεωφόρο Αλεξάνδρας, μέσα από καπνούς, μέσα από δακρυγόνα, μέσα από φωνές – κόλαση. Οι γιατροί με εξέταζαν, «Ρε παιδιά, τους λέω, τι έχω;», «Τι να έχεις, ρε φίλε; – μου λέει ο γιατρός. Σφαίρα στην πλάτη έχεις… Δεν μπορούμε να σου κάνουμε τίποτα, να πάτε στο Ρυθμιστικό». Το Ρυθμιστικό (το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο) στη Μεσογείων είχε ήδη καταληφθεί από τους αστυνομικούς… Με το που φτάνουμε εκεί, αρχίζουν και κυνηγάνε αυτόν που με συνόδευε, το συνοδό μου τον Παναγιώτη – φοιτητής της Νομικής τότε. Αυτός όμως τρέχει, πηδάει τα κάγκελα και τη γλίτωσε…
Μετά βρέθηκε κάποιος εκεί πέρα, γιατρός ή νοσοκόμα, και δεν με έγραψαν ως τραυματία από σφαίρα, αλλά ότι έχω σκωληκοειδίτη ή κάτι παρόμοιο, για να με προστατεύσουν. Ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με ευαισθησίες. Η Δικτατορία δεν είχε αποκτηνώσει τον κόσμο.
Με βάζουνε μέσα και με παρατάνε σε έναν διάδρομο, μόνο μου, έτσι ναι. Κοιτάω γύρω μου, τίποτα, βλέπω αστυνομικούς… Εν τω μεταξύ, να μην τολμάω να φωνάξω πια. Μέσα στο πρόχειρο ιατρείο, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τις κραυγές από τον πόνο –φοβερός πόνος– κι εκεί πέρα (αυτό είναι η δύναμη του ανθρώπου) έσφιγγα τα χείλη, δεν έβγαινε τσιμουδιά, για να μην καταλάβουν ότι είμαι τραυματίας κι έρθουν οι αστυνομικοί – έτσι σκεφτόμουνα τότε και είχα τους λόγους μου. Αν δεν είχα δει τι γινόταν απ’ έξω, ίσως να μη ζούσα σήμερα… Βρέθηκε κάποια νοσοκόμα, της πιάνω το χέρι της λέω: «Έχω σφαίρα από τα γεγονότα, σε παρακαλώ κάπου να με βάλεις. Πονάω…». Με βάζει σε έναν θάλαμο μαζί με άλλους ασθενείς. Μετά, θυμάμαι κάποια στιγμή, ακούμε ότι έχουν μπει τα τανκς και έρχονται σωρηδόν οι τραυματίες. Έρχεται μια νοσοκόμα: «Μη λες ότι είσαι τραυματίας και σε ανακαλύψουνε, γιατί κυνηγάνε τους τραυματίες». Κι αυτό το κατάλαβα όταν την επόμενη μέρα ξημερώνοντας, έρχεται μια άλλη νοσοκόμα αλαφιασμένη, και μου λέει: «Είσαι καλά;», «Τι καλά; Πονάω ρε παιδιά, κάντε κάτι. Δώστε μου κάτι!», «Δεν σε πείραξαν;», «Όχι», «Γιατί τον άλλον τον τραυματία, του βάζαν το χέρι στις πληγές, να πονέσει». Μιλάμε για απάνθρωπα πράγματα.
Την τρίτη μέρα μετά τα γεγονότα, παρατημένος εκεί και να πονάω, με ανακαλύπτει μια εξαδέρφη μου γιατρός, η Ασπασία. Είχα στείλει σήμα, είχα πει στις νοσοκόμες να πάρουν τηλέφωνο γιατί πριν να τραυματισθώ σε μία έφοδο αστυνομικών είχα απομονωθεί από την παρέα μου και τους φίλους μου, οπότε δεν ήξερε κανείς πού είμαι και τι κάνω. Η σφαίρα είχε σφηνωθεί στην αορτή. Θυμάμαι τις πρώτες ακτινογραφίες που μου βγάλανε στο Ρυθμιστικό, στο σκοτεινό θάλαμο, στρίβω το κεφάλι –αλλά πάντα ακίνητος– και βλέπω στην ακτινογραφία ένα ασπράκι δίπλα στη σπονδυλική στήλη. Λέω, είναι η σφαίρα. Κι αμέσως, από ένστικτο, προσπαθώ να κινήσω τα πόδια μου γιατί φαινόταν σα να ‘τανε στη σπονδυλική στήλη. Έρχεται διακριτικά ο γιατρός και μου λέει: «Για κούνησε λίγο τα πόδια σου». «Τα κούνησα γιατρέ, εντάξει».
Με έψαχνε λοπόν η εξαδέρφη μου στους τραυματίες σε διάφορα νοσοκομεία και θαλάμους ασθενών. Επισκέφθηκε και τον δικό μου θάλαμο δεν με εντόπισε και απογοητευμένη ετοιμαζόταν να φύγει και όταν ήταν στην πόρτα, βλέπει ένα χέρι να κουνιέται στο βάθος, ήταν το δικό μου. Την είχα δει και έκανα μεγάλη προσπάθεια γιατί πονούσα πολύ. Αν δεν την έβλεπα η πορεία θα ήταν διαφορετική…
Από εκεί και πέρα η αρχίζει η περιπέτεια των εγχειρίσεων. Με βάζουνε στο χειρουργείο. Στην προετοιμασία για την εγχείριση γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω ένα σκεπασμένο με σεντόνι ανθρώπινο σώμα, ακίνητο. «Αυτός τι είναι;» ρωτάω τον γιατρό, «Ε, λέει, δυστυχώς δεν τον προλάβαμε». Τον είχαν χειρουργήσει πριν από μένα με πιο ελαφρό τραύμα, αλλά δυστυχώς… Έτσι. Τέλος πάντων, κι αυτοί οι γιατροί χρειάζεται φυσικά μερικές φορές να είναι ειλικρινείς, αλλά όχι σε τέτοιες περιπτώσεις. Εγώ ετοιμαζόμουνα για χειρουργείο κι αυτοί να λένε «δεν τον προλάβαμε…». Δίπλα μου ήταν λοιπόν ένας ακόμη νεκρός από σφαίρα. Κι απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν είχαν τα απαραίτητα μέσα. Τέλος πάντων, με ανοίγουνε αλλά η σφαίρα είχε σφηνωθεί στην αορτή, σε τέτοιο σημείο πίσω που είχε κάνει τρώση αορτής και ήταν πολύ δύσκολη εγχείρηση. Ο αγγειοχειρουργός στο Ρυθμιστικό είπε: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και από προσωπικό και από μηχανήματα. Θα πρέπει να πάει στο Ιπποκράτειο». Φυσικά εμένα, όταν ξύπνησα από τη νάρκωση μου είπαν ότι με πάνε σε άλλο νοσοκομείο για μεγαλύτερη ασφάλεια. Με βγάζουνε κρυφά από την πίσω πόρτα, μαζί ο γιατρός και η ξαδέρφη μου να μου κρατάει τους σφυγμούς (εγχειρισμένος πια), και με πάνε στο Ιπποκράτειο. Εκεί, με ανέλαβε ο Ανδριτσάκης ο οποίος ήταν από τους καλύτερους αγγειοχειρουργούς. Με χειρούργησε και χάρη σ’ αυτόν ζω. Και μάλιστα η περίπτωσή μου ήταν «το» ιατρικό περιστατικό τότε: Επειδή ήταν πανεπιστημιακό νοσοκομείο, περνάγανε γιατροί, φοιτητές να με δούνε, να δούνε πώς σώθηκε αυτός που τραυματίστηκε στην αορτή.
Πολύωρο χειρουργείο, με σύστημα εξωσωματικής κυκλοφορίας. Έπρεπε να σταματάει η κυκλοφορία του αίματος, για να μπορέσει ο χειρουργός, να κάνει τη συρραφή της αορτής, να βγάλει τη σφαίρα και μετά να επανέλθει το σύστημα. Μου έβγαλε και τον σπλήνα γιατί μάλλον τον εμπόδιζε. Εν πάση περιπτώσει, έκανε συρραφή της αορτής και τα σχετικά.
Όμως μετά έχουμε τη μετεγχειρητική κατάσταση η οποία ήταν επίσης δύσκολη: με είχανε στον θάλαμο Ανανήψεως, καμία επαφή με τον έξω κόσμο –μόνο γιατροί και νοσοκόμες– γιατί έχοντας χάσει πολύ αίμα, και με την σπληνεκτομή έχουμε μηδέν αμυντική αντίσταση του οργανισμού, μηδέν λεμφοκύτταρα, με το παραμικρό μπορεί να μπει μικρόβιο και πάει. Τα βράδια ανέβαζα υψηλό πυρετό 40 και 41 και το σώμα μου έτρεμε, μετά ο πυρετός έπεφτε σε φυσιολογικά επίπεδα. Κάμποσα βράδια. Ένα από αυτά οι γιατροί από πάνω μου με εξέταζαν, η νοσοκόμα μου έπαιρνε αίμα να κάνουν καλλιέργεια να δούνε τι συμβαίνει. Εγώ ήμουνα σε λήθαργο. Εκεί, κάποια στιγμή που οι γιατροί μιλούσαν σιγά ψιθυριστά μεταξύ τους ακούω: «Αν τη βγάλει κι αυτό το βράδυ, σώθηκε». Αυτοί νομίζανε ότι κοιμάμαι και δεν ακούω. Αλλά εγώ είχα οξυμμένες τις αισθήσεις –αυτό είναι, η δύναμη του ανθρώπου, το ένστικτο της επιβίωσης, η περιέργεια να μάθω. Όλα είναι στο έπακρο αυξημένα. Είμαι διασωληνωμένος, σωλήνες εδώ, σωλήνες εκεί, δεν μπορώ ούτε να μιλήσω από τη μεγάλη διάρκεια της νάρκωσης. Και κάνω νόημα να έλθει η εξαδέρφη μου –η μόνη που επέτρεψαν να μπει. Της δείχνω να καταλάβει ότι θέλω ένα ρολόι (μου είχανε πάρει το δικό μου). Και περίμενα με το ρολόι να περάσει αυτό το βράδυ μέχρι το πρωί, αν θα ζήσω. Οι δείκτες είναι ακίνητοι σε τέτοιες περιπτώσεις.
Μια συγκλονιστική εμπειρία. Σε σημαδεύει για όλη σου τη ζωή…Με λίγα λόγια, μέ έχει σημαδέψει το Πολυτεχνείο. Απ’ όλες τις πλευρές.
Στο Ιπποκράτειο, στον κάτω όροφο ήταν ένας άλλος τραυματίας –ένας μαθητής– που ήρθε εκεί πέρα και μου έδινε θάρρος. Καθώς επίσης, και στο Ρυθμιστικό, ένας άλλος νεαρός που ήταν πιο ελαφρά, ερχόταν και μ’ έβλεπε. Ωραίες σκηνές αυτές… Και μετά ερχότανε κόσμος άγνωστος, να με δει. Φίλοι, γνωστοί, από μακριά –κι αυτό ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Πώς ο κόσμος συμπαραστέκεται σε τέτοιες στιγμές! μετά γνωρίστηκα με κόσμο που από γνωστό του έμαθε πως ήμουνα τραυματίας, ήρθε να δώσει αίμα, ήρθε να δώσει λεφτά, ήθελε να μάθει τι κάνω… Κόσμος δηλαδή που σου απαλύνει αυτό που ζεις και σε γλυκαίνει.
Α, ναι, μια υπέροχη εικόνα που έχω είναι στο κρεβάτι του Ιπποκρατείου, όπως ήμουνα ξαπλωμένος, βλέπω απ’ το παράθυρο κάθε μέρα ένα κομμάτι γαλάζιου αττικού ουρανού. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη μου παρηγοριά… Είναι η καλύτερη εικόνα που έχω δει ποτέ. Ζωή, για μένα, σημαίνει και ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού (συγκινείται).
Εκεί λοιπόν στον θάλαμο που με είχανε, ήτανε δύσκολες μετεγχειρητικές περιπτώσεις (αορτές, καρδιά) και ήταν αρκετοί ασθενείς. Κατά σύμπτωση ένας ήταν εξόριστος της Γυάρου κι ένας άλλος είχε περάσει από τη Μακρόνησο. Και μου δίνανε κι αυτοί θάρρος, ενδιαφερόντουσαν όταν πονούσα («κάντε κάτι στο παιδί, κάντε του μια ένεση», «μην κάνετε σε μένα, κάντε στο παιδί»). Δεν θέλω να το περάσει ούτε ο χειρότερος εχθρός μου αυτό το πράγμα. Οι πόνοι είναι κάτι το συγκλονιστικό. Ήθελα να με ρίξουν από το παράθυρο, δεν αντέχεις αυτό το πράγμα! Τέλος πάντων, περάσαν αυτά, λέω να μην ακούσω λίγη μουσική; (στο κρεβάτι ακόμη, έτσι;).
Μου φέραν ένα ραδιοφωνάκι, δεν μπορούσα να ακούσω μουσική πια (κι εγώ είμαι ένας άνθρωπος που έπαιζα κιθάρα που έχω ακούσει πολύ μουσική στη ζωή μου και μάλιστα όλα τα είδη μουσικής). Το μόνο που μπορούσα να ακούσω ήτανε Χατζηδάκις και κλασική μουσική –σονάτες και μουσική δωματίου, όχι συμφωνίες και τέτοια –με κουράζανε, με αγρίευαν. Ηρεμιστική μουσική… Μάλιστα είχα δει μια φορά τον Χατζηδάκι στον Μαγεμένο Αυλό και μετάνιωσα που δεν του το είπα.
Το άλλο που ήθελα να σας πω είναι ότι περπάτησα μετά από έναν μήνα. Αυτό ήτανε κάτι σημαντικό για μένα (είπα «Γιώργο, τη σκαπουλάραμε…»). Ζαλιζόμουνα, είχα χάσει 15 κιλά, ήμουνα πετσί και κόκκαλο, με κρατάγανε δύο για να περπατήσω… Είναι σαν να ξαναγεννιέσαι, σαν να ξαναβρίσκεσαι στη ζωή. Γιατροί και νοσοκόμοι προσφέρανε… Μάζεψε ο κόσμος λεφτά να τα δώσει στους γιατρούς κι αυτοί τίποτα. Φυσικά ο χειρουργός δεν δέχθηκε να πάρει καθόλου χρήματα. «Τι λέτε τώρα, να σώσουμε το παιδί…». Φοβερές σκηνές. Δηλαδή, ακούμε σήμερα για φακελάκια… Αυτή η εγχείριση με τι να πληρωθεί; […]
Όταν μπόρεσα να υπάρξω σαν κανονικός άνθρωπος, το θεώρησα και μια νίκη. Και όταν πήγα στον πρώτο γιατρό στο Ρυθμιστικό, τον Κωνσταντίνο Χαρώνη, να τον δω, να τον ευχαριστήσω κι αυτόν, μ’ αγκαλιάζει, με φιλάει (πολύ ανθρώπινος…), «να κάνεις εικόνισμα τον Ανδριτσάκη» μου λέει. «Αν δεν υπήρχε ο Ανδριτσάκης, δεν θα σωνόσουνα με τίποτα».
Από τότε, κάθε 17 Νοεμβρίου, παίρνω τον Ανδριτσάκη τηλέφωνο ή περνάω και τον βλέπω στο καφενείο.
Σαν αφιέρωση
Στην Τούλα Σιανούδη, στον Σάκη Αδαμόπουλο, στον Παναγιώτη Κρίθυμο, στην Ασπασία Οικονόμου και στην Λιάνα με τα γυαλιά, μία από τις μαθήτριες της Ιταλικής Σχολής. Και φυσικά στους/στις Έφη Αλεξιάδου, Φοίβο Αρβανίτη, Κλαίρη Βαλάση, Γιώργο Ζουμή, Μαρία Κωνσταντινίδου, Βασίλη Λιόντο, Κωστή Μανουσάκη, Διονύση Μαυρογένη, Βαγγέλη Μοναστηριώτη, Δημήτρη Παπαχρήστο, Βαγγέλη Πασχούλη, Γιάννη Ποταμιάνο, Θάνο Σουλεϊμάνη, Γιάννη Χριστόπουλο και πολλούς άλλους και άλλες.
ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ
Το Πολυτεχνείο ως η απαρχή ενός αυτόνομου κινήματος (βίντεο ομιλίας+συζήτησης)