Του Γιάννη Βολιάτη από το alerta
Στην Αλβανία εξέγερση, στην Λευκορωσία “απόπειρα πραξικοπήματος”; – Σκέψεις πάνω σε προβληματικές στάσεις και απόψεις κομματιού του ευρύτερου κινήματος.
Στις 8/12, στις 01:05 το βράδυ, στην λούμπεν αστική δημοκρατία της Αλβανίας, στην πόλη των Τιράνων, έλαβε χώρα η κρατική δολοφονία του 25χρονου Κλόντιαν Ράσα από το πιστόλι ενός μπάτσου, ο οποίος δεν δίστασε ούτε λεπτό να τον πυροβολήσει δυο φορές στο σώμα, επειδή ο νεαρός δεν σταμάτησε σε σήμα για έλεγχο, φοβούμενος προφανώς το πρόστιμο για την παραβίαση του κορονο-ωραρίου, μόλις 50 μέτρα μακριά από την πόρτα του σπιτιού του.
Μετά από την δολοφονία βγήκαν καλέσματα για συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας από ένα ετερόκλητο μείγμα οργανώσεων, οι οποίες πολύ γρήγορα μετατράπηκαν σε βίαιη εξέγερση των από τα κάτω, των καταπιεσμένων, ενάντια στην αστυνομοκρατία, την καταστολή και τον αυταρχισμό του καθεστώτος του Έντι Ράμα, ο οποίος ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας το 2013.
Ο Ράμα και η Αλβανία
Ο Ράμα ήταν ένα πουλέν του παλιού Χοτζικού “κομμουνιστικού” κύκλου, από οικογενειακών καταβολών (οι γονείς του ήταν και οι δυο άρρηκτα συνδεδεμένοι με το καθεστώς). Σπουδαγμένος στην Ευρώπη και ανοιχτά κριτικός ως προς το μετα-χοτζικό κράτος του Σαλί Μπερίσα, ο Ράμα εξαργύρωσε την στάση του με υπουργικές θέσεις στις “σοσιαλδημοκατικές” κυβερνήσεις του Φάτος Νάνο στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Από το 2005 εμφανίζεται ως ο “ηγέτης της ενωμένης Αριστεράς”, ως αρχηγός του μεγαλύτερου αριστερού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αλβανίας -μεταλλαγμένου διαδόχου του Αλβανικού Κόμματος Εργασίας του Χότζα και του Νάνο- ηγούμενος ενός σχηματισμού που όσο πλησίαζε στην εξουσία και μετά την κατάκτησή της, μετατοπιζόταν σταδιακά προς το Κέντρο (μας θυμίζει κάτι αυτό;). Ταυτόχρονα, διετέλεσε και Δήμαρχος Τιράνων από το 2000 έως το 2011.
Στην πορεία του προς την πρωθυπουργία, αντίπαλός του ήταν το λεγόμενο “συντηρητικό μπλοκ” του Μπερίσα, του πρώτου εκλεγμένου προέδρου της Αλβανίας μετά την πτώση του καθεστώτος, με κύριο πυλώνα το δεξιό Δημοκρατικό Κόμμα. Τον Μπερίσα διαδέχθηκε στο κόμμα ο Μπάσα μετά την εκλογική ήττα του 2013, ο οποίος προσπάθησε να “εκμοντερνίσει” την Δεξιά και πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση το 2017. Όσο ο Ράμα ατσάλωνε την θέση του στην Πρωθυπουργία, μετά και την επανεκλογή του το 2017, τόσο προχωρούσε προς απολυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης, αστυνομοκρατία και βία, ενώ ταυτόχρονα κινούνταν προς φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, και παράλληλα κατηγορούταν για υπεξαίρεση χρημάτων, απάτες, αλλά και για σχέσεις με τις ναρκομαφίες της χώρας. Εξαιτίας όλων αυτών δέχθηκε κριτική ακόμη και από το εσωτερικό του ίδιου του κόμματός του, συγκεκριμένα από την πιο αριστερή πτέρυγα, υπό τον παλαιό μέντορά του, Νάνο.
Ουσιαστικά, η δολοφονία του Κλόντιαν Ράσα ήταν το “φυσικό επακόλουθο” μιας διακυβέρνησης βασισμένης στα παραπάνω στοιχεία, και μιας χώρας ευρισκόμενης σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, λόγω του κορονοϊού, της καραντίνας και της περαιτέρω απολυταρχικοποίησης και αστυνομοκρατίας. Τόσο η δολοφονία αυτή καθαυτή, όσο και η μεγάλη κοινωνική έκρηξη που την ακολούθησε, ήταν αναπόφευκτο να συμβούν, σε μια χώρα που, εκτός των άλλων, συνεχίζει να ταλανίζεται από πολύ σοβαρά και διαχρονικά οικονομικά προβλήματα, με ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Σε αυτή την εξέγερση έχουν βγει μπροστά, λαμβάνοντας δυσανάλογη προβολή από τα ΜΜΕ, τα αντιδραστικά στοιχεία και οι οπαδοί της παλιάς κυβέρνησης, νυν αντιπολίτευσης, δηλαδή οι οπαδοί του Μπερίσα και του Μπάσα, ακόμη και με συνθήματα όπως “κάτω ο κομμουνισμός” (στο μυαλό του μέσου λοβοτομημένου εθνικιστή, ο κομμουνισμός ξεκινάει από την “κεντροαριστερά” του Ράμα και φτάνει μέχρι την “κομμουνιστική” δικτατορία του Χότζα).
Φυσικά όμως δεν είναι μόνο αυτοί. Υπάρχει μια τεράστια μάζα κόσμου, φτωχών και καταπιεσμένων προλετάριων, που δεν αντέχει άλλο την οικονομική εκμετάλλευση και την αστυνομική και κρατική καταστολή. Υπάρχουν και οργανωμένα πολιτικά κομμάτια, πολύ κοντά στο ευρύτερο ανταγωνιστικό κίνημα, όπως π.χ. η Organizata Politike.
Εξαιτίας λοιπόν αυτού, εξαιτίας όλης της παραπάνω κατάστασης, ολόκληρο το ελληνικό ανταγωνιστικό, αντικαπιταλιστικό κίνημα, από την Αριστερά μέχρι και την Αναρχία, έχει τοποθετηθεί επάνω στα γεγονότα, συμφωνώντας πως πρόκειται περί εξέγερσης, βγάζοντας κείμενα και αφίσες και πραγματοποιώντας δράσεις αλληλεγγύης στους εξεγερμένους της Αλβανίας. Και πολύ καλά κάναμε, γιατί αυτό συμφωνεί με τους τρόπους που ως επαναστάτες πιστεύουμε ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις εξεγέρσεις των από τα κάτω:
Οι επαναστάτες και οι “αυθόρμητες” εξεγέρσεις των “από τα κάτω”
Στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσουμε πως με τον όρο “αυθόρμητες εξεγέρσεις” δεν αναφερόμαστε σε κάτι άλλο, παρά σε μια εξέγερση, μια κινητοποίηση, που δεν είναι αποτέλεσα κάποιας πολιτικής δουλειάς μυρμηγκιού, με στόχο τη κατάληψη ή την κατάργηση της εξουσίας, αλλά που συμβαίνει επ’ αφορμής κάποιου συγκεκριμένου περιστατικού ή υπό την σκιά μιας κατάστασης γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, δυσαρέσκειας κλπ, που μπορεί να έχει κάποιο συγκεκριμένο αίτημα ή σύνθημα (παραίτηση της κυβέρνησης, ενός υπουργού, ελεύθερες εκλογές σε μια δικτατορία κλπ) ή μπορεί και όχι, αλλά πρακτικά, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο υπάρχει, η όλη διαδικασία κινείται πολύ πέραν αυτού και αναλόγως των συνισταμένων δυνάμεων που αποτελούν την εξέγερση. Όπως συνέβη π.χ. στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008, μετά την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και αργότερα με τους αγανακτισμένους, υπό την σκιά της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Πολύ διαφορετικές συγκυρίες, σίγουρα διαφορετικό το επίπεδο οργάνωσης στο εσωτερικό τους, αλλά και πάλι, το ένα περισσότερο από το άλλο, εμπεριείχαν το συστατικό του “αυθόρμητου”, μη καθοδηγούμενου από κάποιον πολιτικό φορέα. Με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό φέρει.
Σε τέτοιες καταστάσεις λοιπόν, σε τέτοιου είδους εξεγέρσεις, όπως αυτή που συμβαίνει αυτή την στιγμή στην Αλβανία, ποια πρέπει να είναι η στάση των Επαναστατών; Πρέπει να στέκονται παράμερα, μέσα στην πολιτική τους καθαρότητα και να κουνάνε το δάκτυλο, σχετικά με το ποιος συμμετέχει σε αυτή την εξέγερση, ποιον προβάλουν τα κανάλια περισσότερο, αν υπάρχουν αντιδραστικά στοιχεία και συνθήματα από τα οποία μπορεί να “λερωθεί” η δική μας ιδεολογία; Πολλές τέτοιες φωνές και νουθεσίες ακούστηκαν και πάλι, μέσα από το ίδιο το επαναστατικό κίνημα, με αφορμή την Αλβανία και σε σχέση με το “αμφίβολο” ποιόν και την σύσταση των εκεί εξεγερμένων. Όμως πλέον, μετά τις εμπειρίες του Δεκέμβρη, αλλά κυρίως των Αγανακτισμένων -αλλά και άλλες παρόμοιες καταστάσεις διεθνώς και διαχρονικά, στις οποίες σταθήκαμε επαρκείς ή ανεπαρκείς των περιστάσεων- μπορούμε ασφαλώς να πούμε πως ΟΧΙ, δεν πρέπει να είναι αυτή η στάση μας.
Αντίθετα, σε μια γενικευμένη εξεγερσιακή κατάσταση, η στάση των επαναστατών πρέπει να είναι αυτή που αρμόζει σε μια οργανωμένη πολιτική δύναμη που θέλει να φέρει την κοινωνική αλλαγή και τον επαναστατικό μετασχηματισμό. Δηλαδή, οι επαναστάτες θα πρέπει να χωθούν μέσα σε όλη αυτή την διαδικασία, διακριτά, με τα δικά τους συνθήματα και προτάγματα, να αποπειραθούν να βρουν κοινούς τόπους με τις δυνάμεις εκείνες της κοινωνίας που είναι εν δυνάμει επαναστατικές -δηλαδή το προλεταριάτο, τους καταπιεσμένους, τους φτωχοδιαβόλους, την νεολαία δίχως μέλλον- και να τους προπαγανδίσουν τις θέσεις τους, χωρίς να προσπαθήσουν να τους καπελώσουν από την μία, αλλά από την άλλη, προσπαθώντας να αποτινάξουν από την διαδικασία αυτή τα αντιδραστικά στοιχεία και τις αστικές ή εθνικιστικές προκαταλήψεις. Αναδεικνύοντας το γιατί και το πώς οι δυνάμεις αυτές φέρνουν μόνο την διαίρεση και την ήττα, σε αντίθεση με την ταξική ενότητα, που μπορεί να φέρει την κοινωνική απελευθέρωση.
Σίγουρα αυτή η “συνταγή” δεν θα φέρει μια βέβαιη νίκη. Τέτοιου είδους κινήματα υποστηρίζονται πολλές φορές από πυλώνες της εξουσίας και δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης, για τα δικά τους ιδιαίτερα οφέλη και την δική τους πολιτική ατζέντα. Οι δυνάμεις αυτές έχουν πολύ συχνά πολλαπλάσιες οικονομικές δυνατότητες και κοινωνικές προσβάσεις από τους επαναστάτες και μπορούν πολύ εύκολα να τους απομονώσουν ως προβοκάτορες, ενώ μπορούν να δώσουν μια στρεβλή εικόνα προς τα έξω, σε σχέση με τα πραγματικά μεγέθη και την σύσταση εντός του εξεγερσιακού κινήματος, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που μπορεί να φτάσουν στο τέλος να κερδίσουν μέσω της προπαγάνδας, αυτά τα οποία ήθελαν να προβάλουν ως αληθή εξαρχής.
Ακόμη όμως κι αν έρθουν έτσι τα πράγματα και μια εξέγερση ηττηθεί ή ενσωματωθεί από αντιδραστικές ή αστικές δυνάμεις, αυτό δεν σημαίνει πως οι προσπάθειες των επαναστατών ήταν μάταιες. Η ταξική συνείδηση, η στράτευση ολοένα και περισσότερων καταπιεσμένων στον αγώνα, συμβαίνει με πολλαπλάσιο ρυθμό μέσα στην φλόγα μιας εξέγερσης, μέσα από την δράση και διαμέσου της αδέκαστης στάσης και προσήλωσης των επαναστατών σε αυτές, ώστε να λειτουργήσουν και ως παράδειγμα. Έτσι αποκτά συνείδηση γρηγορότερα η τάξη μας, έτσι οι συνειδητοποιημένοι προλετάριοι πλαισιώνουν τις επαναστατικές δυνάμεις και οργανώσεις. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι και η ίδια η πεμπτουσία μιας εξέγερσης μετά το κόπασμά της, περισσότερο ακόμη και από την κατάκτηση κάποιων μερικών αιτημάτων που ίσως να υπήρχαν.
Και πάμε τώρα πίσω στο κυρίως θέμα του άρθρου μας…
Η εξέγερση στην Λευκορωσία του Λουκασένκο
Τους τελευταίους μήνες όμως, έλαβε χώρα και άλλη μία εξέγερση, στην Λευκορωσία του δικτάτορα Λουκασένκο. Η Λευκορωσία είναι το πιο αστυνομοκρατούμενο κράτος στην Ευρώπη, ίσως και στον κόσμο (μάλλον όχι όμως). Στην Λευκορωσία συμβαίνουν σε καθημερινή βάση κρατικές απαγωγές, φυλακίσεις, ακόμη και δολοφονίες αντιφρονούντων πάσης φύσεως. Αν και το μεγαλύτερο κομμάτι όσων ζουν υπό των φόβο της δίωξης ανήκει στην φιλελεύθερη αντιπολίτευση από την μια και τους λιγοστούς επαναστάτες και αναρχικούς από την άλλη, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτός δεν είναι πλέον ο κανόνας.
Το καθεστώς του Λουκασένκο αυτοαποκαλείται “Λαϊκή Δημοκρατία” και θεωρεί ότι αποτελεί συνέχεια του Σοβιετικού καθεστώτος της περιοχής, που παρέμεινε ακέραιο και μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αφού ο “Λούκα” αρνήθηκε την διάλυσή της και τις πολιτικές “ανοίγματος”. Προσοχή εδώ, δεν μιλάμε για την ΕΣΣΔ του Λένιν έστω, για όσους έχουν ακόμη αυταπάτες για τα πρώτα δύο-τρία χρόνια της Οκτωβριανής, αλλά την ΕΣΣΔ της Τσεκά και της GPU, την ΕΣΣΔ του Στάλιν, του Μπρέζνιεφ, του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ (ναι φυσικά και υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε όλους αυτούς, αλλά το νόημα παραμένει πως μιλάμε για ένα εκφυλισμένο, κρατικο-καπιταλιστικό, αστυνομικό και απολυταρχικό κράτος).
Ο Λουκασένκο κυβερνά την Λευκορωσία με σιδηρά πυγμή επί 26 χρόνια, από την ίδρυση δηλαδή του σύγχρονου κράτους της Λευκορωσίας το 1994, όταν και με δημοψήφισμα πέτυχε να πάρει όλες τις εξουσίες του ανώτατου Σοβιέτ της χώρας. Έχει δημιουργήσει ένα πελατειακό κράτος-εργοδότη-συλλογικό καπιταλιστή, από το οποίο είναι εξαρτημένοι εργασιακά εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια Λευκορώσοι, οι οποίοι αποτελούν και ως επί το πλείστον τους μέχρι πρότινος θερμούς υποστηρικτές του. Η χώρα, διατηρώντας το παλαιό σοβιετικό καθεστώς, κατάφερε βραχυπρόθεσμα να αποφύγει την εξαθλίωση που υπέστησαν οι άλλες πρώην ΣΣΔ μετά το άνοιγμα στην ελεύθερη αγορά, κάτι όμως που δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Έτσι, πολλοί από τους υποστηρικτές του προέδρου αλλάζουν γνώμη, βλέποντας εκτός των άλλων ΚΑΙ τα οικονομικά αδιέξοδα του κρατικού καπιταλισμού και της πρόσδεσης στο Ρωσικό ιμπεριαλιστικό άρμα.
Ουσιαστικά, πριν τις μεγάλες εξεγέρσεις ακόμη, που ξεκινούν και σταματούν ανά διαστήματα από το 2017, η αποδοχή προς το πρόσωπο του “Πατερούλη” Λουκασένκο μετά βίας άγγιζε το 30% της κοινωνίας, σύμφωνα με ανεξάρτητες, έξω από την Λευκορωσία, μετρήσεις, των οποίων βέβαια την πιστότητα δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με θετικό τρόπο. Μιλώντας πάντα για την προ 4 χρόνων πραγματικότητα, προ της πρόσφατης μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Λευκορωσία και πριν από τις μεγάλες διαμαρτυρίες, πριν την ανεπαρκή διαχείριση του covid-19 κλπ, μπορούμε να βγάλουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως αυτό το ποσοστό, αν είναι πραγματικό, έχει πέσει ακόμη χαμηλότερα.
Βέβαια, όπως συμβαίνει σε κάθε απολυταρχία, έτσι και στην Λευκορωσία δεν υπάρχει απόλυτη ελευθερία στον τύπο, με πρόσχημα την αιώνια σοβιετική δικαιολογία, ότι δηλαδή αυτό αποτελεί μέτρο καταστολής του αστικού και αντεπαναστατικού τύπου. Στην ουσία όμως, καταστέλλεται κάθε φωνή αντίδρασης, αστική ή επαναστατική. Ταυτόχρονα, οι επαναστάτες και οι αναρχικοί δεν έχουν δικαίωμα να δημιουργούν φανερά ομάδες ή ανεξάρτητα συνδικάτα, πέρα των επίσημων κρατικών, ενώ κάθε ύποπτη κίνηση καταστέλλεται άγρια εν τη γενέσει της. Όλη αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει πολλούς πολιτικοποιημένους ανθρώπους να επιλέξουν μορφές οργάνωσης που ευκαιριακά μόνο τους χρησιμεύουν, αν και δεν τους αντιπροσωπεύουν πολιτικά, όπως οι αφορμαλιστικές ομάδες συγγένειας από αναρχο-κομμουνιστές, οι μυστικές οργανώσεις που συνεννοούνται δια αντιπροσώπων και πολλές φορές τα μέλη τους δεν γνωρίζονται καν μεταξύ τους. Οι δημόσιες δράσεις των αναρχικών,π.χ., πριν και εν μέσω της εξέγερσης περιορίζονταν σε flash-mob συγκεντρώσεις ή παρεμβάσεις σε συγκεντρώσεις άλλων φορέων, για μερικά λεπτά.
Μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε σε ΑΥΤΟ το άρθρο (σ.σ. οι τακτικές και οι πολιτικές της ομάδας PRAMEΝ δεν αντιπροσωπεύουν τις θέσεις των ανθρώπων του alerta.gr, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είναι ομοιογενείς, αλλά μας δείχνουν ωστόσο την πραγματικότητα μέσα στην οποία είναι αναγκασμένοι οι Λευκορώσοι αναρχικοί να δρουν και να παίρνουν τις αποφάσεις αυτές).
Φυσικά, η οργανωμένη πολιτική αντίδραση στον Λουκασένκο δεν έρχεται μόνο από τα αριστερά, αλλά από όλο το πολιτικό φάσμα. Για την ακρίβεια, αυτό που ενώνει το μεγαλύτερο κομμάτι του Λευκορωσικού λαού πλέον, είναι η αντίθεση στον Λουκασένκο και η θέληση για την ανατροπή του. Όπως είναι φυσικό, με βάση όλα τα παραπάνω, όταν τα αποτελέσματα των εκλογών του Αυγούστου 2020 έδειξαν “νίκη” του Λουκασένκο με ποσοστό 80%(!!!), αυτό ήταν απλά η αφορμή για εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές να αψηφήσουν το αστυνομικό καθεστώς και να βγουν στους δρόμους, αντιδρώντας αρχικά στην καταφανέστατη νοθεία. Πολύ σύντομα, αυτές οι διαμαρτυρίες μετατράπηκαν σε παλλαϊκή εξέγερση.
Σε αυτή την εξέγερση έλαβαν και πάλι, όπως και στην περίπτωση της Αλβανίας σήμερα, δυσανάλογη προβολή από τα ΜΜΕ, τα αντιδραστικά και φιλοδυτικά στοιχεία, που αντιπροσωπεύονται κυρίως από τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση, η οποία έχει άκρες και πόρους από τα συμφέροντα της Ε.Ε. στην χώρα, αλλά πρακτικά δεν έχει σχεδόν κανέναν πολιτικό ρίζωμα στην κοινωνία. Μια κοινωνία που, σύμφωνα με τα λόγια Λευκορώσων ακτιβιστών “δεν αναγνωρίζει καν τους ηγέτες της αντιπολίτευσης“. Με λίγα λόγια, η αποπολιτικοποίηση της ζωής στην Λευκορωσία υπό τον ζυγό του Λουκασένκο είναι τέτοια, που το μοναδικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών είναι η συμφωνία ή μη με τις πολιτικές του. Είναι επόμενο λοιπόν, όσο οι επαναστάτες και οι αναρχικοί καταλήγουν με συνοπτικές διαδικασίες στις φυλακές, χωρίς καμία δυνατότητα οργάνωσης ή την θέληση για συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες (έστω και νόθες), το πάνω χέρι στο “φαίνεσθαι” του κινήματος να το έχουν οι φιλελεύθερες δυνάμεις, που ακόμη διατηρούν κάποια στοιχειώδη δικαιώματα οργάνωσης. Ενώ οι επαναστάτες και οι αναρχικοί αρχικά απλά παρέμβαιναν στις διαδηλώσεις με τον τρόπο που προαναφέραμε και που μπορείτε να διαβάσετε στο λινκ του άρθρου παραπάνω.
Η καταστολή ήταν γενική. Και αν το καθεστώς δεν μπορούσε να φυλακίσει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου, παρά μόνο να τους καταστέλλει με την βία, δεν συνέβη το ίδιο με όσους αναγνώριζε ως επικεφαλής των ταραχών ή τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία.
Σύμφωνα με συνέντευξη του αναρχικού Vlad M., ο οποίος κρατήθηκε φυλακισμένος για 30 ημέρες, χωρίς κανέναν λόγο πέρα από την συμμετοχή του στις διαδηλώσεις, αυτοί που βρίσκονται μέσα στα κελιά ποικίλουν, τόσο από άποψη πολιτικής θέσης, όσο και μορφωτικού επιπέδου και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Πράγματι, πέρα από τους αναρχικούς, τους αντιφασίστες και τους ακτιβιστές (για τους οποίους ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός κάλεσε εβδομάδα αλληλεγγύης – 23 έως 30 Νοεμβρίου) και οι οποίοι συνελήφθησαν για βίαιες ενέργειες κατά τις διαδηλώσεις, είδαμε να φυλακίζονται και διάφορες ηγετικές μορφές, τόσο της πιο φιλελεύθερης, φιλο-ευρωπαϊκής και κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, όπως ο Mikola Statkevich του Λευκορωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, αλλά και της δεξιάς, όπως ο Paval Sieviaryniec των Χριστιανοδημοκρατών, οι ποίοι βρίσκονται αμφότεροι υπό κράτηση από το καλοκαίρι. Πέρα όμως από τους πολιτικούς του αντιπάλους, ο Λουκασένκο δεν δίστασε να φυλακίσει για μικρά χρονικά διαστήματα “παραδειγματικά” και άλλες σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, από διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής, την τέχνη και τον αθλητισμό, οι οποίες τάχθηκαν ενάντια στο καθεστώς του και στην εκλογική νοθεία. Τέτοια παραδείγματα είναι η αρχηγός της Εθνικής Ομάδας Γυναικείου Ράγκμπι της χώρας, Μαρία Σακουρο και η μπασκετμπολίστρια του Womens’ NBA, Γιελένα Λεουτσάνκα.
Ωστόσο, ο αναρχικός Vlad M. είδε και κάτι θετικό στην όλη υπόθεση των επιλεκτικών διώξεων του Λουκασένκο: Σύμφωνα με τον ίδιο, πλέον ο κόσμος που ως τώρα περίμενε μια οργανωμένη διαμαρτυρία της επίσημης αντιπολίτευσης για να κινητοποιηθεί, μετά και την καταστολή ως προς αυτήν και την άμβλυνση της δικής της συμμετοχής, αλλά και των αυτο-οργανωμένων δράσεων των αναρχικών και αντιφασιστών που μπήκαν δυναμικά μέσα στο κίνημα,έμαθε να οργανώνεται μόνος του, αδιαμεσολάβητα και ακηδεμόνευτα. Το αν αυτό θα έχει επίπτωση και στην πολιτική του συνείδηση, πέρα από το πρακτικό κομμάτι, μένει να φανεί στο μέλλον.
Παραφωνίες της ντόπιας αριστεράς και όχι μόνο
Σε αυτή την δεύτερη λοιπόν εξέγερση, υπήρξαν φωνές από μερίδα της επίσημης αριστεράς, κυρίως της “κομμουνιστογενούς” (και δεν μιλάμε μόνο για το ΚΚΕ και τις πάγιες θέσεις του), που σε κάθε τους άρθρο, σε κάθε τους τοποθέτηση, υπερτόνιζαν την αντιδραστική, αστική και φιλοευρωπαϊκή συμμετοχή στις διαδηλώσεις, ουσιαστικά παίζοντας το ίδιο παιχνίδι με τα αστικά μέσα, χαρίζοντας έναν ολόκληρο λαό άλλοτε στους… φασίστες -οι οποίοι όμως ιστορικά δεν υπάρχουν καν στην Λευκορωσία οργανωμένοι σαν δύναμη, μπορείτε να δείτε εδώ μια πολύ ωραία ανάλυση– και άλλοτε στους αστούς, αναδεικνύοντας τον ρόλο της Σβετλάνα Τιχανουσκάγια, μιας αστής πολιτικού και υποψήφιας στις εκλογές του 2020, η οποία ήταν η πρώτη που αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και διεκδίκησε η ίδια την νίκη. Δείχνουν μάλιστα με το δάκτυλο την συμμετοχή αναρχικών και αντιφασιστών στις ίδιες συγκεντρώσεις με τους από πάνω (ενώ είπαμε πως δρουν οι αναρχικοί- παρεμβατικά- αλλά και πως γίνονται βασικά μέχρι πριν λίγο καιρό οι συγκεντρώσεις), ενώ παραδίπλα κυματίζουν λάβαρα που θεωρούνται από τους ίδιους “ναζιστικά” και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια εθνική σημαία (όντως αντιδραστικού χαρακτήρα αλλά όχι φασιστικού ή ναζιστικού) που χρησιμοποιήθηκε σε πολλές μη-κομμουνιστικές χρονικές περιόδους της Λευκορωσίας και την χρησιμοποιούν ευρέως οι φιλοευρωπαϊστές Λευκορώσοι. Ο “λαός”, το υποκείμενο που υποτίθεται ότι θέλει να εκπροσωπήσει η αριστερά, αγνοήθηκε, σχεδόν υπέρ του Λουκασένκο, η καταστολή και η ελευθερία του λόγου και του τύπου υποτιμήθηκαν και υποβιβάστηκαν σε δευτερεύοντα ζητήματα, από τις ίδιες δυνάμεις που στον πολιτικό τους λόγο για τα εγχώρια ζητήματα μιλάνε για “δημοκρατικές ελευθερίες που κερδήθηκαν με το αίμα του λαού”.
Τηρώντας πάντα όμως οι δυνάμεις αυτές στα άρθρα τους μια διακριτική “ουδετερότητα” (εκτός φυσικά από το ΚΚΕ όπως είπαμε), φρόντισαν να μην ταχθούν ξεκάθαρα υπέρ του Λουκασένκο, μίλησαν όμως για υποκινούμενο από την Ευρώπη πορτοκαλί πραξικόπημα τύπου Ουκρανίας! Το ότι στην Ουκρανία οι φασίστες είχαν ιστορική παρουσία και συνεργασία με τους Γερμανούς Ναζί, ενώ στην Λευκορωσία, κομμάτι του εθνικού μύθου της χώρας είναι η ολόψυχη αντίσταση στους τελευταίους, αυτά όλα επιμελώς αποκρύφτηκαν, γιατί δεν ωφελούσαν τον σκοπό.
Ξέρουμε όμως ποιον ωφελεί η ουδετερότητα σε μια κατάσταση καταπίεσης έτσι; Από παλιά τα έχουμε λύσει αυτά οι επαναστάτες. Και επίσης, σε μια συνθήκη όπως αυτή μιας κοινωνικής εξέγερσης, είναι πολύ σημαντική η οπτική γωνία υπό την οποία θα εξετάσει κάποιος ένα ζήτημα στα άρθρα του και τις τοποθετήσεις του. Το αν θα αναδείξει την βαρβαρότητα του καθεστώτος ή την “μη καθαρότητα” των εξεγερμένων, αν θα “κουνήσει το δάκτυλο” από την γωνιά του, όπως ακριβώς αναλύσαμε στο παραπάνω κεφάλαιο για τον ρόλο των επαναστατών σε τέτοιου είδους εξεγέρσεις. Η οπτική γωνία που επιλέγεις δείχνει πολλά παραπάνω από όσα θες να πεις.
Δυστυχώς αυτή την στάση κράτησε και ένα πολύ μικρό τμήμα του α/α χώρου, ευτυχώς όχι οργανωμένα, αλλά μεμονωμένα, με τοποθετήσεις, σχόλια και αναρτήσεις στα social media, με απίθανες δικαιολογίες στην ίδια κατεύθυνση με αυτή μερίδας της αριστεράς, αλλά εμπλουτισμένη με διάφορες “πικάντικες” λεπτομέρειες εκτός θέματος, με στόχο όμως και πάλι την απόρριψη του κινήματος . Αυτή την στάση δεν θα την πιάσω πάρα πολύ, καθώς ήταν πιο μετριασμένη και όχι επίσημη, αλλά και επειδή πονάει πολύ περισσότερο το ίδιο το α/α κίνημα.
Γιατί ακολουθήθηκε αυτή η στάση;
Στην Αλβανία λοιπόν εξέγερση.
Στην Λευκορωσία απόπειρα φιλοδυτικού πραξικοπήματος;
Γιατί;
Ένα μεγάλο κομμάτι της αριστεράς υποστηρίζει πως, μέσω της κριτικής και της αυτο-κριτικής, έχει απαλλαγεί από ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, όπως ο ρόλος της Ε.Σ.Σ.Δ. στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, τουλάχιστον στην ύστερη φάση της. Η κριτική ιδιαίτερα στην εποχή του Σταλινισμού είναι πολύ έντονη. Ωστόσο, θα ήταν καλό η κριτική ενός περασμένου παρελθόντος να μπορεί να βρει και πρακτικό πάτημα στις συνθήκες του σήμερα. Το κομμάτι της αριστεράς (αλλά και του ευρύτερου κινήματος) που αντέδρασε με τόσο προβληματικό τρόπο απέναντι και ενάντια στην εξέγερση που λαμβάνει χώρα στην Λευκορωσία, παρ’ όλα τα στοιχεία που υπάρχουν γι αυτήν, φαίνεται πως δεν μπορεί να αποδεχθεί εξίσου μια εξέγερση που λαμβάνει χώρα απέναντι σε συμβολισμούς και ονοματολογία, όπως τα κόκκινα αστέρια, τα σφυροδρέπανα και ο τίτλος “Λαϊκή Δημοκρατία” που χρησιμοποιεί ο Λουκασένκο. Η υπεράσπιση για όλα αυτά έχει μάλλον ιστορικούς λόγους παρά ουσιαστικούς, και στρέφεται αυτόματα απέναντι σε εξεγερμένους που, μην έχοντας γνωρίσει άλλου είδους συμβολισμό καταπίεσης από αυτόν (τον “κομμουνιστικό”), στρέφονται τόσο ενάντια στο καθεστώς, όσο και ενάντια στα σύμβολα που έχει οικειοποιηθεί. Και αν αυτό υποκινείται εσκεμμένα από την Δεξιά και τους φιλελεύθερους στην Λευκορωσία και την Ευρώπη, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει πως η εγχώρια αριστερά θα πρέπει να υπερασπιστεί τους σφετεριστές των επαναστατικών συμβολισμών, αλλά τουλάχιστον, αν τόσο πολύ πια το έχει ανάγκη, τους ίδιους αυτούς τους συμβολισμούς, τόσο απέναντι στους σφετεριστές τους, όσο και απέναντι στους λασπολόγους τους. Ίσως ακόμη περισσότερο απέναντι σε αυτούς που στο όνομα ευγενικών ιδεών κάνανε τέρατα.
Μια άλλη πιθανότητα είναι πως κομμάτι της αριστεράς ίσως να βλέπει στο καθεστώς του Λουκασένκο κάτι που προσομοιάζει σε κάποιο δικό της σχέδιο, έστω και ως ενδιάμεσο στάδιο, προς μια “επαναστατική προοπτική”. Ίσως το υπερασπίζεται ως μια παρατραβηγμένη εκδοχή της “δικτατορίας του προλεταριάτου”, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μεγάλο κομμάτι της αριστεράς υποστήριξε την ΕΣΣΔ, παρ’ όλες τις αντιδραστικές της πολιτικές, μέχρι και την πτώση της. Θεωρούν ίσως πως το καθεστώς του Λουκασένκο δεν είναι μια απλή κρατιστική παραλλαγή του καπιταλισμού (όπως ήταν δηλαδή κατά γενική ομολογία η ΕΣΣΔ, στα τελειώματά της τουλάχιστον, για όσους ακόμη τσινάνε), αλλά ένα ενδιάμεσο καθεστώς που έχει διατηρήσει σοβιετικές “κατακτήσεις”, όπως η κρατική (και φυσικά όχι δημόσια, από τα κάτω, κολεκτιβιστική ή οτιδήποτε άλλο προοδευτικό) ιδιοκτησία πολλών μεγάλων βιομηχανιών, κάποιες σημαντικές κοινωνικές παροχές και η μικρή ανεργία, κλείνοντας τα μάτια στην αστυνομοκρατία, την ανελευθερία της καθημερινής ζωής, αλλά και την ίδια την υπερ-εκμετάλλευση που υφίστανται οι εργαζόμενοι μέσα σε αυτές τις κρατικές επιχειρήσεις, που τους έχουν ωθήσει πολλές φορές στο να οργανωθούν παράνομα και παράλληλα με τον επίσημο συνδικαλισμό του κράτους. Ουσιαστικά η οπτική αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θεοποίηση του ίδιου του κράτους ως φορέα κοινωνικής αλλαγής. Σε αυτό θα αντιτασσόταν ακόμη και ο ίδιος ο Λένιν (Κράτος κι Επανάσταση).
Τέλος, υπάρχει σίγουρα εκείνο το κομμάτι ανάλυσης μέσα στην αριστερά (και όχι μόνο) που ιεραρχεί τους ιμπεριαλισμούς, ανάλογα με το ποιος από αυτούς κάνει μεγαλύτερο κουμάντο ή ποιος από αυτούς υπερισχύει στον ελλαδικό χώρο, ως ο άμεσος εχθρός. Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, είναι επιτρεπτή ακόμη και η “συμμαχία” με ή έστω η “ανοχή” του αντίθετου ιμπεριαλιστικού πόλου, δηλαδή στην περίπτωσή μας, της Ρωσίας έναντι των ΗΠΑ-Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. Εφόσον λοιπόν ο Λουκασένκο αντιτίθεται στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ε.Ε. στην ανατολική Ευρώπη (π.χ. Ουκρανία), τότε είναι σύμμαχός μας και κάθε προσπάθεια υπόθαλψης του καθεστώτος του είναι σίγουρα υποκινούμενη από την Δύση. Αυτό φυσικά προσομοιάζει με παλαιότερες αντιλήψεις για τον αντι-ιμπεριαλισμό, περασμένων δεκαετιών, που μιλούσαν για αντι-ιμπεριαλιστικά κράτη και προοδευτικές εθνικές αστικές τάξεις, τις οποίες έπρεπε να στηρίξει το επαναστατικό κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Κάτι που βέβαια, πρακτικά σήμαινε πως μπορεί να στηριχθεί μια απολυταρχική κυβέρνηση κάποιας χώρας του Τρίτου ή του Αραβικού Κόσμου, η οποία σε καθημερινή βάση εκμεταλλεύεται και καταστέλλει την δική μας τάξη στο εσωτερικό της.
Αντί επιλόγου
Φυσικά, τελειώνοντας, να αναφέρουμε πως όλα τα παραπάνω δεν υπάρχουν ως παράμετροι στην Αλβανική εξέγερση, οπότε η Αριστερά, σε όλο της το φάσμα, μπορεί να συνταχθεί με τους Αλβανούς προλετάριους. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μια κυβέρνηση (Ράμα) η οποία αποτελεί ιστορικο-πολιτικά την άρνηση και την μετατόπιση από θέσεις όπως αυτές που υποστηρίζει ο Λουκασένκο, δηλαδή για την “Κεντραριστερά” του Σ.Κ.Α. που προέρχεται από το “ξεπέρασμα” του Χοτζισμού. Ελπίζουμε οι ίδιες αυτές δυνάμεις της αριστεράς να μην αποσύρουν την υποστήριξή τους, αν αρχίσουν να βγαίνουν προς τα έξω εικόνες από την Αλβανία που θα δείχνουν κάποιο συντηρητικό κομμάτι της εξέγερσης, π.χ. τους υποστηρικτές του Μπερίσα και του Μπάσα, να καίνε σημαίες με σφυροδρέπανα (ήδη όπως είπαμε υπάρχουν και τέτοια συνθήματα) αφού αυτό αντιλαμβάνονται πως ακόμη πολεμούν στο πρόσωπο του Ράμα.
Για τους επαναστάτες πάντως, ισχύει πάντοτε η θέση της υπεράσπισης των εξεγέρσεων των από-τα-κάτω ενάντια στους δυνάστες τους, η συμμετοχή σε αυτές με τις δικές τους δυνάμεις, σύμβολα και προτάγματα και η αιώνια προσπάθεια για την ταξική αυτο-συνείδηση των εκμεταλλευόμενων τάξεων, μέσα και από τις εξεγερσιακές διαδικασίες.
Όλα τα υπόλοιπα είναι πολιτική. Με την κακή έννοια.