Γραμμένα το 1948 από τη Χάνα Άρεντ, τα ακόλουθα αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν αργότερα στον τόμο “Hannah Arendt: The Jewish Writings” (2007). Παρ’ όλο που πολλά έχουν αλλάξει από τότε που γράφτηκε, προσφέρει μια ανεκτίμητη ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν σε δεκαετίες αιματοχυσίας και καταπίεσης, καθώς και της πιθανής πολιτικής λύσης για τη σύγκρουση, η οποία για την Άρεντ μπορεί να προέλθει μόνο από τα κάτω (με τη μορφή πολυεθνοτικής ομοσπονδίας συμβουλίων). Παρότι τα λόγια της μοιάζουν προφητικά για το τι επακολούθησε, δεν θα τους ταίριαζε ένας τέτοιος χαρακτηρισμός – η σκέψη της Άρεντ είναι απλώς μία ορθολογική σκέψη σε έναν ανορθολογικό κόσμο.
Υπάρχει πολύ λίγη αμφιβολία για το τελικό αποτέλεσμα ενός ολοκληρωτικού πολέμου μεταξύ Αράβων και Εβραίων. Κάποιος μπορεί να κερδίσει πολλές μάχες χωρίς να κερδίσει τον πόλεμο.
Και ακόμα κι αν οι Εβραίοι κέρδιζαν τον πόλεμο […] η γη που θα προέκυπτε θα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από το όνειρο του παγκόσμιου Εβραϊσμού, τόσο του σιωνιστικού όσο και του μη σιωνιστικού. Οι «νικητές» Εβραίοι θα ζούσαν περικυκλωμένοι από έναν εξ’ ολοκλήρου εχθρικό αραβικό πληθυσμό, απομονωμένοι μέσα σε συνεχώς απειλούμενα σύνορα, απορροφημένοι στη σωματική αυτοάμυνα σε τέτοιο βαθμό που όλες οι άλλες δραστηριότητες και ενδιαφέροντα θα βυθίζονταν. Η ανάπτυξη μιας εβραϊκής κουλτούρας θα έπαυε να αποτελεί μέλημα όλου του λαού· οι κοινωνικοί πειραματισμοί θα έπρεπε να απορριφθούν ως ανέφικτες πολυτέλειες· η πολιτική σκέψη θα επικεντρωνόταν στη στρατιωτική στρατηγική· η οικονομική ανάπτυξη θα καθοριζόταν αποκλειστικά από τις ανάγκες του πολέμου. Και όλα αυτά θα ήταν η μοίρα ενός έθνους που, όσο πολλούς μετανάστες κι αν μπορούσε ακόμη να δεχτεί και όσο κι αν επεκτείνονταν τα σύνορά του (ολόκληρη η Παλαιστίνη και η Υπεριορδανία είναι το παράλογο αίτημα των ρεβιζιονιστών), θα παρέμενε πάντα ένας πολύ μικρός λαός, που υπερτερεί κατά πολύ αριθμητικά, από εχθρικούς γείτονες.
Υπό αυτές τις συνθήκες (όπως έχει επισημάνει ο Ernst Simon), οι Παλαιστίνιοι Εβραίοι θα εκφυλίζονταν σε μία από εκείνες τις μικρές πολεμικές φυλές, για τις δυνατότητες και τη σημασία των οποίων η ιστορία μας έχει ενημερώσει επαρκώς από την εποχή της Σπάρτης. Οι σχέσεις τους με τον παγκόσμιο Εβραϊσμό θα γίνονταν προβληματικές, καθώς τα αμυντικά τους συμφέροντα θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να συγκρουστούν με εκείνα άλλων χωρών όπου ζούσαν μεγάλοι αριθμοί Εβραίων. Ο Εβραϊσμός της Παλαιστίνης θα αποχωριζόταν τελικά από το μεγαλύτερο σώμα του παγκόσμιου Εβραϊσμού και στην απομόνωσή του θα εξελισσόταν σε έναν εντελώς νέο λαό. Έτσι γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτή τη στιγμή και υπό τις παρούσες συνθήκες ένα εβραϊκό κράτος μπορεί να εγκαθιδρυθεί μόνο με τίμημα την ίδια την εβραϊκή πατρίδα.
Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη κάποιοι Εβραίοι που έδειξαν σε αυτές τις δύσκολες μέρες ότι έχουν σοφία και μεγάλη αίσθηση ευθύνης για να ακολουθήσουν τυφλά εκεί που θα τους οδηγούσαν οι απελπισμένες, φανατισμένες μάζες. Υπάρχουν επίσης, παρά τις φαινόμενες ενδείξεις, και κάποιοι Άραβες που είναι δυσαρεστημένοι με τον ολοένα και πιο φασιστικό χρωματισμό των εθνικών τους κινημάτων. […]
Είναι αλήθεια ότι πολλοί μη φανατικοί Εβραίοι ειλικρινούς καλής θέλησης έχουν πιστέψει στη διχοτόμηση ως πιθανό μέσο για την επίλυση της αραβο-εβραϊκής σύγκρουσης. Ωστόσο, υπό το πρίσμα της πολιτικής, στρατιωτικής και γεωγραφικής πραγματικότητας, αυτό ήταν πάντα ένα ευσεβής πόθος. Η διχοτόμηση μιας τόσο μικρής χώρας θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να σημάνει την απολίθωση της σύγκρουσης, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της ανάπτυξης και για τους δύο λαούς. Στη χειρότερη θα σήμαινε ένα προσωρινό στάδιο κατά το οποίο και τα δύο μέρη θα προετοιμάζονταν για περαιτέρω πόλεμο.
Η εναλλακτική πρόταση για ένα ομόσπονδο μόρφωμα, που επίσης πρόσφατα υποστήριξε ο Δρ. Magnes, είναι πολύ πιο ρεαλιστική· παρά το γεγονός ότι εγκαθιδρύει μια κοινή διακυβέρνηση για δύο διαφορετικούς λαούς, αποφεύγει τον ενοχλητικό αστερισμό πλειοψηφίας-μειοψηφίας, που είναι εξ ορισμού ανεπίλυτος. Μια ομοσπονδιακή δομή, επιπλέον, θα έπρεπε να στηρίζεται στα συμβούλια εβραϊκών-αραβικών κοινοτήτων, πράγμα που θα σήμαινε ότι η εβραϊκή-αραβική σύγκρουση θα επιλυόταν στο χαμηλότερο και πιο πολλά υποσχόμενο επίπεδο εγγύτητας και γειτονίας. Μια ομοσπονδία, τέλος, θα μπορούσε να είναι το φυσικό σκαλοπάτι για κάθε μεταγενέστερη, μεγαλύτερη ομοσπονδιακή δομή στην Εγγύς Ανατολή και την περιοχή της Μεσογείου.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του παρόντος αδιεξόδου, οι ακόλουθοι αντικειμενικοί παράγοντες πρέπει να αποτελούν αξιωματικά κριτήρια για το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος:
1) Ο πραγματικός στόχος των Εβραίων στην Παλαιστίνη είναι η οικοδόμηση μιας εβραϊκής πατρίδας. Αυτός ο στόχος δεν πρέπει ποτέ να θυσιαστεί πάνω στην ψευδοκυριαρχία ενός εβραϊκού κράτους.
2) Η ανεξαρτησία της Παλαιστίνης μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε μια σταθερή βάση συνεργασίας των Εβραίων και των Αράβων. Όσο οι Εβραίοι και οι Άραβες ηγέτες συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει «καμία γέφυρα» μεταξύ Εβραίων και Αράβων (όπως μόλις το είπε ο Moshe Shertok), η περιοχή δεν θα καταφέρει να αφεθεί στην πολιτική σοφία των κατοίκων της.
3) Η εξάλειψη όλων των τρομοκρατικών ομάδων (και όχι οι συμφωνίες μαζί τους) και η ταχεία τιμωρία όλων των τρομοκρατικών πράξεων (και όχι απλώς οι διαμαρτυρίες εναντίον τους) θα είναι η μόνη έγκυρη απόδειξη ότι ο εβραϊκός λαός στην Παλαιστίνη έχει ανακτήσει την αίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας και ότι η σιωνιστική ηγεσία είναι και πάλι αρκετά υπεύθυνη για να της εμπιστευτεί κανείς το πεπρωμένο των yishuv (οι Εβραίοι κάτοικοι στην Παλαιστίνη πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948). [ΣτΜ – Εδώ η Άρεντ αναφέρεται στις σιωνιστικές τρομοκρατικές ομάδες που δρούσαν στην Παλαιστίνη μέχρι εκείνη τη στιγμή]
4) Η μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, περιορισμένη αριθμητικά και χρονικά, είναι το μόνο «αμείωτο ελάχιστο» στην εβραϊκή πολιτική.
5) Η τοπική αυτοκυβέρνηση και τα μικτά εβραιοαραβικά δημοτικά και αγροτικά συμβούλια, σε μικρή κλίμακα και όσο το δυνατόν περισσότερα, είναι τα μόνα ρεαλιστικά πολιτικά μέτρα που μπορούν τελικά να οδηγήσουν στην πολιτική χειραφέτηση της Παλαιστίνης.
Δεν είναι ακόμα πολύ αργά.