Εύη Παπαγιάννη
Ο γνωστός και μη εξαιρετέος υψηλός είρων της αρθρογραφίας Τ. Θεοδωρόπουλος παρομοίασε προχτές τους κατοίκους των Εξαρχείων με τους… Απάτσι, οι οποίοι σύμφωνα με την ανάλυσή του απέτυχαν να αναχαιτίσουν την επέλαση του σιδηροδρόμου στις ΗΠΑ, ούτε λίγο ούτε πολύ, εξαιτίας του «πρωτογονισμού» τους.
Όπως μας δίνει να καταλάβουμε με περισσή χαιρεκακία, η ήττα αυτή υπήρξε μια δίκαιη ήττα. Μια ήττα που την απολαμβάνει ακόμη ο ίδιος σήμερα. Γιατί σύμφωνα με τον κύριο Θεοδωρόπουλο, η σωστή πλευρά της ιστορίας είναι ο βίαιος εκσυγχρονισμός, το δίκαιο του ισχυρότερου και η επιβολή από τα πάνω προς τα κάτω.
Καμία έκπληξη σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση.
Το φαιδρό είναι ότι χρησιμοποιεί ως προσβολή (και μάλιστα ισχυρή κατά τη διόλου ταπεινή του άποψη) την ιδιότητα και τη σημειολογία του ιθαγενούς, δηλαδή του αυτόχθονα. Ο χαρακτηρισμός των κατοίκων και των υπερασπιστών των Εξαρχείων ως ιθαγενών (απλά χωρίς τα ωραία φτερά, όπως «χαριτολογεί») συνιστά ένα χυδαίο είδος πρόκλησης το οποίο επιχειρεί (ασχέτως των πιθανοτήτων πραγματικής επιτυχίας) να δημιουργήσει συνειδησιακή εμπλοκή και αξιακό διχασμό – αν και καταλήγει απλά ένα κακό μπούλινγκ προαυλίου για να πούμε την αλήθεια.
Παρ’ όλα αυτά, η επίθεση στον αυτόχθονα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι και του αστικού εξευγενισμού αλλά και όλης της φιλοσοφίας της ελεύθερης αγοράς του seek and destroy. Ένα μεγάλο κομμάτι της νεοφιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας βασίζεται στο displacement, στην εκδίωξη η οποία έχει σκοπό τη γεωπολιτική αποψίλωση με σκοπό την εκμετάλλευση χωρίς τριβές και «οχλήσεις» προς τους μεγάλους «δικαιούχους».
Η κινητικότητα του κεφαλαίου, των εργαζομένων, των digital nomad και των happy traveller είναι μέρος αυτής της μεγαλύτερης εικόνας. Η δημιουργία μεταναστευτικών ροών μικρής και μεγάλης κλίμακας είναι επίσης αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του συστήματος συμπεριφορών και αποφάσεων. Χρόνια τώρα, άλλωστε, η επενδυτική δραστηριότητα στις μεγάλες κλίμακες είναι σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από τις έννοιες της εντοπιότητας και της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτισμικής «συγγένειας» του επενδυτή με το περιβάλλον της επένδυσης.
Η διατήρηση της υψηλής ρευστότητας και την επισφάλειας μέσα από τη μετατόπιση ή την εκδίωξη έχει το δευτερογενές πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζει την ελάχιστη δυνατή εντόπια ενημερότητα και τη διάσπαση των αντίστοιχων μηχανισμών αντίστασης και αλληλεγγύης.
Ταυτόχρονα, η ρευστότητα αυτή αυξάνει την εντροπία πάνω στην οποία οι τεχνητές και μη κρίσεις μπορούν να ευδοκιμούν και να πολιτογραφούνται ως μέρος του οικοσυστήματος, ως πραγματικότητα – και μέσα στην οποία η καιροσκοπία και η κερδοσκοπία βρίσκουν το φυσικό τους περιβάλλον (ο λύκος στην αναμπουμπούλα κλπ. κλπ., μιας που αρέσουν οι παρομοιώσεις στον κύριο Θεοδωρόπουλο).
Η τοποθέτηση του κυρίου Θεοδωρόπουλου πάντως δεν είναι καθόλου πρωτότυπη ή προσωπική. Αντικατοπτρίζει με τρομακτική ακρίβεια τη διπρόσωπη ρητορική και τη διττή στόχευση που έχει η παγκοσμιοποιημένη κερδοσκοπία: η εθνική καθαρότητα και η διαφύλαξη του πολιτισμού έχουν σημασία μόνο στον βαθμό που οι αυτόχθονες δεν εμποδίζουν και δεν αμφισβητούν την πλήρη εργαλειοποίηση και εμπορευματική εκμετάλλευση όλων των διαστάσεων και των προεκτάσεων της βιολογικής, κοινωνικής και οικονομικής ύπαρξής τους.
Τη στιγμή της αντίστασής τους, η ιθαγένειά τους μετατρέπεται σε απειλή.
Ίδια ακριβώς με αυτή που συνιστά η «εισβολή» (δηλαδή η φυσική συνέπεια της εκδίωξης) των μεταναστών και των προσφύγων, των «μετακινούμενων ιθαγενών» δηλαδή που τολμούν να μην αφήσουν την ταυτότητά τους, την πολιτιστική και προσωπική τους αυτοδιάθεση πίσω πριν περάσουν τα σύνορα. Σύνορα τα οποία όταν αφορά τις «μεγάλες» επενδύσεις είναι παραδόξως ορθάνοιχτα. Ή καλύτερα διάτρητα.