Η Ψυχοβιογραφία της λέξης «λέξη» (ένα κριτικό σημείωμα για το Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη του Γιώργου Χιώτη, εκδ. Σαιξπηρικόν 2020). Γράφει ο Δημήτρης Τσεκούρας, πεζογράφος – θεατρικός συγγραφέας.
…πόλεμος σημαίνει ισοπέδωση,
και ανθρώπινη διάσταση σημαίνει ότι κρατάω ένα ποτιστήρι πάνω από τα ερείπια…
Ο Γιώργος Χιώτης γεννήθηκε το 1996 στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Α.Π.Θ. Είναι, επίσης, απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κ.Θ.Β.Ε.
Σε μία ραδιοφωνική συνέντευξή του είπε ότι οι βασικές λογοτεχνικές του επιρροές εδράζονται στον Γιώργο Χειμωνά και τον Φερνάντο Πεσσόα, που θα πει στην αποθέωση της Συμπύκνωσης αφενός και στον επ’ άπειρο κατακερματισμό του Εαυτού αφετέρου.
Έκρινα σκόπιμο να αναφερθεί αυτό το άκρως συνοπτικό βιογραφικό, διότι, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρώτο έργο ενός συγγραφέα, καλό -ίσως- είναι να γνωρίζουμε από ποιον αυτό γεννήθηκε, καθώς, ως γνωστόν, τα δημιουργήματα, δεν είναι ακριβώς θεόσταλτα αλλά όλο και κάποιου τύπου σπουδές και επιρροές προϋπάρχουν. Πάντοτε.
Αντιθέτως, από το δεύτερο έργο ενός συγγραφέα και μετά, τέτοιου τύπου βιογραφικές αναφορές ίσως και να είναι α-νόητες με τη λογική ότι το πρώτο έργο ενός συγγραφέα είναι ο τρόπος τού συγγραφέα να συστηθεί στον Κόσμο· το πρώτο έργο γίνεται, με άλλα λόγια, η επανέναρξη του βιογραφικού τού συγγραφέα με τους όρους που ο ίδιος ο συγγραφέας αρχίζει να θέτει για την όποια μελλοντική Περιοχή του.
Μετά το πρώτο, όμως, έργο ενός δημιουργού, βιογραφικό τού δημιουργού είναι τα έργα του και μόνο τα έργα του πλέον.
•
Ας δούμε, λοιπόν, τίνι τρόπω μάς συστήνεται ο Χιώτης.
Ο Χιώτης θεωρώ ότι μας συστήνεται ως ένας Βιογράφος της λέξης ή, ακόμη καλύτερα, ως ένας Ψυχοβιογράφος της λέξης «λέξη». Ως Ψυχοβιογράφο ορίζω αυτόν που με ευλαβική προσοχή στέκεται δίπλα στην Ψυχή, δηλαδή στην Ουσία, ενός όντος και καταγράφει τις διακυμάνσεις της. Το ον, στην περίπτωση που μας απασχολεί, είναι η λέξη «λέξη».
Επί το σαφέστερον: Σε μια πρώτη ανάγνωση, στο Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη, διαβάζουμε 35 ποιήματα. Ποιήματα τα οποία δεν τιτλοφορούνται, δεν αριθμούνται καν. Πράγμα ύποπτο, πολύ ύποπτο. «Τι σόι ποιήματα είναι αυτά που δεν φέρουν τίτλο;» θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς.
Σε μια δεύτερη, όμως, πιο προσεκτική ανάγνωση, διότι «καλός αναγνώστης είναι ο προσεκτικός αναγνώστης», όπως έλεγε ο Γιώργος Χειμωνάς και τον οποίο ο Χιώτης ορίζει, τρόπον τινά, ως οικοδεσπότη του βιβλίου του με τη φράση «Προπαντός ο πιο αγαπημένος να μη μάθει ποτέ από πού προέρχεσαι», παρατηρούμε ότι τα 35 αυτά ποιήματα –ανεξάρτητα από την ποιητική αυτοτέλεια του καθενός εξ αυτών– ορίζουν μία κατά πολύ ευρύτερη Ποιητική Σύνθεση.
Το βασικό δομικό στοιχείο που, κατά τη γνώμη μου, κάνει τα ποιήματα αυτά να διακτινίζονται πέρα από αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «συγκείμενον» στη σφαίρα αυτού που ο Αριστοτέλης ονομάζει «όλον», το βασικό δομικό στοιχείο που τα κάνει τελικά να λειτουργούν ως Ποιητική Σύνθεση και όχι ως μια ποιητική συλλογή είναι η εξονυχιστική παρατήρηση της συμπεριφοράς, η παρατήρηση των πολλαπλών και αντιφατικών δυνατοτήτων της λέξης «λέξη» και, ακολούθως, η καταγραφή της παρατήρησης αυτής με επιστημονικά ποιητικό ή ποιητικά επιστημονικό τρόπο.
Οι παρατηρήσεις αυτές, διάσπαρτες και γεγραμμένες με μικρότερη γραμματοσειρά στο σύνολο του κειμένου, εάν αποσχιστούν από αυτό, διαβάζονται κάλλιστα ως ένα αυτονομημένο άλλο σύνολο μέσα στο Όλον Σύνολον.
Παρατηρεί ο Χιώτης και καταγράφω με τη σειρά ακριβώς πού εμφανίζονται στο έργο:
Πάντοτε ξεκινώ με μία λέξη • Γεννιέται η πρώτη λέξη • Η λέξη αφανίζεται • Θα αφαιρέσω από μέσα μου τη λέξη • Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη • Θα δημιουργήσω τη λέξη • Η λέξη αφανίζεται • Αδειάζω τη λέξη • Η λέξη χωλαίνει • Διαπερνάω τη λέξη • Καταφεύγω στη λέξη • Θα θρυμματίσω τη λέξη • Πάντοτε ξεκινώ με μία λέξη • Η λέξη αναπλάθει • Η λέξη απέχει • Πάντοτε ξεκινώ με μία λέξη • Η λέξη λυγίζει • Η λέξη θυμάται • Ωριμάζει η λέξη • Μοιράζομαι τη λέξη • Η λέξη εγκλωβίζεται • Η λέξη ανθίζει • Η λέξη ιαίνει • Η λέξη κυριολεκτεί • Αποσυμφορίζεται η λέξη
Η λέξη «λέξη» έχει μπει, με άλλα λόγια, στο μικροσκόπιο και παρατηρείται σε όλα σχεδόν τα στάδια και τις εκφάνσεις της. Τα αντιθετικά ρήματα, μάλιστα, που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τη λέξη «λέξη» αναδεικνύουν όχι μόνο τη «διπολικότητα» αυτής εν γένει αλλά και το πώς αυτή η «διπολικότητα» της λέξης «λέξη» μπορεί, στα χέρια ενός δημιουργού, να μετατραπεί σε ένα πρώτης τάξεως ποιητικό υλικό μέσα από το οποίο –αναπόφευκτα– θυμόμαστε ένα συχνά ξεχασμένο αυτονόητο ότι: Ποίηση χωρίς αγάπη για τις λέξεις δεν υφίσταται.
Αυτή η εμμονή-αγάπη του συγγραφέα για τη λέξη «λέξη» επιβεβαιώνεται, επιπλέον, από το γεγονός ότι ακόμη και ο στίχος του Jim Morisson «Everything is broken up and dances» που ενσωματώνεται στο «Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη» ενσωματώνεται, αφού πρώτα έχει υποστεί την εξής αλλαγή: «Word is broken up and dances». Η αντικατάσταση της λέξης «everything» με τη λέξη «word» μόνο τυχαία δεν νομίζω πως είναι.
Μόλις βρέθηκε η ραχοκοκαλιά του έργου, λοιπόν.
Ραχοκοκαλιά από την οποία ξεπηδούν τα 35 ποιήματα ή στην οποία αυτά καταλήγουν ή και τα δύο μαζί.
•
Ας σταθούμε, όμως, και σε κάποιες άλλες, «επιμέρους» αλλά άξιες λόγου παρατηρήσεις.
Ο Έρωτας και ο Θάνατος, τα πυρηνικά θέματα της Ποίησης, ενυπάρχουν στο έργο του Χιώτη, όπως σε κάθε, άλλωστε, ποιητικό έργο. Αυτό το οποίο, όμως, είδα ως εξαιρετικά ενδιαφέρον στο «Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη» είναι ότι το θέμα του Έρωτα δεν παρουσιάζεται καθόλου μελοδραματικά, δεν αντιμετωπίζεται ως το alter ego του Θανάτου, ούτε και περιστρέφεται γύρω από την εμμονική ενασχόληση ενός σώματος με ένα άλλο σώμα, όπως συμβαίνει στη συντριπτική πλειοψηφία των ποιητικών έργων πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών. Εδώ, αντίθετα, ο Έρωτας, με το σφρίγος της νεανικής του υπόσχεσης και μόνο, λειτουργεί, κατά κύριο λόγο, ως ένα εικαστικό τοπίο, ως ο βασικός σκηνικός χώρος μέσα από τον οποίο θα ξεπηδήσει και πάλι η λέξη «λέξη». Διαβάζουμε, επί παραδείγματι: «Χορεύω με κομμένα γόνατα μέσα στη θερμότητα του μηρού σου κι ας είναι πρωί / Κι ας έχω ξεχάσει πώς κλίνεται το αγαπημένο μας ρήμα / Δεν ξέρω / Η λέξη αφανίζεται / Αποκοιμήθηκα μάλλον».
Ο Θάνατος, από την άλλη, σχεδόν απών στο έργο ή, ακόμη κι όταν εμφανίζεται, λειτουργεί κι αυτός με τη σειρά του ως η αφορμή μέσα από την οποία και πάλι θα αναπηδήσει η λέξη «λέξη». Διαβάζουμε: «Όταν πέθανε η μάνα μου / Λέει / και καθώς την ετοιμάζαμε για την κηδεία / βρήκαμε στην τσέπη της μία πλακέ πετρούλα. / Αυτήν κρατώ / και όποτε τη ρίχνω να κάνει ψαράκι στο γιαλό / επιστρέφει ξανά στην παλάμη μου. / Η λέξη ιαίνει»
Άξια μνείας, επίσης, είναι η ύπαρξη αφορισμών, ήτοι φράσεων που λειτουργούν ως συνθήματα ή ως αποστάγματα εσωτερικών συλλογισμών και που διαπερνούν όλο σχεδόν το βιβλίο. Ενδεικτικά, ως προς αυτό, αναφέρω φράσεις όπως: «Το άδειο σπίτι είναι πιο επικίνδυνο από τον Θάνατο», «Η αφαίμαξη του παιδικού ονείρου συνιστά αιτία για τις πρόωρες ρυτίδες των εφήβων», «Τα κουμπιά των ρούχων έχουν παροδική ισχύ», «Πονώ σημαίνει κάνω έρωτα με το μέλλον», «Ο άνθρωπος μπορεί να φανταστεί πράγματα που δεν προϋπήρξαν».
Σαρκασμός, επίσης, ως προς το ταλαιπωρημένο εννοιολογικά δίπολο κυριολεξία-μεταφορά. Διαβάζουμε: «Η λέξη κυριολεκτεί. • Σου προσφέρω ένα καφάσι φράουλες • και επιλέγεις να τις φας. • Θεέ μου, είναι θάνατος • αυτή η μάστιγα του προβλέψιμου. • Να της χαρίζεις φράουλες και να τις τρώει».
«Ο συμβολισμός δεν αποφεύγεται», διαβάζουμε στο βιβλίο, «Γλυκαίνει την ψυχή δίχως να φέρνει τίποτα πίσω». Οι δύο αυτοί στίχοι θα μπορούσαν να είναι και μια σύνοψη του Ποιητικού φαινομένου στο σύνολό του: ένα ιαματικό για την ψυχή φαινόμενο Συμβολισμών.
•
Η καταληκτική λέξη τού βιβλίου είναι η λέξη Παύση.
Λέξη η οποία, πέρα από τον όποιο θεατρικό ή ακόμη καλύτερα: σκηνοθετικό συνειρμό εγείρει, ευλόγως μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι ίσως και να πρόκειται για μια έμμεση αλλά σαφέστατη δέσμευση του δημιουργού ότι έπεται συνέχεια. Δέσμευση η οποία –ίσως– φαίνεται και από το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα ρήματα στο «Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη» βρίσκονται σε έγκλιση οριστική. Έγκλιση η οποία, γλωσσολογικά μιλώντας, εκφράζει τη δέσμευση του ομιλητή ότι αυτό που λέει είναι κάτι το αληθινό.
Και αυτή η δέσμευση ενός δημιουργού, και δη πρωτοεμφανιζόμενου, είναι ό,τι πιο αισιόδοξο μπορεί να υπάρξει μέσα στο σημερινό αλλοπρόσαλλο παγκόσμιο και εντόπιο πανδημικό τοπίο της Κατάρρευσης, ή ακόμη χειρότερα: της Ισοπέδωσης των πάντων. Γιατί, ναι, «πόλεμος σημαίνει ισοπέδωση και ανθρώπινη διάσταση σημαίνει ότι κρατάω ένα ποτιστήρι πάνω από τα ερείπια».
Φωτογραφία κειμένου: από τη βιβλιοπαρουσίαση στο Little tree books, Χάρης Τζωρτζάκης, Δημήτρης Τσεκούρας και Γιώργος Χιώτης. Click: Άκης Χιώτης.
ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ του Δημήτρη Τσεκούρα:
Ένα άγνωστο έργο του Μπέκετ σκηνοθετημένο από τον κ. Σεφερλή