Η περίπτωση «Μεφίστο»

0

«Δεν σας αναγνωρίζουμε. Μιλάτε σαν ριζοσπάστης επαγγελματίας πολιτικός, όχι σαν καλλιεργημένος, ανώτερος άνθρωπος. Όλοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι θα πρέπει να συμφωνήσουν ότι μόνο μία μέθοδος υπάρχει για να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους εθνικοσοσιαλιστές: να τους αναμορφώσουμε […] Πρέπει να τους κερδίσουμε, όχι να τους πολεμήσουμε […] Ο εχθρός βρίσκεται στ’ αριστερά μας». (Κλάους Μαν, Μεφίστο, εκδ. Έρμα, 2019, σελ. 242)
Ανατριχιαστικά επίκαιρος ο «Μεφίστο» του Κλάους Μαν. Γράφτηκε το 1936, τρία χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β’ Π.Π., αλλά τα λόγια αυτά τα ακούμε και στις μέρες μας από πολιτικούς, δημοσιογράφους και ΜΜΕ. Οι εκδόσεις Έρμα φέρνουν ξανά στην κυκλοφορία το αριστούργημα αυτό που μας καλεί σε επαγρύπνηση ενάντια στην εξάπλωση του φασισμού, στην εξαιρετική μετάφραση της Σοφίας Αυγερινού, σε μία καλαίσθητη έκδοση με πρωτότυπη σύνθεση εξωφύλλου από την Τόνια Λέντζου και επίμετρο του Δημήτρη Τσεκούρα. Δημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα από το σημαντικό κείμενο του Δ. Τσεκούρα: 

Πριν από οτιδήποτε άλλο, καλό είναι ίσως να δοθεί σε αδρές γραμμές μια απάντηση στο ερώτημα: Αλήθεια, προς τι η εκ νέου δημοσίευση ενός μυθιστορήματος εξαντλημένου στην ελληνική εκδοτική αγορά εδώ και πολλά χρόνια;[1]

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πλην της σοφής κοινοτοπίας ότι η (ανα)δημοσίευση βιβλίων μόνο καλό κάνει στην Ανθρωπότητα, θα μπορούσε να είναι διπλή ή, για την ακρίβεια, χωρισμένη σε δύο παραμέτρους: Επειδή το μυθιστόρημα Μεφίστο, πέρα από την όποια λογοτεχνική του αξία, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον αφενός ως προς το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται και αφετέρου ως προς τον διαχρονικό ηθικό προβληματισμό που σε αυτό εμπεριέχεται.

Επιπροσθέτως, σε μια εποχή σαν τη σημερινή, που ο φασισμός σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο, άλλοτε κεκαλυμμένος και αναιδώς εξωραϊσμένος και άλλοτε συνειδητά απροκάλυπτος, είναι αποκρουστικά και άκρως ενοχλητικά παρών για το διανοητικά υγιές κομμάτι της κοινωνίας τουλάχιστον, η επανέκδοση ενός μυθιστορήματος σαν το Μεφίστο ίσως να μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά στη συνείδηση των αναγνωστών.

Έχουμε και λέμε λοιπόν: Ο Κλάους Μαν, κατά τη διάρκεια του σύντομου αλλά ευτυχώς πολυτάραχου βίου του, και ενώ έχει ήδη αυτοεξοριστεί το 1933 στο Παρίσι για ιδεολογικούς λόγους, γράφει στο Άμστερνταμ το 1936 –μόλις, δηλαδή, στην ηλικία των τριάντα ετών– το μυθιστόρημά του Μεφίστο.

Ο γνωστός μύθος του Φάουστ πιθανότατα να αποτέλεσε την αρχική έμπνευση του βιβλίου ή να είναι απλώς και μόνο το διακειμενικό περιτύλιγμά του. Και λέμε πιθανότατα, γιατί, ως γνωστόν, το τι ακριβώς πυροδοτεί την απαρχή της γραφής ενός βιβλίου είναι κάτι που το γνωρίζει ο συγγραφέας και μόνο ο συγγραφέας. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, το διακύβευμα δεν είναι ακριβώς, όπως στον Φάουστ, τα Νιάτα και η Ομορφιά αλλά κάτι πολύ ανώτερο, κάτι πολύ πιο «άγριο»: είναι η Διασημότητα, είναι η Φήμη. Σαν να λέμε τα νιάτα και η ομορφιά εις το διηνεκές.

Εκτός, όμως, από τον μύθο του Φάουστ, σίγουρη πηγή έμπνευσης για το βιβλίο αποτέλεσε το ξεκάθαρο μίσος του Κλάους Μαν προς τη χιτλερική δικτατορία, πράγμα που έπαιξε εξάλλου καθοριστικό ρόλο στην αφαίρεση της γερμανικής του υπηκοότητας το 1934. Η μετέπειτα δράση του άλλωστε ‒λογοτεχνική και μη‒ καθορίζεται κατά κύριο λόγο από αυτό το απολύτως δικαιολογημένο μίσος.

Ο Κλάους Μαν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργού που δεν κρατάει τις πολιτικές του απόψεις για τον εαυτό του (τι είδος δημιουργού θα μπορούσε να είναι αυτό άραγε;), αλλά αντιθέτως έμπρακτα και με σαφέστατο τρόπο τις διαλαλεί. Ο Κλάους Μαν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργού που δεν διαχωρίζει τη λογοτεχνία του από τη ζωή του, αλλά αντιθέτως τις αντιμετωπίζει ως ένα και το αυτό. Ως ένα ισορροπημένο και αρμονικό κράμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτή τη στάση ζωής είναι και η ομιλία του Ο αγώνας για τον νέο άνθρωπο στο πλαίσιο του πρώτου παγκόσμιου συνεδρίου συγγραφέων που γίνεται στο Παρίσι για την υπεράσπιση του πολιτισμού ενάντια στον πόλεμο και τον φασισμό.[2]

Με το Μεφίστο του, λοιπόν, ο Κλάους Μαν –σαν έτοιμος από καιρό– καταφέρεται αναφανδόν εναντίον του Γ΄ Ράιχ, αφού ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύμβολο «μιας εξουσίας τελείως κωμικής, απόλυτα ψεύτικης και ανειλικρινούς». Κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό σε μια πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση του βιβλίου. Και λέμε «σε μια πρώτη ανάγνωση του βιβλίου», διότι, κατά τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα, το μυθιστόρημά του δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον φασισμό.

Ο Κλάους Μαν είναι σαφής ως προς αυτό: «Όταν έγραφα το Μεφίστο, δεν είχα την πρόθεση να διηγηθώ την ιστορία κάποιου συγκεκριμένου προσώπου. Ήθελα να παρουσιάσω έναν τύπο (το μυθιστόρημά μου δεν έχει να κάνει μόνο με τον φασισμό) αλλά και το περιβάλλον του, κοινωνικό και πνευματικό, που βοήθησε σε μια τέτοια άνοδο. Ο Μεφίστο δεν είναι μόνο αυτό ή εκείνο. Είναι πολλά τα χαρακτηριστικά που συνυπάρχουν εντός του. Δεν πρόκειται για πορτρέτο αλλά για έναν τύπο-σύμβολο, και είναι στη θέση του αναγνώστη να κρίνει εάν αυτός ο τύπος-σύμβολο είναι ζωντανός και ποιητικά σχηματισμένος».

Το μυθιστόρημα στο σύνολό του ξετυλίγεται υπό τη μορφή μιας χρονικοκριτικής εικόνας της ιστορίας του Θεάτρου.

Το Μεφίστο είναι τρόπον τινά ένα θέατρο-μυθιστόρημα.[3]

Το πυρηνικό και ηθικής ουσίας ερώτημα που, κατά τη γνώμη μας, αναπόφευκτα εγείρει η ανάγνωση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος είναι το εξής: Αλήθεια, μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας Άνθρωπος προκειμένου να αποκτήσει μεγάλη φήμη;

Προφανώς, άλλωστε, δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Κλάους Μαν το χαρακτήριζε ως Το Μυθιστόρημα μιας καριέρας.

Βρισκόμαστε στο Βερολίνο του 1930. Δύσκολη εποχή, δυσοίωνη.

Κεντρικό πρόσωπο του έργου ο Χέντρικ Χέφγκεν, ηθοποιός του θεάτρου, κύριο –ή μήπως αποκλειστικό;‒ μέλημα του οποίου είναι πώς θα τα καταφέρει να αποτινάξει από πάνω του τον χαρακτηρισμό του «ταλαντούχου ηθοποιού της επαρχίας» και να διαπρέψει στο Βερολίνο. Και μέχρι εδώ ας πούμε καλά, γιατί είναι μάλλον στην ιδιοσυστασία του καλλιτέχνη να επιθυμεί να βρίσκεται στην πρωτεύουσα, να ζει στο κέντρο της δράσης των καλλιτεχνικών πραγμάτων.

Ο Χέφγκεν, όμως, σταδιακά και προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του αρχίζει και αλλάζει, αρχίζει και αλλοιώνεται. Και όπως εκατομμύρια άνθρωποι που το πρόσωπό τους τελικά αποδεικνύεται ένα σκέτο προσωπείο, μια ανειλικρινής και παραπλανητική μάσκα, έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση του Χέφγκεν: Οι αρχικές του ιδέες περί ελευθερίας και όλων των λοιπών συμπαρομαρτούντων αρχίζουν και κλονίζονται (αλήθεια όμως, μια γερά θεμελιωμένη ιδέα είναι ποτέ δυνατόν να κλονιστεί;), μέχρι που φτάνει στο σημείο, αφού απομακρύνθηκε, βέβαια, πρώτα σταδιακά από όλους σχεδόν τους ανθρώπους που «αγαπούσε», να συνεργαστεί με τους Ναζί, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα λειτουργήσουν ως καταλυτικοί αρωγοί στο να πετύχει ο Χέφγκεν τον ένα και μοναδικό τελικά σκοπό του, ήτοι να γίνει Γνωστός στην Τέχνη που υπηρετεί: αυτήν της Υποκριτικής.

Ο Χέφγκεν διαπράττει ύβριν, φέρεται αλαζονικά, χάνει την αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου. Κι αν εξαιρέσουμε κάποια δείγματα ενοχής που αρχίζουν να τον διακατέχουν μετά την ύβριν και μόλις λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, τίποτε άλλο επάνω του δεν θυμίζει τραγικό ήρωα με την κλασική έννοια του όρου. Ακόμα και τα ύστατα λόγια του στο τέλος του βιβλίου, λόγια με τα οποία προσπαθεί να (μας) πει-πείσει ότι αυτός «δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνηθισμένος ηθοποιός», ακόμα και ερωτήματα του τύπου «Γιατί με καταδιώκουν οι άνθρωποι; Γιατί είναι τόσο σκληροί;» ακούγονται σαν τα κούφια λόγια ενός ανθρώπου που προσπαθεί –εις μάτην ασφαλώς‒ να κρυφτεί πίσω από το δαχτυλάκι του. Υποκριτής και αξιολύπητα επικίνδυνος μέχρι το τέλος.[4] Ένας μονότονα και κοινότοπα Κακός άνθρωπος.

Ο μυθιστορηματικός Χέντρικ Χέφγκεν είναι εν πολλοίς επηρεασμένος από τον πραγματικό ηθοποιό Γκούσταβ Γκρύντγκενς[5] και ίσως η «ταύτιση» που επιχειρήθηκε ‒από την πλευρά των κριτικών κυρίως‒ μεταξύ του μυθιστορηματικού και του πραγματικού όντος ίσως να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη φήμη του μυθιστορήματος. Ο Γκούσταβ Γκρύντγκενς άλλωστε, συν τοις άλλοις, υπήρξε για μια τριετία και σύζυγος της αγαπημένης αδερφής του Κλάους Μαν, Έρικα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ακόμα και ο ίδιος ο Κλάους Μαν μοιάζει να στέκεται κάπως αντιφατικά σε σχέση με αυτό το ζήτημα: Έτσι, ενώ στην αρχή, αρνούμενος την «ταύτιση», δηλώνει: «Μα έπεσα τόσο χαμηλά ώστε να γράφω μυθιστορήματα για συγκεκριμένα πρόσωπα;» αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, γράφει πως θεωρεί τον Γκρύντγκενς «προδότη, μια μακάβρια προσωποποίηση της διαφθοράς» και πως «η ντροπιαστική του φήμη τον εντυπωσίασε τόσο πολύ ώστε να αποφασίσει να παρουσιάσει τον Μεφιστοφελή-Γκρύντγκενς σε ένα σατιρικό μυθιστόρημα».

Ανεξάρτητα, όμως, από το πόσο μεγάλη ή μικρή είναι η συσχέτιση ανάμεσα στον Χέντρικ Χέφγκεν και τον Γκούσταβ Γκρύντγκενς, το μυθιστόρημα –ως αυθύπαρκτη και αυτόνομη Οντότητα, ως έργο Τέχνης πλέον– έρχεται να προβάλει τον βασικότερο άξονά του, που δεν είναι άλλος παρά η σχέση Τέχνης και Πολιτικής, Εξουσίας και Ηθικής.

Μια σχέση μάλλον διεστραμμένη, μια σχέση που, από την εποχή του Πλάτωνα ακόμη, διερευνάται υπό το πρίσμα του εάν και κατά πόσο μπορεί να είναι εφικτή ή όχι. Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Καλό είναι οι δύο έννοιες να μένουν μακριά η μία από την άλλη. Η Ιστορία αποδεικνύει πως ο συγχρωτισμός των δύο εννοιών μόνο κακό μπορεί να κάνει στην Τέχνη, η οποία απαιτεί την απόλυτη ελευθερία, απαιτεί, δηλαδή, αυτό που Είναι. Και μιλάμε –εννοείται αυτό– για τον πρακτικό και κυριολεκτικό συγχρωτισμό των δύο αυτών εννοιών, γιατί η Τέχνη εξ ορισμού συνυπάρχει με το πολιτικό, η Τέχνη συνιστά από μόνη της μια διαχρονικά πολιτική κατάσταση, εφόσον το σταθερό και διαρκώς επείγον θέμα της είναι ο Άνθρωπος και η σχέση της με τον Άνθρωπο.

Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, το Μεφίστο είναι πάνω απ’ όλα ένα πολιτικό μυθιστόρημα.

Στο Μεφίστο, ο Κλάους Μαν, με αφορμή βιώματα δικά του, της αδερφής του, Έρικα, και φίλων τους από το γερμανικό θέατρο, πριν αλλά και μετά την άνοδο του Χίτλερ, καταγράφει με σχεδόν απροκάλυπτο τρόπο τη λογοκρισία, τον χαφιεδισμό, την τρομοκρατία που επέβαλε το ναζιστικό καθεστώς, την καλλιτεχνική αλλά ακόμα και τη φυσική δίωξη αντιφασιστών, την προδοσία, την εξαγορά συνειδήσεων. Τα περισσότερα πρόσωπα του έργου παραπέμπουν σε υπαρκτούς συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, τεχνικούς, σε παράγοντες του θεάτρου και πραγματικά γεγονότα.

Το Μεφίστο καταλήγει, λοιπόν, να είναι στο σύνολό και η τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής: από τη σταδιακή κατάρρευση της μεσοπολεμικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού μέχρι και την τελική του επικράτηση το 1933.

Η Γλώσσα του Μεφίστο, όπως και όλων άλλωστε των έργων του Κλάους Μαν, είναι απλή, εντελώς άμεση, απολύτως κατανοητή, μια γλώσσα που δεν αφήνει το παραμικρό σχεδόν περιθώριο για ενδεχόμενες εναλλακτικές ερμηνείες. Είναι μια Γλώσσα σαφής, έως και ακατέργαστη θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, δεν καταχωρίζεται ως μια πιθανή αρνητική παρατήρηση σε σχέση με το βιβλίο. Η καθαρά «διαισθητική» μας εξήγηση ως προς αυτό είναι ότι ο Κλάους Μαν ανήκε στην κατηγορία των λογοτεχνών εκείνων που το επιτακτικό, το σχεδόν εμπύρετο, μέλημά τους ήταν το τι θα πουν και όχι το πώς θα εκφράσουν αυτό το τι.

Είναι το κεντρικό νόημα αυτό καθ’ εαυτό που μοιάζει να παρακινεί το χέρι του Κλάους Μαν να γράψει και όχι ο τρόπος μεταφοράς του νοήματος. Σαν να ήθελε να προλάβει να καταγράψει…

Η ταραχώδης εκδοτική πορεία του μυθιστορήματος[6] μέχρι αυτό να καταστεί απολύτως προσβάσιμο στον κόσμο έρχεται να επιβεβαιώσει ότι για ένα εμβληματικό, σχεδόν αιρετικό, βιβλίο σαν το Μεφίστο –όσο κι αν στην αρχή μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους επικίνδυνο και, ως εκ τούτου, απαγορευμένο– τελικά θα βρεθεί η διέξοδος που του αξίζει και θα φτάσει στα χέρια των αναγνωστών. Πολλές οι περιπτώσεις στην Ιστορία: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Φραντς Κάφκα, Ρόμπερτ Μούζιλ είναι ελάχιστα, αλλά άκρως αντιπροσωπευτικά, παραδείγματα συγγραφέων που κινδύνεψαν να μη δουν έργα τους δημοσιευμένα. Αμ δε!

Ύστερα από όλες, βέβαια, τις αντιξοότητες που υπέστη η δημοσιοποίηση του μυθιστορήματος, μια παγκόσμια μορφή του Θεάτρου, η σκηνοθέτις Αριάν Μνουσκίν, ασχολείται εις βάθος με το βιβλίο, του δίνει θεατρική μορφή, παίζεται με τεράστια επιτυχία στο Θέατρο του Ηλίου στη Βενσέν και το έργο του Κλάους Μαν γίνεται γνωστό στο ευρύ πλέον κοινό. Η θεατρική διασκευή της Αριάν Μνουσκίν σχεδόν κυριολεκτικά είναι σαν να ανασταίνει το μυθιστόρημα. Και κάπως έτσι, το Μεφίστο, που μιλάει για τον φασισμό μέσα από το Θέατρο, ανεβαίνει στο Θέατρο.[7]

Κι ίσως αυτή η «σύμπτωση», εκτός από ευτυχής, να είναι και εξαιρετικά δίκαιη.

Δημήτρης Τσεκούρας
Αθήνα, Αύγουστος 2019


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Το Μεφίστο εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1982 από τις εκδόσεις Ευρωεκδοτική σε μετάφραση του Δημήτρη Ηλιόπουλου.

[2] Η τραγική ειρωνεία, βέβαια, της ζωής είναι ότι κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου αυτοκτονεί ο Ρενέ Κρεβέλ.

[3] Ο όρος θέατρο-μυθιστόρημα σε σχέση με το Μεφίστο αναφέρεται για πρώτη φορά από τον μυθιστοριογράφο-εκδότη Χέρμαν Κέστεν, ο οποίος, σε επιστολή του προς τον Κλάους Μαν, τον παροτρύνει να γράψει «…ένα μυθιστόρημα σχεδόν α-πολιτικό, σαν ειρωνικό καθρέφτη, ένα είδος κοινωνικής σάτιρας…» κλείνοντας την επιστολή του με τη φράση: «Θα χαιρόμουν πολύ εάν σας έδωσα μια αόριστη έμπνευση για ένα θέατρο-μυθιστόρημα».

[4] Η κινηματογραφική εκδοχή του Μεφίστο από τον Ούγγρο σκηνοθέτη Ίστβαν Ζάμπο το 1981 –εκδοχή που απέσπασε και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1982– αποδίδει με εξαιρετικό κατά τη γνώμη μας τρόπο την απεικόνιση αυτού του αξιολύπητου τελικά πλάσματος.

[5] Γεννημένος το 1899 στο Ντύσελντορφ. Μέχρι το 1928 έχει ήδη ερμηνεύσει σχεδόν εβδομήντα ρόλους στο Αμβούργο. Το 1934, και αφού έχει ήδη θριαμβεύσει ως Μεφίστο στον Φάουστ του Γκαίτε, διορίζεται καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου στο Βερολίνο. Το 1937, του απονέμεται ο τίτλος του Κρατικού Ηθοποιού. Αργότερα και κατόπιν μιας κριτικής για μια ερμηνεία του στον Άμλετ καταφεύγει στην Ελβετία έχοντας πάρει την απόφαση να μην επιστρέψει ξανά. Ύστερα από επιθυμία, όμως, του Χέρμαν Γκέρινγκ, εξέχοντος μέλους της κυβέρνησης του Χίτλερ, στον οποίο υπαγόταν το Θέατρο, ο Γκρύντγκενς επιστρέφει. Θεωρήθηκε ιδιοφυής ηθοποιός και σκηνοθέτης. Για την καριέρα του κατά τη ναζιστική περίοδο είχε δηλώσει πως «εξαιτίας της ανασφάλειας που ζούσαμε όλοι μας, βλέπαμε το Θέατρο ως τη μόνη σταθερά». Πέθανε το 1963. «Ανυπέρβλητα ιδιοφυής ή στυγνός συνεργάτης των Ναζί;» είναι ένα (ψευδο)ερώτημα που τον ακολουθούσε πριν αλλά για κάποιο διάστημα και μετά θάνατον.

[6] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 1936 στο Άμστερνταμ από τον εκδοτικό οίκο Κβέριντο. Στη Γερμανία για πρώτη φορά είκοσι χρόνια μετά, το 1956, από τον εκδοτικό οίκο Ανασυγκρότηση στο Ανατολικό Βερολίνο. Ο Γκρύντγκενς, εν τω μεταξύ, καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εμποδίσει την έκδοση του βιβλίου στη Δυτική Γερμανία, ενώ ταυτόχρονα αγοράζει μέσω αντιπροσώπου όλα τα αντίτυπα που περνούν τα σύνορα και φτάνουν στη Δυτική Γερμανία. Το 1964, κι αφού ο Γκρύντγκενς έχει πια πεθάνει, ο θετός γιος και κληρονόμος του Πέτερ Γκόρσκι ξεκινάει έναν δικαστικό αγώνα ο οποίος στην ουσία δεν θα λήξει παρά σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά. Η δίκη του Μεφίστο θεωρείται η πιο γνωστή λογοτεχνική δίκη της γερμανικής μεταπολεμικής περιόδου.

[7] Σε αυτήν ακριβώς τη θεατρική μορφή που έδωσε η Αριάν Μνουσκίν και σε σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία του Νίκου Μαστοράκη, το Μεφίστο παρουσιάστηκε και στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας την περίοδο 2013-2014.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κλάους Μαν, Μεφίστο, μτφρ. Α. Ηλιόπουλος, Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982.

Το σημείο καμπής, μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας, Αθήνα 1990.

Ο ευλαβικός χορός, μτφρ. Γ. Δεπάστας, Ολκός, Αθήνα 1992.

Παθητική συμφωνία, μτφρ. Μ. Νικολάτου, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1993.

Λούντβιχ – Σιδερόφραχτο παράθυρο, μτφρ. Α. Ίσαρης, Άγρα, Αθήνα 1996.

Γιώργος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998

Manfred Brauneck, Wolfgang Beck, Werner Schulze-Reimpell, Theaterlexikon 2: Schauspieler und Regisseure, Bühnenleiter, Dramaturgen und Bühnenbildner, 2007.

Zimmer Dieter, «Der Fall Mephisto», στο Die Zeit/Feuilleton, αρ.5, 23-01-1981.

Πληροφορίες βιβλίου: Klaus Mann, Μεφίστο, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, επίμετρο: Δημήτρης Τσεκούρας, Εκδόσεις Έρμα, σελίδες: 480, ISBN: 20978-618-84209-7-7

Αφήστε ένα σχόλιο

15 − twelve =