Του Dovid Margolin. 80 χρόνια αφότου επιβίωσε από τους ναζί, η Vanda Semyonovna Obiedkova πέθανε τελικά στον πόλεμο στην Ουκρανία. Έπειτα από τις δηλώσεις αντισημιτισμού και συνωμοσιολογίας από τον ΥΠΕΞ της Ρωσίας βλέπουμε πώς συνεχίζεται η «αποναζιστικοποίηση»:
Η Vanda Semyonovna Obiedkova γεννήθηκε στη Μαριούπολη της Ουκρανίας το 1930 και επέζησε των ναζιστικών στρατοπέδων που κατάπιαν τη μητέρα και την οικογένειά της. Η Obiedkova, ενεργό μέλος της εβραϊκής κοινότητας της Μαριούπολης, πέθανε σε ένα παγωμένο υπόγειο στη Μαριούπολη στις 4 Απριλίου.
Καθώς βρισκόταν ετοιμοθάνατη σε ένα υπόγειο της Μαριούπολης, κρυώνοντας και παρακαλώντας για νερό, η επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Vanda Semyonovna Obiedkova ήθελε να μάθει μόνο ένα πράγμα: «Γιατί συμβαίνει αυτό;»
Άρρωστη και αδυνατισμένη, τις δύο τελευταίες εβδομάδες της ζωής της η 91χρονη δεν μπορούσε ούτε να σταθεί όρθια. Πέθανε στις 4 Απριλίου, όχι ειρηνικά από βαθιά γεράματα στο κρεβάτι της, αλλά ως θύμα του φρικτού πολέμου του 21ου αιώνα που έχει κατακλύσει την πόλη της.
«Η μαμά δεν άξιζε έναν τέτοιο θάνατο», λέει η κόρη της Obiedkova, η Larissa, μέσα σε δάκρυα, λίγες ώρες μόλις αφότου έφτασε με την οικογένειά της σε μια ασφαλή τοποθεσία.
Είχε παρακολουθήσει αβοήθητη τη ζωή της μητέρας της να υποχωρεί, παραμένοντας στο πλευρό της μέχρι την τελευταία στιγμή. Αφού πέθανε η μητέρα της, η Larissa και ο σύζυγός της διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να θάψουν την Obiedkova, εν μέσω ασταμάτητων βομβαρδισμών, σε ένα δημόσιο πάρκο λιγότερο από ένα χιλιόμετρο από την Αζοφική Θάλασσα.
«Ολόκληρη η Μαριούπολη έχει μετατραπεί σε νεκροταφείο», λέει ο ραβίνος Mendel Cohen, διευθυντής του Chabad-Lubavitch της Μαριούπολης και ο μόνος ραβίνος της ουκρανικής πόλης-λιμανιού. Η Obiedkova και η οικογένειά της ήταν από καιρό ενεργά μέλη της εβραϊκής κοινότητας της Μαριούπολης και λάμβανε τακτικά ιατρική βοήθεια από τη συναγωγή του Cohen.
«Η Vanda Semyonovna έζησε αδιανόητες στιγμές φρίκης», λέει ο ραβίνος. «Ήταν μια ευγενική, χαρούμενη γυναίκα, ένας ξεχωριστός άνθρωπος που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας».
Από το ξεκίνημα του πολέμου, ο Cohen εργαζόταν ασταμάτητα για να εκκενώσει τα μέλη της κοινότητας από την κόλαση. Νωρίτερα αυτή την εβδομάδα κατάφερε να απομακρύνει από την πόλη τη Larissa και την οικογένειά της. Σε όλα αυτά, ο Cohen βοηθήθηκε πολύ από την εβραϊκή κοινότητα της Συρίας, η οποία έχει βοηθήσει έως τώρα στην απομάκρυνση σχεδόν 20.000 ανθρώπων από όλη την Ουκρανία.
Η Vanda Obiedkova γεννήθηκε στη Μαριούπολη στις 8 Δεκεμβρίου 1930. Ήταν 10 ετών τον Οκτώβριο του 1941, όταν οι Ναζί μπήκαν στη Μαριούπολη και άρχισαν να συγκεντρώνουν τους εβραίους της πόλης. Όταν τα SS ήρθαν στο σπίτι της οικογένειας και πήραν τη μητέρα της Vanda, τη Maria (Mindel), το κοριτσάκι κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη καθώς κρύφτηκε σε ένα υπόγειο.
«Δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Αυτό την έσωσε», εξιστορεί η Larissa.
Στις 20 Οκτωβρίου 1941, οι Γερμανοί εκτέλεσαν μεταξύ 9.000 και 16.000 Εβραίους σε τάφρους στα περίχωρα της Μαριούπολης, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας της Obiedkova και ολόκληρης της οικογένειας της μητέρας της.
Το κοριτσάκι αργότερα συνελήφθη, αλλά οικογενειακοί φίλοι εμφανίστηκαν και έπεισαν τους Ναζί ότι ήταν Ελληνίδα. Ο πατέρας της, ο οποίος δεν ήταν Εβραίος, κατάφερε στη συνέχεια να τη βάλει σε ένα νοσοκομείο, όπου και παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωση της Μαριούπολης το 1943. Η Obiedkova έδωσε μία πλήρη περιγραφή της ζωής της και της εμπειρίας του Ολοκαυτώματος στο Ίδρυμα USC Shoah το 1998.
«Είχαμε μια κασέτα VHS της συνέντευξής της στο σπίτι», λέει η Larissa, η οποία σημειώνει ότι η μητέρα της διατήρησε έως ένα βαθμό τη γλώσσα γίντις [η γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι, της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης] μέχρι το τέλος. «Αλλά όλα αυτά κάηκαν μαζί με το σπίτι μας».
Η Obiedkova παντρεύτηκε το 1954, όταν η Μαριούπολη ήταν γνωστή με το σοβιετικό όνομα Ζντάνοβ, και πέρασε ολόκληρη τη ζωή της στην πόλη. Τα τελευταία χρόνια ζούσε με τη Larissa.
«Η μαμά αγαπούσε τη Μαριούπολη. Δεν ήθελε ποτέ να φύγει», λέει.
Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί στις αρχές Μαρτίου, η οικογένεια μετακόμισε στο υπόγειο ενός γειτονικού καταστήματος θέρμανσης. Η μόνη βοήθεια που έλαβε η οικογένεια όλο αυτό το διάστημα προερχόταν από τη συναγωγή και το κοινοτικό κέντρο του ραβίνου Κοέν.
«Δεν υπήρχε νερό ούτε ηλεκτρισμός ούτε θέρμανση – και έκανε αφόρητο κρύο», αναφέρει η Larissa. Η ίδια περνούσε όλο της τον χρόνο φροντίζοντας την ακινητοποιημένη μητέρα της, αλλά «δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα παραπάνω για αυτήν. Ζούσαμε σαν ζώα!»
Δύο ελεύθεροι σκοπευτές είχαν τοποθετηθεί σε θέσεις κοντά στις πλησιέστερες πηγές νερού, καθιστώντας κάθε δρομολόγιο έως εκεί πολύ επικίνδυνο – εκτός από τις βόμβες που έπεφταν από τον ουρανό.
«Κάθε φορά που έπεφτε μια βόμβα, ολόκληρο το κτίριο σειόταν. Η μητέρα μου ανάφερε συνεχώς πως δεν θυμόταν κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
«Χάθηκαν τα πάντα»
Πίσω στο 2014, όταν άρχισε ο πόλεμος και η Μαριούπολη χτυπήθηκε ιδιαίτερα σκληρά, η Larissa και η οικογένειά της ενώθηκαν με την εβραϊκή κοινότητα της Μαριούπολης για την εκκένωση της περιοχής εκεί και κατευθύνθηκαν προς ένα κάμπινγκ έξω από το Zhitomir, στη δυτική Ουκρανία. Επέστρεψαν όταν τα πράγματα ηρέμησαν, αλλά η Larissa λέει ότι δεν υπάρχει επιστροφή αυτή τη φορά.
«Λυπάμαι πολύ για τους ανθρώπους της Μαριούπολης», αναφέρει. «Δεν υπάρχει πόλη, δουλειά, σπίτι – τίποτα. Τι υπάρχει εκεί για να επιστρέψουμε; Γιατί; Έχουν χαθεί όλα. Οι γονείς μας ήθελαν να ζήσουμε καλύτερα από αυτούς, αλλά εδώ επαναλαμβάνουμε τη ζωή τους ξανά».