Δημοσιεύουμε απόσπασμα της πολύ ενδιαφέρουσας έκδοσης Η αποτυχία του μαρξισμού του Todd May από τις εκδόσεις Negative Publications (2019). Η έκδοση, η οποία διατίθεται σε pdf ΕΔΩ, αποτελεί μετάφραση τμήματος του βιβλίου του Todd May The political philosophy of poststructuralist anarchism.
Τι πήγε λάθος; Δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη ερώτηση για τους μαρξιστές. Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά το Κεφάλαιο, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη Ρωσική Επανάσταση, δεν έχουμε πλησιάσει εγγύτερα σε μια κοινωνία ίσων υπό τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» απ’ όσο υπό τον καπιταλισμό∙ ουσιαστικά, δεν προχωρήσαμε παραπέρα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αναρωτηθεί κανείς γιατί το μαρξιστικό εγχείρημα απέτυχε και γιατί δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι μπορεί να υπερβεί αυτή την αποτυχία. Ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να αναρωτηθούμε εμείς βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτική φιλοσοφία. Γιατί παραμένει ακόμα η αντίφαση μεταξύ της μαρξιστικής ανάλυσης του τι υπάρχει και του τι θα πρέπει να υπάρχει; Γιατί η ένταση μεταξύ του συγκειμένου και του δέοντος, η οποία υποτίθεται ότι θα ξεπερνιούνταν στην εξέλιξη της ιστορίας, στέκει ως απόλυτη διάψευση του μαρξιστικού εγχειρήματος; Γιατί, όπως θα το έθετε ο Adorno, χρειάζεται ακόμη η φιλοσοφία;
[…] Σε αυτή τη συζήτηση, θα απομακρυνθούμε από τη σημασία αυτών καθ’ εαυτών των γραπτών του Marx. […] Η δική μας ερώτηση, μάλλον, μας μεταφέρει στην κατεύθυνση όχι των γραπτών του Marx, αλλά σε εκείνη του κληροδοτήματός τους στην πολιτική φιλοσοφία. Είναι ο μαρξισμός, περισσότερο απ’ όσο είναι ο Marx, αυτό που θα πρέπει να θέσουμε επί τάπητος [1]. Εάν είναι αβέβαιο το αν ο Marx ήταν φορμαλιστής ή σχεδιαστής στρατηγικής, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Lenin ήταν το δεύτερο. Ακόμα και η παρατήρησή του στο Κράτος και Επανάσταση ότι ο Marx «μελετά σε μια επιστημονική εξέλιξη, τη γέννηση της νέας κοινωνίας από την παλιά, τον τρόπο της μετάβασης από το παρελθόν στο μέλλον», γράφτηκε στο πλαίσιο στο οποίο ο Marx έμαθε από την Παρισινή Κομμούνα τις πιθανότητες και τους κινδύνους για τον σοσιαλισμό που είναι εγγενείς στο παρόν ιστορικό πλαίσιο [2].
Για τον Lenin, όλη η πολιτική δουλειά προέκυψε από τη διαφορά μεταξύ του τι υπάρχει και τι θα πρέπει να υπάρχει, με το αποτέλεσμα πάντα αβέβαιο. Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο ο θεωρητικός αγώνας ήταν τόσο σημαντικός: «χωρίς μια επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα [3]».
Η ιστορία δεν παραδίδει με αυτονόητο τρόπο τα αποτελέσματά της∙ πρέπει να καταστεί κτήμα μας εάν στόχος είναι να κερδηθεί και πρέπει να κατανοηθεί εάν στόχος είναι να καταστεί κτήμα μας. Τα συμπεράσματα τού Τι να κάνουμε; παρέχουν το κλειδί για να κατανοήσουμε τη σκέψη του Lenin ως στρατηγική. Ο στόχος αυτού του δοκιμίου, γραμμένου το 1905, είναι να παράσχει την ορθή πορεία για τους Ρώσους μαρξιστές σε μια περίοδο θεωρητικής αμφιβολίας. Το πλαίσιό του είναι η πάλη μεταξύ του εξελικτικού σοσιαλισμού, του οποίου ηγετικός εισηγητής ήταν ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Edward Bernstein, και του επαναστατικού σοσιαλισμού του Lenin. Το θεμελιώδες αξίωμα του πρώτου είναι πως η κοινωνία προοδεύει με φυσικό τρόπο προς μια συγκυρία ιστορικών δυνάμεων που απαιτούν από τους σοσιαλιστές μόνο μια προσπάθεια για τον περαιτέρω κοινωνικό εκδημοκρατισμό [4]. Ο σοσιαλισμός επρόκειτο να είναι ο κληρονόμος και όχι ο ανταγωνιστής της αστικής κοινωνίας. Αυτό το αξίωμα, αρνούμενο την πρόβλεψη του Marx για την αυξανόμενη εξαθλίωση του προλεταριάτου και συνεπώς, για την αυξανόμενη πόλωση και την ανάγκη της επανάστασης, προσέφερε τον εαυτό του σε κοινοβουλευτικές μορφές αγώνα και ιδιαίτερα στην έγκριση του ρεφορμισμού των αιτημάτων των εργατικών συνδικάτων.
[…] Στις αντιρρήσεις του στον εξελικτικό σοσιαλισμό, ο Lenin θέτει την ατζέντα για τον μαρξισμό του 20ού αιώνα. Πρόκειται να είναι μια στρατηγική πολιτική παρέμβαση∙ αυτό σημαίνει μια παρέμβαση με έναν μόνο στόχο, η παρέκκλιση από τον οποίο είναι είτε οπισθοδρόμηση, είτε προδοσία. Από το γεγονός ότι υπάρχει μόνο μια προοδευτική επιλογή –«δεν υπάρχει ενδιάμεση πορεία»–, ο Lenin αντλεί τις τρεις καθοριστικές αλήθειες για τις μαρξιστικές πολιτικές: μπορεί να υπάρχει ένας μόνο αγώνας, μπορεί να υπάρχει μόνο μία θεωρία, μπορεί να υπάρχει μόνο μία ηγεσία.
Οι προϋποθέσεις του ενός αγώνα είναι το κληροδότημα της ανάλυσης του Marx∙ εάν ο πυρήνας της καταπίεσης βρίσκεται στην εκμετάλλευση των εργατών, τότε αυτή η εκμετάλλευση πρέπει να σταματήσει προκειμένου να σταματήσει και η καταπίεση. Για τον Marx, ανεξάρτητα απ’ το τι μπορεί να ειπωθεί για τη σχέση βάσης και εποικοδομήματος, υπάρχει κάτι θεμελιώδες στις οικονομικές σχέσεις. Γι’ αυτό και η ταξική πάλη έχει αποφασιστική σημασία για τη δομή της παρούσας κοινωνίας. Δεν πρόκειται απλώς για έναν αγώνα ανάμεσα σε άλλους [5].
Το επιχείρημα του Lenin για τη μία θεωρία είναι άμεση αντανάκλαση της πρωτοκαθεδρίας της ταξικής πάλης. Ο συλλογισμός του είναι πως, με δεδομένη αυτή την πάλη, κάθε θεωρητική πρόταση καταλαμβάνει μια θέση εντός ενός ζεύγους∙ είτε βοηθά την ταξική πάλη να προχωρήσει προς την επανάσταση, είτε βοηθάει την αστική τάξη να αποτρέψει την πιθανότητα για επανάσταση και συνεπώς να διατηρήσει την κυριαρχία της. Ο εξελικτικός σοσιαλισμός, υποτιμώντας τη σαφήνεια της πόλωσης μεταξύ των δύο τάξεων, τα θεμελιωδώς ασυμβίβαστα συμφέροντά τους, κατατάσσεται στην πλευρά της αστικής ιδεολογίας.
[…] Η τρίτη αλήθεια του Lenin ακολουθεί αναπόφευκτα τις δύο πρώτες. Εάν υπάρχει μία πάλη που καθορίζεται από μία θεωρία, τότε μπορεί να υπάρξει μόνο μία ηγεσία. Αυτή η ηγεσία πρέπει να αποτελείται από μια ομάδα ανθρώπων που κατανοούν τη θεωρία και γνωρίζουν πώς να την εφαρμόσουν: «ο ρόλος της πρωτοπορίας μπορεί να εκπληρωθεί μόνο από ένα κόμμα που καθοδηγείται από μια πρωτοπόρα θεωρία [6]». Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας ηγεσίας, μιας πρωτοπορίας, υπονοείται από τις ιδεολογικές προσταγές της πάλης. Η ανάγκη για επανάσταση δεν είναι διαυγής στους εργάτες. Έχουν άμεσα συμφέροντα, τα οποία θέτει επί τάπητος το εργατικό συνδικάτο. Αυτά τα συμφέροντα, τα οποία αφορούν τις συνθήκες ζωής και εργασίας, μπορούν να ικανοποιηθούν μερικώς και βραχυπρόθεσμα από παραχωρήσεις διαχείρισης. Ωστόσο, δεν μπορούν τελικά να πραγματωθούν έξω από το πλαίσιο της δημόσιας ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Κάθε ανάλυση που οδηγεί κάποιον να πιστεύει το αντίθετο είναι ζημιογόνα για τους εργάτες, ακόμα και αν εκείνοι δεν το αντιλαμβάνονται. Εδώ είναι το κύριο σημείο της λενινιστικής θεωρίας της πρωτοπορίας. Οι εργάτες πρέπει να διδαχθούν τα πραγματικά τους συμφέροντα∙ κάνουν λάθος σχετικά με αυτά. Διότι, «η ιστορία όλων των χωρών δείχνει, ότι η εργατική τάξη αποκλειστικά με τις δικές της δυνάμεις δεν είναι σε θέση να αναπτύξει παρά μόνο μια τρεϊντ-γιουνιονιστική συνείδηση [7]».
Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε τι υποστηρίζει εδώ ο Lenin […] ότι, στη βάση της εμπειρίας τους, οι εργάτες αναπτύσσουν έγκυρες επιθυμίες οι οποίες, τελικά, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν μέσω των οδών που εκείνοι πιστεύουν ότι μπορούν να τις ικανοποιήσουν. Για να ανακαλύψουν την ορθή οδό, έχουν ανάγκη από ένα πρωτοπόρο κόμμα να τους επιμορφώσει σχετικά με τον αληθινό αγώνα και τη θεωρία του. Όπως το έθεσαν οι Laclau και Mouffe:
«Το οντολογικό προνόμιο που απέδωσε ο μαρξισμός στην εργατική τάξη, μεταφέρθηκε από την κοινωνική βάση στην πολιτική ηγεσία του μαζικού κινήματος. Στη λενινιστική σύλληψη, η εργατική τάξη και η πρωτοπορία της δεν μετασχηματίζουν την ταξική τους ταυτότητα συνενώνοντάς τη με τα πολλαπλά δημοκρατικά αιτήματα που διευθετούνται πολιτικά από τις ηγεμονικές πρακτικές. Αντίθετα, θεωρούν αυτά τα αιτήματα, στάδια, αναγκαία, αλλά μεταβατικά βήματα στην επιδίωξη των δικών τους ταξικών στόχων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις μεταξύ της ‘πρωτοπορίας’ και των ‘μαζών’ δεν μπορούν παρά να έχουν κυρίως εξωτερικό και χειριστικό χαρακτήρα» [8].
Συνεπώς, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ επιθυμιών και συμφερόντων. […] Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ έγκυρων επιθυμιών και απατηλών συμφερόντων δεν είναι σαφής. Πάνω της, ωστόσο, στηρίζεται ολόκληρη η ιστορία του δυτικού μαρξισμού. Η επιθυμία να πληρώνεται κανείς έναν ευπρεπή μισθό και να αφήνεται ήσυχος είναι μια έγκυρη επιθυμία ή συνδυασμός έγκυρης επιθυμίας και απατηλού συμφέροντος; Εάν η αυξανόμενη εξαθλίωση δεν λαμβάνει χώρα στην καπιταλιστική κοινωνία και οι εργάτες παραμένουν είτε ικανοποιημένοι με το επίπεδο ζωής τους, είτε όχι αρκετά δυσαρεστημένοι ώστε να εμπλακούν στην κακόγουστη δραστηριότητα της πολιτικής, είναι αυτή μια έγκυρη επιθυμία ή ένα απατηλό συμφέρον; Φαίνεται πως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο μπορεί να διατηρηθεί με σαφήνεια μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εργάτες είναι αναμφίβολα δυστυχισμένοι και αναζητούν λύσεις με τρόπους που είναι εμφανώς ανεπαρκείς.
Σε αντίθετη περίπτωση, χρειάζεται κανείς διαφορετική ανάλυση που να καταδεικνύει για ποιο λόγο συγκεκριμένες επιθυμίες είναι έγκυρες και άλλες είναι προϊόντα μιας ανεπαρκούς ανάλυσης. Αν δεν υπάρχει αυτή η ανάλυση, διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να θεσπίζει απλώς έγκυρες επιθυμίες. Τέτοιου είδους θέσπιση μπορεί να είναι παραπλανητική στη θεωρία∙ στην πράξη, έχει αποδειχθεί καταστροφική.
Η νομοθέτηση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ έγκυρων επιθυμιών και απατηλών συμφερόντων είναι η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Είχε προβλεφθεί από τη Rosa Luxemburg όταν κατηγόρησε τον Lenin ότι μπερδεύει δύο τύπους πειθάρχησης: την αυθόρμητη πειθαρχία του μαζικού αγώνα και την εξουσιαστική πειθαρχία που ο Lenin αναζητούσε και την οποία η ίδια είδε ως προϊόν αστικής σκέψης [9]. Για την Luxemburg, η επιβολή της πειθαρχίας προς τον στόχο του σοσιαλισμού, σε βάρος της σύνταξης με τις αυθόρμητες επιθυμίες και τη δραστηριότητα της εργατικής τάξης, πολύ μακριά απ’ το να αποτελέσει πηγή απελευθέρωσης για τους εργάτες, θα αναπαρήγαγε την αστική κοινωνία στα πιο κρίσιμα χαρακτηριστικά της. Θα πρέπει κανείς να εμπιστευθεί τον εργατικό αυθορμητισμό όσο το δυνατόν περισσότερο για να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα μέσω του δικού του εργατικού κινήματος: «ιστορικά, τα σφάλματα που έχουν διαπραχθεί από ένα αληθινά επαναστατικό κίνημα είναι απεριόριστα γονιμότερα από το αλάνθαστο της εξυπνότερης Κεντρικής Επιτροπής». [10]
Ο αυθορμητισμός των εργατών δεν δικαίωσε, ιστορικά, την πίστη της Luxemburg σε αυτόν, εν μέρει, ίσως, επειδή λανθασμένα υπέθεσε αυξανόμενη ταξική πόλωση. Οι Laclau και Mouffe εντοπίζουν το πρόβλημα σε μια ένταση ανάμεσα στην επένδυσή της στον αυθορμητισμό και στην υπόθεσή της για μια εργατική ταυτότητα που προηγείται κάθε πρακτικής δραστηριότητας [11]. Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εν τέλει την Luxemburg όσον αφορά το πρόβλημα της πειθαρχίας. […] Το πρόβλημα του να επιτρέπεται το εργατικό συμφέρον να οριστεί έξω από την εμπειρία των εργατών, από μια πρωτοπορία που τελικά μετατρέπεται σε άρχουσα τάξη, είναι το κληροδότημα του λενινισμού στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, η θεμελιώδης του υπόθεση -ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ των επιθυμιών και των συμφερόντων της εργατικής τάξης- δεν περιορίζεται στον σοβιετικό μαρξισμό.
Αυτό που Σοβιετικοί και Δυτικοί μαρξιστές έχουν μοιραστεί, είναι η ιδέα ότι η εργατική τάξη είναι, στην ουσία της, επαναστατική. Το πρόβλημα και για τους δύο έχει υπάρξει το πώς να αντιμετωπίσουν το γεγονός πως η εμφάνισή της μοιάζει να συγκρούεται με την ουσία της. Για τους Σοβιετικούς, αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε «από τα πάνω», μέσω της νομοθέτησης και της αστυνόμευσης. Για τους Δυτικούς μαρξιστές, οι οποίοι δεν έχουν βρεθεί σε θέσεις εξουσίας, έχει αντιμετωπιστεί με το «από τα κάτω». Το κρίσιμο ζήτημα για αυτούς δεν σχετίζεται με το πώς να ορίσουν την εργατική τάξη ως επαναστατική, αλλά με το γιατί οι εργάτες δεν έχουν ορίσει έτσι τον εαυτό τους.
Οι πιο αιχμηρές αναλύσεις αυτής της αντίφασης μεταξύ ουσίας και εμφάνισης που εμποδίζει την πραγμάτωση μιας ενότητας μεταξύ του τι υπάρχει και του δέοντος, έχουν προσφερθεί από τους εκπροσώπους της Κριτικής Θεωρίας, ειδικά από τους Theodor Adorno και Max Horkheimer.
Οι συζητήσεις σχετικά με το τι έχει αποτρέψει την αναμενόμενη επανάσταση από το να συμβεί δεν εγκαινιάστηκαν από τους εκπροσώπους της Κριτικής Θεωρίας. Η ανάλυση του Gramsci για την ηγεμονία [12] και τα γραπτά του Lukács για την πραγμοποίηση [13] και την εμπορευματοποίηση είναι θεωρίες για την αστική κυριαρχία και οδοί για την εργατική απελευθέρωση. Ιδιαίτερα το έργο του Lukács αποδείχτηκε πολύτιμο για την Κριτική Θεωρία. [14] Στο διάσημο δοκίμιό του, ο Lukács υποστήριξε ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό είναι πως όλα, συμπεριλαμβανομένου και του εργάτη, εμφανίζονται με τη μορφή εμπορεύματος -ενός απομονωμένου, ανταλλάξιμου αντικειμένου, μη σχετιζόμενου με πηγές του κοινωνικού κόσμου: «η εξατομίκευση του υποκειμένου είναι, τότε, μόνο το αντανακλαστικό στη συνείδηση του γεγονότος πως οι ‘φυσικοί νόμοι’ της καπιταλιστικής παραγωγής έχουν επεκταθεί ώστε να καλύψουν κάθε εκδήλωση της ζωής στην κοινωνία». [15]
Σε αυτόν τον «πραγμοποιημένο» κόσμο, η αλήθεια των πραγμάτων εμφανίζεται να έχει συλληφθεί μέσω των μαθηματικών περισσότερο απ’ ό,τι μέσω της κατανόησης της θέσης αυτών των πραγμάτων στο κοινωνικό όλο. Ο ορθολογικός υπολογισμός γίνεται κυρίαρχος έναντι της ολιστικής διαλεκτικής (του να βλέπεις τις συνυφασμένες κοινωνικές σχέσεις πίσω από την εκδήλωση των πραγμάτων). Δεν ισχύει, ωστόσο, πως όλα είναι στην πραγματικότητα πραγμοποιημένα. Αντίθετα, τα πράγματα μοιάζουν απλώς να είναι έτσι εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου θέασής τους.
[…] Στο Διαλεκτική του Διαφωτισμού [16], οι Horkheimer και Adorno εντοπίζουν την ανάδυση της μαθηματικής σκέψης του Διαφωτισμού σαν επιστροφή στο είδος της μυθικής σκέψης την οποία ο Διαφωτισμός προοριζόταν να αντικαταστήσει. Αυτός ο καινούριος μύθος κυριεύει ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία στο όνομα της ορθολογικότητας (λογική=υπολογισμός) και αυτοδικαιώνεται διακηρύσσοντας ότι καθετί έξω από αυτόν είναι ανορθολογικό [irrational–παράλογο]. Συνεπώς, «το πνεύμα του Διαφωτισμού αντικατέστησε τη φωτιά και τον τροχό των μαρτυρίων με το στίγμα που επέθεσε σε κάθε ανορθολογικότητα, διότι αυτή οδηγεί στην καταστροφή». [17] Ένας νέος συγκεντρωτισμός γεννιέται, με τον οποίο τα πάντα πρέπει να συμμορφωθούν. Το τίμημα για αυτόν τον καινούριο συγκεντρωτισμό είναι η αποξένωση: «οι άνθρωποι πληρώνουν την αύξηση της εξουσίας τους με την αποξένωση από αυτό που εξουσιάζουν». [18] Εκείνη η αποξένωση περιλαμβάνει, φυσικά, και την αποξένωση από τον εαυτό τους.
Πώς διατηρείται αυτός ο νέος συγκεντρωτισμός; Πώς οι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να αποξενώνεται τόσο βαθιά; Για τους Horkheimer και Adorno, η απάντηση βρίσκεται στην «πολιτισμική βιομηχανία». Η αστική κουλτούρα έχει καταστεί διάχυτη· το εγχείρημά της, να υπαγάγει τους πάντες στις επιταγές του καπιταλισμού, φτάνει στον καθένα με τη μορφή των ταινιών, της τηλεόρασης, των εφημερίδων και ούτω καθεξής. Συνεπώς, ο μύθος του διαφωτισμού μεταδίδεται χωρίς παύση σε όλους όσοι έχουν ακόμη και την πιο απομακρυσμένη επαφή με τη σύγχρονη κοινωνία. Κάθε αντίσταση καταπνίγεται αποτελεσματικά: όχι καταστελλόμενη, αλλά καθιστάμενη ένα ακόμη θέαμα στην παρέλαση της κουλτούρας. Η αντίσταση που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης απλώς αφήνεται έξω από το σύστημα, ως απόδειξη του παραλογισμού που τη διέπει. Ο απώτερος στόχος της πολιτισμικής βιομηχανίας είναι να παράσχει ευχαρίστηση, αλλά ένα είδος ευχαρίστησης που είναι «όχι […] φυγή από τη θλιβερή πραγματικότητα, όπως εκείνη διατείνεται, αλλά από την ύστατη σκέψη για αντίσταση». [19]
Η εικόνα είναι ζοφερή. Με αυτή, η μαρξιστική σκέψη φαίνεται να βρίσκεται σε ένα χώρο πολύ διαφορετικό από εκείνον των στρατηγικών υπολογισμών του λενινισμού. Ωστόσο, από τον Lenin ως τους Horkheimer και Adorno, τα θεμέλια της σκέψης παραμένουν τα ίδια. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένας μόνο εχθρός: ο καπιταλισμός. Ενώ ο Lenin είδε τον καπιταλισμό πρωταρχικά με οικονομικούς όρους, η στροφή προς τον «πολιτισμικό καπιταλισμό» από τους θεωρητικούς της Κριτικής Θεωρίας δεν αλλάζει την ανάλυση του καπιταλισμού· απλώς την επεκτείνει σε ολόκληρο τον κοινωνικό χώρο. Υπό αυτήν την έννοια, η Κριτική Θεωρία ριζοσπαστικοποιεί τη σκέψη του Lenin. Αντί να αντιλαμβάνεται την οικονομική σφαίρα ως επικαθοριστική για τις κοινωνικές σχέσεις, η Κριτική Θεωρία βλέπει την οικονομική σφαίρα σαν το μοντέλο των κοινωνικών σχέσεων. Για την Κριτική Θεωρία, δεν υπάρχει καμία διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ του σχετικού και του μη σχετικού· όλα είναι σχετικά, επειδή όλα είναι μέρη του ίδιου συστήματος.
Ενώ για τον Lenin του «Τι να κάνουμε;», ο κίνδυνος του εχθρού που προωθούσε την αστική σκέψη ήταν τοπικός και αναγνωρίσιμος, για τους στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας είναι διάχυτος και χωρίς σαφείς αυτουργούς.
Η ριζοσπαστικοποίηση της λενινιστικής ανάλυσης, ωστόσο, άλλαξε πράγματι την πρόγνωση για πιθανή πολιτική δράση. Στην ουσία, η θετική παρέμβαση κατέστη αδύνατη: κάθε αντίσταση ήταν προορισμένη είτε για ανάκαμψη εντός των παραμέτρων του καπιταλισμού, είτε για περιθωριοποίηση.
Οι στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας, με διαβαθμίσεις, είδαν το καπιταλιστικό εγχείρημα ως νικηφόρο· δεν υπάρχει διέξοδος από τον καπιταλισμό ή, τουλάχιστον, καμία αποτελεσματική διέξοδος. Αυτός ο βαθύς πεσιμισμός δεν υπήρξε κοινός σε όλους τους θεωρητικούς της Κριτικής Θεωρίας. Ο Herbert Marcuse, για παράδειγμα, δεν ήταν τόσο απεγνωσμένος, αλλά πράγματι μοιραζόταν την αντίληψη, την οποία εξέφρασε στο Ο μονοδιάστατος άνθρωπος [20], πως το σύγχρονο σύστημα της αποξενωμένης κοινωνικοποίησης είναι διάχυτο. Για τους περισσότερους από τους στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας, ο ένας χώρος που είχε απομείνει ανοιχτός στην αντίσταση ήταν εκείνος της τέχνης, ο οποίος αντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο για το σύστημα από μια μεμονωμένη πράξη άρνησης. Η τέχνη συνιστά τον ηθικό πόλο μιας στρατηγικής σκέψης που κατασκευάζει τη φιλοσοφία της αντιμέτωπη με έναν δαιμονικό καπιταλιστικό συγκεντρωτισμό.
Αυτό το αδιέξοδο δεν ήταν συμπτωματικό. Το εγχείρημα της Κριτικής Θεωρίας ήταν να αναλύσει μια αποτυχία: πιο συγκεκριμένα, την αποτυχία της εργατικής τάξης να ενστερνιστεί τη μαρξιστική αντίληψη. Ωστόσο, τα μόνα εργαλεία που οι στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας επέτρεψαν στον εαυτό τους να χρησιμοποιήσουν, υπήρξαν εκείνα που ήταν διαθέσιμα μέσω της στρατηγικής πολιτικής φιλοσοφίας του μαρξισμού: ένας αγώνας, μία θεωρία, μία πρωτοπορία. Ακόμη και χωρίς την ανάληψη της πρωτοπορίας (αν και ως διανοούμενοι που θεωρούσαν τους εαυτούς τους αρκετά ικανούς ώστε να ερευνήσουν τη συνολική αποτυχία του μαρξισμού, οι εκπρόσωποι της Κριτικής Θεωρίας φαίνονται να καταλαμβάνουν μια θέση ανάλογη αυτής της πρωτοπορίας), η μοίρα της ανάλυσής τους ήταν να είναι απεγνωσμένη. Δεν διέθεσαν στους εαυτούς τους καθόλου εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να ανασυσταθεί η δυνατότητα της αντίστασης.
Ο «ένας αγώνας» δεν ήταν ορατός επειδή η μία τάξη που ήταν ικανή να τον διεξαγάγει είχε αφομοιωθεί. Η ταξική πόλωση δεν είχε υπερκεραστεί· αντ’ αυτού, είχε καταστεί τόσο ολοκληρωτικά περιπλεγμένη που ήταν αδύνατον κανείς να την απελευθερώσει ως ιδέα ικανή για επαναστατική κινητροδότηση. Τέλος, η ίδια η δυνατότητα μιας επαναστατικής σκέψης είχε απολεσθεί, επειδή η μαθηματική ορθολογικότητα είχε καταλήξει να περιβάλλει ολόκληρη τη λογική.
Σημειώσεις:
[1] Είναι εντελώς πιθανό πως ο μαρξισμός θα εκλείψει χωρίς ποτέ να έχει απαντήσει το ερώτημα του εάν υπάρχει μια πορεία από τα γραπτά του Marx προς μια δίκαιη κοινωνία. Με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είναι πιθανό ο Marx να απορριφθεί στον εγελιανό κάλαθο της ιστορίας χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία μιας πλήρους ακρόασης. Μια πλήρης ακρόαση, ωστόσο, πολύ σπάνια παράσχεται στην ιστορία· η μοίρα του Marx θα καθοριστεί λιγότερο από όσα είπε και από το τι εννοούσε με όσα είπε, παρά από όσα άλλοι υποστήριξαν πως είπε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κληροδότημά του έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα για τους σκοπούς μας από την ερμηνεία των γραπτών του.
[2] Lenin, “The State and Revolution” (1917), in Essential Works of Lenin (New York: Dover, 1966), p. 306.
[3] Lenin, “What Is to Be Done?” (1905), in Essential Works of Lenin, p. 69.
[4] Βλ. Edward Bernstein, Evolutionary Socialism: A Criticism and Affirmation, trans. Edith Harvey (New York: Schocken Books, 1961).
[5] Η ανάλυση του «ενός αγώνα» συνεπάγεται πως οι εργάτες θα πρέπει να πετύχουν ολοκληρωτική νίκη στην καταστροφή του καπιταλισμού· όλοι οι θύλακες της αντίστασης θα πρέπει να εξαλειφθούν. Όπως ο Lenin ισχυρίζεται αργότερα, στο Κράτος και Επανάσταση: «εκείνοι που αναγνωρίζουν μόνο την πάλη των τάξεων δεν είναι ακόμη μαρξιστές. […] Μαρξιστής είναι εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αποδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου» (State and Revolution [Κράτος και Επανάσταση], p.294).
[6] Lenin, “State and Revolution” p.70.
[7] ό.π., p.74.
[8] Laclau and Mouffe, “Hegemony and Socialist Strategy” [Ηγεμονία και Σοσιαλιστική στρατηγική], p. 56. Οι συγγραφείς συνεχίζουν σημειώνοντας τη σύνδεση μεταξύ αυτής της σύλληψης του αγώνα και της εισαγωγής στρατιωτικών όρων (σε αντίθεση με τους δομικούς όρους του Marx) στη λενινιστική σκέψη (p.57).
[9] Luxemburg, “Leninism or Marxism?” στο “The Russian Revolution” [Η ρωσική επανάσταση] και Leninism or Marxism? (Ann Arbor: University of Michigan Press, 1961).
[10] ό.π., p.108.
[11] Laclau and Mouffe, “Hegemony and Socialist Strategy”, pp. 11-12.
[12] Βλ. Antonio Gramsci, “Selections from the Prison Notebooks”, trans. and ed. Quintin Hoare and Geoffrey Nowell Smith (New York: International Publishers, 1971), esp. pp.242-64.
[13] Βλ. κυρίως Georg Lukács, “Reification and the Consciousness of the Proletariat” ( 1922), in “History and Class Consciousness”, trans. Rodney Livingstone ( Cambridge: MIT Press, 1971).
[14] Ο Martin Jay, στην ιστορία του για την Κριτική Θεωρία, “The Dialectical Imagination” ( Boston: Little, Brown & Co., 1971), έγραψε ότι «το History and Class Consciousness [Ιστορία και ταξική συνείδηση του Lukács], οτιδήποτε και εάν σκέφτηκε για αυτό αργότερα ο συγγραφέας του, αποτέλεσε ένα επιδραστικό έργο για εκείνους [τους εκπροσώπους της Κριτικής Θεωρίας], όπως και ο [Walter] Benjamin παραδέχτηκε» (p.174).
[15] Lukács, “Reification and the Consciousness of the Proletariat”, pp. 91-92.
[16] New York: Seabury Press, 1972.
[17] Horkheimer and Adorno, “Dialectic of Enlightenment”, p. 31.
[18] ό.π., p.9.
[19] ό.π., p.144.
[20] Boston: Beacon Press, 1964.