Ορφέας Ξανθούλης
πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτορας παν/μιο Αιγαίου
Τις τελευταίες εβδομάδες υπάρχει μία πληθώρα αναλύσεων, οι οποίες επεξηγούν με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο την επικινδυνότητα του κορονοϊού, τόσο σε ένα επίπεδο υγειονομικού χαρακτήρα, όσο και σε ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Συχνά, δε, βλέπουμε να γίνεται και συσχέτιση όλων αυτών των παραμέτρων, ως μια επιβολή εξουσιαστικής βιοπολιτικής.
Το παρόν κείμενο, ασχολείται με την πολιτική, αλλά όχι αυτή την καιροσκοπική πολιτική των κυβερνήσεων που αντλείται ως υπεραξία από τον, εν μέρει λογικό, παροξυσμό που έχει δημιουργήσει ο φόβος της εξάπλωσης του ιού. Αντ’ αυτού, ασχολείται με το ποιοι παράγοντες αντλούν υπεραξία στη διαδικασία διεξαγωγής μιας έρευνας, όχι μόνο για την προκείμενη περίπτωση του κορονοϊού, αλλά και την εδραιωμένη δομή που έχει επικρατήσει μέσα στην επιστημονική κοινότητα σε ένα γενικό πλαίσιο. Ασχολείται, δηλαδή, με την πολιτική που εμφανίζεται μέσα από τις επιστημονικές και κοινωνικές διεργασίες οι οποίες ενυπάρχουν στην κοινότητα των επιστημόνων -κοινότητα που όπως γλαφυρά αναφέρει ο Derek J. de Solla Price[i] απαρτίζεται από συνεργασίες μέσα στις οποίες όλοι είναι ίσοι, αλλά κάποιοι είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους.
H κοινότητα των επιστημόνων είναι με τέτοιον τρόπο οργανωμένη, που αναβλύζει τα χαρακτηριστικά πολιτικών και οικονομικών σχέσεων τα οποία ενυπάρχουν στη διαδικασία διανομής και παραγωγής υλικών αγαθών. Κατά αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται και οι αντίστοιχες σχέσεις μεταξύ του ερευνητικού προσωπικού που στελεχώνουν μια επιστημονική ομάδα είτε αυτή αφορά στη συν-δημοσίευση ενός άρθρου ή στη διεξαγωγή ενός επιστημονικού πειράματος. Μια σχέση, η οποία ουσιαστικά στηρίζεται στη θεωρία του αόρατου χεριού της αγοράς. Η αξία του ερευνητή, δηλαδή, βασίζεται στην προσφορά που έχει κάνει στην ανάλογη ζήτηση που υπάρχει για πρωτότυπη έρευνα πάνω σε ένα ανεξιχνίαστο επιστημονικό αντικείμενο.
Η συνεργασία σε μια επιστημονική ομάδα κρίνεται απαραίτητη. Σε αυτή τη συνεργασία όλα τα μεμονωμένα μέρη θα συμβάλλουν με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος της έρευνας, αλλά και να δημιουργηθεί ένα πληρέστερο μοτίβο το οποίο να επιφέρει όσο το δυνατόν καλύτερα αποτελέσματα. Σε αυτή τη συνεργασία, όμως, υπάρχει μια διαφοροποίηση στους ρόλους αλλά και στη συχνότητα παραγωγής αποτελεσμάτων, που ως συνέπεια έχει να αναγνωρίζεται περισσότερο ένα μέλος από ό,τι τα άλλα. Το άτομο που έχει και τους πιο επιφανείς ρόλους μέσα στην επιστημονική ομάδα, είναι αυτό που θα δεχθεί και τους περισσότερους επαίνους.
Αυτή την άποψη περί σχέσεων μέσα στην κοινότητα των επιστημών, υπερασπιζόταν ο Polanyi -στο ακόμα και σήμερα γνωστό άρθρο του “Republic of science”, το οποίο γράφτηκε το 1962[ii]. Κι αν φαίνεται μακρινό το 1962, να υπενθυμίσουμε τις σχέσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν όχι μόνο μέσα σε μία επιστημονική ομάδα, αλλά και τις σχέσεις που διέπουν ολόκληρη την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Το άτομο που είναι πιο γνωστό θα είναι αυτό που θα πάρει και τα περισσότερα εύσημα, παρότι αποτελεί μέρος μιας ομάδας όπου όλα τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν συνεισφέρει για την εξαγωγή ενός πρωτοπόρου αποτελέσματος. Είναι πιο γνωστό λόγω των περισσότερων άρθρων, αναφορών στα άρθρα που έχει συγγράψει, αλλά και λόγω χρόνιας εμπειρίας και διασυνδέσεων στον επιστημονικό τομέα στον οποίο ασχολείται.
Περισσότερα εύσημα σημαίνουν περισσότερες επιβραβεύσεις που συνεπάγεται περισσότερη φήμη και, το κυριότερο, περισσότερες χρηματοδοτήσεις[iii]. Το αρνητικό είναι ότι οι θέσεις οι οποίες ορίζουν ένα άτομο ως σημαίνουσα προσωπικότητα είναι ελάχιστες. Γι’ αυτό αρχίζει η διαλογή και αξιολόγηση της επιστημονικής έρευνας, κυρίως μέσα από τις δημοσιεύσεις που θα παραχθούν, για να φανεί ποιος είναι πιο αξιόλογος από τους υπόλοιπους. Και εκεί είναι που ξεκινάει ο ανταγωνισμός στο ποιος θα πάρει τις περισσότερες από τις ελάχιστες επιβραβεύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους ορίζουν την αξία ενός επιστήμονα.
Παρ’ όλα αυτά, η δικαιολογία που έχει επικρατήσει μέσα στις δεκαετίες και έχει σφυρηλατήσει το επιστημονικό status quo, που περιγράφηκε παραπάνω και ισχύει μέχρι το σήμερα, είναι η διασφάλιση της επιστημονικής αριστείας. Η αριστεία συνδέεται με την επίτευξη των μέγιστων επιδόσεων. Στο ακαδημαϊκό και επιστημονικό πλαίσιο η αριστεία αναφέρεται τόσο στις ατομικές επιδόσεις όσο και στις επιδόσεις ολόκληρης της επιστημονικής ομάδας. Ο όρος «αξιοκρατία», ο οποίος χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη διαδικασία, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι σε ένα αξιοκρατικό σύστημα θα πρέπει o καθένας να αμείβεται ανάλογα με την προσπάθεια που καταβάλλει. Στην προκειμένη θεώρηση οι υπάρχουσες ανισότητες αποκρύπτονται και επιχειρείται η απόδοση ευθυνών αποκλειστικά στο ίδιο το άτομο[iv]. Αυτή η κατάσταση ζημιώνει κυρίαρχα τον μεμονωμένο ερευνητή/-τρια η οποία δεν έχει μεγάλη απήχηση ή δεν παράγει τόνους επιστημονικών δημοσιεύσεων.
Βέβαια, αν θέλουμε να μιλήσουμε για την ηθική της επιστήμης, για ποιον λόγο παράγεται αυτή και να μοιράσουμε ευθύνες ως προς το τι φταίει για την κατάσταση που επικρατεί, δεν μπορούμε να αφήσουμε στην απέξω και τα εμπλεκόμενα μέρη που απαρτίζουν μια επιστημονική ομάδα. Το να υποστηρίζει ένας νεοεισερχόμενος ερευνητής το ανισομερές αυτό σύστημα, το οποίο είναι επικερδές για την ελίτ των επιστημών, παρά να προσπαθεί να το αλλάξει, το μόνο που καταφέρνει είναι να αυξάνει τα ηθικά προβλήματα που ενυπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ των νεοεισερχόμενων ερευνητών και των ερευνητικών κεφαλών μιας έρευνας.
Αυτό συμβαίνει, διότι οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τη φήμη τους, βασισμένη στα πιο φημισμένα έργα τους, ώστε να διαπραγματευτούν μισθούς, προαγωγές ή καινούργιες συνεργασίες με ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα κ.λπ. Προκειμένου να συντηρήσουν οι ακαδημαϊκοί ερευνητές τις υπάρχουσες σχέσεις τους και το κύρος τους εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας, δεν διστάζουν να κάνουν ιδεολογία αντί για επιστήμη, δηλαδή αναμειγνύουν αξίες με επιστημονικά γεγονότα ώστε τα τελευταία να φανεί ότι εκτυλίσσονται και δρουν πέρα από τον έλεγχο των υποκειμένων[v].
Μεγαλύτερη συμβολή για την επιβίωση αυτής της κατάστασης πραγμάτων, όμως, έχουν οι εκδότες επιστημονικών περιοδικών και τα ιδρύματα, οι κρατικοί οργανισμοί, οι εμπορικές εταιρείες οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη χρηματοδότηση και την προώθηση μιας έρευνας. Για τους πρώτους, τους εκδότες, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το όνομα του/της συγγραφέα-ερευνητή/-τριας ή το θέμα το οποίο είναι και το πιο δημοφιλές, παρά να δώσουν μια ευκαιρία σε κάποιο άτομο το οποίο όντως μπορεί να ενισχύσει το επιστημονικό έργο με μια πρωτότυπη έρευνα που δεν έχει την απήχηση που αναλογεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εκδότες επιστημονικών περιοδικών κατέχουν ισχυρές στρατηγικές θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία των επιστημονικών κλάδων που ασχολούνται. Και αυτό, διότι έχουν βαθύτατη επιρροή στη δημοσίευση της επιστημονικής έρευνας[vi].
Για τους δεύτερους, -τα ερευνητικά/επιστημονικά ιδρύματα, τις εταιρίες και τους κρατικούς οργανισμούς- έχουν γραφτεί άπειρα άρθρα και βιβλία στα οποία επισημαίνονται τα παιχνίδια πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που κρύβονται πίσω από την προώθηση μιας έρευνας και τα οποία είναι υπεύθυνα για την όξυνση του επιστημονικού ανταγωνισμού παγκοσμίως, αλλά και την ενίσχυση του σχήματος του κέντρου και της περιφέρειας στην παραγωγή και διανομή της επιστημονικής γνώσης.
Σύμφωνα με τον Thomas Schott[vii], oι εθνικοί οργανισμοί τα ιδρύματα κ.λπ. των κρατών που θεωρούνται ως κέντρο-πυρήνας τείνουν να έχουν πιο ισχυρή επιρροή στο παγκόσμιο στερέωμα επιστημονικής παραγωγής και διανομής, ενώ ισχύει το αντίστροφο σε χώρες οι οποίες ορίζονται ως περιφέρεια. Σχεδόν πάντα, δηλαδή, τα επιτεύγματα του κέντρου είναι αυτά που προκαλούν περισσότερο το ερευνητικό ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας.
Ως συνέπεια αυτού είναι να ζημιώνεται κυρίως η αξία των επιστημονικών ιδρυμάτων της περιφέρειας και το κύρος των ερευνητών που στεγάζονται στα ιδρύματα αυτά. Και πάλι όμως, στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, στις επιστημονικές ομάδες κ.λπ. της περιφέρειας, υπάρχει η αντίστοιχη ιεράρχηση ανάλογα με το κατά πόσο μεγάλη απήχηση έχει το ερευνητικό έργο του κάθε επιστήμονα. Το αντίστοιχο σκηνικό συμβαίνει και στα πανεπιστημιακά ιδρύματα του κέντρου, που όμως υπάρχει μεγαλύτερη συσσώρευση επιστημονικού/ερευνητικού δυναμικού που σημαίνει και μεγαλύτερος ανταγωνισμός.
Η επιστημονική κοινότητα, εντέλει, δεν είναι μια κοινότητα ίσων, διότι οι επιστήμονες διαφέρουν ως προς το τι έχουν πετύχει ερευνητικά και το παγκόσμιο επιστημονικό δίκτυο δεν είναι ομοιόμορφο.
Βλέπουμε μονάχα την κορυφή του παγόβουνου και ξεχνούμε ότι πίσω από την κεφαλή μιας έρευνας βρίσκεται ένας μεγάλος αριθμός ερευνητριών και ερευνητών οι οποίες έχουν χαραμίσει άπειρο χρόνο έρευνας, χωρίς να τους πιστώνεται καμία επιβράβευση για τη συμβολή τους στην έρευνα αυτή. Ας έχουμε, λοιπόν, στον νου μας ότι οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις της σύγχρονης εποχής δεν πρέπει να πιστώνονται μόνο ως έργο μιας υπέρλαμπρης και υπερταλαντούχας διάνοιας, αλλά ως έργο μιας ομαδικής αλληλεπίδρασης και συνεργασίας.
[i] de Solla Price, Derek J. (1971), ‘Some Remarks on Elitism in Information and the Invisible College Phenomenon in Science’, Journal of the American Society for Information Science, τ. 22, τχ. 2, σσ. 74-75
[ii] Polanyi, Michael. (1962), ‘The Republic of Science: Its Political and Economic Theory’. Minerva 1(1):54-73.
[iii] Strevens M. (2006), ‘The Role of the Matthew Effect in Science’, Studies in History and Philosophy of Science Part A 37(2):159-70.
[iv] Franck G. (2012), ‘Modern Science: A Case of Collective Intelligence? On the Role of Thought Economy and Gratifying Attention in Knowledge Production’, Angewandte Chemie International Edition 51(29):7088–92.
[v] Σχ. με σύνδεση ιδεολογίας-πολιτικής βλ: Κονδύλης, Π. (1991), Ισχύς και Απόφαση. Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών, Αθήνα: Στιγμή και Weber Max(2005), η κριτική της θεωρίας του Stamler, Η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού η επιστήμη ως επάγγελμα, Αθήνα: Παπαζήσης
[vi] Zsindely, S., κ.ά. (1982), ‘Editorial Gatekeeping Patterns in International Science Journals-A New Science Indicator’, Scientometrics, τ. 4, τχ. 1, σσ. 57-68
[vii] Schott, Thomas (1998), ‘Ties between Center and Periphery in the Scientific World-System: Accumulation of Rewards, Dominance and Self-Reliance in the Center’. Journal of World-Systems Research, τ. 4, τχ. 2, σσ. 112-44.