του Αλέξανδρου Σχισμένου
Ομιλία στη Διημερίδα ‘Όψεις της σύγχρονης ποίησης: θεσμοί, φωνές, δίκτυα, με αφορμή το έργο του καθηγητή Βασίλη Λαμπρόπουλου, που διοργανώθηκε στο Κέντρο Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες – ΚΕΑΕ στις 26 & 27 Σεπτεμβρίου 2025.
Καλημέρα σας,
καταρχάς θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της διημερίδας Ανδρονίκη Τασιούλα και Σπύρο Χαιρέτη για την πρόσκληση και για το οργανωτικό τους έργο, αλλά και ιδιαιτέρως τον Βασίλη Λαμπρόπουλο, που με τόλμη και διεισδυτικό κριτικό βλέμμα όχι μόνο ανέδειξε τα ζωντανά και ζωτικά ρεύματα της – εκτός θεσμικών πλαισίων – εξεγερσιακής ποίησης της γενιάς του 2000, αλλά δημιούργησε και προσέφερε ελεύθερα το πεδίο διαλόγου ώστε οι αγωνίες των ποιητριών και των ποιητών να συνομιλήσουν με τις ευρύτερες αγωνίες του ριζοσπαστικού δημοκρατικού προτάγματος.
Λοιπόν, με τις ευχαριστίες αυτές προσπαθώ κατά τρόπον να πλαισιώσω το θέμα της ομιλίας μου.
Ας εξηγήσω εν συντομία το πλαίσιο.
Σύμφωνα με τη γνώμη μου, η «ποιητική γενιά του 2000» δεν «κατοικεί» σε κάποια τυπική φιλολογική περιοδολόγηση αλλά στο ρήγμα που διάνοιξε η ψηφιακή επανάσταση του πληροφοριακού καπιταλισμού.
Θεωρώ την ψηφιακή επανάσταση μία οντολογική επανάσταση, με την έννοια ότι δημιουργεί, πέρα από το απλώς τεχνολογικό επίπεδο, μία νέα επιφάνεια της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας, ένα νέο πεδίο του κοινωνικο-ιστορικού και αντίστοιχες νέες διαστάσεις έκφρασης, χειραγώγησης και παλινδρομικής ανάκλασης του υποκειμένου ως ασώματου ψηφιακού κόμβου νοηματοδότησης.
Καθώς η τηλεπαρουσία, ως τρόπος ψηφιακής συνύπαρξης και διασύνδεσης των απομακρυσμένων υποκειμένων – η οποία προϋποθέτει την αμοιβαία απουσία – κυριαρχεί και εγκολπώνει σχεδόν το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και στις τρεις σφαίρες της συμπαρουσίας: – την δημόσια – την διαπροσωπική και την ιδιωτική – ο ψηφιακός κόσμος αποικίζει το κοινωνικό φαντασιακό κατά τρόπο που μπορούμε πλέον να μιλάμε για ένα υπαρξιακό κατώφλι που περάσαμε συλλογικά και παγκόσμια, ως ανθρωπότητα, στην αυγή του νέου αιώνα.
Είναι τέτοια η φαντασμαγορία του ψηφιακού, ώστε βιώνουμε τη φούσκα της Τεχνητής Νοημοσύνης σαν ένα θολό σύννεφο υπερβολικών αξιώσεων, δημόσιας άγνοιας των εφαρμογών αλλά και πειραματικής πολιτικής εφαρμογής των Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων σε πραγματικές συνθήκες και για πραγματικές αποφάσεις – όπως ο Ισραηλινός στρατός που χρησιμοποίησε ΤΝ στη γενοκτονία στη Γάζα.
Ασφαλώς η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν προσομοιώνει την ανθρώπινη συνείδηση, μα εξίσου ασφαλώς, το κοινωνικό φαντασιακό κυριαρχείται από είδωλα.
Οι ελλιπείς δυνατότητες της ΤΝ είναι επαρκείς για την παραπλάνηση και χειραγώγηση του πλήθους των χρηστών. Γνωρίζουμε ήδη από τον Ξενοφάνη ότι ο ανθρωπομορφισμός είναι συστατικό της μεταφυσικής πλάνης.
Όπως επισήμανε εξάλλου ο Σίλλερ, η προσήλωση στα είδωλα είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη βαρβαρότητα. Και οι μυθοπλασίες γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη είναι, θα έλεγα, εκδήλωση μιας νέας Ψηφιακής Βαρβαρότητας. Όπου ο κίνδυνος δεν είναι η αντικατάσταση του Ανθρώπου από τη Μηχανή αλλά η χειραγώγηση της κοινωνίας από την κατεστημένη εξουσία κατά τον τρόπο της τηλεπιτήρησης και τηλεπαρουσίας – η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας για τον ιδιωτικό κατακερματισμό του κοινωνικού και την άνωθεν κρατική εποπτεία της ιδιωτικότητας χωρίς τον δημόσιο χώρο της συλλογικότητας. Από την άλλη, ας μην είμαστε αφελείς – δεν υπάρχει επιστροφή στον προψηφιακό κόσμο, που, εξάλλου δεν ήταν κόσμος αθώας κοινωνικοποίησης, αλλά τηλεοπτικής ιδιωτικοποίησης.
Η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει εξίσου τη δυνατότητα των από τα κάτω δικτυώσεων κατά τον τρόπο της άμεσης δημοκρατίας, όπου το θεσμίζον φαντασιακό διαφεύγει του θεσμισμένου δίχως να κρύβεται στην συνωμοτικότητα. Διότι ο κυβερνοχώρος και το διαδίκτυο, ως οντολογική επανάσταση, φέρουν μία πλειάδα αντικρουόμενων δυνατοτήτων και αναδεικνύεται ως επιπλέον πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης.
Σε αυτή την κατάσταση, ποια είναι η θέση της ποίησης;
Κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται, όπως και το θέατρο και η περφόρμανς και οι παραστατικές τέχνες, στην πρώτη γραμμή αντίστασης της ψηφιοποίησης του κοινωνικο-ιστορικού.
Είναι εύκολο να δούμε την θεατρική ή χορευτική αντίσταση στο ψηφιακό, αφού προϋπόθεση αυτών των τεχνών είναι η ζωντανή συμπαρουσία των πασχόντων και ενεργούντων σωμάτων και εκεί το ψηφιακό καθυποτάσσεται στον δημιουργικό ρυθμό των καλλιτεχνών.
Η ποίηση, ωστόσο. έχει ως μέσον τη λέξη και η λέξη είναι το πεδίο άλωσης της γλώσσας από τον ψηφιακό λόγο. Καθώς η πρόταση τέμνεται σε λέξεις και οι λέξεις ταξινομούνται σε λεξικά, υπάρχει μία μορφολογική τυποποίηση που εδράζεται στην απεικονιστική διάσταση της γλώσσας, την οποία ανέλυσε ο πρώιμος Βιττγκενστάιν, η οποία είναι αναπαραγωγικά αέναη με τη συνολοταυτιστική έννοια, δηλαδή της αέναης αναπροσαρμογής των δυνατών κωδικοποιήσιμων στοιχείων σε αμφιμονοσήμαντες συσχετίσεις. Είναι εύκολο για μια ψηφιακή μηχανή, ένα Μεγάλο Γλωσσικό Μοντέλο, να κωδικοποιήσει και να ανασυνθέσει ένα δεδομένο κείμενο, το οποίο, στην μαθηματική του διάσταση, αποτελεί ένα πεπερασμένο σύνολο συνδυασμών 24 βασικών συμβόλων σύμφωνα με καθορισμένους συντακτικούς κανόνες.
Η ψηφιακή μηχανή, η ΤΝ, είναι κατεξοχήν συντακτική μηχανή και στο βαθμό που το γλωσσικό φαινόμενο ανάγεται εν μέρει σε ένα βασικό συντακτικό και ένα ορισμένο λεξιλόγιο, τότε είναι ο κατεξοχήν ψηφιακός πίνακας. Εξάλλου, όλα τα υπόλοιπα δεδομένα – παρατηρήσεις των άστρων, στατιστικές μορφοποιήσεις – είναι ουσιαστικά γλωσσικές περιγραφές εξωτερικών φαινομένων, τα οποία καθ’ εαυτά δεν λέγονται.
Κινδυνεύει λοιπόν η κατεξοχήν τέχνη της γλώσσας, η λογοτεχνία και η στάλαξή της, η ποίηση, από την ψηφιακή αναπαραγωγή; Θα έλεγα όχι περισσότερο από ό,τι κινδύνευσε από την τυπογραφία.
Μπορούμε να εξετάσουμε τις κύριες διαφορές μεταξύ του ψηφιακού κώδικα και της φυσικής γλώσσας, ή μεταξύ της κωδικοποίησης και της σημασίας, ως εξής.
- Στην ψηφιακή επικοινωνία, ο κώδικας προηγείται του μηνύματος. Η μετάδοση ενός μηνύματος συνίσταται στην «κωδικοποίηση» της πληροφορίας και στη «μετάδοσή» της, οπότε ο κώδικας δεν μπορεί ποτέ να δημιουργηθεί από τους χειριστές κατά τη διάρκεια της ίδιας της διαδικασίας επικοινωνίας, καθώς η επιτυχία της επικοινωνίας εξαρτάται από την κατανόηση του δέκτη. Στην απλούστερη περίπτωση, του ψηφιακού πρόκειται για την απλή διαφορά 0/1. Στην ελληνική αλφαβητική περίπτωση, πρόκειται για τα 24 γράμματα. Αντίθετα, στη φυσική γλώσσα, το μήνυμα συνυφαίνεται με τον κώδικα κατά τρόπο απροσδιόριστο, όπως στην περίπτωση της ποιητικής σχηματισμού λέξεων ή της μετατροπής λέξεων για την έκφραση νέων συναισθημάτων ή καταστάσεων. Και στην ποιητική δημιουργία, το νόημα εξαρτάται από τους αποστολείς, οι οποίοι προσπαθούν να εκφράσουν τις εσωτερικές τους σκέψεις.
- Στην ψηφιακή επικοινωνία, ο κώδικας είναι ανεξάρτητος από το μήνυμα. Η αξία ενός μεταδιδόμενου μηνύματος είναι η λειτουργία αυτής της συγκεκριμένης ακολουθίας σε όλες τις πιθανές ακολουθίες του ίδιου κώδικα. Η επιτυχία του κώδικα είναι η δυνατότητα αμφιμονοσήμαντης ερμηνείας του. Είναι αδύνατο να ληφθεί ένα απροσδόκητο ή απρόβλεπτο, μη κωδικοποιημένο μήνυμα όσον αφορά τη μορφή της ακολουθίας και το βασικό περιεχόμενο. Αντίθετα, η φυσική επικοινωνία μπορεί να οδηγήσει σε απροσδόκητες εκφράσεις ή ασυνήθιστες απαντήσεις ή ιδιόμορφες χρήσεις λέξεων όσον αφορά τη μεταφορά, το χιούμορ, την παρεξήγηση ή την ποιητική δημιουργικότητα. Και το νόημα συνεκφέρεται με τη χειρονομία ή το ίχνος του ποιητικού υποκειμένου.
- Στην ψηφιακή επικοινωνία, ο κώδικας είναι ανεξάρτητος από τον αποστολέα. Δεδομένου ότι ο πραγματικός κώδικας προηγείται όλων των πιθανών μηνυμάτων, το σύνολο των πιθανών μηνυμάτων είναι πεπερασμένο και εξαντλητικά καθορισμένο από τους τυπικούς κανόνες σύνθεσης που παρέχει ο κώδικας. Αντίθετα, οι έννοιες των φυσικών γλωσσών είναι απεριόριστες, καθώς οι κοινωνικές μεταβολές οδηγούν στη μετατροπή των λέξεων και στην καινοτομία των πιθανών εκφράσεων στον δημόσιο λόγο. Με αυτόν τον τρόπο, τα λεξικά πρέπει να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται ετησίως με εμπειρικό, απρόβλεπτο τρόπο, επειδή οι κοινωνικές έννοιες είναι μαγματοειδείς και, ως εκ τούτου, άπειρες.
Οι άνθρωποι είναι σημασιακά όντα και η ανθρώπινη επικοινωνία διανοίγεται στην απειρία της μεταφοράς και της συνδήλωσης, στις απροσδιόριστες διακλαδώσεις της μετωνυμίας και της πολυωνυμίας, στη διαρκή προφορική τριβή των εννοιών, στην ανεξάντλητη δημιουργικότητα της λεξιπλασίας, στις απροσδιόριστες μας διαρκώς ενεργές ριζωματικές ανατροφοδοτήσεις της γλωσσικής φαντασίας από τα ιστορικά βάθη του κοινωνικού φαντασιακού.
Και ασφαλώς αυτό είναι πρόδηλο, καθότι, ως τέχνη – δημιουργική μορφοποίηση – , τουτέστιν όχι ως τεχνική – παραγωγική ανακατασκευή – η ποίηση ανήκει στην φαντασιακή-ποιητική διάσταση της γλώσσας, δηλαδή το άπειρο υπόλειμμα ή το ποιητικό μάγμα της γλωσσικής μεταφοράς, της λεξιπλασίας και της ποιητικής δημιουργίας.
Η ποίηση, ως κατεξοχήν ένδειξη της δημιουργικής φαντασίας που χαρακτηρίζει το ζων υποκείμενο, αποτελεί εξ ορισμού οριοθέτηση της κωδικοποίησης σύμφωνα με δεδομένους κανόνες, αφού αποτελεί γέννηση κανόνων εκ νέου, θραύση των δεδομένων και εκ του μηδενός μορφοποίηση της αβύσσου, κατά τον τρόπο της ατομικής συνείδησης.
Θα συμφωνήσουμε με τον Καστοριάδη, όταν λέει για τον Όμηρο:
«Είναι ο ποιητής αυτός που ποιεί, που δημιουργεί την ύπαρξη. Και ο ποιητής αυτός δεν απαγορεύει τίποτα, δεν επιβάλλει τίποτα, δεν δίνει διαταγές, δεν υπόσχεται τίποτα: λέγει.
Και λέγοντας, δεν αποκαλύπτει τίποτα-δεν υπάρχει αποκάλυψη, ούτε “ιερά κείμενα”-υπενθυμίζει.
Θυμίζει αυτό που έχει υπάρξει και συγχρόνως την καταγωγή του είναι και του δυνάμενου να είναι.”
Γιατί μιλάμε για την ποιητική γενιά του 2000?
Γιατί ανταποκρίνεται σε αυτή την κλήση της δημιουργικής αντίστασης και φαντασιακού μετασχηματισμού του υπάρχοντος. Γιατί εντοπίζει τα πεδία σύγκρουσης και καταφάσκει στη θεσμίζουσα δημιουργικότητα χωρίς καμία βεβαιότητα, ανασυγκροτώντας έτσι τα υπαρξιακά θεμέλια της αυτόνομης κοινωνικότητας, δηλαδή τη σωματική πράξη, τη συλλογική δημιουργία, την ενεργοποίηση οριζόντιων δικτύων ποιητικών κοινοτήτων – ενώ ταυτόχρονα αντηχεί και καταγγέλλει τη μοναξιά, τον κατακερματισμό, την στεγανοποίηση των σχέσεων, την καταστολή του δημόσιο χώρου, την τουριστικοποίηση του δημόσιου χρόνου – την ανθρώπινη κατάσταση στην εποχή της ψηφιακής βαρβαρότητας.
Μπορούμε να βρούμε στην ταλάντωση ανάμεσα στην εξεγερσιακή κατάφαση και τη μελαγχολική άρνηση τον Μεταξύ-Χρόνο, όπου οι παραδοσιακές ταυτοτικές αντιθέσεις αίρονται σε πολλαπλά επίπεδα – και εδώ ο ψηφιακός τρόπος της διαδικτυακής εικονικής δυνητικότητας λειτουργεί ανατρεπτικά στα θεμέλια του παραδοσιακού, που βασίζεται στην ταυτότητα και τη στατικότητα.
Αντί για παραδοσιακή αντίθεση ατομικότητας – συλλογικότητας, οι ποιήτριες εμφανίζονται ως πολύπτυχες ατομικότητες, ΄όπου οι απερίσταλτες ιδιαιτερότητες του εκάστου υποκειμένου συνδιαμορφώνουν το πεδίο μιας δημόσιας χρονικότητας.
Σε αυτή τη συνειδητά δυναμική του συγκεκριμένου και του δυνητικού, η θεσμισμένη αντίθεση παρελθόντος και μέλλοντος αίρεται μέσω της ποιητικής συνύφανσης της προσωπικής βιωμένης χρονικότητας με μία συλλογική βιωματική ιστορικότητα που συντίθεται σε ρητή αντίσταση απέναντι στον άνωθεν ρυθμισμένο χρόνο.
Η δημιουργική, συνειδητά ενεργή συνύφανση του προσωπικού και του συλλογικού χρόνου προς τη δημόσια ιστορικότητα σημαίνει και μία ρευστοποίηση των κοινωνικών ταυτοτήτων των εκάστων υποκειμένων καθώς εισέρχονται ως κόμβοι αντίστασης, στο πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης.
Μα η ρευστότητα και ευθραυστότητα των οριζόντιων δικτύων συλλογικής δημιουργικότητας, παρόμοια προς το εφήμερο των κοινωνικών κινημάτων δεν παράγει κανέναν προορισμό βεβαιότητας, καμία δεδομένη δέσμευση, καμία ιδεολογία συλλογικής αθανασίας – και εδώ εισέρχεται η μελαγχολία της κατάφασης του εφήμερου καιρού που συναρτάται με την ασφυξία της επαναληπτικής καθημερινότητας.
Και αυτή τη διπλή κίνηση της μελαγχολίας και της εξέγερσης εντοπίζει ο Λαμπρόπουλος όταν μιλά για γενιά της «αριστερής μελαγχολίας» ή θα έλεγα, ευρύτερα, της αντιεξουσιαστικής μελαγχολίας, καθώς η μελαγχολία εκφράζει την ριζική αμφισβήτηση των παραδοσιακών επαναστατικών βεβαιοτήτων που, ως βεβαιότητες έπαψαν να είναι επαναστατικές, αλλά ως ιδεολογίες, ταλαιπωρούν νοσταλγικά το πολιτικό φαντασιακό. Κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για μελαγχολία της ήττας, όπως εκείνη που περιέγραψε ο Λεοντάρης, αλλά για μελαγχολία της προδοσίας, καθώς ο 21ος αιώνας είναι αιώνας διαρκών, μα πεπερασμένων, εξεγέρσεων, που δεν συνθέτουν ένα πλήρη μελλοντικό ορίζοντα μεσσιανικών προσδοκιών, όπως οι πεπαλαιωμένες αφηγήσεις – και έτσι αδυνατούν να διαμορφώσουν ένα μία στεγανή «ιδεολογία αθανασίας» για να θυμηθούμε τον Όττο Ρανκ – μία προβολή του μετακαπιταλιστικού κόσμου. Μα έτσι, οι εξεγέρσεις επίσης διαφεύγουν τους κινδύνους του ενιαίου μεσσιανισμού, την ιεραρχική χειραγώγηση.
Η ατομικότητα ισούται με τη συλλογικότητα στον ποιητικό διάλογο, γιατί η συλλογικότητα δεν συνιστά ενιαίο υπερβατικό υποκείμενο αλλά δίκτυο αληθινών, ενσώματων υποκειμένων. Δεν αποτελεί προβλέψιμο δεδομένο, αλλά ζωντανή χρονικότητα, ρήξη της επανάληψης.
Ο Μερλώ-Ποντύ λέει πως ο άνθρωπος εμφανίζεται:
“σαν ένα παραχθέν-παράγον, σαν ο τόπος όπου η αναγκαιότητα μπορεί να μετασχηματισθεί σε ελευθερία”.
Ο ψηφιακός λόγος προσφέρει μια ιδεολογία άρνησης της θνητότητας μέσω της ψηφιακής μεταγραφής του-εδώ-και-τώρα στο άπειρο της αέναης επανάληψης του δεδομένου.
Αντιθέτως η ποίηση εμφανίζεται ως έμπρακτη αποδοχή της θνητότητας, μέσω της αυτοδημιουργίας του αλλού-και-του-άλλοτε συμπυκνωμένο στην έκφραση του εδώ-και-τώρα. Αν θέλαμε να βρούμε τη διαλεκτική εικόνα και τον Ακαριαίο Χρόνο του Μπένγιαμιν, θα μπορούσαμε να τη βρούμε στην αντιστροφή του Γκίνσμπεργκ που τόλμησε ο Πρεβεδουράκης «είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου» που εκφράζει την καινούργια αδιανόητη μοναχικότητα του ψηφιακού ανθρώπου με την πολλαπλότητα των συνδηλώσεων και την υπονοούμενη μα άρρηκτη, νοσταλγία για τα κοινοβιακά οράματα μιας άλλης ελευθερίας του ανοιχτού ορίζοντα – αλλά και σαν σχολιασμός της παγκοσμιοποιημένης λογοτεχνίας που συνενώνει τους αφηγηματικούς οδοδείκτες σε έναν διαπολιτισμικό λαβύρινθο αναφορών.
Μα η ποιητική γενιά της «αριστερής μελαγχολίας» δεν νοσταλγεί την ήττα γιατί δεν έζησε την τελική μάχη συλλογικά, ως στράτευση σε ένα όραμα πλήθους – αλλά τη ζει ως πολλαπλές αψιμαχίες καθημερινών μικρών απωλειών που όλα συνθέτουν μία χαρτογράφηση ατομικών τραυμάτων και διάστικτων πληγών που όμως είναι συνάμα μονομαχίες – μα είναι η γενιά που δεν προσδιορίζεται από τη φόρμα ή το θέμα, αλλά ακριβώς από την εκρηκτική κίνηση πέρα από την ατομικότητα μέσω της ατομικότητας, προς την αναδημιουργία των ελεύθερων δικτύων χωρίς δεσμευτική παραχώρηση του προσωπικού βιώματος και του ανεξάρτητου σώματος σε εξωγενείς σκοπούς. Μοιάζει δίχως προσανατολισμό διότι βρίσκεται σε δημιουργία ενός πολύπτυχου προσανατολισμών με κοινό πεδίο την αντίσταση στην βαρβαρότητα.
Σηματοδοτεί μία πρώτη δέσμη αποκρίσεων και αντιστάσεων από υποκείμενα που βιώνουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό στην γέφυρα μεταξύ του παλαιού, βιομηχανικού και του σύγχρονου, βιοψηφιακού κόσμου. Η ποίηση αρθρώνεται ως αποκεντρωμένο δίκτυο αντιστάσεων στην ανθρωπολογική κρίση και στην κυριαρχία του ψηφιακού λόγου, με πολλαπλές αφετηρίες των ιδιαίτερων υποκειμενικοτήτων που φέρουν ως κοινό ορίζοντα τον δημόσιο χρόνο που συνθέτει – είτε αυτός βιώνεται μελαγχολικά, ως προδοσία προσδοκιών, είτε εξεγερσιακά ως καιρός που εγκυμονεί τη βιαιότητα της ρήξης – ένα συλλογικό ποιητικό παρόν.
Και έτσι είναι μια ποίηση που αγκαλιάζει το εφήμερο, που ριζοσπαστικοποιεί την έκφραση, που δημιουργεί παράδοξες γέφυρες με το εκτός ποίησης φέρνοντας το σώμα της ποιήτριας απέναντι στο ψηφιακό άβαταρ.
Αυτό είναι ένα ζωντανό ρεύμα ποιητικής δημιουργίας που διασπά την απομόνωση των υποκειμένων και την περιχαράκωση του δημόσιου χρόνου και χώρου, αναπλάθοντας τις κατηγορίες και αμφισβητώντας έμπρακτα τον αριστοτελικό διαχωρισμό ποιήσεως και πράξης.
Αν αποτύχουν, πέτυχαν. Υπάρχουν και οι άλλοι ποιητές, οι φιλολογίζοντες, οι αττικίζοντες, οι αντιδραστικοί της φόρμας και του γλωσσικού σωβινισμού.
Μα η ποίηση δεν είναι εξ ορισμού ριζοσπαστική.
Η ρήξη είναι εξ ορισμού ποιητική.