Κρίση και αυτοδιαχείριση στον 21ο αιώνα (Αντρές Ρουτζέρι)

0

Δημοσιοποιούμε το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που τιτλοφορείται «Κρίση και Αυτοδιαχείριση στον 21ο αιώνα» στο οποίο συμμετέχει ο Αντρές Ρουτζέρι (Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άϊρες). Η συλλογικότητα «Εναλλακτική Δράση για ποιότητα ζωής» έχει ξεκινήσει τη μετάφραση για την έκδοση του βιβλίου αυτού, σχετικού με την αυτοδιαχείριση. Το βιβλίο έχει τίτλο «Κρίση και αυτοδιαχείριση στον 21ο αιώνα» και συγγραφείς είναι τρεις πανεπιστημιακοί, ο Αντρές Ρουτζέρι (Πανεπιστήμιο Μπουένος Άιρες, Αργεντινή), ο Ενρίκε Νοβάες (Πανεπιστήμιο Σάο Πάολο, Βραζιλία) και ο Μαουρίτσιο Σαρδά (Πανεπιστήμιο Σάντα Καταρίνα, Βραζιλία). Οι δυο πρώτοι ήρθαν πρόσφατα στη χώρα μας καλεσμένοι της Εναλλακτικής Δράσης και μίλησαν σε σειρά εκδηλώσεων με θέμα την αυτοδιαχείριση.

Κρίση και αυτοδιαχείριση στον 21ο αιώνα – Αντρές Ρουτζέρι

Όταν τον Δεκέμβριο του 2001 η έκρηξη του νεοφιλελευθερισμού στην Αργεντινή έστρεψε την προσοχή του κόσμου στα μεγάλα κοινωνικά κινήματα που εμφανίστηκαν ή δυνάμωσαν εν μέσω της τεράστιας κρίσης που περνούσε η χώρα, ακτιβιστές και ακαδημαϊκοί από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, που ασχολούνταν γενικά με το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, είδαν με ενδιαφέρον να αναπτύσσεται στην Αργεντινή ένα από τα πιο εντυπωσιακά και ελπιδοφόρα κινήματα, τα εργοστάσια που καταλήφθηκαν από τους εργάτες τους ή, πιο σωστά, τις επιχειρήσεις που ανακτήθηκαν από τους εργάτες τους.

Αν και γνωρίζουμε ότι περιπτώσεις εργατικής αυτοδιαχείρισης σε επιχειρήσεις ή εργοστάσια που πτώχευσαν ή εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους είχαν υπάρξει και στο παρελθόν, τόσο στην Αργεντινή όσο και σε άλλες χώρες του κόσμου, αυτή ήταν η πρώτη φορά, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες, που η αυτοδιαχείριση εξελίχθηκε σε ένα κίνημα με τα δικά του χαρακτηριστικά και ταυτότητα.

Η μαζική εμφάνιση ανακτημένων επιχειρήσεων συνέβη σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής που, κατά τη δεκαετία του ’90, ήταν ο «καλύτερος μαθητής» του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και εφάρμοσε κατά γράμμα τις υποδείξεις της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» [1] Με αυτόν τον τρόπο, η χώρα τιμωρήθηκε παραδειγματικά πληρώνοντας με το πιο υψηλό κοινωνικό κόστος στον κόσμο το τίμημα της υποταγής στην απόλυτη ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Η εμφάνιση των ανακτημένων πιχειρήσεων έδειξε, επίσης, ότι υπάρχει ελπίδα και προοπτική να γεννηθούν εναλλακτικές πολιτικές απέναντι σε μια παγκοσμιοποίηση που φαινόταν αδιαμφισβήτητη μετά την κατάρρευση του σοβιετικού σοσιαλισμού και του κεντρικά σχεδιασμένου και αυταρχικού οικονομικού μοντέλου του. Διανοούμενοι από τις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες που ασκούν κριτική στην παγκοσμιοποίηση, όπως οι συγγραφείς της ταινίας «La Toma», Avi Lewis και Naomi Klein [2] διατύπωσαν την άποψη ότι τα εγχειρήματα εργατικής αυτοδιαχείρισης σε μια χώρα όπως η Αργεντινή θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για να δείξουν ότι είναι εφικτό ένα άλλο μοντέλο οικονομικής διαχείρισης, εναλλακτικό στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Πόσοι από εκείνους τους ακτιβιστές, που ήρθαν στον Νότο του κόσμου για να δουν πώς εφαρμόζεται το παράξενο φαινόμενο της εργατικής αυτοδιαχείρισης, σκέφτηκαν σοβαρά ότι οι πιο «αναπτυγμένες» καπιταλιστικές χώρες θα βίωναν βαθιά κρίση σε λιγότερο από 10 χρόνια αργότερα, όταν η Αργεντινή και, γενικότερα, η Λατινική Αμερική, άρχισε να ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης; Έναν δρόμο που, χωρίς να στοχεύει στην υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος [3] μας επέτρεψε να ανακτήσουμε τους σημαντικότερους κοινωνικούς δείκτες και να κοιτάζουμε το μέλλον με αισιοδοξία; Οι περιπτώσεις εργατικής αυτοδιαχείρισης που θεωρήθηκαν σχεδόν ως ένα επιθυμητό εξωτικό φαινόμενο, που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στο πλαίσιο της κρίσης ενός αδύναμου κράτους και της εύθραυστης οικονομίας μιας τριτοκοσμικής χώρας, έγιναν δυνητική πραγματικότητα και σε χώρες της ευημερούσας Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι το παράδειγμα των ανακτημένων επιχειρήσεων άρχισε να μελετάται με άλλη οπτική. Η αρχική περιέργεια αντικαταστάθηκε από την προσοχή σε κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε κοινωνία.

Κρίση και αυτοδιαχείριση στη Λατινική Αμερική

Στην Αργεντινή και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η ανάκτηση των επιχειρήσεων από τους εργαζομένους είναι μια διαδικασία που έχει κερδίσει σε φήμη παρά τη μικρή επίδραση που έχει με ποσοτικούς όρους. Υπάρχουν ανακτημένες επιχειρήσεις σε όλες σχεδόν τις χώρες της Νότιας Αμερικής, όπως και στο Μεξικό, αν και έχουν καθιερωθεί ως κίνημα με κάποια βαρύτητα μόνο στην Ουρουγουάη, τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Στη Βενεζουέλα, οι διαδικασίες κατάληψης και αυτοδιαχείρισης οδηγούν σε ένα είδος συνδιαχείρισης προσανατολισμένης στις πολιτικές της Μπολιβαριανής κυβέρνησης, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει επεκτείνει τις δυνατότητες λαϊκής συμμετοχής και σε παραγωγικές μονάδες που λειτουργούν συλλογικά, όπως είναι τα εργοστάσια, μέσω της συγκρότησης εργατικών συμβουλίων, αλλά και οι κομμούνες. [4]

Σε χώρες όπως το Μεξικό [5], το φαινόμενο των ανακτημένων επιχειρήσεων δεν είναι άγνωστο. Όμως, παρά την ύπαρξη μεγάλων συνεταιρισμών που προέρχονται από συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και κοινωνικές συγκρούσεις, οι ανακτημένες επιχειρήσεις δεν έχουν αποκτήσει τη δική τους ταυτότητα, διαφοροποιημένη από τους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς, επομένως η αυτοδιαχειριστική διαδικασία εξαντλείται στα πλαίσια της συνεταιριστικής ή της αλληλέγγυας οικονομίας γενικότερα.

Όσον αφορά τη Βραζιλία, οι πρώτες περιπτώσεις ανάκτησης επιχειρήσεων εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, αλλά μειώθηκαν τα επόμενα χρόνια. Αν και δημιουργήθηκαν συνεταιριστικές ενώσεις όπως η ANTEAG και η UNISOL [6] όμως η γενική εικόνα δείχνει ότι υπάρχει διασπορά και αφομοίωση με τα υπόλοιπα εγχειρήματα της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας, όπως εξηγείται από τους Chedid, Novaes και Sardá. [7] Η Ουρουγουάη και η Αργεντινή, από την πλευρά τους, συνθέτουν μια πιο ομοιογενή πραγματικότητα, ενώ στην Αργεντινή, όπου η κρίση του 2001 δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε αρκετές κατηγορίες επιχειρήσεων και εργοστασίων που καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους, όταν έκλεισαν εξαιτίας της κρίσης και μετατράπηκαν σε αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα και ένα κίνημα που τράβηξε την παγκόσμια προσοχή για τη δυναμική που επέδειξε να αμφισβητεί την ιδιωτική ιδιοκτησία και την καπιταλιστική διαχείριση των οικονομικών μονάδων.

Χωρίς να πλατειάσουμε με την περίπτωση της Αργεντινής στην οποία έχουμε λεπτομερώς αναφερθεί σε πολλά έργα, συμπεριλαμβανομένου και του κεφαλαίου 7 αυτού του βιβλίου [8], στα έργα αυτά μπορούμε να επισημάνουμε ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την ανάπτυξη διαδικασιών εργατικής αυτοδιαχείρισης σε πολύ δύσκολες συνθήκες, που είχαν και χαρακτήρα και καθαρά αγωνιστικής υπεράσπισης κατακτήσεων, όπως είναι η αντίσταση στην απώλεια θέσεων εργασίας σε καταστάσεις γενικευμένης κρίσης, χωρίς υποστήριξη, ούτε κάποια σημαντική παρέμβαση από πολιτικά κόμματα, συνδικάτα ή κρατικά προγράμματα. Πρόκειται για αυτοδιαχειριστικές διαδικασίες που δεν προέρχονται, καταρχήν, από μια επαναστατική ή αντικαπιταλιστική διάθεση, αλλά από την κατάσταση ανάγκης και εγκατάλειψης στην οποία βρέθηκαν οι εργάτες. Αυτή η κατάσταση, που οδήγησε σε συγκρούσεις για την κατάληψη των εργοστασίων, οδήγησε στη συγκρότηση εργατικών συνεταιρισμών, οι οποίοι παρά τις προβλέψεις, πέτυχαν όχι μόνο να ξεπεράσουν το πρώτο και αποφασιστικό εμπόδιο της επαναλειτουργίας των εργοστασίων και των υπολοίπων εγκαταστάσεων χωρίς κεφάλαια και, μάλιστα, σε συνθήκες πλήρους απραξίας, αλλά και με την καθιέρωση διαδικασιών συλλογικής διαχείρισης, χωρίς αφεντικά ή κρατική προστασία και, το πιο σημαντικό, χωρίς προηγούμενη θεωρία για το πώς θα οργανωθεί αυτή η δύσκολη πορεία. Πρόκειται, δηλαδή, για μια αυθεντική εργατική εμπειρία που πραγματοποιείται στις δύσκολες συνθήκες μιας καταστροφικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα στηρίζεται στη δημιουργικότητα των πρωταγωνιστών της να ξεπεράσουν μια δομικά αδιέξοδη κατάσταση. Επίσης, πρέπει να ειπωθεί ότι αυτός ο δρόμος της αυτοδιαχείρισης κατέστη δυνατός μέσω της υποστήριξης ισχυρών δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, τα οποία παρείχαν όχι μόνο την κλασική μαχητική υποστήριξη, αλλά και καινοτόμες ιδέες και πρωτοβουλίες για το άνοιγμα των εργοστασιακών χώρων σε δραστηριότητες που δεν ήταν αυστηρά οικονομικές, ή, τουλάχιστον, πολύ διαφορετικές και σε πλήρη αντίθεση με την καπιταλιστική αντίληψη για τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Παράλληλα, οι ανακτημένες επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με τον περιορισμό του να μην μπορούν να ξεπεράσουν κάτι που, αναμφίβολα, είναι έξω από τη δική τους αυτοδιαχειριστική λογική, δηλαδή, τις καπιταλιστικές ανταλλακτικές σχέσεις στις οποίες συνεχίζουν να υπόκεινται ως παραγωγικές μονάδες. Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, συνεχίζουν να λειτουργούν ως επίσημες επιχειρήσεις στους κόλπους της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτό, φυσικά, οδηγεί σε μια ολόκληρη σειρά περιορισμών και πιέσεων που οριοθετούν την αυτοδιαχειριστική και αλληλέγγυα λογική στο εσωτερικό των διαδικασιών.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι ανακτημένες επιχειρήσεις αυξάνονται σε ποσότητα, σε αριθμό εργαζομένων και σε οικονομική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια, όπως τεκμηριώνεται από τις έρευνες της ομάδας «Πρόγραμμα Ανοιχτή Σχολή» του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες – οι περιπτώσεις ανακτημένων επιχειρήσεων ανέρχονται σήμερα σε 310 περίπου, με 15.000 εργαζόμενους. [9] Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι η απόλυτη πλειοψηφία των ανακτημένων επιχειρήσεων δημιουργείται με τη μορφή των συνεταιρισμών, τίθεται το ερώτημα: Γιατί προσπαθούμε να εντοπίσουμε αυτές τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που έχουν συγκροτηθεί με διαφορετική μορφή και ποια πολιτική και οικονομική σημασία έχει ή μπορεί να έχει αυτό;

Κατά τη γνώμη μας, το ενδιαφέρον για την ανακτημένη επιχείρηση δεν είναι μόνο η διαδικασία αυτοδιαχείρισης που, λόγω διαφορετικών συνθηκών, καταλήγει να εκφράζεται ως συνεταιρισμός. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, ολόκληρη η διαδικασία με την οποία μια επιχείρηση ιδιωτικής ιδιοκτησίας και καπιταλιστικής διαχείρισης, η οποία εκμεταλλεύεται τη μισθωτή εργασία, περνά σε συλλογική διαχείριση των πρώην εργαζομένων, ποια προβλήματα δημιουργούνται και ποια συμπεράσματα προκύπτουν από αυτή τη διαδικασία; Προβλήματα, που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι παρόμοια με εκείνα των υπολοίπων συνεταιρισμών, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις παρόμοια με τα προβλήματα εκείνων των περιόδων και των ιστορικών διαδικασιών, όπου αναπτύχθηκε αυτό που ο μαρξισμός του 20ού αιώνα αποκαλούσε «εργατικό έλεγχο» και τα αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα προτίμησαν να ονομάσουν κολεκτιβοποιήσεις ή κοινωνικοποιήσεις. [10]

Θα επιμείνουμε στην ιδέα της ιδιαιτερότητας σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν, αφενός, τη διαδικασία συγκρότησης και λειτουργίας των ανακτημένων επιχειρήσεων σε σχέση με το συνεταιριστικό κίνημα γενικότερα και, αφετέρου, τα πολύ διαφορετικά φαινόμενα της λεγόμενης κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Το πρώτο είναι, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η ίδια η διαδικασία, μέσω της οποίας μια καπιταλιστική επιχείρηση, με την ιεραρχική και κάθετη λειτουργία που τη χαρακτηρίζει και τον πρωταρχικό σκοπό της συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας (όποια και αν είναι η δραστηριότητά της, είτε στον τομέα της παραγωγής είτε στον τομέα των υπηρεσιών), αλλάζει και λειτουργεί με συλλογική διαχείριση από τους εργαζομένους της. Αν και η προέλευση αυτής της διαδικασίας μπορεί να εντοπιστεί στην προέλευση πολλών ιστορικών συνεταιρισμών, ακόμη και στις απαρχές του συνεταιρισμού, όμως διαφέρει από τη σύσταση συνεταιριστικών επιχειρήσεων χωρίς προηγούμενη εμπειρία ιδιωτικής διαχείρισης, όχι μόνο στη μετατροπή της κάθετης διαχείρισης σε συλλογική, αλλά στο γεγονός της κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Ακόμη και χωρίς αυτό να σημαίνει γενίκευση της διαδικασίας κοινωνικοποίησης ή κολεκτιβοποίησης, περιέχει από μόνο του μια βαθιά αμφισβήτηση των θεμελίων της καπιταλιστικής διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ο δεύτερος σημαντικός λόγος, για τον οποίο διαφοροποιούνται οι ανακτημένες επιχειρήσεις από άλλες συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι η αναμφισβήτητη υπαγωγή των εμπειριών της ανάκτησης στους αγώνες της εργατικής τάξης. Μπορούμε, δηλαδή, να υποστηρίξουμε ότι σε όλα ή τα περισσότερα από τα εγχειρήματα συνεταιρισμών και αλληλέγγυας οικονομίας είναι πρωταγωνιστικός ο ρόλος των εργαζομένων. Όμως υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στην πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων και σε αυτές τις επιχειρήσεις που προέρχονται από μια συγκρουσιακή διαδικασία, η οποία έχει τις ρίζες της στην καρδιά των αντιθέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτή η διαφορά εντοπίζεται στην εγκατάλειψη των επιχειρήσεων από τα αφεντικά και στην κατάληψη από τους εργάτες, ή στη σύγκρουση που είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψης ή του αναγκαστικού κλεισίματος. Από την άλλη πλευρά, αυτή η διαφορά είναι μέρος της αυτοαντίληψης που έχουν οι πρωταγωνιστές της ανάκτησης ως εργαζόμενοι, παρά ως μέλη ενός συνεταιρισμού, ή ως «αποκλεισμένοι», ένας χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε εργαζόμενους που χάνουν την αίσθηση του ανήκειν στην τάξη που ζει από την εργασία της. [11] Η ανάκτηση επιχειρήσεων και εργοστασίων από εργάτες ως ακραία μέθοδος υπεράσπισης της απασχόλησης, και στη συνέχεια ως αυτοεπιβεβαίωση της ταυτότητάς τους ως εργάτες χωρίς αφεντικά, θέτει επίσης σε αμφισβήτηση τις μορφές οργάνωσης και τα παραδοσιακά εργαλεία πάλης του εργατικού κινήματος, δηλαδή, τον ρόλο των συνδικάτων, των κλασικών πολιτικών κομμάτων και, επίσης, των ίδιων των συνεταιρισμών, που στην πλειονότητά τους, προς το παρόν, είναι απομακρυσμένοι από την παλιά κοινή καταγωγή με τα εργατικά κινήματα.

Αυτό μας οδηγεί επίσης στην επανεξέταση της ίδιας της συνεταιριστικής ιδεολογίας. Σε δύο αιώνες ιστορίας, η συνεταιριστική ιδέα κατάφερε να θεσμοθετηθεί (η διαδικασία θεσμοθέτησης άρχισε στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον συνεταιρισμό Rochdale και παγιώθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα στην Ευρώπη και λίγο αργότερα στη Λατινική Αμερική και άλλες περιοχές του κόσμου) [12] και να γίνει μια επιχειρηματική μορφή που δεν είναι ανταγωνιστική στη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Ο χαρακτηρισμός ως αυτοδιαχειριστικών διαδικασιών στους συνεταιρισμούς, μπορεί να είναι παραπλανητικός αν δεν αναλύσουμε το πώς λειτουργεί η συντριπτική πλειονότητα των συνεταιρισμών, που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο της επίσημης συνεταιριστικής ιδεολογίας, η οποία είναι πλατιά διαδεδομένη σε όλο τον κόσμο. Ο μεγαλύτερος αριθμός μελών συνεταιρισμών (σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Συνεταιριστικής Συμμαχίας) [13] ανήκει σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς ή σε συνεταιρισμούς παροχής υπηρεσιών ή πιστώσεων, οι οποίοι δεν προϋποθέτουν τη συμμετοχή αυτού του πλήθους των συνεταιρισμένων με άλλο τρόπο, παρά μόνο ως καταναλωτές ή δικαιούχοι των παροχών.

Η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας στους συνεταιρισμούς είναι μια συζήτηση που έχει αρχίσει πολύ πρώιμα (ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα) [14] ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τους συνεταιριστικούς θεσμούς και αποτελεί πραγματικότητα σε πάρα πολλούς συνεταιρισμούς που ιδρύθηκαν στην εποχή μας, σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στα πιο γνωστά παραδείγματα επιτυχημένων συνεταιρισμών, όπως είναι ο συνεταιρισμός Modragón στην Ισπανία ή οι μεγάλοι συνεταιριστικοί όμιλοι στην Ιταλία. [15] Η εξομοίωση των ανακτημένων επιχειρήσεων της Αργεντινής με τους θεσμικούς συνεταιριστικούς είναι δύσκολο να γίνει, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν και οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί αλλά και το κράτος, διότι είναι σαφέστατη η ταξική διαφορά που έχουν οι συνεταιρισμοί από τις ανακτημένες επιχειρήσεις, την οποία (διαφορά) αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι των ανακτημένων επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, έχουν την ικανότητα να αμφισβητούν ότι η ανάκτηση, που είναι εμπειρία εργατικής καταγωγής, μπορεί να εκφρασθεί στους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς και στους θεσμούς τους. Η συζήτηση που επιχειρείται και πάλι σχετικά με το περιεχόμενο του παλιού συνεταιριστικού ιδεώδους με όρους αυτοδιαχείρισης, που είναι βασισμένη στην έλλειψη πολιτικής αποτύπωσης της ταυτότητας και των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ της ιδεολογίας του συνεταιρισμού και της αυτοδιαχείρισης, σημαίνει επανεξέταση των σκοπών, των στόχων και των αρχών του συνεταιριστικού κινήματος.

Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει την επιστροφή στην αρχή της ιστορικής πορείας του συνεταιριστικού κινήματος ως κινήματος δράσης των εργατών για τη διαμόρφωση μιας μη καπιταλιστικής οικονομικής λογικής, στην οποία όχι μόνο πρέπει να γίνονται σεβαστές οι αρχές της αλληλεγγύης και της αυτοδιαχείρισης, αλλά πρέπει να καταστεί σαφής η απόρριψη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των μισθωτών.

Από κρίση σε κρίση

Για εμάς τους Αργεντινούς και γενικότερα για τους Νοτιοαμερικανούς, που βιώνουμε την κρίση ως κάτι επαναλαμβανόμενο στις ζωές των τελευταίων γενεών, η κατάσταση σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα μοιάζει σαν μια ταινία που την έχουμε ξαναδεί. Είναι η κρίση που προκαλείται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και επιδεινώνεται συνεχώς, ενώ παράλληλα προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί είναι οι παλιές και γνωστές συνταγές της «λιτότητας». Συνταγές, που οδηγούν στην ανεργία εκατομμύρια εργαζόμενους, που περικόπτουν τις δαπάνες του προϋπολογισμού για την κοινωνική προστασία, που αναγκάζουν τα κράτη να ιδιωτικοποιούν τις δημόσιες επιχειρήσεις και να μειώνουν τα κονδύλια για κοινωνικές παροχές, οι οποίες καταχτήθηκαν με σκληρούς αγώνες πριν από δεκαετίες. Αντίθετα, διατίθενται τεράστια κονδύλια από τον προϋπολογισμό για την ενίσχυση των μηχανισμών καταστολής εναντίον των αναπόφευκτων κοινωνικών διαμαρτυριών και παράλληλα παρέχονται κάθε είδους διευκολύνσεις στο κεφάλαιο, ώστε να κινείται ελεύθερα για ανεύρεση καλύτερων συνθηκών εκμετάλλευσης της εργασίας με στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών. Ιδιαίτερα, μάλιστα για τις τράπεζες, παρά το γεγονός ότι είναι υπεύθυνες για την κρίση, διατίθενται τόσο μεγάλα ποσά από δημόσια έσοδα, με πρόφαση τη διάσωσή τους που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουν διατεθεί. Η διαφορά μεταξύ μιας κρίσης με αυτά τα χαρακτηριστικά στην περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος και μιας κρίσης στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ότι στην πρώτη περίπτωση, στις οικονομίες που φαίνονται ασταθείς επιβάλλεται έντονος συγκεντρωτισμός, στηρίζονται οι θεσμοί και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που «κινδυνεύουν» λόγω της κρίσης, ενισχύεται η ιδεολογική και πολιτιστική ηγεμονία του καπιταλισμού, και παράλληλα (ενισχύεται) η κατασταλτική και θεσμική λειτουργία των κρατών και η ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους ως θεματοφύλακες των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά, τα εργατικά και λαϊκά κινήματα αυτών των χωρών, φαίνονται να βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση και δυσκολεύονται να οργανώσουν αγώνες και να προβάλλουν αντίσταση, λόγω των πολλαπλών θεσμών κοινωνικής προστασίας που είχαν πετύχει να κατακτήσουν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό, ταυτόχρονα, έχει σαν αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται τα «αντισώματα» του αγώνα, όπως και η εργατική οργάνωση που θα συνέβαλε σε μια γρήγορη αντίδραση, κάτι που θα είχε σημαντικό κόστος για την καπιταλιστική διακυβέρνηση. Ο κομφορμισμός και η παραίτηση από τη διεκδίκηση αλλαγών που είναι εφικτές, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και μεταρρυθμιστικών προτάσεων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που είναι το πλειοψηφικό ρεύμα στην ευρωπαϊκή αριστερά έχει σαν αποτέλεσμα τα κόμματα αυτά να αποδυναμώνονται και να προσαρμόζονται στο σύστημα ή να μετατρέπονται στην «ανθρώπινη» εκδοχή του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, οδηγεί, στην έλλειψη διάθεσης για αγώνα και στη δημιουργία κλίματος απογοήτευσης στα μέλη και τους οπαδούς τους.

Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το κλείσιμο επιχειρήσεων και, γενικότερα, παραγωγικών δομών στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι αγώνες των εργαζομένων. Η περίπτωση του εργοστασίου παραθύρων και πορτών Republic στο Σικάγο είναι μια από τις πιο γνωστές στη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, είναι πολύ πιο σημαντικό γεγονός, η διαδικασία ανάκτησης επιχειρήσεων στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Επιχειρήσεις όπως η ΒΙΟΜΕ στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα, παίζουν, όσον αφορά την αγωνιστική δράση, τον ρόλο που έπαιξαν τα εργοστάσια Zanón (βιομηχανία κεραμικών) ή η IMPA (βιομηχανία μετάλλων και πλαστικών) για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές ανακτημένες επιχειρήσεις στην Αργεντινή, την περίοδο αμέσως μετά τον Δεκέμβριο του 2001.

Υπάρχουν , επίσης, και άλλα παραδείγματα, που είναι λιγότερο γνωστά στις χώρες τους, ακόμη και στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως αρκετοί συνεταιρισμοί που μπορούμε κάλλιστα να τους εντάξουμε στις ανακτημένες εταιρείες στην Ισπανία, ειδικά στην Καταλονία, ή άλλους σε διάφορα μέρη της Γαλλίας, ορισμένοι από αυτούς με αρκετά χρόνια λειτουργίας. Όσον αφορά στην Ιταλία, ο νόμος επιτρέπει τη σύσταση συνεταιρισμών από διαδικασίες πτώχευσης. Αλλά και εκεί, όπως συνηθίζεται όταν αυτές οι χρεοκοπίες είναι ξαφνικές και σε πολλές περιπτώσεις δόλιες, οι αντικειμενικές δυσκολίες για τους εργαζόμενους προκειμένου να αναλάβουν τις επιχειρήσεις είναι μεγάλες και δαιδαλώδεις, ενώ υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τις διαστάσεις, ακόμη και για τη μορφή που θα έχει η ανάκτηση. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν την ύπαρξη πολλών δεκάδων ανακτημένων επιχειρήσεων, αλλά οι περιπτώσεις που κατατάσσονται σε αυτή την κατηγορία είναι μέχρι στιγμής πολύ λίγες, όπως η Officine Zero στη Ρώμη και η Rimaflow, στο Μιλάνο. [16] Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, πρόκειται για κλειστά εργοστάσια που έκλεισαν και έχουν πολύ λίγες πιθανότητες να ξαναλειτουργήσουν με την προηγούμενη δραστηριότητα. Τα εργοστάσια καταλήφθηκαν από πρώην εργάτες τους και μια ετερογενή ομάδα κοινωνικών και πολιτικών ακτιβιστών και τείνουν περισσότερο να επαναλάβουν αναπαράγουν το παράδειγμα του «ανοιχτού εργοστασίου» της Αργεντινής. Ενός εργοστασίου, δηλαδή, που αποτελεί έδρα πολλαπλών δραστηριοτήτων, πολιτιστικών και επαγγελματικών, όπως και αλληλέγγυας επιχειρηματικότητας, χωρίς πολλές δυνατότητες ανάκαμψης ως βιομηχανικής μονάδας.

Αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ορισμένες ιδιαιτερότητες στις ευρωπαϊκές ανακτημένες επιχειρήσεις, που ακόμη δεν είναι πολύ γνωστές. Η πρώτη (ιδιαιτερότητα) είναι ότι, σε αντίθεση με τους Λατινοαμερικανούς, οι Ευρωπαίοι, γενικά, φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες στη δημιουργία δικτύων αλληλέγγυας υποστήριξης και βοήθειας προς τα εγχειρήματα, αν και περιπτώσεις όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω οφείλουν μεγάλο μέρος των πιθανοτήτων επιβίωσής τους στην ύπαρξη αυτών των δικτύων. Η δεύτερη διαφορά είναι ότι οι θεσμοί κοινωνικής ασφάλισης, που υπάρχουν ακόμη στις ευρωπαϊκές χώρες προβλέπουν ότι η μισθοδοσία των εργαζόμενων δεν σταματά με το κλείσιμο των επιχειρήσεων, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των επιχειρήσεων που κλείνουν στην Αργεντινή και γενικότερα στη Λατινική Αμερική. Τα ταμεία ανεργίας (όπως είναι το «paro», στην Ισπανία) επιτρέπουν στους εργαζόμενους να έχουν κανονικό εισόδημα για ορισμένο χρονικό διάστημα, γεγονός που καθυστερεί τη στιγμή που οι πρώην εργαζόμενοι θα αντιμετωπίσουν συνθήκες ζωής χωρίς κάποιο εισόδημα. Το γεγονός αυτό αποτρέπει από την ανάγκη να καταφύγουν σε ριζοσπαστικές μορφές αγώνα, προκειμένου να κρατήσουν τις δουλειές τους.

Η αντίληψη για το βάθος της κρίσης και την κρισιμότητα της κατάστασης σχετικά με τη χρόνια διαρθρωτική ανεργία είναι επίσης διαφορετική (ανάμεσα στους Ευρωπαίους και τους Λατινοαμερικανούς εργαζόμενους), ειδικά στα πρώτα στάδια της κρίσης, και η ιδέα ότι η επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης θα είναι ένα προσωρινό φαινόμενο βρίσκεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, πίσω από την έλλειψη αντίδρασης των εργαζομένων τη στιγμή που χάνουν τις δουλειές τους. Η συνενοχή που έχει η πλειοψηφία των συνδικάτων για αυτή την κατάσταση, όπως και η έλλειψη οράματος εκ μέρους τους συμβάλλει επίσης (κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στη Λατινική Αμερική) στην παθητικότητα του εργατικού κινήματος, που βρίσκεται σε υποχώρηση σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες και χωρίς ικανότητα αντίδρασης, και εξαιτίας των πολιτικών σχέσεων με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν αυτά, σε ορισμένες χώρες, βρίσκονται στην κυβέρνηση. Η έλλειψη αντίδρασης τη στιγμή του κλεισίματος των επιχειρήσεων και η παρατεταμένη δυνατότητα επιβίωσης των εργαζόμενων [17] με τη στήριξη των ταμείων ανεργίας, σε συνδυασμό με την ιδεολογική ηγεμονία του κεφαλαίου σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού, δομημένη έντεχνα γύρω από την οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται να καθυστερούν σημαντικά τις διαδικασίες συνειδητοποίησης της πραγματικής κατάστασης. Μέχρι τη λήξη της καταβολής των επιδομάτων ανεργίας, όχι μόνο έχουν κλείσει οριστικά οι επιχειρήσεις, αλλά και οι εργατικές συλλογικότητες διαλύονται πλήρως, αφήνοντας κάθε εργαζόμενο ελεύθερο να φύγει ατομικά.

Εκτός αυτών που αναφέρθηκαν, υπάρχει ένα άλλο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τις ευρωπαϊκές ανακτημένες επιχειρήσεις από τις νοτιοαμερικανικές, που σχετίζεται με τη φύση της κρίσης. Σε πολλά από τα πιο γνωστά παραδείγματα ανακτημένων επιχειρήσεων, όπως η γαλλική Fralib, ένα εργοστάσιο τσαγιού στα περίχωρα της Μασσαλίας ή η ιταλική Rimaflow, το κλείσιμο της οποίας δεν οφειλόταν σε πραγματική χρεοκοπία, αλλά ήταν απόφαση των επιχειρηματιών προκειμένου να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα του χαμηλότερου κόστους της εργατικής δύναμης που υπάρχει σε άλλες περιοχές του κόσμου, ιδιαίτερα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το κλείσιμο και των δύο εργοστασίων δεν οφειλόταν, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις της Αργεντινής ή της Βραζιλίας, σε απόφαση τερματισμού της παραγωγικής δραστηριότητας, λόγω αδυναμίας λειτουργίας της επιχείρησης ή από συμφέρον για μεταβίβαση των μετοχών στη χρηματοπιστωτική αγορά, αλλά για μεταφορά των επιχειρήσεων στην Πολωνία, όπου το ίδιο είδος παραγωγής υπόκειται σε μικρότερο φορολογικό κόστος και, κυρίως, σε χαμηλότερο εργασιακό κόστος, το οποίο αντισταθμίζει κατά πολύ την αύξηση του κόστους διανομής της ίδιας παραγωγής στις ίδιες αγορές. Η περίπτωση της Fralib, ενός εργοστασίου που ανήκει στην πολυεθνική Unilever, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική αυτής της δυναμικής, στην οποία βλέπουμε ότι «η κρίση» δεν είναι απαραίτητα το πρόβλημα, αλλά μάλλον μια καλή πρόφαση για να αυξηθεί η ακραία κινητικότητα του κεφαλαίου, προκειμένου να αναζητήσει συνθήκες μεγαλύτερης κερδοφορίας και συσσώρευσης σε βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων και να αποφύγει τις υποχρεώσεις που προβλέπονταν από τις παλαιές ρυθμίσεις των εθνικών νομοθεσιών. Η διεθνοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου κατήργησε, ένα σημαντικό μέρος της νομοθεσίας που κατακτήθηκε από το εργατικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες, η οποία (νομοθεσία) αντικαταστάθηκε από ευρωπαϊκούς ή διεθνείς κανονισμούς, με αποτέλεσμα να καταστεί ανενεργή η προηγούμενη νομοθεσία. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο προσφέρει δυνατότητα αντίδρασης στην εργατική τάξη, που έχασε κάθε ικανότητα δράσης σε διεθνές επίπεδο. Το κεφάλαιο, αντίθετα, απέκτησε μεγαλύτερη κινητικότητα και την ικανότητα να νομοθετεί υπέρ του σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Αυτού του είδους τα προβλήματα εξακολουθούν να εκφράζονται συνήθως σε χώρες όπως η Αργεντινή με την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας μέσω της οποίας η εθνική παραγωγή αντικαθίσταται από εισαγόμενα προϊόντα, προερχόμενα από πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε χώρες με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος. Παράλληλα, επιβάλλονται πολιτικές από παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μέσω διεθνών μηχανισμών ρύθμισης/απορρύθμισης, όπως επίσης (επιβάλλεται) και η διαχείριση των εξωτερικών πιστώσεων και του χρέους. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί δείχνουν πώς μέσω του σχηματισμού μιας υπερκυβέρνησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που συγκροτείται από την Τρόικα (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή), μπορούν να επιβάλλουν σχέδια προσαρμογής με αδιανόητες περικοπές μισθών και δημοσίων επενδύσεων, διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας. Η επιβολή αυτών των σχεδίων είναι η αιτία ενός προγραμματισμένου κλεισίματος των παραγωγικών μονάδων που οφείλεται σε λόγους αναζήτησης μεγαλύτερης κερδοφορίας και όχι σε αδυναμία ανταγωνισμού ή παραγωγής προιόντων λόγω της κρίσης.

Αντίθετα, η κρίση είναι το ιδανικό πλαίσιο για τις πολυεθνικές εταιρείες που δεν έχουν παραγωγικά ή οικονομικά προβλήματα, ούτε δυσκολίες να διαθέσουν την παραγωγή τους στην τοπική αγορά. Γιατί, με πρόσχημα την κρίση, μπορούν να κλείνουν εργοστάσια σε χώρες όπου υπάρχουν περισσότερο ευνοϊκές εργασιακές ρυθμίσεις, καλύτεροι μισθοί και συνδικάτα με ισχυρή παρουσία και να τα μεταφέρουν σε περιοχές που προσφέρουν καλύτερες συνθήκες για καπιταλιστική συσσώρευση σε βάρος των εργαζομένων (η περίπτωση της Fralib είναι χαρακτηριστική, αφού το ίδιο προϊόν συνεχίζει να πωλείται στη Γαλλία, αλλά τώρα μεταφέρεται από την Πολωνία). Η κρίση είναι, επομένως, μια ευκαιρία προκειμένου η μεγάλη ευρωπαϊκή αστική τάξη, με τις εντολές των οικονομικών συμφερόντων που ενσαρκώνουν οι κεντρικές τράπεζες των μεγαλύτερων οικονομικών δυνάμεων, να αρχίσει γρήγορα να διαλύει τους μηχανισμούς, τους κανονισμούς και το ίδιο το πλαίσιο του Κράτους Πρόνοιας που αναγκάστηκε να παραχωρήσει στα προηγούμενα χρόνια στα ισχυρά συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα που εμφανίστηκαν δυναμικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, φοβούμενη τον κίνδυνο επέκτασης του σοβιετικού τύπου κομμουνισμού.

Η ανάκτηση των επιχειρήσεων από τους εργαζομένους γίνεται έτσι, σε αυτές τις χώρες, μια διαδικασία ίσως πιο επίπονη από ό,τι στις οικονομίες της Νότιας Αμερικής ή των χωρών του τρίτου κόσμου γενικότερα, καθώς οι κυβερνήσεις δεν φαίνονται διατεθειμένες αυτή τη στιγμή -ούτε αισθάνονται την ανάγκη- να κάνουν υποχωρήσεις στους εργαζόμενους σε συνθήκες όπου είναι φανερό ότι δεν έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο να ενδιαφέρονται πάρα πολύ για το κοινωνικό κόστος των πολιτικών τους. Επίσης, η πάρα πολύ μικρή συγκρότηση δικτύων αλληλοϋποστήριξης, η έλλειψη κατανόησης από την πλειοψηφία των συνδικάτων για την αυτοδιαχείριση, που προστίθεται στον ανύπαρκτο ακόμη σχηματισμό ενός κινήματος αυτοδιαχείρισης (για το οποίο επίσης ευθύνεται και η δύναμη, αλλά και η αδιαφορία των παραδοσιακών συνεταιριστικών οργανώσεων), σκιαγραφεί ένα πλαίσιο με σημαντικές δυσκολίες. Όμως, από την άλλη πλευρά, το πλεονέκτημα της ύπαρξης ζωντανών παραδειγμάτων σε άλλα μέρη του κόσμου, όπως και η ύπαρξη μεγάλων κοινωνικών τομέων που όχι μόνο δεν είναι συνηθισμένοι στην κρίση (δηλαδή, να ζουν άθλια), αλλά έχουν τη δυνατότητα να δουν πολύ καθαρά ποιοι είναι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται εάν συνεχίσουν να ανέχονται την κατάργηση των κατακτήσεων των προηγούμενων γενεών, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα κινητοποίησης και οργάνωσης. Μαζί με αυτό, μια μεγαλύτερη προσπάθεια για οικονομική στήριξη και αναπροσανατολισμό των δικτύων αλληλεγγύης που έχουν δημιουργηθεί ως επί το πλείστον για παροχή βοήθειας από την ίδια την κοινωνία (εάν ο εθελοντισμός μετατραπεί σε συνειδητή αγωνιστική στράτευση), μπορεί να προσφέρει ένα οργανωτικό πλαίσιο που ενισχύει τα εγχειρήματα και επιτρέπει την πρόοδο στην αλληλεπίδραση μεταξύ θεωρίας και πράξης της αυτοδιαχείρισης.

Ο αγώνας εναντίον της παγκόσμιας εκμετάλλευσης

Για να ολοκληρώσουμε την ανάλυση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της αυτοδιαχείρισης στον παγκόσμιο καπιταλισμό, πρέπει απαραίτητα να ενσωματώσουμε στην ανάλυση τη διάκριση που κάνει ο Marco Gómez Solórzano στο δεύτερο βιβλίο αυτής της σειράς, μεταξύ της παλιάς και της νέας εργατικής τάξης. Ο συγγραφέας ορίζει ως «νέα» εργατική τάξη [18] αυτή που ενσωματώνεται και εργάζεται σε συνθήκες επισφαλούς και άτυπης εργασίας (που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμη, και ως συνθήκες σκλαβιάς ή δουλοπρέπειας) σε αυτή τη φάση, του καπιταλισμού των πολυεθνικών. Μια φάση, όπου το κεφάλαιο παύει να έχει ως εδαφική ενότητα, που οριοθετεί τη δραστηριότητά του, ένα ή περισσότερα κεντρικά κράτη, με βάση τα οποία επιβάλλει την κυριαρχία του σε χώρες της περιφέρειας (με αποικιακά ή νεοαποικιακά μέσα). Αντίθετα, το κεφάλαιο σε αυτή τη φάση, δρα σε όλον τον πλανήτη, ως έναν ενιαίο χώρο που δεν αναγνωρίζει σύνορα, στον οποίο επιδιώκει να λειτουργήσει με ελευθερία κινήσεων, στοχεύοντας να αξιοποιήσει, για την αύξηση των κερδών του, τις καλύτερες συνθήκες συσσώρευσης και, συνεπώς, εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτός ο στόχος εξυπηρετείται από υπερεθνικούς θεσμούς όπως ο ΠΟΕ [19], οι συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, οι περιφερειακές ενώσεις που παρουσιάζονται ως πολιτικές ενώσεις και δεν είναι παρά μέσα κηδεμονίας και υποταγής των εθνικών κρατών (όπως έχει αποδείξει η Ευρωπαϊκή Ένωση), και άλλους πιο κλασικούς διεθνείς οργανισμούς που προέρχονται από τις συμφωνίες του Bretón Woods.

Αν καταλάβουμε ότι το κλείσιμο εργοστασίων σε κεντρικές χώρες δεν συνεπάγεται απαραίτητα χρεοκοπία των επιχειρήσεων που τα διαχειρίζονταν, αλλά ότι οι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν μηχανισμούς για να μεταφέρουν την ίδια παραγωγή σε χώρες με χαμηλό εργασιακό κόστος, θα πρέπει να δούμε και την άλλη πλευρά του νομίσματος, που είναι η κατάσταση των εργαζομένων σε εκείνα τα μέρη του κόσμου που προσφέρουν αυτές τις συνθήκες. Βεβαίως, μέρος αυτής της καπιταλιστικής στρατηγικής υπέρβασης εργατικών νόμων και κανονισμών είναι, επίσης, η υπερεκμετάλλευση της μεταναστευτικής εργασίας στις ίδιες τις ανεπτυγμένες χώρες. Υπάρχουν, δηλαδή, μηχανισμοί για διακίνηση μεταναστών, που μεταφέρουν το εργατικό δυναμικό υπό τρομερές συνθήκες σε κεντρικές περιοχές οικονομικού ενδιαφέροντος, όπου βρίσκονται οι προαναφερθέντες παραγωγικοί θύλακες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν ήδη μετακινηθεί στην περιφέρεια.

Στο ξεκίνημά της η ανάπτυξη της κινέζικης οικονομίας ήταν ενταγμένη σε αυτή τη λογική. Εκείνη την εποχή, η στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης που επινόησε ο Deng Xiaoping βασιζόταν στην προσφορά ευνοϊκών συνθηκών σε μεγάλες πολυεθνικές με αντάλλαγμα τη δημιουργία μιας τεχνολογικής βάσης και υποδομών για την εκβιομηχάνιση του ασιατικού γίγαντα. Ομοίως, βλέπουμε πώς, από τη στιγμή που αρχίζουν να μειώνονται οι συνθήκες για παρατεταμένη εξαγωγική δραστηριότητα, όπως είχαν υπολογίσει με την στρατηγική της εκβιομηχάνισης, η κινεζική οικονομία αρχίζει να δημιουργεί σταδιακά μια εσωτερική αγορά ικανή να διατηρήσει αυτή την οικονομική δύναμη ενεργή και αναπτυσσόμενη, σε συνθήκες πλέον, που αρχίζει να υποστηρίζει με δικές της δυνάμεις τη βιομηχανική και τεχνολογική της ευρωστία. Πρέπει να δοθεί προσοχή σε αυτό το φαινόμενο για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την παγκόσμια δυναμική του σύγχρονου καπιταλισμού και να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις δυνατότητες των διαδικασιών αυτοδιαχείρισης σε αυτό το πλαίσιο. Διαφορετικά, θα καταδικαζόμαστε στη μικροανάλυση -και άρα στη μικροστρατηγική- της διαμαρτυρίας και του εργατικού αγώνα.

Αυτό που κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται στην υπερεκμετάλλευση των εργαζόμενων είναι η αύξηση των αγώνων της εργατικής τάξης, όπως η άρνησή της να υποταχθεί στις συνθήκες τεράστιας συσσώρευσης κεφαλαίου, τόσο από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, όσο και από τους ίδιους τους κινέζους καπιταλιστές που είναι σφιχτά δεμένοι με τις πολυεθνικές και δημιουργήθηκαν ακολουθώντας τις μεθόδους των πολυεθνικών. Όπως δείχνουν πολυάριθμές εργασίες ερευνητών από την ίδια την Κίνα [20], οι εργατικές κινητοποιήσεις και οι διαρκείς απεργίες έχουν αναγκάσει την κυβέρνηση σε αυξήσεις μισθών και σε κάποιες βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας, απαραίτητες για την ανάπτυξη ενός νέου σταδίου της κινεζικής οικονομίας που βασίζεται στην ανάπτυξη όχι μόνο με τις εξαγωγές, αλλά και με την τόνωση της δικής της εσωτερικής αγοράς. Αυτό έχει προκαλέσει τη μεταφορά κεφαλαίων, από επιχειρήσεις που δεν βρίσκουν πλέον επαρκώς ελκυστικές τις κινεζικές συνθήκες, σε άλλες περιφερειακές χώρες με ακόμη χαμηλότερο κόστος εργασίας, όπως η Ινδονησία ή το Μπαγκλαντές, ιδιαίτερα στον κλάδο της υφαντουργίας [21] που από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης παρουσιάζει τους υψηλότερους δείκτες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας. Εν τω μεταξύ οι Κινέζοι εργάτες αρχίζουν όχι μόνο να κάνουν σκληρούς αγώνες για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας, αλλά ακόμη και να στρέφουν την προσοχή τους στην προοπτική των συνεταιρισμών και της αυτοδιαχείρισης ως πιθανές λύσεις στις πολύ σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης που διέπουν την αγορά εργασίας στην Κίνα. [22] Αν και αυτό είναι ένα φαινόμενο μειοψηφικό και σε πολύ αρχικό στάδιο (στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν συνεταιρισμοί στην Κίνα εκτός των αγροτικών περιοχών), είναι ένα σημείο άξιο προσοχής προκειμένου να αναλύσουμε τις συνθήκες και τις πιθανές κατευθύνσεις ανάπτυξης ενός νέου σταδίου εργατικών αγώνων εναντίον του κεφαλαίου.

Κάτι σαν συμπέρασμα

Η περιγραφή της δυναμικής της διεθνούς καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργασίας και της αυξανόμενης ταχύτητας της διεθνοποίησης του κεφαλαίου που πιο πάνω παρουσιάστηκε, ίσως φαίνεται ελάχιστα σχετική με το θέμα αυτού του άρθρου σχετικά με τους αγώνες για αυτοδιαχείριση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη λογική με την οποία οι καπιταλιστές αποφασίζουν να εγκαταλείψουν παραγωγικές μονάδες κερδοφόρες και, μάλιστα, τελευταίας τεχνολογίας, σε μέρη όπου η αγορά αυτών των προϊόντων όχι μόνο δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις την βλέπουμε ακόμη και να διευρύνεται. Αυτή η λογική θα λειτουργεί αφενός, όσο οι εργαζόμενοι από τις χώρες προέλευσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν αντιστέκονται στο κλείσιμο, (και η εργατική αυτοδιαχείριση δεν είναι μόνο ένας τρόπος διατήρησης της πηγής εργασίας και μετάβασης προς μια άλλη λογική της παραγωγής, αλλά και μια μορφή αντίστασης ενάντια στις καταχρήσεις του κεφαλαίου), και, αφετέρου, όσο οι εργαζόμενοι στις χώρες του τρίτου κόσμου δεν καταφέρνουν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους και να αυξήσουν τους μισθούς τους. Ή, ακόμη καλύτερα, να αγωνιστούν και για την αυτοδιαχείριση των εργοστασίων τους, περιορίζοντας έτσι την ατιμώρητη κινητικότητα του κεφαλαίου.

Η υπόθεση της Αργεντινής, αν και ακόμη σε πολύ μικρό βαθμό, δείχνει ότι όταν οι εργαζόμενοι αναλαμβάνουν την αυτοδιαχείριση εγκαταλελειμμένων επιχειρήσεων ως εργαλείο αγώνα, αμυντικό και ταυτόχρονα επιθετικό, οι συνθήκες εργασίας όλων βελτιώνονται, και αυτών που εργάζονται στις αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις και των υπόλοιπων μισθωτών, ενώ και τα αφεντικά αρχίζουν να νιώθουν ότι κάποιος, για μια φορά τις τελευταίες δεκαετίες, τους βάζει όρια. Και αν δεν υπάρχει πλέον το κράτος της ταξικής διαμεσολάβησης, που είναι γνωστό ως Κράτος Πρόνοιας, που θέτει αυτά τα όρια, θα πρέπει να είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, που θα τα θέσουν.

Αυτά τα ζητήματα θέτουν στο τραπέζι του διαλόγου τα εγχειρήματα της Λατινικής Αμερικής -και ιδιαίτερα της Αργεντινής- λόγω του αριθμού τους και του γεγονότος ότι έχουν καθιερωθεί ως ένα συγκεκριμένο κίνημα αυτοδιαχείρισης (έξω από κάθε είδους οργανωτικό και πολιτικό κατακερματισμό που θα τα εμπόδιζε να παρουσιάζονται ως οργανικό σύνολο). Και τα θέτουν διαρθρωμένο με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει την επαναφορά του ζητήματος της αυτοδιαχείρισης στη συζήτηση της παγκόσμιας αριστεράς. Η ηγεμονία της οικονομικής σκέψης και της πολιτικής πρακτικής των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών ρευμάτων τον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα μετά τη ρωσική επανάσταση και την ήττα των Ισπανών αναρχικών τη δεκαετία του 1930, ουσιαστικά άφησε την πολιτική πρόταση για αυτοδιαχείριση έξω από τον παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό διάλογο με ορισμένες, πολύ γνωστές, εξαιρέσεις. [23] Η οριστική αποτυχία του σοβιετικού τύπου σοσιαλισμού (ακόμα και σε εκείνες τις χώρες όπου τα κομμουνιστικά κόμματα διατήρησαν την εξουσία μετά την πτώση της ΕΣΣΔ [24]), ειδικά στην οικονομική πολιτική, όπου θα έπρεπε (σύμφωνα με τη θεωρία και την πεποίθηση του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα) να είχαν αποδείξει την υπεροχή τους έναντι του καπιταλισμού, δηλαδή στην ικανότητα να καλύπτουν, περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικά και ισότιμα ​​τις ανάγκες της κοινωνίας στο σύνολό της, άνοιξε τον δρόμο σε μια εποχή όπου αυτές οι ηγεμονικές θεωρίες της αριστεράς έφτασαν στα όριά τους.

Αυτή η νέα εποχή οδήγησε τα κοινωνικά κινήματα της εργατικής τάξης των δύο τελευταίων δεκαετιών να αρχίσουν να δοκιμάζουν, γενικά μέσω της δράσης τους, την εναλλακτική της αυτοδιαχείρισης. Και επειδή αυτό συνέβη πρώτα στην πράξη και μετά στη θεωρία, οι εμπειρίες των ανακτημένων επιχειρήσεων, των αυτόνομων κοινοτήτων, των μη νομισματικών ή εναλλακτικών δικτύων ανταλλαγής, αρχίζουν να έχουν βαρύτητα στην ανασύσταση της νέας αντικαπιταλιστικής σκέψης. Ο τομέας της οικονομίας είναι αυτός όπου ο καπιταλισμός δείχνει τη δύναμή του και ταυτόχρονα την αδυναμία του, και σε αυτόν τον τομέα υστερούμε ακόμα αρκετά όσον αφορά στη θεωρία, κάτι που είναι ασυγχώρητο, αφού υπάρχουν ήδη συγκεκριμένες εμπειρίες με αρκετή ανάπτυξη, τις οποίες μπορούμε να μελετήσουμε, να αναλύσουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα.

Με αυτόν τον τρόπο, οι ανακτημένες και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις παίζουν έναν ρόλο που ξεπερνά την πολύτιμη υπεράσπιση και ανάκτηση των θέσεων εργασίας: σηματοδοτώντας το ξεκίνημα για την αναδιατύπωση, την ανασυγκρότηση ή την εκ νέου διατύπωση μιας θεωρίας και μιας οικονομικής πρακτικής των εργαζομένων, που καταφέρνει να ξεπεράσει τα παραδοσιακά σχήματα (ή αυτά που επιβλήθηκαν, λίγο-πολύ, ως ο μοναδικός δρόμος στον 20ό αιώνα) και να θέσει το ζήτημα της αυτοδιαχείρισης σε μια νέα διάσταση που μέχρι τώρα δεν είχε αντιμετωπισθεί, ούτε καν σαν δευτερεύον θέμα. Υπό αυτή την έννοια, στον βαθμό που η ανάκτηση των επιχειρήσεων και η αυτοδιαχείριση παύουν να είναι ιδιαίτερα φαινόμενα ορισμένων χωρών και ιστορικών συγκυριών και γίνονται στρατηγική της διεθνούς πάλης της εργατικής τάξης (πάλης τόσο διεθνούς όσο διεθνής είναι και η ληστρική εκμετάλλευση του κεφαλαίου), τα πράγματα αλλάζουν. Αρχίζει πλέον να φαίνεται πραγματοποιήσιμη η δυνατότητα αναδιαμόρφωσης ενός σχεδίου μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας, που επανεφευρίσκει το παλιό σοσιαλιστικό σχέδιο, το οποίο αναγνωρίζει ότι οι διαφορετικές παραδόσεις της αριστεράς και των λαϊκών κινημάτων του 19ου και του 20ού αιώνα σε διάφορα μέρη του κόσμου έχουν κάτι ξεχωριστό να συνεισφέρουν.

Μετάφραση από τα Ισπανικά: Μάκης Σταύρου

Φωτογραφία κειμένου: The Lost Machine by Dimitris Plastiras 

————————————————–

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η Συναίνεση της Ουάσινγκτον είναι γνωστή ως ένα σύνολο δέκα συστάσεων οικονομικής πολιτικής που διατυπώθηκαν το 1989 από τον Άγγλο οικονομολόγο John Williamson, του οποίου στόχος ήταν να καθοδηγήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες που βυθίζονται στην οικονομική κρίση ώστε να μπορέσουν να βγουν από αυτήν.
[2] “La Toma”, “TheTake” στα αγγλικά, είναι ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στην Αργεντινή το 2003, σε σκηνοθεσία Avi Lewis και Naomi Klein και δείχνει το κίνημα των ανακτημένων επιχζειρήσεων. Το ντοκιμαντέρ είχε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του κινήματος σε παγκόσμια κλίμακα.
[3] Η πρόταση της Βενεζουέλας για έναν «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» ακολουθείται εν μέρει από τις κυβερνήσεις της Βολιβίας και του Ισημερινού, αλλά όχι στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία.
[4] Azzellini, D. (2011).
[5] Το Μεξικό έχει μεγάλη παράδοση αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης στις αγροτικές κοινότητες, ειδικά στις αυτόχθονες περιοχές. Στα αστικά κινήματα η αυτοδιαχείριση έχει πολύ λιγότερη επίδραση.
[6] Η ANTEAG (Εθνική Ένωση Εργαζομένων Αυτοδιαχειριζόμενων Επιχειρήσεων) ήταν η πρώτη ένωση αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων στη Βραζιλία, που εμφανίστηκε το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90. Η UNISOL, είναι καταγραμμένη και είχε προσχωρήσει στην Κεντρική Ένωση Εργατών (CUT), που δημιουργήθηκε στην πρώτη κυβέρνηση του Λούλα.
[7] Chedid Henriques et al. (2013). Μια περίληψη αυτής της εργασίας αποτελεί το 8ο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου. Οι Sardá de Faria (2011) και Novaes (2011) εργάζονται επίσης πάνω σε αυτό το θέμα και συνεργάζονται στο κεφάλαιο 6 αυτής της συλλογής.
[8] Ruggeri (2005; 2009; 2011). Βλέπε το κεφάλαιο 7 αυτού του βιβλίου (Ruggeri και Polti).
[9] Ruggeri (2005; 2011; 2013b).
[10] Για μια ανάλυση των διαφορετικών ιστορικών διαδικασιών του εργατικού ελέγχου, βλέπε Mandel (1973) και Ness and Azzellini (2011).
[11] Μια κριτική της έννοιας του αποκλεισμού από αυτή την οπτική μπορεί να δει κανείς στο Trinchero (2009).
[12] Ruggeri (2012; 2013a).
[13] http://ica.coop/sites/default/files/attachments/Explorative_Report_2012.pdf
[14] Για παράδειγμα, στο Συνέδριο των Βρυξελλών της Πρώτης Διεθνούς (1865) και στο Συνέδριο της Κοπεγχάγης της Δεύτερης Διεθνούς (1910). Cole (1957; 1959); AA.VV, Συνέδρια των Σοσιαλιστικών Διεθνών (1969).
[15] Για την περίπτωση του Mondragón, βλέπε μεταξύ άλλων Bowman και Stone (2009) και Sacchetto και Semenzin (2013) για τους ιταλικούς συνεταιρισμούς.
[16] Αν και δεν υπάρχει ακόμα δημοσιευμένη έρευνα για το θέμα, μπορούμε να αναφέρουμε επικοινωνίες με ερευνητές όπως ο Vieta, ο οποίος κάνει λόγο για σχεδόν 100 ανακτημένες επιχειρήσεις στην ιταλική επικράτεια, και ο Carrano, ο οποίος αναφέρει περίπου 30. Για την υπόθεση Rimaflow, βλέπε το άρθρο των Semanzin και Magnani: http://www.pagina12.com.ar/diario/suplementos/cash/17-6846-2013-05-26.html
[17] Ανάλογα με τη χώρα, κυμαίνεται από έξι μήνες έως δύο χρόνια.
[18] Gómez Solórsano (2014)
[19] Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
[20] Pun Ngai et al. (2013).
[21] Η αξιοποίηση από τις βιομηχανικές αλυσίδες υφαντουργίας του θεσμού ης ανάθεσης εργασιών σε εξωτερικά εργαστήρια που χρησιμοποιούν την εργατική δύναμη με όρους σκλαβιάς, ή επισφαλούς εργασίας, σε απάνθρωπες συνθήκες, είναι κάτι συνηθισμένο σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως και στην Αργεντινή. Η περίπτωση των τραγωδιών με εκατοντάδες ή χιλιάδες νεκρούς εργάτες στο Μπαγκλαντές είναι το πιο ακραίο παράδειγμα αυτής της κατάστασης.
[22] Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε διάσκεψη στο Πεκίνο, τον Μάιο του 2013, με τίτλο «Ας ξανασκεφτούμε την Οικονομία», όπου συμμετείχε σημαντικός αριθμός εργατών-ακτιβιστών οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον για τη σύσταση συνεταιρισμών, όπως και για την εμπειρία των ανακτημένων επιχειρήσεων της Αργεντινής.
[23] Η δεύτερη μεταπολεμική περίοδος στον κόσμο, με τις απεργίες του Γαλλικού Μάη, το Ιταλικό εργατικό κίνημα για την αυτονομία, τη Γιουγκοσλαβική εμπειρία αυτοδιαχείρισης και οι αυτοδιαχειριζόμενες βιομηχανικές αλυσίδες Χιλής του Αλιέντε, είναι οι πιο σημαντικές στιγμές κατά τις οποίες η συζήτηση για την αυτοδιαχείριση και τον εργατικό έλεγχο επανέκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
[24] Μια σχετική εξαίρεση είναι η Κούβα, όπου το οικονομικό μοντέλο που κληρονόμησε από τη συμμαχία με την ΕΣΣΔ έχει συζητηθεί, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βάθος, σε πολλές περιπτώσεις (κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, των μέσων της δεκαετίας του ’80 και της δεκαετίας του ’90). Είναι μια διαδικασία αλλαγής στην οποία η αυτοδιαχείριση και οι συνεταιρισμοί εμφανίζονται ως επιλογή για την ανανέωση της παραγωγικής οργάνωσης. Βλέπε Piñeiro Harnecker (2011).

———————————————-

ΒΛ. ΣΧΕΤΙΚΑ

«Αυτοδιαχείριση και Επανάσταση» του Αντρές Ρουτζέρι

Αφήστε ένα σχόλιο

11 + seven =