Η φαντασιακή θέσμιση της φύσης & η οικολογική διάσταση της αυτονομίας

0

του Ηλία Σεκέρη

Η οικολογική κρίση και η ανάγκη για έναν νέο τρόπο θεώρησης της σχέσης του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο είναι ζητήματα που απασχόλησαν τόσο τον Κορνήλιο Καστοριάδη όσο και τον Murray Bookchin, δύο από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Παρά τις διαφορές στην προσέγγισή τους, και οι δύο στοχαστές επικεντρώνονται στην αναγκαιότητα μιας ριζικής αναδιοργάνωσης του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη φύση. Ο Bookchin, με τη θεωρία της κοινωνικής οικολογίας, υποστηρίζει ότι η οικολογική κρίση είναι προϊόν των ιεραρχικών και καταπιεστικών κοινωνικών δομών που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο κόσμο. Ο Καστοριάδης, από την άλλη, μέσω της θεωρίας του για την αυτονομία και την φαντασιακή θέσμιση, προτείνει μια πιο βαθιά αλλαγή στις θεμελιώδεις αξίες και τις σημασίες που συνθέτουν την κοινωνική ζωή, τονίζοντας ότι η οικολογική κρίση είναι ένα σύμπτωμα της ευρύτερης πολιτισμικής κρίσης που διαπερνά τον σύγχρονο κόσμο. Η συνδυαστική ανάλυση των δύο θεωριών μπορεί να προσφέρει μια πλήρη προσέγγιση της φύσης και της οικολογίας, θέτοντας το θεμέλιο για τη δημιουργία μιας βιώσιμης και αυτόνομης κοινωνίας.

Η Φαντασιακή Θέσμιση της Φύσης

Η φαντασιακή θέσμιση της φύσης αποτελεί κρίσιμο σημείο για την κατανόηση όχι μόνο της οικολογικής κρίσης αλλά και της ίδιας της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών.

Τι εννοούμε όμως με τον όρο «φαντασιακή θέσμιση της φύσης»;

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εισηγητής της έννοιας του φαντασιακού, μέσα από την κριτική του στη δυτική μεταφυσική παράδοση, φέρνει στο προσκήνιο την ιστορικότητα και την κοινωνική κατασκευή της φύσης ως αντικειμένου, θεσμισμένη μέσα από τα φαντασιακά των κοινωνιών. Στη νεωτερικότητα, η φύση παύει να είναι ένας ζων οργανισμός – όπως για παράδειγμα την αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι Έλληνες μέσω του όρου «κόσμος» ή οι Ανατολικές φιλοσοφίες ως ολότητα – και μετατρέπεται σε έναν μηχανιστικό χώρο, έναν απογυμνωμένο «πόρο» προς εκμετάλλευση. Ο άνθρωπος, υποκινούμενος από το καρτεσιανό φαντασιακό της διάκρισης υποκειμένου – αντικειμένου, γίνεται «κύριος και κάτοχος» της φύσης (Descartes, 1637/2005), αποξενώνοντας τον εαυτό του από αυτήν και από τη ζωτική του σύνδεση μαζί της.

Η αποξένωση αυτή δεν αποτελεί φυσική εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, αλλά είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών και πολιτισμικών διαδικασιών. Η φαντασιακή θέσμιση της φύσης στον δυτικό κόσμο συνδέεται με την άνοδο της καπιταλιστικής οικονομίας και την εργαλειοποίηση της ανθρώπινης δράσης μέσω της τεχνολογίας. Αυτή η θέσμιση εδράζεται στην «απεριόριστη επέκταση της ορθολογικότητας», όπου κάθε τι φυσικό ή ανθρώπινο γίνεται αντικείμενο εξορθολογισμού και κυριαρχίας (Καστοριάδης, 1999 α).

Η αναγνώριση της φύσης ως θεσμισμένης κατηγορίας αποδομεί την ουσιοκρατική προσέγγιση που την αντιμετωπίζει ως εξωτερική πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Καστοριάδης προτείνει μια εναλλακτική φαντασιακή θέσμιση, όπου η φύση επανεντάσσεται στο συλλογικό και ατομικό φαντασιακό, ως χώρος συνύπαρξης και δημιουργικότητας και όχι ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Εδώ, η αυτονομία έρχεται στο προσκήνιο: η κοινωνία καλείται να αναστοχαστεί και να αναδημιουργήσει τη σχέση της με τη φύση, θεμελιώνοντας νέους θεσμούς που θα βασίζονται στον σεβασμό και στην αμοιβαιότητα.

 Οικολογική Κρίση και Τεχνοκρατία: Η Κριτική του Καστοριάδη

Η οικολογική κρίση λοιπόν, δεν είναι ένα απλό σύνολο περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως πολλές οικολογικές κινήσεις και ακτιβιστές αντιλαμβάνονται. Είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς απορρύθμισης του φαντασιακού και της θεσμισμένης λογικής της δυτικής κοινωνίας. Ο πυρήνας δε της κρίσης, έγκειται στη δυναμική της τεχνοκρατίας, της οποίας η λογική είναι εγγενώς αποξενωτική.

Η τεχνοκρατική σκέψη βλέπει τη φύση ως τίποτα περισσότερο από ένα πρόβλημα προς επίλυση μέσω τεχνικών μέσων. Επιπροσθέτως, η φιλοσοφία της κυριαρχίας, που διαποτίζει τη νεωτερική κοινωνία, οδηγεί στην εκμηδένιση του φυσικού κόσμου στο όνομα της «προόδου». Η λογική αυτή αναδύεται μέσα από τη σύζευξη της επιστημονικής σκέψης και της καπιταλιστικής επιδίωξης του κέρδους, παράγοντας μια διπλή αποξένωση: τόσο του ανθρώπου από τη φύση, όσο και από την ίδια την ανθρώπινη υποκειμενικότητα (Καστοριάδης, 1999 β).

Παράλληλα, η τεχνοκρατία δεν μπορεί να απαντήσει στις οικολογικές προκλήσεις διότι, φυσικά, παραμένει εγκλωβισμένη ακριβώς σε αυτή τη λογική που γέννησε την κρίση. Η οικολογική κρίση απαιτεί μια ριζική αμφισβήτηση του φαντασιακού της κυριαρχίας και της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης. Υπό αυτό το πρίσμα ο Καστοριάδης (1978) τονίζει την ανάγκη για έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, όπου η πολιτική δράση και ο συλλογικός αναστοχασμός θα ανοίξουν τον δρόμο για μια ουσιαστική αμεσοδημοκρατική αναδιοργάνωση της κοινωνικής ζωής.

Συζήτηση Καστοριάδη και Bookchin: Οικολογία και Δημοκρατία

Η σύνδεση της οικολογίας με τη δημοκρατία αποτελεί κρίσιμο σημείο, τόσο στη σκέψη του Καστοριάδη όσο σε εκείνη του Murray Bookchin. Αν και οι δύο στοχαστές ξεκινούν από διαφορετικές φιλοσοφικές παραδόσεις, συγκλίνουν στην ανάγκη ριζικής αναθεώρησης του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες οργανώνονται και αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τη φύση. Ωστόσο, οι διαφορές τους στον τρόπο που προσεγγίζουν την έννοια της αυτονομίας και τη θέση του οικολογικού ζητήματος αναδεικνύουν ενδιαφέρουσες φιλοσοφικές αντιθέσεις.

Ο Bookchin, μέσα από το έργο του και ειδικά στην κοινωνική οικολογία, υποστηρίζει ότι η οικολογική κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ιεραρχικές δομές και την πολιτική ανισότητα. Βλέπει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση ως προέκταση της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο (Bookchin, 1982). Για τον Αμερικανό στοχαστή, η λύση δεν έγκειται μόνο στην προστασία του περιβάλλοντος μέσω τεχνοκρατικών μέτρων, αλλά στη ριζική μετασχηματιστική δύναμη της άμεσης δημοκρατίας. Η κοινωνική οικολογία του απορρίπτει τόσο τη μονοδιάστατη ανάπτυξη της τεχνολογίας, όσο και την ιδέα της φύσης ως ανεξάρτητης από την κοινωνία.

Ο Καστοριάδης, από την πλευρά του, δίνει έμφαση στη φαντασιακή διάσταση της ανθρώπινης σχέσης με τη φύση και στην κεντρικότητα της αυτονομίας ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε οικολογική λύση. Η δημοκρατία, για τον Καστοριάδη, δεν είναι απλώς μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά μια συνολική ανασυγκρότηση του τρόπου που οι άνθρωποι νοηματοδοτούν τον κόσμο και τον ρόλο τους μέσα σε αυτόν. Η οικολογική κρίση, συνεπώς, δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικών ιεραρχιών, όπως υποστηρίζει ο Bookchin, αλλά και αποτέλεσμα μιας θεμελιακής αποξένωσης του ανθρώπου από τη φύση, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του.

Εκεί που ο Bookchin προτείνει θεσμικές αλλαγές μέσω της άμεσης δημοκρατίας, ο Καστοριάδης εισάγει τη βαθύτερη ανάγκη ανατροπής του φαντασιακού που νομιμοποιεί τη λογική της κυριαρχίας. Για τον Bookchin, η φύση και η κοινωνία είναι διαλεκτικά συνδεδεμένες, αλλά για τον Καστοριάδη, αυτή η σύνδεση παραμένει ανέφικτη χωρίς την ικανότητα του ανθρώπου να αναστοχάζεται τους θεσμούς και τις αξίες του. Ο συλλογικός αναστοχασμός και η κριτική αυτονομία είναι το κλειδί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η εργαλειακή και τεχνοκρατική θέαση της φύσης.

Η δημοκρατία, κατά τον Καστοριάδη, αποκτά οικολογική διάσταση όταν ο πολίτης γίνεται συνδημιουργός των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πλαισίων, αντί να αντιμετωπίζει τη φύση ως εξωτερική κατηγορία. Αυτή η προσέγγιση υπερβαίνει τον Bookchin, καθώς τονίζει ότι καμία θεσμική αλλαγή δεν μπορεί να είναι βιώσιμη χωρίς την ανανέωση του ανθρώπινου φαντασιακού. Η σχέση ανθρώπου – φύσης, λοιπόν, είναι ταυτόχρονα μια πολιτική και μια οντολογική πρόκληση, που απαιτεί έναν νέο τρόπο ύπαρξης και πράξης.

Ο Διαλεκτικός Νατουραλισμός του Bookchin και η Κριτική του μέσα από την Καστοριαδική Σκέψη

Ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Bookchin ενοποιεί τη βιολογική και την κοινωνική εξέλιξη σε ένα συνεχές. Ο Bookchin θεωρεί τη φύση ως ενεργό και δυναμικό πεδίο. Μέσα από τη διαλεκτική του θεώρηση, βλέπει την κοινωνία ως φυσική προέκταση της εξέλιξης, στην οποία η αυτοοργάνωση και η συνεργασία υπερισχύουν της ανταγωνιστικής και εργαλειακής θεώρησης του Δαρβινισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, απορρίπτει τη δυαδικότητα φύσης και κοινωνίας, προτείνοντας μια διαλεκτική που ενοποιεί τις δύο έννοιες. Η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι μια αυθαίρετη παρέμβαση στον φυσικό κόσμο αλλά αναδύεται από τις ίδιες τις αρχές της φυσικής διαφοροποίησης και της εξέλιξης (Bookchin, 1982). Ωστόσο, αυτή η αντίληψη κινδυνεύει να παραγνωρίσει την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, όπως την αντιλαμβάνεται ο Καστοριάδης.

Ενώ ο διαλεκτικός νατουραλισμός επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα φύσης και κοινωνίας, αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την αυτονομία ως τη θεμελιώδη διάσταση του ανθρώπινου φαντασιακού. Η ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι απλώς συνέχεια της φύσης, αλλά ρήξη, καθώς μέσω της φαντασιακής δημιουργίας ο άνθρωπος νοηματοδοτεί τον κόσμο του με τρόπους που ξεπερνούν τα φυσικά όρια. Η ιδέα του Bookchin, ότι η κοινωνία μπορεί να επιστρέψει σε μια «αρμονική σχέση» με τη φύση μέσω θεσμικών αλλαγών ή αποκεντρωμένης δημοκρατίας αγνοεί τη βαθύτερη κρίση νοήματος που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα. Ο Καστοριάδης επιμένει ότι η οικολογική κρίση δεν είναι απλώς αποτέλεσμα κοινωνικών ιεραρχιών αλλά προκύπτει από τη ριζική αποξένωση του ανθρώπου από τη δημιουργικότητά του.

Η κριτική αυτή του Καστοριάδη στον Bookchin, αποτελεί κριτική ενός μεγάλου στοχαστή σε έναν άλλο μεγάλο στοχαστή και ανοίγει τον δρόμο για μια ολιστική προσέγγιση, όπου η φαντασιακή θέσμιση αναγνωρίζεται ως η θεμελιώδης διάσταση κάθε κοινωνικού μετασχηματισμού. Ενώ ο Bookchin επικεντρώνεται στη θεσμική αναδιοργάνωση, ο Καστοριάδης προσφέρει μια πιο ριζοσπαστική οπτική, που συνδυάζει την οικολογική διάσταση με την ανάγκη για ανανέωση της συλλογικής φαντασίας. Σε αυτήν τη σύνθεση, η αυτονομία δεν περιορίζεται στον πολιτικό χώρο, αλλά επεκτείνεται και στο οικολογικό πεδίο.

Αναθεωρώντας τον Bookchin: Κριτική και Επέκταση μέσω της Καστοριαδικής Σκέψης

Ο Bookchin προτείνει τη δημιουργία μιας οικο-κοινοτικής κοινωνίας που βασίζεται στην αρχή της ορθολογικής αλληλεξάρτησης ανθρώπου και φύσης (Bookchin, 2023). Ενώ αυτή η θεώρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη σύνδεση του οικολογικού ζητήματος με τη δημοκρατία, περιορίζει τη δυνατότητα μετασχηματισμού στο επίπεδο της θεσμικής αλλαγής. Κατά τον Καστοριάδη, οι θεσμοί είναι προϊόντα της φαντασιακής θέσμισης, και ως εκ τούτου οποιαδήποτε αλλαγή στο επίπεδο των θεσμών απαιτεί μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο νοηματοδοτούμε την κοινωνική και φυσική μας ύπαρξη.

Ο Bookchin αντιμετωπίζει τη φύση ως ένα σύστημα με εγγενείς «οικολογικές αρχές» που μπορούν να καθοδηγήσουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αντίθετα, ο Καστοριάδης βλέπει τη φύση ως ανοιχτή και απροσδιόριστη, μια άβυσσο νοήματος που δεν επιβάλλει καμία συγκεκριμένη κοινωνική δομή. Αυτό σημαίνει ότι οι αξίες και οι πρακτικές που σχετίζονται με τη φύση δεν μπορούν να εξαρτηθούν αποκλειστικά από «φυσικούς νόμους» αλλά απαιτούν μια συνεχή κριτική και δημιουργική διαδικασία (Καστοριάδης, 1978).

Έτσι, εκεί που ο Bookchin προτείνει μια νέα κοινωνική οργάνωση, ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η ίδια η φαντασιακή θέσμιση της φύσης ως εργαλείου ή αντικειμένου προς εκμετάλλευση πρέπει να αποδομηθεί. Κατά τον Καστοριάδη, η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από μια εργαλειακή αντίληψη της φύσης, η οποία είναι προϊόν της φαντασιακής κυριαρχίας της οικονομικής και τεχνολογικής ορθολογικότητας. Ο Bookchin δεν δίνει επαρκή έμφαση σε αυτήν τη θεμελιώδη διάσταση του φαντασιακού, γεγονός που περιορίζει τη θεωρία του σε επίπεδο πρακτικών και όχι οντολογικών αλλαγών.

Η καστοριαδική προσέγγιση μπορεί να επεκτείνει τη θεωρία του Bookchin ενσωματώνοντας τη διάσταση της αυτονομίας ως προϋπόθεση κάθε ουσιαστικής οικολογικής αλλαγής. Ο αναστοχασμός πάνω στους ίδιους τους θεσμούς και αξίες της κοινωνίας είναι ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση από τις φαντασιακές κατασκευές που νομιμοποιούν την καταστροφή της φύσης. Έτσι, ενώ ο Bookchin προτείνει μια θεσμική επιστροφή στην αρμονία φύσης και κοινωνίας, ο Καστοριάδης προχωρά βαθύτερα, προτείνοντας μια συνολική αναδημιουργία του φαντασιακού που νοηματοδοτεί αυτή τη σχέση.

Προς Μια Εναλλακτική Φαντασιακή Θέσμιση: Η Αυτονομία και η Σχέση Ανθρώπου-Φύσης

Είδαμε ότι η σύγχρονη φαντασιακή θέσμιση του καπιταλισμού (αλλά και του μαρξισμού) αντιλαμβάνεται τη φύση ως έναν απεριόριστο πόρο που μπορεί να καταναλώνεται στο πλαίσιο της αέναης ανάπτυξης. Αυτή η αντίληψη δεν είναι απλώς οικονομική, αλλά βαθιά οντολογική, καθώς αναπαράγει έναν τύπο ανθρώπου που βλέπει τον κόσμο εργαλειακά, αποκομμένο από τη φυσική του βάση (Latouche, 2009). Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η υπέρβαση αυτής της λογικής απαιτεί τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, ενός υποκειμένου που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μέρος ενός μεγαλύτερου οικολογικού και κοινωνικού συνόλου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αυτονομία περιλαμβάνει την αναγνώριση της φύσης ως αξίας καθαυτής, ανεξάρτητης από τις ανθρώπινες ανάγκες. Σε μια αυτόνομη κοινωνία, η σχέση ανθρώπου – φύσης δεν είναι σχέση κυριαρχίας αλλά σχέση συμβιωτική και με σεβασμό. Μια τέτοια σχέση όμως, είναι δυνατή μόνο όταν οι κοινωνίες εγκαταλείψουν τις λογικές της εργαλειακής κυριαρχίας και στραφούν προς μια πιο ουσιαστική και νοηματοδοτημένη κατανόηση του κόσμου.

Εν κατακλείδι, η επαναθεμελίωση του φαντασιακού δεν αφορά μόνο τη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Η αλλαγή δεν μπορεί να περιοριστεί σε εξωτερικές μεταρρυθμίσεις αλλά πρέπει να περιλαμβάνει μια βαθιά μεταμόρφωση του ανθρωπολογικού τύπου που έχει αναπτυχθεί στη νεωτερικότητα. Αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου πρέπει να συνδυάζει την ικανότητα για αυτονομία με μια αίσθηση συλλογικής ευθύνης απέναντι στον κόσμο. Μια νέα εναλλακτική φαντασιακή θέσμιση περιλαμβάνει την καλλιέργεια ενός νέου τρόπου ύπαρξης, όπου η αυτονομία και η οικολογία δεν αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές σφαίρες αλλά ως βαθιά συνυφασμένες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος δεν είναι δυνάστης της φύσης αλλά μέρος της, δρώντας ως συνδημιουργός ενός βιώσιμου κόσμου. Η κρίση, συνεπώς, δεν είναι απλώς μια καταστροφή αλλά και μια ευκαιρία για τη θεμελίωση μιας νέας κοινωνικής και οντολογικής τάξης.

Βιβλιογραφία

Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Αθήνα: Κέδρος.

Καστοριάδης, Κ. (1999 α). Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου. Αθήνα: Ύψιλον.

Καστοριάδης, Κ. (1999 β). Ο θρυμματισμένος κόσμος. Αθήνα: Ύψιλον.

Descartes, R. (2005). Discourse on Method and the Meditations. Penguin UK.

Bookchin, M. (1982). The ecology of freedom.

Bookchin, M. (2023). Remaking Society: A New Ecological Politics. AK Press.

Latouche, S. (2009). Farewell to growth. Polity.

Αφήστε ένα σχόλιο

1 × two =