της Emilia De Rienzo στο comune-info.net. Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη.
Τι κόσμος είναι αυτός; Αυτός είναι ο τίτλος ενός πρόσφατου δοκιμίου της Judith Butler, μια ερώτηση στην οποία πολλοί από εμάς αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Τι κόσμος είναι αυτός όπου το προνόμιο λίγων προκαλεί τόση ανισότητα, φτώχεια, πολέμους, κακοποίηση, ρατσισμό;
Σύμφωνα με την φιλόσοφο, πρέπει να κοιτάξουμε το παρελθόν με ένα νέο βλέμμα. Έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε μόνο την «ιστορία των γεγονότων», αλλά έχουμε παραμελήσει «την ιστορία των ελπίδων», κομμάτια της διαδρομής που εγκαταλείφθηκαν ή διακόπηκαν, ιδέες που δεν βρήκαν τη δύναμη να επιβληθούν, ίχνη στα οποία δεν δόθηκε ποτέ η δέουσα σημασία, μικρές ή μεγάλες επιτυχίες που κατακτήθηκαν και στη συνέχεια κάποιος κατάφερε να τις διαγράψει ξανά. Τα όνειρα που πιστέψαμε ότι ήταν μόνο ψευδαισθήσεις.
«Στη μνήμη μας υπάρχει πάντα η αναζήτηση για κάτι χαμένο και όμως αναγκαίο… κάτι που χρειάζεται να το αναζητήσουμε εκ νέου». (…) «Όλη η εμπειρία, ολόκληρη η ζωή, θα ήταν ένα απλό απανθρωποποιημένο πέρασμα, αδρανές, απλώς τραγικό. Η επιτακτική ανάγκη να το ξανακοιτάξουμε αντιστοιχεί στην αναπόφευκτη ανάγκη του ανθρώπου να δει τον εαυτό του, να δει αυτό που ζει και το βίωμά του».
«Χρειάζεται μια στιγμή παύσης, να αναστείλουμε τη βιασύνη του χρόνου, ώστε να μπορέσουμε «να ακούσουμε ξανά αυτό που ζητά να βγει από τη σιωπή, αυτό που, μέσα στον σκοτεινό παλμό, δημιουργεί διαύγεια» (Marìa Zambrano, Il sapere dell’anima).
Η κόλαση των ζωντανών, λέει ο Καλβίνο, στις Αόρατες Πόλεις δεν είναι κάτι που θα υπάρξει στο μέλλον. Αν υπάρχει μία κόλαση, είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που ζούμε καθημερινά, που δημιουργούμε όντας μαζί. Υπάρχουν δύο τρόποι για να μην υποφέρουμε από αυτήν. Ο πρώτος είναι εύκολος για πολλούς: να αποδεχτούν την κόλαση και να γίνουν μέρος της σε σημείο να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος απαιτεί συνεχή προσοχή και εκμάθηση: να προσπαθείς και να μάθεις να αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της κόλασης, δεν είναι κόλαση, και αυτό να το κάνεις να διαρκέσει, δίνοντάς του χώρο και φωνή.
Η ιστορία δεν παραμένει ποτέ ακίνητη. Η τάση των πολλών, ωστόσο, είναι να παραμένουν ακίνητοι, να μην ενεργούν με την πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι εφικτό. Κυριαρχεί όπως στο βιβλίο του Σαραμάγκο, ένα είδος τυφλότητας και εμπιστευόμαστε τους νέους ηγέτες στους οποίους παραδίδουμε την ψυχή μας και την ελευθερία μας με αντάλλαγμα λίγη (φαινομενική) ασφάλεια.
Δεν θέλουμε να δούμε, δεν θέλουμε να ακούσουμε, κλεινόμαστε στον ιδιωτικό μας χώρο. Αφήνουμε να συμβούν τα πάντα, με μια τεράστια αίσθηση ανημπόριας. Προσαρμοζόμαστε σε αυτό που υπάρχει χωρίς να φανταζόμαστε έναν διαφορετικό και καλύτερο κόσμο – όπως είχαν προσπαθήσει να κάνουν άλλοι στο παρελθόν, θυσιάζοντας συχνά τη ζωή τους. Με αυτόν τον τρόπο όσοι φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν στους άλλους θα μπορούν να το κάνουν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτό πρέπει να βγούμε από το μούδιασμα, από την απογοήτευση, από την αδιαφορία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να κινητοποιήσουμε ξανά την ελπίδα, η οποία από μόνη της μπορεί να μας επαναφέρει στο δρόμο και να ανακτήσουμε ό,τι έχει χαθεί στο παρελθόν.
Μόνο έτσι μπορούμε να ελευθερώσουμε ό,τι έχει μείνει πίσω, να βρούμε ό,τι έχει χαθεί ή έχει μείνει αιχμάλωτο, έχει μείνει σε εκκρεμότητα περιμένοντας κάποιον να του δώσει ξανά ζωή και μορφή. Η ελπίδα αντιτίθεται σθεναρά στην παθητική αποδοχή μιας «ήδη δεδομένης» και αμετάβλητης πραγματικότητας, είναι ανοιχτή στην αλλαγή.
Η ελπίδα δεν είναι αυτόματη, πρέπει να την δημιουργήσουμε, να μάθουμε να την υποστηρίζουμε με τη σκέψη μας, με τη βούλησή μας. Η ελπίδα ξέρει να βαδίζει στο σκοτάδι, αναζητώντας ξανά και ξανά, έχει ανάγκη το θάρρος μας, τη φαντασία μας και τη δημιουργικότητά μας, την επιμονή μας.