Στις 6 Νοεμβρίου του 1987 έφυγε από τη ζωή ο κοινωνικός αγωνιστής Άγις Στίνας (Σπύρος Πρίφτης). Στην κηδεία του στο χωριό του, τον Σπαρτύλα της Κέρκυρας, δύο στεφάνια ξεχώριζαν: ένα σταλμένο από τον Κορνήλιο Καστοριάδη που έγραφε: «Στον οιονεί πατέρα μου» και ένα άλλο που έγραφε «Ένωση Αναρχικών Αγρινίου». Ακολουθεί η ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Καστοριάδη στη Νομική Σχολή της Αθήνας στο πολιτικό μνημόσυνο του Στίνα τον Μάρτιο του 1989. Το 2ο μέρος της εκδήλωσης, με την έντονη και ενδιαφέρουσα συζήτηση που έλαβε χώρα μεταξύ των ακροατών και του Καστοριάδη έπειτα από την ομιλία του, βρίσκεται ΕΔΩ. Πηγή: Περιοδικό Άνθη του κακού, τεύχος 4, φθινόπωρο 1989.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Με τον θάνατο του Στίνα χάθηκε όχι μόνο ένας ήρωας αλλά ένας τύπος ανθρώπου που η σημερινή κοινωνία δεν φαίνεται πια ικανή να δημιουργήσει κι ούτε καν και να ανεχθεί.
Αρχίζοντας να σκέφτομαι για το τι θα σας έλεγα σήμερα, μου ήρθε στον νου ο ομηρικός στίχος «ανδρός ον ουδ’ αινείν, τοίσι κακοίσι θέμις» (ενός άνδρα ούτε και να τον παινούν αυτοί οι κακοί δεν ταιριάζει) και θα τον διόρθωνα λέγοντας «ανδρός ον ουδ’ αινείν ημίν κακοίσι θέμις». Να τον πει κανείς άγιο θα ήταν ύβρις. Ό,τι και να κάνει ένας άγιος το κάνει με την ακράδαντη ψευδαίσθηση πως κάποτε και κάπου θα πληρωθεί. Αλλά η αφάνταστα βασανισμένη ζωή του Σπύρου –δεκαετίες στην Ακροναυπλία, Αίγινα, νησιά, τμήματα μεταγωγών, τμήμα καταδίκων στη Σωτηρία γιατί ήταν χρόνιος φυματικός– ζωή που ο άνθρωπος αυτός δεν έφαγε, όταν ήταν αφυλάκιστος, συχνά ζεστό φαΐ και που δεν τη γλύκανε ούτε μια γυναίκα ούτε ένα παιδί, δεν έβρισκε ούτε στήριγμα, ούτε παρηγοριά σε καμία εξωκόσμια υπόσχεση. Μόνη τον εστήριζε η ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα μπορέσει κάποτε να ανδρωθεί και να ελευθερωθεί. Τα τελευταία του χρόνια, παρά την απόγνωση που του δημιουργούσε η σύγχρονη κατάσταση, προσπαθούσε με αγωνία να αποκρυπτογραφήσει μέσα στη χαώδη πραγματικότητα και τα μικροσκοπικότερα σημεία που θα μπορούσαν να δείξουν πως το κίνημα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, το πραγματικό επαναστατικό κίνημα, μένει πάντα ζωντανό.
Σε όλες τις συναντήσεις μας από πολλά χρόνια –από το 1980 ίσως– η κουβέντα του κυμαινόταν συνεχώς ανάμεσα σε δύο πόλους. Από τη μία μεριά οι ελπιδοφόρες ενδείξεις που μπορούσε να προσφέρει η παγκόσμια πολιτική σκηνή π.χ. το πολωνικό κίνημα της Αλληλεγγύης, η δημιουργία του κόμματος των εργαζομένων του Λούλα στη Βραζιλία το ’83 και οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν. Η προσοχή του ήταν πάντα στραμμένη στις κινήσεις όλων των λαών γιατί για τον Σπύρο ο διεθνισμός δεν ήταν ιδεολογία, ήταν η ίδια του η φύση. Στην ίδια θετική στήλη του λογαριασμού έμπαιναν οι επισκέψεις που του έκαναν συνεχώς νέοι –βρίσκοντάς τον δεν ξέρω πώς– άτομα, ομάδες ανώνυμες ή και οργανωμένες που ξαφνικά απρόσκλητοι πήγαιναν να τον βρουν, για να του πουν τη συμφωνία τους, για να αντλήσουν από αυτόν ιδέες και πείρα. Απρόβλεπτες και απροσδόκητες συζητήσεις που τον χαροποιούσαν αφάνταστα και όταν μιλούσε γι’ αυτές, όταν έλεγε πως ήρθαν να με δουν νέοι από την Καισαριανή, από την Κοκκινιά, κάποιοι που θέλουν να αποσχισθούν από το κόμμα κ.λπ., έβλεπε αμέσως κανείς το βλέμμα του και τη φωνή του να αναζωπυρώνονται. Στην άλλη στήλη, την αρνητική, του λογαριασμού έμπαινε ολοένα και περισσότερο η απόγνωση και η αηδία μπρος στην εξέλιξη της σύγχρονης ανθρωπότητας, τουλάχιστον στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες: η απάθεια, η ιδιωτικοποίηση, ο κυνισμός, ο εγωισμός, η αποσύνθεση των ιδεών και των συμπεριφορών, η ατομική και ομαδική αποβλάκωση με την τηλεόραση, το ποδόσφαιρο και τα παρόμοια.
Στο αγωνιώδες ερώτημα, για όποιον πιστεύει πάντα στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη, «Πώς φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο;» ξαναγυρνούσε συνεχώς. Όταν συναντιώμαστε με ρωτούσε επίμονα σαν να μπορούσα εγώ να του απαντήσω. Ή σαν να μπορούσε οποιοσδήποτε να δώσει μια εξήγηση –όπως εξηγούμε μια έκλειψη σελήνης ή μια πυρκαγιά– στο χαώδες αυτό σύνολο των τάσεων και των φαινομένων που κάνουν τη σημερινή ανθρωπότητα να βαδίζει προς την καταναλωτική αποχαύνωση, την εμπορευματοποίηση των πάντων, την πιο χυδαία χειραγώγηση της λεγόμενης κοινής γνώμης, την κυνική κυριαρχία της οικονομικής και πολιτικής γραφειοκρατίας και ολιγαρχίας.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι η επιμονή με την οποία ο Σπύρος γύριζε και ξαναγύριζε στο θέμα του αρχικού, αν μπορώ να πω, εκτροχιασμού του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος. Και επάνω σ’ αυτό το πρόβλημα θα ήθελα να θίξω δύο θέματα· το ένα, μπορώ να πω, ιστορικό περισσότερο, το άλλο, ίσως, λίγο φιλοσοφικότερο.
Το ιστορικό σχετίζεται άμεσα με όλη την εξέλιξη των ιδεών του Σπύρου η οποία πολύ γρήγορα, εκτός από μια παρένθεση που θα αναφέρω από τη στιγμή που συναντηθήκαμε είναι παράλληλη με τη δική μου. Για να μην επανέλθω, πάνω σε αυτό, θα πω ότι ο Σπύρος από την αρχή υποδέχθηκε με ενθουσιασμό όλη τη δουλειά που έγινε στο Socialisme ou Barbarie και μόλις μπόρεσα να ξανακατέβω στην Ελλάδα, το Νοέμβρη του ’54, διαπίστωσα την τέλεια συμφωνία μας πάνω και στα πρωτεύοντα και στα δευτερεύοντα θέματα. Αυτήν την εξέλιξη, για την οποία μερικά στοιχεία δίνει ο ίδιος ο Σπύρος στο βιβλίο του «Αναμνήσεις», κάποιος θα πρέπει κάποια μέρα να την περιγράψει λεπτομερώς και να την αναλύσει. Εδώ θα ήθελα μόνο να επισημάνω μερικά καίρια σημεία. Πολύ σύντομα, όπως το θύμισε ο Γιάννης Ταμτάκος, όταν η Τρίτη Διεθνής μπήκε στην εγκληματική εκείνη περίοδο, μία από τις εγκληματικές, αφού δεν ήταν και καμιά που να μην ήταν εγκληματική, που την ονόμασε τρίτη περίοδο, ο Σπύρος «έκοψε» φυσικά με το ΚΚΕ που τον διέγραψε και αμέσως προχώρησε σε μια ριζική κριτική του σταλινισμού και γρήγορα έφθασε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, απόπειρα μεταρρύθμισης ή εξυγίανσης των κομμουνιστικών κομμάτων και της Τρίτης Διεθνούς ήταν αδύνατη. Ένα άρθρο του, του ’32 ή του ’33 αν θυμάμαι καλά, υποστήριζε από τότε την ανάγκη δημιουργίας νέας Διεθνούς και διακήρυττε το θάνατο της Τρίτης Διεθνούς (από την άποψη την επαναστατική) ενώ ο ίδιος ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη πίστευε ακόμα ότι μια πάλη μέσα στη Διεθνή ήταν δυνατή. (Διακοπή στη μικροφωνική εγκατάσταση)
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ (ειρωνευόμενος τη σταλινική –και όχι μόνο– πρακτορολογία της εποχής): Ή σταλινικός ή τροτσκιστής το έκανε αυτό… (Γέλια, χειροκροτήματα)
Ο Τρότσκυ την εποχή εκείνη επίστευε ακόμα στη Διεθνή και, ως γνωστόν, μόνο μετά τη γερμανική καταστροφή του ’33 δέχθηκε την ιδέα ότι τα ΚΚ και η Διεθνής ήταν ανεπίδεκτοι οποιασδήποτε μεταρρύθμισης και ότι χρειαζόταν μια νέα επαναστατική οργάνωση.
Γρήγορα κατόπιν, και πάντως στην Ακροναυπλία, το ’37 ίσως ή ’38, (τα χαρτιά υπάρχουν και είναι παρακρατημένα –παράνομα από κάθε άποψη– από τους τότε τροτσκιστές συντρόφους του) ο Σπύρος, σε συζητήσεις με τους επίσημους τροτσκιστές, και με την αυστηρή πολιτική και κοινωνική λογική και συνέπεια που τον χαρακτήριζε, είχε φθάσει στο συμπέρασμα ότι το σύνθημα του Τρότσκυ για την «άνευ όρων υπεράσπιση του εργατικού κράτους», δηλαδή της λεγόμενης ΕΣΣΔ, σε περίπτωση πολέμου, ήταν απαράδεκτο (…).
Αυτό το θέμα, το περίφημο ρωσικό ζήτημα, δηλαδή ο κοινωνικός χαρακτήρας του καθεστώτος στη Ρωσία, πάντα απασχολούσε, και με επιμονή, τον Σπύρο.
Εκείνη είναι η εποχή, το τέλος του ’42, αρχές ’43, που με τη μεσολάβηση ενός αγαπημένου μου και πεθαμένου φίλου συνάντησα κι εγώ για πρώτη φορά τον Σπύρο κι αμέσως εντυπωσιάστηκα –όσο ίσως ποτέ στη ζωή μου– από την οξύτητα, την τόλμη, την αδιαλλαξία της πολιτικής σκέψης του και προσχώρησα στην οργάνωση που εμψύχωνε μαζί με τον Δημοσθένη Βουρσούκη, τον Γιάννη Ταμτάκο κι άλλους αγωνιστές. Τότε ήταν η εποχή της Κατοχής και της λεγόμενης Αντίστασης. Από την αρχή ο Σπύρος είχε χαράξει μια σωστή διεθνιστική γραμμή εναντίον της τροτσκιστικής γραμμής που υποστήριζε το λεγόμενο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Θυμάμαι, ακόμα, πως προσπαθούσαμε και κατορθώναμε γερμανικά γραμμένες διεθνιστικές προκηρύξεις να τις ρίχνουμε στους γερμανικούς στρατώνες που βρίσκαμε στην περιοχή Αττικής. Αυτό που ήταν το καίρια ασθενές σημείο των αναλύσεών μας κατά την κατοχή ήταν η ανάλυση του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της δυναμικής τους και των σκοπών τους. Το κατάλοιπο της τροτσκιστικής αυταπάτης που μας εβάραινε και που δεν είχαμε ακόμα απορρίψει ήταν η ιδέα ότι τα σταλινικά κόμματα είχαν αστικοποιηθεί, όπως 40 ή 50 χρόνια πριν είχε αστικοποιηθεί η ρεφορμιστική σοσιαλδημοκρατία.
(…) Η ώρα της αλήθεια εσήμανε το Δεκέμβρη του ’44. Τι είδους αστικό ή ρεφορμιστικό κόμμα ήταν αυτό που, αν αφήσουμε κατά μέρος τη σκοτεινή και όχι τελείως γνωστή ιστορία των δισταγμών και του ηλιθίου τρόπου με τον οποίο η σταλινική διεύθυνση, από τη δική της άποψη, έδωσε τη μάχη των Αθηνών, προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία με τα όπλα, έσφαζε τους πάντες και τα πάντα κ.λπ. Και τι κινούσε και υποκινούσε τις μάζες που το ακολουθούσαν; Σ’ αυτό το σημείο δημιουργήθηκε η μόνη πολιτική διαφωνία που είχα στη ζωή μου με τον Σπύρο. Πιθανόν για να σώσει κάτι από το κλασικό σχήμα, πιθανόν διότι πράγματι η κατάσταση για κάποιον που είχε τραφεί μέσα στον μαρξισμό ήταν τερατωδώς ακατανόητη, πιθανόν διότι η κατάσταση ήταν τραγική –να βλέπεις τον κοσμάκη να κατεβαίνει από την Καισαριανή, από το Παγκράτι, να ανεβαίνει απ’ το Περιστέρι και να είναι έτοιμος να σκοτωθεί και εσύ να ξέρεις ότι αυτό για το οποίο σκοτώνεται είναι για να εγκαταστήσει εδώ στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σταλινική δικτατορία– για κάποιον απ’ όλους αυτούς τους λόγους, ίσως για όλους μαζί, μετά από το Δεκέμβρη ο Σπύρος υποστήριξε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, σ’ ένα κείμενο που δεν ξέρω αν σώζεται, ότι επρόκειτο για ένα ιδιόρρυθμο στρατιωτικό κίνημα που απηχούσε πραξικοπηματικές τάσεις των στρατιωτικών στελεχών του ΕΛΑΣ. Για μένα, αντίθετα, όπως άλλωστε το έχω γράψει, τα Δεκεμβριανά ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η Αποκάλυψις, όχι του Ιωάννου αλλά του… Ιωσήφ και του… Νικολάου.
Τα γεγονότα αυτά, η πολιτική του κόμματος, η στάση των μαζών ήταν τελείως αχώνευτα μέσα στα κλασικά σχήματα –όχι μόνο στα τροτσκιστικά ούτε καν και στα λενινιστικά αλλά τελικά ακόμη, αν ακριβολογούμε, και μέσα στα μαρξιστικά σχήματα θεώρησης της κοινωνίας και της Ιστορίας. Έδειχναν που επήγαινε ο σταλινισμός, ήταν φως φανάρι ότι αν οι σταλινικοί είχαν πάρει την εξουσία στην Ελλάδα θα είχαν εγκαταστήσει ένα καθαρά σταλινικό καθεστώς σαν κι αυτό που υπήρχε στη Ρωσία κι αργά ή γρήγορα θα ξεκαθάριζαν και τους αστούς και τους μεσαίους αστούς και τους αριστερούς διαφωνούντες κι οποιονδήποτε δεν συμφωνούσε μαζί τους και δεν γινόταν πειθήνιο όργανο τους. Αυτό φυσικά, το λέω χωρίς καμία έπαρση, επαληθεύθηκε μαζικά απ’ ό,τι συνέβη μετά (δεν το ξέραμε τότε) και στη Γιουγκοσλαβία και στις άλλες χώρες, είτε υπήρχε ρωσικός στρατός είτε δεν υπήρχε. Απλά και μόνο με τη δύναμη των σταλινικών κομμάτων, τα οποία φυσικά, μέσα σε συνθήκες κατοχής, όπως και αργότερα σε άλλες χώρες (Βιετνάμ και αλλού) σε συνθήκες εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, ανέπτυσσαν ένα τεράστιο στρατιωτικό μηχανισμό, επάνω στον οποίο στηριζόντουσαν για να καταλάβουν την εξουσία.
(…) Πάντως, αυτή η διαφωνία κράτησε λίγο καιρό, ίσως μέχρι το ’45 και αρχές του ’46, και γρήγορα βρεθήκαμε πάλι σύμφωνοι και η ιδεολογική συνέχεια δεν έχει άλλη ιστορία από την ιστορία των ιδεών του Socialisme ou Barbarie, με τις οποίες ο Σπύρος συμφώνησε από την αρχή ως το τέλος και σε όλες τις προοδευτικές εξελίξεις και αναθεωρήσεις του κλασικού μαρξισμού που έγιναν μέσα σ’ αυτό το περιοδικό και μέσα στα γραπτά μου. Αλλά μέσα σ’ αυτήν την εξέλιξη πάντα ξαναγύριζε στο θέμα που εγώ, δικαίως ή αδίκως, θεωρούσα πια κλεισμένο. Γιατί η ρωσική επανάσταση εκφυλίστηκε; Γιατί –όταν πια ξεπεράσαμε την ιδέα του εκφυλισμού και καταλάβαμε ότι ο μπολσεβικισμός και ο ίδιος ο Λένιν από την αρχή δεν είχαν καμία σχέση με την επανάσταση– γιατί λοιπόν εμφανίστηκε ο μπολσεβικισμός και ο Λένιν; Και πώς απέκτησαν την εμπιστοσύνη των μαζών; Γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ έμεινε φωνή βοώσα εν τη ερήμω; Γιατί η θεωρία του Μαρξ περιέλαβε, από την αρχή, στοιχεία που έκαναν δυνατή, αν όχι αναπόφευκτη, αυτή την εξέλιξη και έκαναν επίσης δυνατή την επίκληση της από όλους τους γραφειοκράτες και τους δήμιους;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα εγώ προσπάθησα να απαντήσω. Και νομίζω ότι απάντησα, όσο είναι δυνατόν να απαντήσει κανείς σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Συνελόντι ειπείν, απάντησα: Ότι ο Μαρξ ο ίδιος και ο μαρξισμός είχαν υποστεί βαθιά επίδραση του καπιταλιστικού φαντασιακού της εποχής του, ότι όλα αυτά τα στοιχεία τα καπιταλιστικά εμπεριέχονται στο έργο του Μαρξ, ότι αυτά τα στοιχεία επέτρεψαν μια ορισμένη εξέλιξη της ιδεολογίας και της σοσιαλδημοκρατικής και εκείνης των μπολσεβίκων αλλά και ότι (το έγραψα ήδη από το ’58 σ’ ένα κείμενο που λέγεται «Προλεταριάτο και οργάνωση») η ίδια η εργατική τάξη είχε αφήσει να διεισδύσουν μέσα της οι κοινωνικές φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού, είχε αρχίσει να πιστεύει στους ηγέτες της, στους ειδικούς και, συνεπώς, άφησε να δημιουργηθεί μια γραφειοκρατία η οποία δήθεν να την εκπροσωπεί.
Ο Σπύρος συνεχώς –χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψει να εγκρίνει και να επικροτεί αυτά που έγραφα, ξαναγύριζε πάντα σ’ αυτές τις ερωτήσεις (…). Το γιατί δεν το ξέρω. Ίσως κάτι στο βάθος των απαντήσεών μου δεν του πήγαινε. Δεν τολμώ να πω ότι δεν το αφομοίωνε –μάλλον σαν να μην του αρκούσε. Ίσως –και αυτό περιέχει ένα τραγικό στοιχείο από το οποίο ποτέ δεν μπορούμε να ξεφύγουμε– υπήρχε η διαφορά των γενεών. Εγώ το ’45 ήμουν 23 ετών. Η ζωντανή επαναστατική παράδοση για μένα ήταν βιβλία. Και η πρώτη φορά που είδα μάζες στο δρόμο ήταν στις 3 Δεκεμβρίου του ’44 στην Αθήνα, που ήταν έτοιμες να κρεουργήσουν όποιον εγώ θεωρούσα επαναστάτη και εμένα τον ίδιο φυσικά.
Του Σπύρου η πείρα δεν ήταν αυτή. Εκείνος είχε ζήσει μια εποχή που η εργατική τάξη ήταν πραγματικά επαναστατική (τουλάχιστον κατά περιόδους και στα τμήματα της). Η Θεσσαλονίκη του ’20-’23 ήταν πάντοτε το σημείο αναφοράς του. Θυμάμαι τον θαυμασμό του για τις καπνεργάτριες της Θεσσαλονίκης όταν κατέβαιναν με τα τσόκαρα και συγκρούονταν με τους χωροφύλακες. Ίσως λοιπόν και αυτό να συνέβαλε ώστε να μην μπορεί να δεχθεί ότι, όσο ηρωική και κοσμοϊστορική και αν υπήρξε η προσπάθεια της εργατικής τάξης κατά τον 19ο και κατά το πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα, δεν κατόρθωσε να φέρει το αποτέλεσμα που της φαινόταν προδιαγεγραμμένο. Ίσως επίσης η τρομερή αντίφαση ανάμεσα στην ιδέα μιας, όπως και να το κάνουμε, μεσσιανικής τάξης και στη διαπίστωση ότι αυτή η τάξη συνεχώς ξανάπεφτε κάτω από την επιρροή ξένων και εχθρικών στοιχείων της ρεφορμιστικής και κομμουνιστικής γραφειοκρατίας τον εμπόδιζε να απαλλαγεί από αυτή την σχεδόν έμμονη ιδέα.
Φυσικά, αυτό ποτέ δεν τον εμπόδισε να δει, να καταλάβει, να χαιρετήσει με ενθουσιασμό τα νέα απελευθερωτικά κινήματα που εμφανίσθηκαν στη δεκαετία του ’60 και κατόπιν τα κινήματα των σπουδαστών, των νέων, των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ. Στα τελευταία χρόνια νομίζω, από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, είχε ξεπεράσει τον μύθο της εργατικής τάξης. Όμως ξαναγύριζε στο ερώτημα που θα μπορούσα να το ξαναδιατυπώσω με τη μορφή: Τι πήγε στραβά; Πού άρχισε ο εκτροχιασμός;
Και εδώ γεννιέται ένα φιλοσοφικότερο, αν μπορώ να πω, ερώτημα. Θα μπορούσε να είχε υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη του εργατικού και του επαναστατικού κινήματος; Θα μπορούσαν οι τάσεις που ήταν τόσο εμφανείς στην Παρισινή Κομμούνα, στα πρώτα Σοβιέτ, στα Εργατικά Συμβούλια στη Γερμανία και Βόρειο Ιταλία το ’18 και ’19, στην Ισπανία το ’36-’37 και ιδιαίτερα στην Καταλονία, να είχαν φθάσει στους σκοπούς τους; Νομίζω ότι, εξαιρώντας την Παρισινή Κομμούνα και τα Ουγγρικά Συμβούλια μετά το ’56, το βασικό στοιχείο για να σκεφθούμε αυτή την ερώτηση είναι η ακόλουθη διαπίστωση: Όλα αυτά τα κινήματα της εργατικής τάξης σπανίως νικήθηκαν από τους εξωτερικούς τους εχθρούς. Σχεδόν πάντα κατέρρευσαν από μέσα, «εκφυλίσθηκαν» όπως λέγαμε τότε, δηλαδή έπεσαν κάτω από τον έλεγχο μιας γραφειοκρατίας που τα ίδια την είχαν δημιουργήσει.
Εκ των υστέρων, και χωρίς να είμαστε εγελιανοί, μπορούμε να πούμε ότι χωρίς αυτή τη γραφειοκρατία και την πείρα της γραφειοκρατικοποίησης, το Επαναστατικό Κίνημα δεν θα μπορούσε να πάει παρακάτω, και δεν θα μπορούσαμε εμείς σήμερα να σκεφθούμε ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός, δηλαδή μια αυτόνομη, αυτοκυβερνούμενη και αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία –και το κίνημα που θέλει να φθάσει σε μια τέτοια κοινωνία– δεν κινδυνεύει τόσο από εξωτερικούς εχθρούς αλλά από την ίδια την τάση των ανθρώπων να πιστεύουν στους ηγέτες και τους ειδικούς, να παραιτούνται, να αποσύρονται, δηλαδή να παύουν να προσπαθούν να πραγματοποιούν την ίδια τους την αυτονομία μέσα σ’ ένα αυτόνομο συλλογικό κίνημα.
Κι έτσι ερχόμαστε στη σημερινή κατάσταση και στο σημερινό πρόβλημα. Γιατί βεβαίως αυτό που παρατηρούμε σήμερα γύρω μας, και που τόσο συχνά έφερνε σε απελπισία τον Σπύρο, είναι η επέκταση και η επικράτηση των χαρακτηριστικών που ανέφερα προηγουμένως, της απάθειας, της ιδιωτικοποίησης, της ανευθυνότητας, του εγκλωβισμού του καθενός στον μικρούλη του ατομικό χώρο. Και αυτό σε μια εποχή που τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι πρωτοφανούς κρισιμότητας και απειλούν την ίδια τη ζωή πάνω στον πλανήτη.
Αν, πώς και πότε θα βγούμε από αυτή την κατάσταση, κανένας δεν μπορεί να το προβλέψει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι να κάνουμε προβλέψεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο καθένας μας, εκεί που βρισκόμαστε, έστω και ως άτομα, ακόμα περισσότερο όταν μπορούμε ομαδικά, να συνεχίσουμε την πάλη για την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, να συνεχίσουμε τον αγώνα για μια αυτόνομη κοινωνία αποτελούμενη από αυτόνομα άτομα, αγώνα στον οποίο αφιέρωσε την ηρωική και μαρτυρική ζωή του ο Σπύρος Στίνας.
→ Το 2ο μέρος της εκδήλωσης βρίσκεται ΕΔΩ