Μεγάλος Περίπατος: στόχοι, επιπτώσεις και το δικαίωμα στην Αθήνα

0

Ακολουθούν οι τρεις εισηγήσεις που ακούστηκαν στην εκδήλωση «Μεγάλος Περίπατος: Στόχοι, επιπτώσεις και το δικαίωμα στην Αθήνα», που έγινε στις 14/07 στην πλατεία Αυδή στο Μεταξουργείο και διοργανώθηκε από την Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων (ΑΚΕΑ) και την Ενωτική Αριστερή Πρωτοβουλία Πολεοδόμων-Χωροτακτών (ΕΑΠ-ΠοΧ).

Μεγάλος Περίπατος: Εξευγενισμός, τουριστικοποίηση και το δικαίωμα στην πόλη

Στο ακόλουθο άρθρο επιχειρείται μια εφ’ όλης της ύλης ανάλυση και κριτική των στοχεύσεων και των επιπτώσεων του Μεγάλου Περιπάτου. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση του Κώστα Βουρεκά, αρχιτέκτονα-πολεοδόμου, ΥΔ Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, εκ μέρους της ΑΚΕΑ. 

Τι είναι ο Μεγάλος Περίπατος;

Ο Μεγάλος Περίπατος είναι ένα σύνολο παρεμβάσεων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας το οποίο περιλαμβάνει δύο σκέλη:

  • Την πεζοδρόμηση (περιοχές «ελεύθερες από Ι.Χ.») του εμπορικού τριγώνου, της Πλάκας και του Μοναστηρακίου
  • Την παρέμβαση στους οδικούς άξονες που περιβάλλουν τον παραπάνω θύλακα, στην κατεύθυνση της μείωσης της κίνησης των αυτοκινήτων, με διάφορες διαβαθμίσεις, από την πλήρη πεζοδρόμηση έως την διεύρυνση των πεζοδρομίων.
Με κόκκινο η περιοχή παρέμβασης του Μεγάλου Περίπατου, με κίτρινη διαγράμμιση ο θύλακας της παρέμβασης όπου θα εφαρμοστεί πεζοδρόμηση ή μείωση κυκλοφορίας οχημάτων.

Η περιοχή παρέμβασης είναι κάπως ευρύτερη από τον πεζοδρομημένο θύλακα και περιλαμβάνει επίσης το Ψυρρή, τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, τον λόφο του Αρδηττού με το Καλλιμάρμαρο, την περιοχή γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου, την περιοχή από τα Προπύλαια έως την πλατεία Κολωνακίου και την περιοχή της Πατησίων γύρω από το Πολυτεχνείο και το Μουσείο.

Οι στόχοι του Μεγάλου Περίπατου

Η παρέμβαση περιλαμβάνεται στο προεκλογικό πρόγραμμα της σημερινής δημοτικής αρχής, στο οποίο διαβάζουμε:

«Η Αθήνα είναι μια πόλη με διεθνή ακτινοβολία και μοναδική πολιτιστική κληρονομιά και φυσιογνωμία. Ιδιαίτερα σήμερα που καταγράφεται αυξημένο τουριστικό ενδιαφέρον είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο ένα έργο ενοποίησης των σημαντικών σημείων της πόλης που προσελκύουν πολύ μεγάλο αριθμό επισκεπτών.»

Η στόχευση της παρέμβασης είναι εξαιρετικά σαφής. Πρόκειται για την ανάπλαση μιας περιοχής, τα όρια της οποίας επιλέχθηκαν έτσι, ώστε να περιλαμβάνουν τους σημαντικότερους τουριστικούς πόρους του αθηναϊκού κέντρου, με στόχο να επεκταθούν οι τουριστικές επενδύσεις και οι δραστηριότητες που συνοδεύουν τον τουρισμό, όπως το εμπόριο που απευθύνεται στους επισκέπτες της πόλης, η εστίαση και η αναψυχή.

Ο στόχος αυτός στη συνέχεια επενδύεται για επικοινωνιακούς λόγους με διάφορες επιμέρους στοχεύσεις. Οι επισκέπτες της πόλης, η προσέλκυση των οποίων είναι ο στόχος του σχεδιασμού, συμπληρώνονται ρητορικά με τους «πολίτες» ή τους «δημότες», γίνεται επίκληση της αύξησης του δημόσιου χώρου και της προώθησης της βιώσιμης κινητικότητας, έως την προκλητικά εργαλειακή επίκληση της «αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίσταται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορονοϊού». Επιπλέον το σχέδιο παρουσιάζεται συχνά ως υλοποίηση παλαιότερων σχεδιασμών για το κέντρο με προοδευτικό πρόσημο.

Πραγματικά, το σχέδιο υλοποιεί επιλεκτικά, τμηματικά και δια της συρραφής, παλαιότερους σχεδιασμούς. Το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας του Υπουργείου Πολιτισμού και του ΥΠΕΧΩΔΕ, το οποίο εκτείνονταν χωρικά από την Ακαδημία Πλάτωνος έως το Καλλιμάρμαρο, περιλαμβάνει την πεζοδρόμηση της λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας ανάμεσα στο Ζάππειο και τις Στήλες του Ολυμπίου Διός, όπως και την επέκταση της πεζοδρόμησης της Ερμού έως τον Κεραμεικό. Η οδός Πανεπιστημίου χαρακτηρίζεται «κύριο δίκτυο ροής πεζών» και «κύριο δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών» στους χάρτες που συνοδεύουν το Ρυθμιστικό Σχέδιο του 1985 και η ιδέα επανέρχεται το 2012 στο πλαίσιο του Rethink Athens. Ο Μεγάλος Περίπατος συμπεριλαμβάνει όντως μία (χειρότερη) εκδοχή του σχεδιασμού του Rethink Athens χωρίς το τραμ. Τέλος, ο σχεδιασμός του Μεγάλου Περιπάτου υλοποιεί επιλεκτικά ορισμένες πλευρές του υπερκείμενου επιπέδου σχεδιασμού, όπως το ισχύον Ρυθμιστικό Σχέδιο, ενώ την ίδια στιγμή δεν υλοποιεί άλλες.

Όμως το περιεχόμενο και οι επιπτώσεις των διάφορων πολεοδομικών και συγκοινωνιακών σχεδιασμών δεν παραμένει αμετάβλητο και ανεξάρτητο από την ιστορική συγκυρία. Στην Αθήνα του 2020 παρατηρούμε μία μείζονος σημασίας εξέλιξη, η οποία δεν υπήρχε το 2012 και πολύ περισσότερο το 1985. Μετά την είσοδο στα μνημόνια και συνολικά κατά την διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, ο κλάδος του τουρισμού γιγαντώθηκε –ενώ άλλοι κλάδοι της οικονομίας κατέρρεαν- και το σύνολο των τουριστικών αφίξεων από το εξωτερικό διπλασιάζεται και από τα 15 φτάνει τα 30 εκατομμύρια. Η Αθήνα -η οποία παραδοσιακά συγκεντρώνει υψηλό ποσοστό αφίξεων τουριστών κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς αποτελεί την σημαντικότερη πύλη εισόδου στην χώρα, οι οποίοι όμως μετά από μία σύντομη επίσκεψη στην Ακρόπολη, κατευθύνονται προς τον βασικό τους προορισμό στα νησιά- εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια σε αυτοτελή τουριστικό προορισμό σύντομης διάρκειας (city break). Την υφιστάμενη αυτή τάση εντοπίζει και επιχειρεί να εντείνει ο Μεγάλος Περίπατος, επιδιώκοντας μέσω της ανάπλασης του ιστορικού κέντρου να κρατήσει τους τουρίστες όσο το δυνατόν περισσότερο στην Αθήνα. Στην εισήγηση του Κώστα Μπακογιάννη στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, την οποία υπερψήφισαν και οι δημοτικές παρατάξεις του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ, η «αύξηση της καταναλωτικής κίνησης και του τουριστικού ενδιαφέροντος της πόλης», περιλαμβάνεται ρητά στους βασικούς στόχους των προτεινόμενων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων.

Το να καταστεί η Αθήνα αυτοτελής τουριστικός προορισμός δεν είναι από μόνο του αρνητικό, καθώς αυξάνει τα εισοδήματα και άλλωστε αποτελούσε για πολλά χρόνια στόχο του σχεδιασμού. Το πρόβλημα είναι η μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας ενός τόπου από αυτόν. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση αναδεικνύει πόσο ευαίσθητη είναι η ανάπτυξη του κλάδου του τουρισμού στις αλλαγές της συγκυρίας. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο σχετίζεται το σχέδιο του Μεγάλου Περίπατου με τον κορονοϊό, είναι η επιδίωξη να κατασκευαστεί τώρα που ο τουρισμός βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση, ώστε να είναι έτοιμο τρία, τέσσερα χρόνια μετά, που υπολογίζεται να ανακάμψει στα προ της υγειονομικής κρίσης μεγέθη.

Όμως η τουριστική δραστηριότητα τείνει να υπερσυγκεντρώνεται γύρω από συγκεκριμένα αξιοθέατα, σημεία τουριστικού ενδιαφέροντος και τις διαδρομές που τα συνδέουν και μαζί με τις χρήσεις γης που την συνοδεύουν, όπως είναι κυρίως η αναψυχή, η εστίαση και το εμπόριο που απευθύνεται στους επισκέπτες της πόλης, εκτοπίζει τις υπηρεσίες και το εμπόριο που απευθύνονται στους κατοίκους αλλά και την ίδια την κατοικία. Πέρα από την απευθείας όχληση προς την κατοικία που παράγει η νυχτερινή κυρίως αναψυχή, είναι κυρίως η μεγαλύτερη οικονομική αποδοτικότητα των τουριστικών χρήσεων στις κατάλληλες περιοχές, που εκτοπίζει τις υπόλοιπες χρήσεις. Οι μονοκαλλιέργειες αυτού του τύπου, οδηγούν στην  ερημοποίηση της πόλης εκτός τουριστικής σεζόν ή κατά την διάρκεια της ημέρας, σε ότι αφορά τις περιοχές υπερσυγκέντρωσης της νυχτερινής αναψυχής.

Επιπλέον η τουριστικοποίηση συνεπάγεται την τυποποίηση της φυσιογνωμίας της πόλης, έτσι ώστε να μετατραπεί σε τουριστικό προϊόν, το οποίο μπορεί να προωθηθεί και να πωληθεί. Η μορφή που παίρνει αυτή η τυποποίηση στο κέντρο της Αθήνας είναι συνήθως η μονοδιάστατη εστίαση στα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας, λόγω της αδιαμφισβήτητης διεθνούς τους ακτινοβολίας αλλά και της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, η οποία τείνει να υποτιμά άλλα στοιχεία του ιστορικού τοπίου της πόλης, από τα οθωμανικά μνημεία έως τον αθηναϊκό μοντερνισμό.

Να σημειωθεί ότι το κέντρο είναι ήδη αρκετά τουριστικοποιημένο και η τάση αυτή εντείνεται και χωρίς τον Μεγάλο Περίπατο. Το Μοναστηράκι, η Πλάκα και το Θησείο είναι ήδη τουριστικοποιημένα με διαφορετικούς όρους, ενώ η περίπτωση του Ψυρρή είναι χαρακτηριστική του πώς η αναψυχή και ο τουρισμός εκτοπίζουν χρήσεις βιοτεχνίας, μεταποίησης και κατοικίας, αλλάζοντας εντελώς τον χαρακτήρα μίας περιοχής. Η νυχτερινή αναψυχή επεκτείνεται πλέον και στο εμπορικό τρίγωνο, με πυρήνες την πλατεία Καρύτση και δευτερευόντως την πλατεία Αγίας Ειρήνης.

Όμως το κέντρο της Αθήνας σήμερα δεν είναι μόνο τουρισμός και αναψυχή. Υπάρχουν ακόμα χρήσεις διοίκησης, καταστήματα και υπηρεσίες και κυρίως ειδικό και παραδοσιακό εμπόριο, το οποίο απευθύνεται αποκλειστικά στους κατοίκους και όχι στους επισκέπτες, συμπεριλαμβάνοντας μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, εργαζόμενους, άνεργους, νέους, συνταξιούχους, κ.λπ. Χρήσεις αυτού του είδους συμβάλουν στην κοινωνική ανάμιξη, διαμορφώνουν μια λαϊκή φυσιογνωμία στο κέντρο, σε αντίθεση με την κατάσταση σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις όπου το κέντρο είναι πανάκριβο και απρόσιτο στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού και επίσης συνδέονται με τη συλλογική μνήμη στον χώρο της πόλης. Αυτές ειδικά τις χρήσεις και μαζί με αυτές και τα λαϊκότερα στρώματα του πληθυσμού, απειλεί να εκτοπίσει ο Μεγάλος Περίπατος, μετατρέποντας ειδικά τον θύλακα που πεζοδρομεί, σε μία αυστηρά οριοθετημένη περιοχή τουριστικής ανάπτυξης, αναψυχής και υψηλής κατανάλωσης.

Εξευγενισμός (gentrification) μέσω της τουριστικοποίησης

Στο πλαίσιο της πρόσφατης ανάπτυξης του τουρισμού στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα, εμφανίστηκε και ένα επιπλέον φαινόμενο, αυτό της βραχυπρόθεσμης τουριστικής ενοικίασης, η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στον εξευγενισμό περιοχών των ελληνικών πόλεων, οι οποίες κατά τα άλλα παρουσιάζουν σημαντική αδράνεια στις επελάσεις του κεφαλαίου και της κτηματαγοράς, λόγω της ιστορικά διαμορφωμένης μικρής και κατακερματισμένης ιδιοκτησίας στην γη και τα ακίνητα. Ο Μεγάλος Περίπατος είναι μία συνειδητή προσπάθεια εξευγενισμού μέσω της τουριστικοποίησης του κέντρου της Αθήνας, με τα περισσότερα από τα τυπικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν διεθνώς αυτά τα εγχειρήματα: τις πεζοδρομήσεις και τις σημειακές αναπλάσεις οι οποίες θα δράσουν σαν καταλύτες του εξευγενισμού, όπως η «ριζική ανάπλαση της ευρύτερης περιοχής της Βαρβακείου Αγοράς με λειτουργική ενοποίηση των δύο αγορών και ενίσχυση του υπερτοπικού τους ρόλου», τις αναπλάσεις της πλατείας Θεάτρου, της πλατείας Δικαιοσύνης και της πλατείας Κοραή, αλλά και την ρητορική του «εμβληματικού» έργου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου που θα είναι κλειστή η λαϊκού χαρακτήρα Βαρβάκειος αγορά λόγω ανακαίνισης, προγραμματίζεται μέσω ιδιωτικής επένδυσης η μετατροπή της Στοάς του Βιβλίου και της Στοάς Ορφέως σε «Food Mall», το οποίο θα λειτουργεί ως τουριστικός προορισμός.

Ο εξευγενισμός (gentrification – δείτε ενδεικτικά εδώ και εδώ), είναι η διαδικασία μέσω της οποίας περιοχές της πόλης που θεωρούνται «υποβαθμισμένες» λόγω της χρήσης τους από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού, «αναβαθμίζονται» μέσω αναπλάσεων και τα χαμηλότερα στρώματα εκτοπίζονται για να αντικατασταθούν από μεσαία και υψηλά, ενώ και οι χρήσεις γης αλλάζουν, απευθυνόμενες στο νέο κοινό. Βασικός μηχανισμός αυτής της μεταλλαγής είναι η αύξηση της τιμής της γης και των ακινήτων, η οποία πυροδοτείται από τις αναπλάσεις. Οι ενοικιαστές των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων φεύγουν λόγω αυξήσεων ενοικίων, οι ιδιοκτήτες διαπιστώνουν πολύ συχνά ότι τους συμφέρει να πουλήσουν και να φύγουν επίσης, ενώ οι χρήσεις γης αντικαθίστανται από «υψηλότερες» και οικονομικά αποδοτικότερες. Σε επίσημο φυλλάδιο του Δήμου Αθηναίων για τον Μεγάλο Περίπατο, στα «οφέλη» του έργου αναφέρεται ρητά η «αύξηση της αξίας των ακινήτων», η «μεγαλύτερη ασφάλεια», η «νέα μοναδική εμπειρία» που θα προσφέρει το κέντρο στους επισκέπτες με «συνδυασμό δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας, διασκέδασης και αγορών», ενώ στους ιθαγενείς υπόσχεται «προσέλκυση νέων επενδύσεων και αύξηση των θέσεων εργασίας». Πρόκειται βέβαια για τις διαβόητα επισφαλείς, ελαστικές και χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας που δημιουργεί η βιομηχανία του τουρισμού και της αναψυχής.

Ο βασικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να αποφευχθεί ο εξευγενισμός και μία ανάπλαση να σχεδιάζεται για τους υπάρχοντες κατοίκους και χρήστες και όχι για αυτούς που θα έρθουν να τους αντικαταστήσουν, είναι ο έλεγχος των χρήσεων γης μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού, ώστε να αποτρέπεται η αντικατάστασή τους από οικονομικά αποδοτικότερες. Ο Μεγάλος Περίπατος, όχι τυχαία, υλοποιείται ήδη ως απλή κυκλοφορική παρέμβαση χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, ο οποίος έπεται και ο οποίος πρόκειται απλά να επικυρώσει τις εξευγενιστικές επιπτώσεις των πεζοδρομήσεων. Στην ενότητα ερωτήσεις και απαντήσεις στον επίσημο ιστότοπο του Μεγάλου Περίπατου ξεκαθαρίζεται ότι «με βάση το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο που ετοιμάζεται, δεν αλλάζει τίποτα στις χρήσεις γης από ότι ισχύει σήμερα» (ερώτηση 39).

Οι υφιστάμενες χρήσεις γης καθορίζονται σήμερα από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αθηναίων και ειδικά νομοθετήματα καθορισμού των χρήσεων γης. Όπως φαίνεται και στην εικόνα με το απόσπασμα του ΓΠΣ του Δήμου, στην περιοχή επέμβασης του σχεδίου του Μεγάλου Περιπάτου (με μπλε περίγραμμα) κυριαρχούν οι χρήσεις «Υπερτοπικό Κέντρο Δήμου» (με σκούρο κόκκινο), «Γενική Κατοικία» (με σκούρο κίτρινο) και «Τοπικό Κέντρο Γειτονιάς» (με ροζ). Στις παραπάνω χρήσεις γης επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα (ή και τα πάντα), επομένως η διαβεβαίωση ότι (στις θεσμοθετημένες χρήσεις γης) δεν αλλάζει τίποτα, ισοδυναμεί με την διαβεβαίωση ότι με βάση την οικονομική αποδοτικότητα των χρήσεων, η αγορά μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Απόσπασμα του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου του Δήμου Αθηναίων. Η περιοχή επέμβασης του Μεγάλου Περίπατου σημειώνεται με μπλε περίγραμμα.

Αντίθετα, εκεί που ήδη υπάρχουν κάποια όρια στην απρόσκοπτη τουριστικοποίηση του κέντρου, η κυβέρνηση κινείται στην κατεύθυνση της άρσης τους. Στο πλαίσιο του νέου αντιπεριβαλλοντικού νόμου Χατζηδάκη (άρθρο 99), επιχειρήθηκε η άρση του περιορισμού των 100 κλινών στα ξενοδοχεία, εντός της Γενικής Κατοικίας της περιοχής Ψυρρή – Κέντρου (Ομόνοια), η οποία ισχύει από το 1998 βάσει Προεδρικού Διατάγματος. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, το Υπουργείο μας εξηγεί ότι από τότε έχουν αλλάξει τα δεδομένα και οι ανάγκες για τουριστικές χρήσεις, ενώ στις «υποβαθμισμένες» αυτές περιοχές, οι επενδυτές έχουν εντοπίσει μεγαλύτερης επιφάνειας κτίρια αλλά δεσμεύονται από τον περιορισμό των 100 κλινών. Μετά τις αντιδράσεις η διάταξη αποσύρθηκε εν μέρει (με την υπόσχεση να επανέλθει σε άλλο νομοσχέδιο) αλλά άρθηκε η υποχρέωση να παραμένει η κατοικία από τον τέταρτο όροφο και πάνω όταν ένα κτίριο της περιοχής μετατρέπεται σε ξενοδοχείο.

Μεγάλος Περίπατος και δημόσια τάξη

Οι διαδικασίες του εξευγενισμού συνοδεύονται διεθνώς από επιχειρήσεις – σκούπα οι οποίες απομακρύνουν από την προς «αναβάθμιση» περιοχή φτωχούς, μετανάστες, άστεγους, τοξικοεξαρτημένους και γενικότερα καθέναν και καθεμία που με την παρουσία του χαλάει τη «νέα σύγχρονη εικόνα της πόλης», εξωθώντας τους σε άλλες περιοχές. Ο Μεγάλος Περίπατος ενσωματώνει με την σειρά του μέτρα ενίσχυσης της «ασφάλειας». Τι άλλο στόχο μπορεί να έχει άλλωστε η μετατροπή της οδού Ηρώδου Αττικού σε «οδό ελεύθερη από Ι.Χ.», η οποία με βάση το φυλλάδιο του Δήμου «θα αποδώσει περίπου 5.000 τ.μ. στον δημόσιο χώρο»; Η οδός Ηρώδου Αττικού είναι μία από τις ακριβότερες και αυστηρότερα φυλασσόμενες της Αθήνας, καθώς περνάει μπροστά από την επίσημη πρωθυπουργική κατοικία και είναι ήδη συχνότατα «ελεύθερη από Ι.Χ.», καθώς την πρόσβαση εμποδίζουν οι κάθετα τοποθετημένες κλούβες της αστυνομίας για λόγους ασφάλειας. Την «ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή» επικαλείται το ίδιο φυλλάδιο για την αιτιολόγηση της πρόσφατης ανάπλασης της πλατείας Ομόνοιας, στην οποία παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις  («θα δρομολογήσουμε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση της Πλατείας Ομονοίας, προκειμένου να αποκτήσει ξανά τα ιστορικά χαρακτηριστικά και να ενταχθεί ομαλά στο συνολικό έργο») τοποθετήθηκε αυθαίρετα το σιντριβάνι – δωρεά των μεγαλοξενοδόχων της πλατείας με άδεια δαπεδόστρωσης.

Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι στον πεζοδρομημένο θύλακα του κέντρου θα έχουν πρόσβαση διάφορα οχήματα, από οχήματα έκτατης ανάγκης έως τα οχήματα των κατοίκων, αυτά που θα εξυπηρετούν τα ξενοδοχεία, ταξί μετά από κλήση, επιβατικά οχήματα με ειδική πρόσκληση, κ.λπ. Πώς θα ελέγχονται όλα αυτά; Σύμφωνα με την εισήγηση του Κώστα Μπακογιάννη στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο, την οποία υπερψήφισαν και οι δημοτικές παρατάξεις του ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ, «για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των παραπάνω επεμβάσεων, η πρόσβαση των οχημάτων θα ελέγχεται σε πρώτη φάση από τη Δημοτική Αστυνομία και σε δεύτερη φάση με αυτόματο ψηφιακό σύστημα. Για τον σκοπό αυτό δημιουργούνται σημεία ελέγχου οχημάτων στις εισόδους και εξόδους των εν λόγω οδών και περιοχών». Το «αυτόματο ψηφιακό σύστημα» θα είναι φυσικά κάμερες ελέγχου, οι οποίες θα ολοκληρώσουν την εικόνα του αυστηρά οριοθετημένου και φυλασσόμενου θύλακα του τουρισμού, της αναψυχής και της κατανάλωσης στο πεζοδρομημένο κέντρο. Τα παραπάνω άνετα μπορούν να συνδυαστούν και με τον πρόσφατο νόμο περιορισμού των διαδηλώσεων που κατέθεσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ψήφισε μαζί με το ΚΙΝΑΛ και το κόμμα του Βελόπουλου.

Δημόσιοι χώροι και χώροι πράσινου στην πόλη

Η Αθήνα, μία πόλη η οποία αναπτύχθηκε υπό το καθεστώς της αυθαίρετης δόμησης και της αντιπαροχής, έχει χαρακτηριστικές ελλείψεις σε δημόσιους χώρους και χώρους πράσινου αλλά και γενικότερα σε κάθε είδους αστική υποδομή. Οι παραπάνω χώροι λείπουν σε κάθε κλίμακα και ο πιο προφανής τρόπος ανάκτησης δημόσιων χώρων και χώρων αστικού πράσινου είναι ο περιορισμός του χώρου που καταλαμβάνει η κίνηση και η στάθμευση των αυτοκινήτων. Επιπλέον οι χώροι αυτοί είναι και άνισα κατανεμημένοι. Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΟΑΠ του Δήμου Αθηναίων, στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Κέντρου (ΔΚ.1) στο οποίο σχεδιάζεται ο Μεγάλος Περίπατος, οι δημόσιοι χώροι αντιστοιχούν στο 23% της περιοχής, ενώ στα Διαμερίσματα της Κυψέλης (ΔΚ.6), των Πατησίων (ΔΚ.5) και του Κολωνού και των Σεπολίων (ΔΚ.4), τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ του 4% και του 6%. Είναι αρκετά προφανές σε ποιες περιοχές θα έπρεπε να κατευθυνθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι όποιες παρεμβάσεις ανάκτησης δημόσιου χώρου, όμως οι κάτοικοι της Κυψέλης, των Πατησίων, του Κολωνού αλλά και των άλλων αντίστοιχων περιοχών της πόλης, δεν κατοικούν σε περιοχές με σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στον κλάδο του τουρισμού και ως εκ τούτου δεν είναι αρκετά «εμβληματικές» για να αποτελέσουν αντικείμενο εκτεταμένης ανάπλασης.

Δημόσιοι χώροι ανά Δημοτική Κοινότητα (Διαμέρισμα) του Δήμου Αθηναίων. ΠΗΓΗ: Δημιουργία προδιαγραφών και οδηγού για παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο του Δήμου Αθηναίων
Χώροι πράσινου στον Δήμο Αθηναίων. ΠΗΓΗ: Δημιουργία προδιαγραφών και οδηγού για παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο του Δήμου Αθηναίων

Η αγάπη προς τον δημόσιο χώρο που επιδεικνύει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι άλλωστε εμφανής από το σύνολο της πολιτικής της: από την επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων στους δημόσιους χώρους της πόλης, της ομπρελοξαπλώστρας η οποία μπορεί πλέον να καταλαμβάνει νόμιμα περισσότερο χώρο και σε κάποιες περιπτώσεις ολόκληρη την παραλία, έως τις κατασταλτικές επιχειρήσεις στην πλατεία Αϊ Γιάννη στην Αγία Παρασκευή, την πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη και την αντίστοιχη επιχείρηση στην Θεσσαλονίκη.

Βιώσιμη κινητικότητα

Εκτός από την ανάκτηση δημόσιου χώρου, η δημοτική αρχή επικαλείται και τις αρχές της βιώσιμης κινητικότητας στους σχεδιασμούς της: την αποτροπή της διαμπερούς κίνησης διέλευσης των Ι.Χ. από το κέντρο και την δημιουργία ποδηλατόδρομου στον πεζοδρομημένο θύλακα του κέντρου. Στην εισήγηση του Κώστα Μπακογιάννη στο Δημοτικό Συμβούλιο συνοψίζονται τα συμπεράσματα του κυκλοφοριακού μοντέλου του σχετικού ερευνητικού του τομέα μεταφορών και συγκοινωνιακής υποδομής του ΕΜΠ. Προβλέπεται μεγαλύτερη μείωση της μέσης ταχύτητας κίνησης των οχημάτων και άρα και της στάθμης εξυπηρέτησης του οδικού δικτύου στην άμεση περιοχή επέμβασης του σχεδίου, μικρότερη μείωση στην ευρύτερη περιοχή επέμβασης και επιδράσεις που φτάνουν μέχρι τους κύριους οδικούς άξονες εισόδου στην πόλη, όπως η λεωφόρος Αθηνών – Καβάλας.

Η μείωση του επιπέδου εξυπηρέτησης των Ι.Χ. με ανάκτηση δημόσιου χώρου μπορεί πράγματι να κινείται στη σωστή κατεύθυνση, όταν και μόνο όταν, συνδυάζεται με σημαντικές επενδύσεις και αντίστοιχη αύξηση του επιπέδου εξυπηρέτησης των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Το σε ισχύ Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, προβλέπει στην κατεύθυνση αυτή την ολοκλήρωση του δικτύου του μετρό με την κατασκευή της γραμμής 4 και την επέκταση των υπόλοιπων γραμμών στους συγκοινωνιακούς διαδρόμους της πόλης που φέρουν την μεγαλύτερη ζήτηση, την ολοκλήρωση του δικτύου του τραμ σε άξονες κορμού με μεσαία έως υψηλή ζήτηση και την κάλυψη των υπόλοιπων περιοχών με λεωφορεία και τρόλεϊ. Ο Μεγάλος Περίπατος δεν συνδυάζεται με κάποια σοβαρή ενίσχυση της δημόσιας συγκοινωνίας και προβλέπει απλά αύξηση της ταχύτητας των λεωφορείων και των τρόλεϊ κατά μήκος μόνο της Πανεπιστημίου και της Ακαδήμιας. Προϋπόθεση βέβαια για να επιτευχθεί αυτό είναι να τηρηθούν οι λεωφορειολωρίδες.

Απόσπασμα του χάρτη Μέσων Σταθερής Τροχιάς που συνοδεύει το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας – Αττικής. Οι προγραμματιζόμενο δίκτυο του μετρό σημειώνεται με κόκκινο και το αντίστοιχο του τραμ με πράσινο

Αντίθετα ο Μεγάλος Περίπατος δεν υλοποιεί τη γραμμή του τραμ στην Πανεπιστημίου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την κατασκευή των σημαντικότερων αξόνων του δικτύου του στην Πατησίων, την Αλεξάνδρας και την Πειραιώς, ενώ δημιουργεί και την υποψία ότι πρόκειται να καταργήσει ακόμα και την επαναλειτουργία της σύνδεσης με το Σύνταγμα, καθώς ο πιλοτικός ποδηλατόδρομος στην Βασιλίσσης Όλγας υλοποιήθηκε πάνω στην εκτός λειτουργίας σήμερα αλλά υφιστάμενη γραμμή του τραμ. Το ποδήλατο, αν είναι να αποτελέσει πραγματικό εναλλακτικό μέσο μετακίνησης, απαιτεί ποδηλατόδρομους που θα συνδέουν τις γειτονιές με το κέντρο και δυνατότητες επιβίβασης του ποδηλάτου στα μέσα μαζικής μεταφοράς και όχι αποκλειστική χωροθέτηση στον θύλακα του κέντρου που παραπέμπει περισσότερο σε τουριστικές βόλτες.

Ο Μεγάλος Περίπατος και το μητροπολιτικό επίπεδο

Στο επίπεδο ολόκληρου του μητροπολιτικού συγκροτήματος της Αθήνας, η τουριστικοποίηση του κέντρου είναι μία άκρως προβληματική επιλογή. Το κέντρο της Αθήνας έχει υψηλή προσπελασιμότητα καθώς οι περισσότεροι μεγάλοι οδικοί άξονες οδηγούν σε αυτό και επιπλέον εκεί βρίσκονται οι περισσότεροι κόμβοι όπου συγκλίνουν και οι γραμμές του μετρό. Είναι συνεπώς περιοχή κατάλληλη για την χωροθέτηση κεντρικών λειτουργιών που συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό εργαζόμενων και πολιτών, ειδικού εμπορίου και χρήσεων που απευθύνονται στους κατοίκους και όχι στους μόνο στους επισκέπτες. Η διαχρονική πολιτική απομάκρυνσης σημαντικών χρήσεων από το κέντρο, όπως πολλές πανεπιστημιακές σχολές και πολλά Υπουργεία, στερούν το κέντρο από την κεντρικότητά του και συμβάλουν στην ερήμωσή του. Την τάση αυτή επεκτείνει ο Μεγάλος Περίπατος.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η σημερινή δημοτική αρχή προγραμμάτιζε την απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής σχολής από το Πολυτεχνείο στην Πατησίων και την μετατροπή του Πολυτεχνείου μαζί με το Μουσείο και το πρόσφατα ανακαινισμένο ξενοδοχείο Ακροπόλ απέναντι, σε έναν ακόμα πόλο τουριστικής ανάπτυξης. Ευτυχώς ούτε η δημοτική αρχή, ούτε η κυβέρνηση, μπορούν να πάρουν αυτή την απόφαση.

Τα τελευταία χρόνια το κέντρο βάρους της μητρόπολης τείνει να συγκεντρωθεί στο παραλιακό μέτωπο στο οποίο χωροθετούνται πλήθος μεγάλων επενδύσεων, τουριστικών, εμπορικών και άλλων, από το λιμάνι του Πειραιά και τον Φαληρικό όρμο, έως το Ελληνικό, τη Γλυφάδα και τη Βουλιαγμένη. Η συνολική εικόνα που διαμορφώνεται είναι η εστίαση των μεγάλων επενδύσεων στο παραλιακό μέτωπο, η δημιουργία εκεί ενός νέου κέντρου της πόλης, η τουριστικοποίηση του ιστορικού κέντρου και θα ακολουθήσει και η ανάπλαση των βασικών οδικών αξόνων που συνδέουν αυτές τις δύο περιοχές (Συγγρού, Πειραιώς). Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι στην περιοχή αυτή συγκεντρώνονται κυρίως οι επενδύσεις και τα σχέδια εξωραϊσμού, ενώ οι υπόλοιπες γειτονιές και ειδικά οι περιοχές όπου κατοικούν τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, αφήνονται λίγο – πολύ στην τύχη τους και ενίοτε σε αυτές μπορεί και να μεταφέρονται τα προβλήματα τα οποία μετατοπίζουν οι αναπλάσεις. Το ιστορικό κέντρο χάνει την κεντρικότητά του και συνολικά το μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας καθίσταται πιο ταξικά πολωμένο: οι αναπλάσεις των προνομιούχων από την άποψη της υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων περιοχών, οδηγούν στην αύξηση της χωρικής και κοινωνικής ανισότητας στον χώρο της πόλης.

Μεγάλες επενδύσεις στο παράκτιο μέτωπο της Αττικής και η σύνδεσή τους μέσω Πειραιώς και Συγγρού με την περιοχή επέμβασης του Μεγάλου Περίπατου. 1. Masterplan Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς 2. Νέα προβλήτα κρουαζιερόπλοιων 3. Γήπεδο Καραϊσκάκη, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και ο περιβάλλων χώρος του 4. Περιοχή Φαληρικού όρμου και Κέντρο Νιάρχου 5. Μαρίνα Φλοίσβου 6. Μαρίνα Αλίμου 7. Ελληνικό 8. Αστέρια Γλυφάδας 9. Αστέρας Βουλιαγμένης

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπερκείμενος σχεδιασμός, σε διάφορα επίπεδα, συνάδει με το παραπάνω μοντέλο ανάπτυξης της πόλης. Στο σε ισχύ Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, τόσο το παράκτιο μέτωπο από τον Φαληρικό Όρμο έως την Βουλιαγμένη, όσο και η σύνδεση των μητροπολιτικών κέντρων Αθήνας και Πειραιά, χαρακτηρίζονται «αναπτυξιακοί άξονες μητροπολιτικής εμβέλειας».

Απόσπασμα του χάρτη αξόνων και πόλων ανάπτυξης του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας – Αττικής. Οι «Αναπτυξιακοί Άξονες Μητροπολιτικής Εμβέλειας» ανάμεσα στα μητροπολιτικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά και κατά μήκος του παράκτιου μετώπου από το Φάληρο έως την Βουλιαγμένη, συμβολίζονται με μπλε

Η περιοχή επέμβασης του Μεγάλου Περίπατου συμπεριλαμβάνεται στην περιοχή παρέμβασης του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) της Αθήνας, ενώ στην αντίστοιχη περιοχή της Ολοκληρωμένης Χωρικής Επένδυσης (ΟΧΕ), προστίθενται και οι άξονες της Πειραιώς και της Συγγρού.

Περιοχή παρέμβασης ΣΟΑΠ, περιοχή παρέμβασης ΟΧΕ και περιοχή παρέμβασης του Μεγάλου Περίπατου με κόκκινο περίγραμμα
Πού ζουν οι φτωχοί στο μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας; Βορειοδυτικά της Ομόνοιας, δυτικά της Πατησίων, δυτικά του Κηφισού, στην Δραπετσώνα και βόρεια της Θηβών στον Πειραιά, βόρεια γύρω από το Μενίδι και τα Λιόσια, στο Πέραμα, στον Ασπρόπυργο κ.ά. ΠΗΓΗ: Περιοδικό «Κομπρεσέρ», η έρευνα έγινε με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από την απογραφή του 2011 ανά Ταχυδρομικό Κωδικό

Συμμετοχή των κατοίκων στον σχεδιασμό

Η πιλοτική εφαρμογή της μείωσης της κίνησης των αυτοκινήτων στους οδικούς άξονες, είναι επί της αρχής μια σωστή συγκοινωνιακή προσέγγιση, καθώς δοκιμάζει τα κυκλοφοριακά μοντέλα, τα οποία αποτελούν πάντα μια ατελή προσέγγιση της πραγματικότητας, σε πραγματικές συνθήκες με δυνατότητες ανάδρασης. Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια με την πρακτική εφαρμογή της ιδέας, η οποία χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και μη φιλικό στον χρήστη και το περιβάλλον σχεδιασμό (μεταλλικά παγκάκια, χρωματισμός δαπέδων με χρώματα που δεν εντάσσονται στο περιβάλλον, ακριβές ζαρντινιέρες που δεν ευνοούν την ανάπτυξη των φυτών, κ.λπ.). Μάλιστα στις προθέσεις της δημοτικής αρχής φαίνεται να είναι η μεταφορά των παραπάνω πρόχειρων κατασκευών στις γειτονιές γύρω από το κέντρο, μετά την απομάκρυνσή τους, για την κατασκευή των μόνιμων διαμορφώσεων του Μεγάλου Περίπατου, εν είδη «αναβάθμισης» του δημόσιου χώρου τους!

Κυρίως όμως η μεθοδολογία της κυκλοφοριακής μελέτης δεν αποτελεί «διαβούλευση στην πράξη» και δεν δίνει το δικαίωμα στην δημοτική αρχή να παρακάμπτει την τυπική και νομοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης που συμπεριλαμβάνεται υποχρεωτικά στην περιβαλλοντική αδειοδότηση του σχεδίου, υλοποιώντας παρεμβάσεις οι οποίες λειτουργούν και παράγουν αποτελέσματα, χωρίς να έχει προηγηθεί πολεοδομική μελέτη, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, περιβαλλοντική μελέτη, κ.λπ. Αν παρακάμπτεται ακόμα και η θεσμικά κατοχυρωμένη τυπική διαβούλευση, κατά μείζονα λόγο εγκαταλείπεται οποιαδήποτε σκέψη ουσιαστικής συμμετοχής των κατοίκων και των χρηστών του κέντρου στην λήψη προγραμματικών χωρικών και σχεδιαστικών αποφάσεων που τους αφορούν άμεσα.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συμπεριφέρθηκε διαφορετικά και τα παραδείγματα αφθονούν, από την συγκρότηση της εταιρείας «Ανάπλαση Α.Ε.», η οποία ανέπτυσσε σχέδια που επηρεάζουν ολόκληρο το μητροπολιτικό συγκρότημα της Αθήνας υπό κεντρικό κυβερνητικό έλεγχο, παρακάμπτοντας οτιδήποτε άλλο, έως τις ανακοινώσεις του Αλέξη Τσίπρα, που ελέω πρωθυπουργικής αυθεντίας, χωροθετούσε το γήπεδο του Παναθηναϊκού στο Πάρκο Γουδή, εμποδίζοντας την θεσμοθέτηση του σχεδίου του πάρκου. Αυτός κατά την εκτίμησή μας είναι και ο ουσιαστικός λόγος που η δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε την εισήγηση του Κώστα Μπακογιάννη για τον Μεγάλο Περίπατο στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο, δίνοντας την δυνατότητα στον τελευταίο να επικαλείται ευρεία συναίνεση στην υλοποίηση του σχεδίου.

Πρόκειται για την εφαρμογή μιας γενικότερης αντίληψης, η οποία αντιλαμβάνεται τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό και πολύ περισσότερο την ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών, ως «γραφειοκρατική αγκύλωση», που εμποδίζει την άμεση εφαρμογή και την πράξη. Έτσι μια επιμέρους κυκλοφοριακή μελέτη στηρίζει μια πολεοδομική παρέμβαση, παρακάμπτει ακόμα και το συνολικό Σχέδιο Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας (ΣΒΑΚ) του Δήμου Αθηναίων, το οποίο θα έρθει εκ των υστέρων να επικυρώσει τις τρέχουσες επιλογές, ενώ ο συνολικός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός αποφεύγεται διότι, όπως είπε ο Κώστας Μπακογιάννης στην συνάντησή του με το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, θα εμποδίσει το έργο να ολοκληρωθεί εντός της τρέχουσας θητείας της δημοτικής αρχής. Έτσι οι κάτοικοι και οι χρήστες του κέντρου αιφνιδιάζονται από τις παρεμβάσεις τις οποίες αναγκάζονται να υποστούν χωρίς να έχουν λόγο περί αυτών και οι έννοιες της ανάκτησης δημόσιου χώρου και της βιώσιμης κινητικότητας δυσφημίζονται ευρύτερα.

Η συμμετοχή του κόσμου στις χωρικές αποφάσεις που τον αφορούν είναι στην ουσία το περιεχόμενο της έννοιας του δικαιώματος στην πόλη, το οποίο παραβιάζεται κατάφωρα με τον Μεγάλο Περίπατο.

Εν κατακλείδι

Η περίοδος της κρίσης στην Ελλάδα έχει σημαδευτεί από την προώθηση νομοθετημάτων και πολιτικών που τείνουν να αλλάξουν ριζικά το δομημένο περιβάλλον της χώρας. Οι πολυδιαφημισμένες «μεγάλες επενδύσεις» και τα διάφορα «μεγάλα έργα» στην Αττική, βάσει του τρίπτυχου «τουρισμός, εμπόριο, αναψυχή» (βλ. πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού, masterplan για το λιμάνι του Πειραιά), δεν αλλάζουν απλώς την εικόνα της πόλης, αλλά οδηγούν σε μια εκτεταμένη αναδιανομή του πλούτου προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου και της επιχειρηματικής κερδοφορίας, με τη συγκέντρωση της προσόδου που προκύπτει από την γη και τα ακίνητα στα χέρια ολίγων. Για τον σκοπό αυτό άλλαξε ριζικά ολόκληρο το σχετικό θεσμικό πλαίσιο σε όλες τις κλίμακες του σχεδιασμού. Ως αναπόσπαστο κομμάτι των μνημονιακών πολιτικών, προωθήθηκαν μία σειρά από αλλαγές στη χωρική πολιτική σχετικά με τα δάση, στη χρήση των αιγιαλών, ακόμα και στο πλαίσιο υλοποίησης των τεχνικών έργων, με βασικό γνώμονα την διευκόλυνση των επενδυτικών σχεδίων.

Η έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδιασμού και στρατηγικής, σε συνδυασμό με τις fast track διαδικασίες, εξασφάλισαν την ύπαρξη ειδικής νομοθεσίας που επιτρέπει τη δημιουργία «νησίδων», εντός των οποίων ισχύουν διαφορετικοί και προνομιακοί οροί δόμησης και εγκατάστασης, παρακάμπτοντας όλα τα «εμπόδια» της περιβαλλοντικής προστασίας και του ολοκληρωμένου χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.

Οι πρόσφατες εξελίξεις με την πανδημία του κορονοϊού, επέδρασαν καθοριστικά στη σχέση των κατοίκων της πόλης με τον δημόσιο χώρο. Παρά την αρχική αίσθηση φόβου, οι κάτοικοι σταδιακά ανακάλυψαν ότι μπορούν να χαίρονται τον δημόσιο χώρο με τρόπους διαφορετικούς. Στη διάρκεια της καραντίνας οι κάτοικοι ανακάλυψαν το περπάτημα και το ποδήλατο, όχι μόνο ως «μέσα» για να φτάσουν κάπου γρήγορα, αλλά ως δραστηριότητες αναψυχής. Πολύ δε περισσότερο όμως ανακάλυψαν ότι ο δημόσιος χώρος μπορεί να γίνει σημείο συνάντησης, διασκέδασης και κοινωνικοποίησης, χωρίς να πρέπει να ταυτίζεται με την κατανάλωση.

Γεννιέται λοιπόν, ένα ερώτημα. Θέλουμε χρήση του δημόσιου χώρου για συνεύρεση, ψυχαγωγία, συζητήσεις και δραστηριότητες ή θέλουμε έναν αποστειρωμένο δημόσιο χώρο – βιτρίνα για να προσελκύει τουρίστες και καταναλωτές;

Η Αθήνα είναι μια άσχημη αλλά ζωντανή πόλη. Η κοινωνική ανάμιξη σε όλες σχεδόν τις περιοχές, καθώς και οι χρήσεις κατοικίας στο ευρύτερο κέντρο, το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση με το πρότυπο πολλών ευρωπαϊκών πόλεων με το ακριβό και απρόσιτο κέντρο και τα φτωχά λαϊκά προάστια, είναι στοιχεία που χρειάζεται να ενισχυθούν και όχι να εξαλειφθούν από το κέντρο της Αθήνας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά ιστορικά διαμορφωμένα αρνητικά στοιχεία που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η σημαντική έλλειψη δημόσιων χώρων και χώρων πρασίνου, ειδικά στις γειτονιές (μελέτες δείχνουν ότι στην Αθήνα αντιστοιχούν 2 τ.μ. ελεύθερου χώρου ανά κάτοικο!), απαιτεί την άμεση επέκτασή τους με βάση τις ανάγκες των κατοίκων, δημιουργώντας ένα δίκτυο δημόσιων χώρων και χώρων πράσινου, που θα διαχέονται στην πόλη με ελεύθερη πρόσβαση σε αυτούς από όλες και όλους, ντόπιους και μετανάστες, νέους και ηλικιωμένους και άτομα με περιορισμένη κινητικότητα. Το κυκλοφοριακό πρόβλημα απαιτεί άμεση επίλυση ενισχύοντας τα μέσα μαζικής μεταφοράς, μέσω ενός ολοκληρωμένου δημόσιου και δωρεάν δικτύου, που θα ελαττώσει την κυκλοφορία και την στάθμευση των αυτοκινήτων στο κέντρο. Επιπλέον η Αθήνα είναι μια πόλη ευάλωτη σε πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές οι οποίες πλήττουν περισσότερο τους ταξικά ασθενέστερους και η κατάσταση θα τείνει να επιδεινώνεται στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Είναι επιπλέον μια πόλη η οποία έχει μετατρέψει τα ρέματα σε δρόμους και στην οποία είναι δύσκολο να κυκλοφορήσει κανείς όταν απλά βρέχει. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη από αντιπλημμυρικά έργα με αποκάλυψη των ρεμάτων, που θα λαμβάνουν υπόψη ολόκληρη την υδρολογική λεκάνη, αντί για εξωραϊστικές παρεμβάσεις. Τέλος, το τεράστιο αναξιοποίητο οικιστικό απόθεμα της πόλης και ειδικά του κέντρου, καθιστά αναγκαία την αξιοποίησή του για την κάλυψη των αναγκών των πιο περιθωριοποιημένων κατοίκων αυτής της πόλης (άστεγοι, μετανάστες, χαμηλά οικονομικά στρώματα).

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι αυτή η πόλη δεν αντέχει άλλα έργα εξωραϊσμού. Η αύξηση των στρεμμάτων του δημόσιου χώρου δεν αρκεί από μόνη της, εάν δεν συνοδεύεται από τη διασφάλιση ότι αυτός ο δημόσιος χώρος απευθύνεται και είναι προσβάσιμος σε όλους και όλες. Αυτό που έχουμε ανάγκη οι κάτοικοι της πόλης είναι ο ίδιος ο ελεύθερος χώρος και χρόνος, που μας στερείται όλο και περισσότερο, αλλά και η δυνατότητα αξιοποίησης τους με τρόπο που να μας ευχαριστεί, χωρίς να χρειάζεται να γίνεται υποχρεωτικά μία ακόμα καταναλωτική δραστηριότητα.


Ενάντια στην πολεοδομία των ξενοδόχων, οι διαδηλώσεις κλείνουν δρόμους αλλά ανοίγουν περάσματα

Το παρακάτω κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση εκ μέρους της Ενωτικής Αριστερής Πρωτοβουλίας Πολεοδόμων – Χωροτακτών (ΕΑΠ-ΠοΧ), από την Αλεξάνδρα Λινάρδου, πολεοδόμο-χωροτάκτη, ΥΔ Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, μέλος της ΕΑΠ-ΠοΧ.

Μιας και η προηγούμενη εισήγηση ήταν πλήρως κατατοπιστική στα αμιγώς πολεοδομικά χαρακτηριστικά του μεγάλου περιπάτου και έχει δημιουργήσει μία βάση για το τι σημαίνει αυτή η παρέμβαση, θα ήθελα να μετατοπίσω την συζήτηση στα ζητήματα που σχετίζονται με πιο έμμεσο τρόπο στην σημερινή κουβέντα και να μιλήσω όχι μόνο ως πολεοδόμος αλλά ως άτομο που αναγνωρίζει τη σημασία των διεκδικήσεων στον δρόμο. Θα ήθελα λοιπόν να θέσω ζητήματα που έχουν αφενός να κάνουν με το:

  1. πως οι κάτοικοι των πόλεων εν τέλει έχουν λόγο στη διαμόρφωσή τους και του
  2. ρόλου των πόλεων ως πεδία διεκδικήσεων σε διάφορα επίπεδα.

Δηλαδή κατά πόσο έχουν δικαίωμα στη πόλη. Ή κατά πόσο έχουν ίσο δικαίωμα στην πόλη.

Όπως ανέφερε και η προηγούμενη εισήγηση, στην περίπτωση του Μεγάλου Περιπάτου αλλά και στη περίπτωση ανάπλασης της Πλατείας Ομόνοιας, παρακάμφθηκε η τυπική και νομοθετημένη διαδικασία διαβούλευσης υλοποιώντας παρεμβάσεις οι οποίες λειτουργούν και παράγουν αποτελέσματα, χωρίς να έχει προηγηθεί πολεοδομική μελέτη, αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, περιβαλλοντική μελέτη, κ.λπ. και τα οποία βρίσκουν τους κατοίκους αντιμέτωπους προ τετελεσμένων αποφάσεων. Το παραπάνω στηρίζεται σε μία λογική όπου αντιμετωπίζει την συμμετοχή ως κάτι χρονοβόρο και άρα μη αποδοτικό και κυρίως ως εμπόδιο στο να πραγματοποιηθούν έργα στο πλαίσιο της θητείας του εκάστοτε Δημάρχου. Το γεγονός όμως ότι σήμερα συζητάμε για το ότι δεν έγιναν έστω και τυπικά, συμμετοχικές διαδικασίες και διαβουλεύσεις, μας γυρνάει τουλάχιστον μία δεκαετία πίσω στον τρόπο αντιμετώπισης των αστικών παρεμβάσεων στην Αθήνα.

Συγκεκριμένα, επί της δημαρχίας Καμίνη από το 2011, η τοπική αυτοδιοίκηση εστίασε στην ανάπτυξη και αξιοποίηση των μηχανισμών χάραξης πολιτικής αλλά και σχεδιασμού που υιοθετούν τις έννοιες της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Αυτές σχετίζονταν με τις έννοιες της αναβάθμισης του δημοσίου χώρου, της κοινωνικής συνοχής και της συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, υλοποιήθηκαν ορισμένα προγράμματα και έργα με σημαία την συμμετοχή και εμπλοκή των πολιτών όπως ήταν το πρόγραμμα του ΣυνΑθηνά, η αποκατάσταση και επανάχρηση της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης και το πρόγραμμα Πόλις. Μέσω αυτής της στρατηγικής ο Δήμος κατάφερε να κερδίσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους.

Ειδικότερα, το 2014 κέρδισε το ποσό του 1 εκατομμυρίου ευρώ μέσα από τη βράβευση του Mayor’s Challenge του ιδρύματος Bloomberg Philanthropies, το 2016 απέσπασε το βραβείο «καινοτομίας» στη ετήσια τελετή των Eurocities Awards, ενώ το 2018 κερδίζει επίσης 1 εκατομμύριο ευρώ με το βραβείο «Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Καινοτομίας». Τα παραπάνω βραβεία σχετίζονταν με καινοτόμες δομές ενίσχυσης και στήριξης της εμπλοκής και συμμετοχής των πολιτών σε ζητήματα αλληλεγγύης, ή μικροπαρεμβάσεων στον αστικό ιστό. Η στρατηγική του Δήμου προώθησης «της συμμετοχής», ως νέου ή και όχι τόσο νέου στην πραγματικότητα μοντέλου ανάπτυξης σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες και βίβλους, επί της ουσίας οδήγησε και στην οικονομική του αυτονομία.

Σε αυτή τη συνθήκη μπορούσαμε να ασκούμε μια κριτική στις ποιότητες της συμμετοχής, στο κατά πόσο μιλάμε για μία κατ’ επίφαση συμμετοχή ή μία βιτρίνα για να μπορεί ο Δήμος να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους. Εν τέλει μέσω αυτής της κριτικής θα υπήρχε και η δυνατότητα αναδιαμόρφωσης των μεθόδων αλλά και η δυνατότητα διεκδίκησης μιας ουσιαστικότερης εμπλοκής των κατοίκων στη λήψη των αποφάσεων για τα ζητήματα της πόλη τους.

Στην υπάρχουσα κατάσταση όμως βλέπουμε πως τη νέα Δημαρχία δεν την αφορά ούτε το να κρατήσει τους τύπους σχετικά με τις διαβουλεύσεις και τη συμμετοχή, σε δύο έργα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από αυτά που έγιναν επί θητείας Καμίνη. Αντιθέτως, στηρίζει μία πολεοδομική παρέμβαση σε μια επιμέρους κυκλοφοριακή μελέτη και ένα ερευνητικό πρόγραμμα- οι παρεμβάσεις του οποίου θεωρούνται προσωρινές με συνεχείς επαναξιολογήσεις και τροποποιήσεις τους- και αυτό έρχεται και ονομάζεται συμμετοχή.

Το παραπάνω όπως είναι αναμενόμενο συνιστά κατασπατάληση πόρων, καθώς οι συνεχείς αλλαγές των πειραματισμών αυξάνουν τον ήδη επιβαρυμένο προϋπολογισμό με ζαρντινιέρες ακριβότερες του βασικού μισθού.

Η πρώτη πειραματική φάση του έργου, καλύφθηκε από ίδιους πόρους του Δήμου- αυτούς που η προηγούμενη δημαρχία τυπικά είχε εξασφαλίσει για καινοτομίες εστιασμένες στη συμμετοχή των πολιτών- και το συνολικό κόστος των 50 εκατομμυρίων ευρώ που προβλέπεται να προκύψει, θα καλυφθεί  από χρηματοδοτήσεις (ΕΣΠΑ), το πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ ο Μπακογιάννης έχει δηλώσει ότι θα απευθυνθεί και σε ιδιώτες με το πρόγραμμα «Υιοθέτησε την πόλη σου». Η τακτική αυτή αναπαράγει την προσέλκυση επενδυτών και ιδιωτών στα ζητήματα της πόλης και είχε ήδη ξεκινήσει επί δημαρχίας Καμίνη, ταυτόχρονα, διαλαλεί και την ανικανότητα διατήρησης του θεματικού πάρκου από τον Δήμο.

Όσον αφορά στον ρόλο των κατοίκων?  μπορούν και αυτοί να υιοθετήσουν ένα δέντρο, έναν φοίνικα, μια πιπεριά…

Απ’ όσο φαίνεται λοιπόν, τη σημερινή δημαρχία όχι μόνο δεν την αφορά η άποψη και η συμμετοχή των κατοίκων της πόλης ή η ορθή αξιοποίηση των πόρων του δήμου, αλλά πρόσφατα αντικατέστησε τη στέγη του συνΑθηνά με στέγη για τη Δημοτική αστυνομία.

– μια παρένθεση θα κάνω εδώ:

Το συνΑθηνά υπήρξε από τις πλατφόρμες που βραβεύτηκαν επί της προηγούμενης Δημαρχίας και είχε χώρο στέγασης δράσεων απέναντι από τη Βαρβάκειο αγορά- με διάφορες πρωτοβουλίες να υλοποιούν δράσεις αλληλεγγύης όπως πλυντήρια για αστέγους, ανοιχτές κουζίνες κ.ά. Εδώ θέλω να τονίσω πως ήδη ο χώρος στηρίζονταν αποκλειστικά από τις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και όχι από τον Δήμο που είχε απαξιώσει πλήρως το χώρο.

Εκτός λοιπόν από τη μετατροπή ενός χώρου αλληλεγγύης σε έναν χώρο για τη δημοτική αστυνομία, οι πολιτικές παρέμβασης στον αστικό χώρο εκφράζονται και με δύο πολύ συμβολικά παγκάκια- αυτό που ξηλώθηκε από την πλατεία Βικτώριας για να μη κάθονται οι μετανάστες και τα παιδιά τους και αυτό που τοποθετήθηκε στο Σύνταγμα με 5.800 ευρώ για να κάθονται οι τουρίστες.

Στο παραπάνω πλαίσιο λοιπόν βλέπουμε τους κατοίκους να αποκλείονται από τις αποφάσεις για την πόλη αλλά και να απομακρύνονται εν τέλει από αυτή. Από την άλλη η ΕΛΑΣ και η Δημοτική Αστυνομία έχουν όλο και πιο εδραιωμένο ρόλο στην καθημερινή ζωή στην Αθήνα. Ήδη πριν το ξέσπασμα του κοβιντ 19, στο πλαίσιο του σχεδίου εκκένωσης των καταλήψεων, τα Εξάρχεια βρίσκονταν στα όρια στρατιωτικού καθεστώτος, ενώ και σε κεντρικά σημεία αυξημένης τουριστικής προσέλευσης όπως η πλατεία Μοναστηρακίου και η Ηρώδου Αττικού βρίσκονταν πάνοπλα σώματα ασφαλείας που μόνο το αίσθημα ασφάλειας εν τέλει δεν προσέφεραν.

Στη συνέχεια, εν μέσω της καραντίνας η αστυνόμευση επεκτείνεται σε κάθε πιθανό σημείο της πόλης, με την κατάχρηση της εξουσίας των οργάνων της αστυνομίας να εκτροχιάζεται με άφθονα περιστατικά προστίμων σε άστεγους και μετανάστες ή προσβλητικών συμπεριφορών.

Με τη λήξη των υγειονομικών μέτρων η αστυνομική αυθαιρεσία συνεχίζεται με προκλητικές επιθέσεις στις πλατείες Αγίου Γεωργίου και Αγίας Παρασκευής στο όνομα της δημόσιας υγείας, όταν λίγες μέρες μετά η πλατεία Ομόνοιας ήταν κατακλυσμένη από κόσμο με πρωτοστάτη τον Μπακογιάννη εν όψει των εγκαινίων της.

Τα παραπάνω έρχονται και δένουν με το νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις που θέτει σε περιορισμό το δικαίωμα στη δημόσια συνάθροιση και το οποίο υπερψηφίστηκε στις 9 Ιουλίου με τις διαδηλώσεις να πνίγονται στα δακρυγόνα. Όπως προβλέπεται, αρμόδιος για το αν οι διαδηλωτές θα περιορίζονται στο πεζοδρόμιο, στην πλατεία, στη μία λωρίδα κυκλοφορίας ή σε ολόκληρο τον δρόμο, θα είναι ο εκάστοτε γενικός αστυνομικός διευθυντής, με απλή γνώμη των οικείων δημάρχων. Στο πλαίσιο εφαρμογής της τάξης και ασφάλειας στην πόλη, η άρχουσα τάξη επιβάλει περιοριστικούς όρους συνάθροισης είτε με τον περιορισμό τους στην «πράσινη λωρίδα» όπως έχει δηλωθεί, είτε με προηγμένης τεχνολογίας συστήματα παρακολούθησης (όπως κάμερες και drones). Η ΕΛ.ΑΣ θα αποτυπώνει αριθμητικά την πορεία, θα επιβάλλει περιορισμούς ακόμα και σε εν εξελίξει διαμαρτυρίες ή θα δύναται να αποφασίσει τη διάλυσή τους μετατρέποντας το κέντρο της πόλης σε χώρο εφαρμογής της νέας στρατιωτικής πολεοδομίας. Ερχόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι με τη σύζευξη ανάμεσα σε στρατιωτικού τύπου εφαρμογές καταστολής αλλά και εξελιγμένων συστημάτων παρακολούθησης για την επιτήρηση, τον έλεγχο και την κυριαρχία.

Ο πολίτης συρρικνώνεται σε καταναλωτή, με την εμπορική έννοια του όρου, και σε σκιώδες υποκείμενο δικαιωμάτων που καλείται να δράσει «πολιτισμένα» εντός ενός εξευγενισμένου αστικού χώρου. Η επιφανειακή και ταυτόχρονα αποϋλωμένη αντίληψη της χρήσης του δημόσιου χώρου, που υποκρύπτει την απαξίωση των αληθινών αναγκών των δημοτών/πολιτών, προβάλλεται καθαρά μέσα από το εγχείρημα του Μεγάλου Περίπατου και υποτείνει τον επιδιωκόμενο περιορισμό των διαδηλώσεων που, ελλείψει «καθωσπρεπισμού», δεν αρμόζουν πλέον στο υπό σχηματισμό νέο αστικό πεδίο.

Από όπου και να το πιάσουμε όμως η πόλη είναι ένας ζωντανός οργανισμός και οι κάτοικοι τα ζωτικά στοιχεία αυτού. Η πόλη ήταν, είναι και θα είναι, πεδίο διεκδικήσεων για τα ζητήματα που αφορούν τη ζωή των κατοίκων της. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της νεοφιλελευθεροποίησης των πόλεων, αυτές και οι κάτοικοί τους γίνονται αποδέκτες των συνεπειών των οικονομικών κρίσεων, των πανδημιών και των γεωπολιτικών παιχνιδιών. Τα αποτελέσματα των παραπάνω εκφράζονται σε κερδοσκοπία της γης, εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση, σε κοινωνικό εκτοπισμό, εξευγενισμό, ανεργία, ακριβά νοίκια και airbnb, σε υποθηκευμένα σπίτια και εξώσεις.

Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, τα πάρκα, οι πλατείες και οι δρόμοι γίνονται οι χώροι συνάντησης και τα πεδία διεκδίκησης. Γίνονται οι χώροι αλληλεγγύης αυτών που πραγματικά ζουν στην πόλη, των χαμηλόμισθων, των ανέργων, των μεταναστών, των αμεα, των περίεργων, των αστέγων, των τοξικοεξαρτημένων, αυτών που δεν είναι επισκέπτες, αλλά αποδέκτες της καπιταλιστικής διαδικασίας αστικοποίησης και της κερδοφορίας των πόλεων. Και έχει πραγματικό ενδιαφέρον να δούμε συνολικότερα την διεκδίκηση του δημόσιου χώρου της πόλης εν μέσω του κοβιντ σε ένα τελείως αναθεωρημένο πλαίσιο έξω από τους όρους κατανάλωσης. Η εν λόγω πανδημία κατέδειξε την ανάγκη ύπαρξης κοινόχρηστων χώρων και όχι την ανάγκη καταπάτησης αυτών.

Ήδη εν μέσω της καραντίνας αρχίζει να παρατηρείται μία διαφορετική αξιοποίηση του δημόσιου χώρου και των πάρκων από τους κατοίκους, με πολλές και πολλούς από εμάς να χρησιμοποιούμε το Β6 σαν μια ευκαιρία για να αλληλοεπιδράσουμε και να οικειοποιηθούμε τα άλση και τα πάρκα των γειτονιών μας ή και άλλων γειτονιών- ακόμα και αυτά που τυπικά απαγορεύονταν- με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Λυκαβηττό και τον Λόφο του Φιλοππάπου.

Η εκτεταμένη χρήση του δημόσιου χώρου συνεχίζεται και με τη λήξη των πρώτων μέτρων, με τον κόσμο να κατακλύζει τις πλατείες σε όλα τα σημεία της πόλης. Εκτός από ένα διαφορετικό μοντέλο διασκέδασης που δεν περιλάμβανε τραπεζοκαθίσματα αλλά αξιοποιούσε το δημόσιο χώρο, αναδείχθηκε και ο ρόλος των πλατειών στη σφαίρα της κοινωνικοποίησης και της συνάντησης ανθρώπων που σε μεγάλο ποσοστό βιώσαν ένα κοινό τραύμα. Οι δημόσιοι χώροι έγιναν κοινωνικοί, η πόλη έγινε κοινωνική. Εννοείται βέβαια πως αυτή η σχέση δημόσιου χώρου και κατοίκων αντιτίθεται στα πλάνα κερδοσκοπίας και αποτέλεσε τον αποδιοπομπαίο τράγο, καθώς οι κάτοικοι έφεραν την δυνητική ευθύνη για το ζοφερό μέλλον μετά τον αναγκαίο εγκλεισμό.

Διαφημιστικά σποτάκια της κυβέρνησης θέλησαν να εκθέσουν τη λεγόμενη «ανευθυνότητα» όλων εκείνων που προσπάθησαν να βρουν κοινωνικό διέξοδο στους κοινόχρηστους χώρους, ενώ παράλληλα η «υιοθέτηση του δημόσιου χώρου» από ιδιωτικές πρωτοβουλίες άρχισε να λαμβάνει μορφή με χαρακτηριστικό παράδειγμα και τα πλάνα ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης του λόφου Φιλοπάππου και του Εθνικού Κήπου.

Μπορεί αν έδινα πανελλήνιες σήμερα η τοποθέτησή μου να ήταν εκτός θέματος, αλλά ευτυχώς δεν δίνουμε πανελλήνιες κι σήμερα μας δίνεται η δυνατότητα να ανοίξουμε τη συζήτηση για το τι πόλεις θέλουμε και πως βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα σε αυτές.

Ο σχεδιασμός της πόλης δεν είναι υπόθεση συγκοινωνιολόγων, δεν είναι κάν μόνο υπόθεση πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων, στην πραγματικότητα αφορά όλους όσους την κατοικούν. Είμαστε αποδέκτες των πλάνων κερδοσκοπίας και τουριστικοποίησης της Αθήνας, το βλέπουμε και το βιώνουμε όταν ψάχνουμε να νοικιάσουμε σπίτι, όταν γίνονται εξώσεις στους ηλικιωμένους γείτονες μας, όταν οι μετανάστες πετάγονται εκτάκτως στο δρόμο από τα σπίτια που οι ΜΚΟ παρείχαν και εκδιώκονται από πλατείες που μετά πλένονται καλά για να μη κολλήσουμε και εμείς από τη δυστυχία τους.

Σε επίπεδο συμβολισμών ο δημόσιος χώρος φαίνεται πως επιδιώκεται να μετατραπεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον πλήρους top-down ελέγχου. Απαγορεύονται λοιπόν οι μη γνωστοποιηθείσες συναθροίσεις μετατρέποντας το δικαίωμα του καθενός στον δημόσιο χώρο σε γραφειοκρατική διαδικασία αιτήματος αδειοδότησης. Αυτή η προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κοινωνικών πιέσεων μέσω της φίμωσης αντιδράσεων και οι μεγαλεπήβολες βλέψεις για «αριστεία» σε όλα τα επίπεδα  αποτελεί σημαία της κοινής πολιτικής γραμμής που ακολουθείται σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Το κέντρο της Αθήνας διαμορφώνεται για τους «άλλους» χωρίς όμως τους ανθρώπους που σημασιοδοτούν την καθημερινότητά του. Καταναλωτικά τοπία αρθρώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άλλο πέραν της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης να φαντάζει παράταιρο και άσχετο. Η φυσική υπόσταση του χώρου αξιώνεται μέσα από διαδρομές περιπάτου με πολύχρωμο οδόστρωμα και ζαρντινιέρες που προσπαθούν να εισάγουν το στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος με παντελή αποτυχία.

Σε ένα πιο ανάλαφρο κλίμα, το πόσο άποψη έχει εν τέλει ο κόσμος για αυτό που λέμε Μεγάλο Περίπατο, μπορούμε να το δούμε σε όλα τα σόσιαλ μίντια, στο τουίτερ με το hashtag_μεγάλος περίγελος, στα μιμς που σχολιάζουν αισθητικά και νοηματοδοτικά τις ζαρτνινίερες, στα συνθήματα που όσο και να σβήνονται θα ξαναγράφονται.


Μια διδακτική ιστορία για το κέντρο της Αθήνας

Eισήγηση της Μαρίας Μάρκου, επίκουρης καθηγήτριας Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Ο δήμαρχος της Αθήνας ανακοίνωσε την κατεπείγουσα εφαρμογή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας οχημάτων στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, μέτρων προσωρινών και πιλοτικών και με μιαν αύρα δημιουργικού αυτοσχεδιασμού όπως μάθαμε, για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας από τον κορωνοϊό. Το θέμα ήταν να «ανακτήσει» δημόσιο χώρο διευρύνοντας πεζοδρόμια, δημιουργώντας ποδηλατοδρόμους και πεζοδρόμους και ενισχύοντας το πράσινο, ώστε να πετύχουμε την «κοινωνική αποστασιοποίηση» στον ιστορικό πυρήνα της πόλης – μιας και ο υπόλοιπος δήμος με τις αφάνταστες πυκνότητες πληθυσμού, τα ανύπαρκτα ή αδιάβατα πεζοδρόμια και το μινιμαλιστικό πράσινο δεν την έχει τόσο ανάγκη την αποστασιοποίηση.

Πιλοτική θα ήταν η παρέμβαση, για να τροφοδοτήσει την κυκλοφοριακή μελέτη που ήταν σε εξέλιξη και την πολεοδομική μελέτη που θα τη θεσμοθετήσει, μελέτες που ξεκίνησαν όσο ήμασταν όλοι σε καραντίνα και δεν είχαμε το μυαλό μας στις πρωτοβουλίες του δημάρχου. Η απόφαση είχε τις υπογραφές των υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υγείας, Εσωτερικών, Υποδομών και Μεταφορών, λόγω του επείγοντος της διασφάλισης της δημόσιας υγείας – με μιαν έξτρα δυνατότητα προβολής του δημάρχου. Δεν είχε την υπογραφή του υφυπουργού Περιβάλλοντος, όχι γιατί ο κ. Οικονόμου δεν θα ήταν συνεργάσιμος αλλά γιατί ο δήμαρχός μας δεν καταλαβαίνει ποια σχέση θα είχε με τον χωρικό σχεδιασμό η εφαρμογή κυκλοφοριακών ρυθμίσεων. Εξέφρασε ωστόσο τη χαρά του που αυτό το έργο βιώσιμης κινητικότητας θα του επέτρεπε να ξεκινήσει τα έργα εξωραϊσμού που είχε στο προεκλογικό του πρόγραμμα, αναβαθμίζοντας το τουριστικό προϊόν και τις αξίες γης στο κέντρο της πόλης. Ο λόγος για τον γνωστό «Μεγάλο Περίπατο» (τον πιο μεγάλο και τον πιο ωραίο του κόσμου, μας είπε με κάθε σεμνότητα) που προορίζεται να τελειώσει αυτό που είχε αφήσει εκκρεμές το Rethink Athens, δηλονότι την «Πολεοδομική Ανασυγκρότηση του Κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».

Ξεκίνησε λοιπόν εύλογα από την Πανεπιστημίου, με τη διεύρυνση των πιο πλατιών πεζοδρομίων της Αθήνας, με ένα ποδηλατόδρομο που διατρέχει τα τουριστικά  αξιοθέατα, με ζαρντινιέρες που δεν προστατεύουν τον πεζό από τον ήλιο του κατακαλόκαιρου. Ο στόχος να καλυφθεί αμέσως μετά το εμπορικό τρίγωνο και η Πλάκα μια που δεν γίνεται ανασυγκρότηση χωρίς τουριστικό πρόσημο – και πολιτιστικό βέβαια. Αρκεί να το ξεκινήσεις, να το βλέπουν οι Αθηναίοι να γίνεται. Ο δήμαρχός μας ως  «doer» αυτοπροσδιορίζεται, λίγα να λέει και πολλά να κάνει. Δεν χρειάζεται να μας ανακοινώσει το ακριβές σχέδιο που θα απασχολήσει τους ειδικούς όταν έρθει η ώρα, ούτε το σύνολο, τους στόχους και τις επιπτώσεις των μέτρων που θα λάβει – αυτονόητο ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση. Κυρίως, δεν χρειάζεται να κάνει διάλογο για όλα αυτά. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, η δημοκρατία είναι φτώχεια και η δημόσια υγεία είναι περίφημο πρόσχημα για να παρακάμψεις τη δημοκρατία.

Προφανώς υπήρξαν κριτικές τοποθετήσεις απέναντι στην πρωτοβουλία του δημάρχου μας, όπως ανάφεραν διεξοδικά οι προηγούμενοι ομιλητές. Όχι μόνο για τις αδεξιότητες στις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και για το γλέντι με τις αναθέσεις χάριν του κατεπείγοντος, αλλά για τον λόγο ότι οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις εκτός από την ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζουν και τις χρήσεις και τις λειτουργίες της πόλης. Μας λένε ποιος, πότε και για ποιον λόγο θα έρχεται στο κέντρο της, κι αυτό δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να μελετηθεί σοβαρά και μακροπρόθεσμα αλλά και κάτι που αφορά το σύνολο του πληθυσμού και πρέπει να τον εκφράζει, κάτι που αφορά τις γενιές που θα ‘ρθουν και τα δικαιώματα που θα ‘χουν σ’ αυτή την πόλη.

Υπήρξαν και ενθουσιώδεις τοποθετήσεις. Να που επιτέλους γίνεται πραγματικότητα η βιώσιμη κινητικότητα στην Αθήνα. Να που επιτέλους μπαίνουν σε εφαρμογή τόσες ωραίες ιδέες που υπάρχουν για να γίνει η πόλη μας μια «πραγματική» ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ιδέες λίγο – πολύ εγκεκριμένες, ενταγμένες στο νέο ρυθμιστικό της Αθήνας, συμβατές με (τι λέω επιβεβλημένες από) ευρωπαϊκές κατευθύνσεις πολιτικής.

Κάτι ξεχνάνε αυτές οι τοποθετήσεις. Ότι πρόκειται για αποσπασματικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις που λανσαρίστηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες από την εποχή που, στην ευφορία της ολυμπιακής προετοιμασίας, μπήκε το ερώτημα με ποιο τρόπο η Αθήνα θα γίνει «ανταγωνιστική» πόλη, διεκδικώντας ένα καλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας τουριστικής αγοράς. Ιδέες που ξεσήκωσαν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Στο μεταξύ, το κέντρο της πόλης απογυμνώθηκε προγραμματισμένα πρώτα από τις παραγωγικές δραστηριότητες, μετά από πολλές κεντρικές λειτουργίες ακόμα και από κορυφαίους πολιτιστικούς θεσμούς, αποδιοργανώθηκε και ερήμωσε από την οικονομική κρίση, στις παρυφές του νέοι πόλοι αναψυχής απώθησαν την κατοικία, στην περίμετρό του εγκαταστάθηκε η φτώχεια, η ανεργία, το στεγαστικό και το δημογραφικό πρόβλημα.

Αυτό δεν εμπόδισε τις Αρχές της πόλης να επανέρχονται διαρκώς σε έργα  «ανάδειξης» του «πολιτιστικού πλούτου της πόλης», σε πολιτικές για το νοικοκύρεμα χώρων και ανθρώπων, σταθερά προσανατολισμένες στην αναβάθμιση του τουριστικού της προϊόντος, με την υπόθεση ότι έτσι θα εξασφάλιζαν τη διάχυση της ανάπτυξης στον ευρύτερο χώρο – με άλλα λόγια την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και την προσέλκυση επενδυτών και επιχειρήσεων.

Αντί για τη διάχυση είδαμε βέβαια την τουριστική δραστηριότητα να συγκεντρώνεται, τις δραστηριότητες αναψυχής να την πλαισιώνουν παρασιτώντας πάνω σε μια ολοένα συρρικνούμενη παραγωγική δομή, είδαμε το Airbnb να απωθεί ακόμα περισσότερο την κατοικία. Είδαμε τον ΣΕΤΕ και τα ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα να αναδεικνύονται σε κεντρικούς εταίρους του χωρικού σχεδιασμού, υποδεικνύοντας τις πολιτικές που είναι αναγκαίες για την «ενεργοποίηση» της πόλης. Είδαμε την αγορά ακινήτων να αναδιατάσσεται παρακολουθώντας τις πολιτικές (ή και μόνο τη ρητορική) του εξευγενισμού, νέα επιχειρηματικά σχήματα να μπαίνουν στο παιχνίδι, παγκοσμιοποιημένα, χρηματιστικοποιημένα, βουλιμικά για «μεταρρυθμίσεις» και δημόσιες επιχορηγήσεις.

Όλες αυτές οι ωραίες ιδέες δεν συνθέτουν ένα πολεοδομικό σχέδιο που οργανώνει την αναγκαία και εφικτή σχέση ανάμεσα την κυκλοφορία και τις χρήσεις γης, τις τεχνικές και τις κοινωνικές υποδομές, την απασχόληση και την κατοικία, τις διαφορετικές ανάγκες, επιθυμίες και επιλογές που προκύπτουν από τη συνύπαρξη, τη δράση και τον τρόπο ζωής διαφορετικών κοινωνικών ομάδων στον πληθυσμό και στους επισκέπτες του κέντρου της πόλης. Δεν προκύπτουν από συναίνεση πάνω στο είδος των προβλημάτων και των τάσεων που παρουσιάζει η πόλη. Δεν συναιρούνται σε μια πολιτική για τον μητροπολιτικό ρόλο του Δήμου Αθηναίων, για την προσβασιμότητα και τη συλλειτουργία του με τις άλλες περιοχές της πόλης.

Ένα τέτοιο πολεοδομικό σχέδιο δεν θα ήταν υπόθεση των καλών μελετητών, των εμπνευσμένων αρχιτεκτόνων, των δημιουργικών τεχνοκρατών που περιβάλλουν τη δημοτική αρχή. Δεν θα είχε να κάνει με τις συνταγές που διακινούνται από λομπίστικα δίκτυα της ΕΕ μετατρέποντας τις κοινωνικές ανάγκες και δυνατότητες σε αγορές. Δεν θα ήταν μόνο ολιστικό, διεπιστημονικό, αντικείμενο έρευνας κι όχι διαχείρισης στερεοτύπων, αλλά θα ήταν ουσιωδώς αντικείμενο διαλόγου, θα έθετε σε κριτική και τον προσδιορισμό του προβλήματος και τις προτάσεις για την αντιμετώπισή του. Ένα τέτοιο πολεοδομικό σχέδιο δεν θα αφορούσε έναν χώρο αλλά ένα πληθυσμό που ζει και που δικαιούται να διαχειρίζεται αυτόν τον χώρο με δικαιοσύνη και ισοτιμία.

Ο χωρικός σχεδιασμός χρειάζεται δημοκρατία για να μη ναυαγήσει παρασέρνοντας στον βυθό την πόλη και την κοινωνία της. Ο σχεδιασμός των ειδικών και των φωτισμένων (των δημιουργικών ομάδων της πόλης όπως το έλεγε ο προηγούμενος δήμαρχος ο «συμμετοχικός» κ. Καμίνης), ο σχεδιασμός των έτοιμων λύσεων, των καλών για την Ανατολή όπως τις έβλεπε η αποικιοκρατία, των λύσεων που «εφαρμόζονται σ’ όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις» όπως μας τις σερβίρουν σήμερα οι τεχνοκράτες των πολλαπλών αναθέσεων, δεν μπορεί παρά να είναι μερικός, δεν μπορεί παρά να είναι μεροληπτικός, δεν μπορεί παρά να είναι κατά παραγγελία. Γι’ αυτόν τον σχεδιασμό η δημοκρατία είναι ενόχληση, η συνταγματική τάξη είναι «κώλυμα» και ο δημόσιος διάλογος χάσιμο χρόνου.

Αυτός ο σχεδιασμός γνωρίζει εκ των προτέρων τι είναι καλό για τον χώρο της πόλης, το έχει ήδη αναγνωρίσει στην παγκοσμιοποιημένη αγορά του τουρισμού, των ακινήτων, των μεταφορών, της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, το έχει ήδη διαπραγματευτεί με όσους θα επωφεληθούν από τις παρεμβάσεις που προτείνει. Δεν χρειάζεται να το διαπραγματευτεί και με τους ανθρώπους που δεν ταυτίζουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους με αυτές των επενδυτών. Αυτός ο σχεδιασμός αντίθετα πρέπει να γίνεται στο σκοτάδι, στον κλειστό κύκλο των ιδιωτών χορηγών, των επιλεγμένων ειδικών, των πολιτικών και των προνομιακών κοινωνικών εταίρων όπως ο ΣΕΤΕ και ο ΣΕΒ. Πρέπει να υλοποιείται στα γρήγορα με προνομιακούς όρους και με δημόσιο χρήμα.

Όλες οι ωραίες ιδέες που υποτίθεται ότι υλοποιούν τα οράματα του Αντώνη Τρίτση και της Μελίνας Μεκούρη (ποιοι είμαστε εμείς που θα τα αμφισβητήσουμε;) προβλέπονται από το νέο Ρυθμιστικό της Αθήνας. Αυτό που ψηφίστηκε (με διαδικασίες επείγοντος πάντα) το 2014, τη χρονιά της πιο βαθιάς κρίσης και με φρέσκια τη μνημονιακή μεταρρύθμιση του χωρικού σχεδιασμού που αποθεώνει τις fast track διαδικασίες, τον κατά παραγγελία σχεδιασμό και την απορρύθμιση των χρήσεων γης. Αυτό που φρόντισε να συμπεριλάβει χωρίς διαβούλευση όλες τις  μεγάλες εργολαβίες και τα έργα εξωραϊσμού που ήταν τότε στο τραπέζι, ώστε να τους δώσει το άλλοθι του υπερκείμενου σχεδιασμού και να τα διασώσει από προσφυγές στο ΣτΕ. Θα θυμάστε ασφαλώς το Ελληνικό, το γήπεδο της ΑΕΚ, τις αλυκές Αναβύσσου, την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, την ανάδειξη της Συγγρού σε αναπτυξιακό άξονα (άξονα πολιτισμού που συστεγάζει τους μεγάλους χορηγούς). Κάποιες περιέλαβε και το ΣΟΑΠ, σαν αντίβαρο στην παρακμή των γειτονιών της φτώχειας και της μετανάστευσης. Γιατί να μην τις περιλάβει και ένα Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο, φτιαγμένο όχι για να ολοκληρώνει αλλά για να παρακάμπτει και να επιμερίζει τον ευρύτερο σχεδιασμό – πάντα με κατεπείγουσες διαδικασίες (το fast track ως τρόπος πολιτικής σκέψης) – φτιαγμένο όχι για να μελετά ρυθμίσεις, να τις συσχετίζει, να εξετάζει εναλλακτικές και να τις βάζει σε συζήτηση, αλλά για να περιλάβει ρυθμίσεις αυτονόητα καλές και ήδη υλοποιημένες ως προσωρινές με το πρόσχημα της υγειονομικής κρίσης.

Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Ό,τι είναι πιο πολύτιμο κι ό,τι είναι πιο ευάλωτο στη ζωή μας δεν είναι παρά πρόσχημα για την εκδίπλωση του κερδοσκοπικού παιχνιδιού στο οικονομικό και στο πολιτικό πεδίο. Κι αν το καταλάβαμε αυτό στη διάρκεια της υγειονομικής όπως και της οικονομικής κρίσης…

Οι γνωστές μίζερες αρνήσεις των αριστερών απέναντι σε ό,τι είναι ζωντανό και μοντέρνο. Δεν είναι προφανές ότι το κέντρο μιας πόλης δημιουργεί προσόδους, συγκεντρώνοντας στην πιο υψηλή πυκνότητα το συμβολικό της κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας τη μέγιστη ορατότητα στις δραστηριότητες, προσελκύοντας κατοίκους, εργαζόμενους και επισκέπτες; Γιατί είναι κακό να προσβλέπουν οι επενδυτές σε κέρδος, αν είναι να δημιουργήσουν έτσι απασχόληση κι από πάνω να μας εξασφαλίσουν μια καλύτερη ποιότητα περιβάλλοντος; Ποιος δεν θέλει μια καθαρή, πράσινη πόλη με φροντισμένα κτίρια και δημόσιους χώρους (να μην ξεχνάμε και τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής);

Η απάντηση θα ήταν, υποθέτω, ότι η ποιότητα ζωής θα έπρεπε να σχεδιάζεται ανεξάρτητα από τα επιχειρηματικά σχέδια έτσι ώστε να απευθύνεται σε (και να αντλεί από) πολλές και διαφορετικές δραστηριότητες και περιοχές της πόλης και ομάδες πληθυσμού. Όχι μόνο τον μεσοαστό οικογενειάρχη στην κυριακάτικη βόλτα του, ή τον δημιουργικό κοσμοπολίτη με την καλή φυσική κατάσταση και το έντονο sex apeal, ή τον αργόσχολο καταναλωτή και τον διψασμένο για εμπειρία τουρίστα. Η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής θα έπρεπε να προϋποθέτει τη μέριμνα για κοινωνική και χωρική δικαιοσύνη και να είναι μεροληπτική γι αυτούς που την χρειάζονται περισσότερο κι όχι γι αυτούς που έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη.

Το πρόβλημα με τις ωραίες ιδέες για την Αθήνα που δεν έπαψαν να μπαίνουν στο τραπέζι μέχρι να μας επιβληθούν σαν αυτονόητες είναι ότι εκπορεύονται από τα κερδοσκοπικά συμφέροντα που εμφανίζονται σαν συμφέροντα όλων μας και δεν είναι. Γνωρίζουμε πια (και όχι μόνο από τη θεωρία) ότι η τουριστικοποίηση αλλάζει χωρίς επιστροφή την παραγωγική δομή της πόλης, απαξιώνει τις κοινωνικές της υποδομές, απομακρύνει την κατοικία ειδικά των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών κατηγοριών. Η άνοδος των αξιών γης ευνοεί μόνο τη μεγάλη επιχειρηματικότητα και τη συγκεντρωμένη ιδιοκτησία. Η θεαματικοποιημένη ποιότητα ζωής προϋποθέτει την επιτήρηση και επιβάλλει τον κοινωνικό αποκλεισμό, όχι μόνο γιατί απωθεί τη φτώχεια στην περιφέρεια της πόλης αλλά και γιατί της αφαιρεί τον λόγο. Φτιάχνει μια εικόνα ευημερίας στην οποία ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, την καθημερινότητά τους, τα στοιχήματα της ζωής τους, μια εικόνα της πόλης που πρέπει να την πληρώσουν ακριβά και να την οικειοποιηθούν μόνο αν υποδυθούν αυτό που ποτέ δεν θα είναι: από τη μεριά που κερδίζει στον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Το πρόβλημα δεν είναι στη βιώσιμη κινητικότητα, στην ασφάλεια, στο πράσινο, στο νοικοκύρεμα του δημόσιου χώρου, αλλά στο ότι όλα αυτά γίνονται αυτόνομες αγορές και εργολαβίες με τις δικές τους τελικότητες αν δεν τα εξετάσουμε σε σχέση με το δικαίωμα που έχουν και που διεκδικούν στην πόλη πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, δικαίωμα που είναι συνεχώς σε διακινδύνευση και δεν μπορεί να το αγνοεί ο χωρικός σχεδιασμός. Με το πρόσχημα της κοινής ωφέλειας, όλα αυτά μπορεί να υπηρετήσουν και να νομιμοποιήσουν επιχειρηματικές επιλογές.

Το πώς γίνεται αυτό στην πράξη κι όχι στη θεωρία θα ήθελα να σας το δείξω με μια διδακτική ιστορία για την οποία δεν έχει γίνει πολύς λόγος και έχει να κάνει με το Rethink Athens, την επιχείρηση που ο δήμαρχός μας θέλει ανάμεσα στ’ άλλα να ολοκληρώσει. Η ιστορία έχει κάπως έτσι:

Ενώ γραφόταν το πρώτο μνημόνιο, είχαμε μια νέα υπουργό ΠΕΚΑ με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, που αγαπούσε το ποδήλατο και τα γυμναστήρια, όπως όλη εκείνη η παρέα που για κακή μας τύχη ήξερε ακριβώς την έννοια της φράσης «έχουμε ακόμα λίπος να κάψουμε». Ποιος θα ήταν καταλληλότερος να «ξανασκεφτεί» την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου με τους όρους της μεγάλης ιδέας, όπως το είχε κάνει ο Αντώνης Τρίτσης ελπίζοντας να εξαλείψει το «ανατολίτικο παζάρι» μαζί με τις φοιτητικές ταραχές στον χώρο των Προπυλαίων;

Έργο «βιώσιμης κινητικότητας και πρασίνου» που θα έκανε, επιτέλους, την Αθήνα ευρωπαϊκή πόλη, σαν αυτές που απώθησαν στα προάστιά τους τη συμφορά της παγκοσμιοποίησης για να κάνουν το ιστορικό τους κέντρο πόλο επιχειρηματικότητας και πολυτελών υπηρεσιών. Αλλά προπάντων έργο πολιτισμού οραματικό, που θα πρόσθετε στο αρχαιολατρικό brand της πόλης μια καλή δόση revisited νεοκλασικισμού και «κοινωνικής συνοχής» για την προσέλκυση επισκεπτών και επιχειρήσεων.

Με νωπό τον ολυμπιακό οίστρο για το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό, με έτοιμους τους μηχανισμούς για ιδιωτικοποιήσεις, για ΣΔΙΤ και για fast-track στρατηγικές αρπαχτής, η Αθήνα θα κυνηγούσε το όνειρο της ανταγωνιστικότητας, ποντάροντας στην «επιστροφή στο ιστορικό κέντρο», με μοχλό τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Το κέντρο της πόλης ήθελε όμως δημόσιο χρήμα για το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ασφάλεια (μ’ όλο τον «μη υγιή πληθυσμό» και τις διαμαρτυρίες που το υποβαθμίζουν), ήθελε εργολαβίες με «πνεύμα καινοτομίας». Έτσι λανσαρίστηκε, το 2010, η επιχείρηση για την «Πολεοδομική Ανασυγκρότηση του Κέντρου της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».

Την άνοιξη του 2011, ενώ η πόλη πνιγόταν στα δακρυγόνα, «κλήθηκε» το Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης (ΚΙΑΣΩ) να συνδράμει την επιχείρηση χορηγώντας ευγενικά, με δικές του απευθείας αναθέσεις, τις μελέτες για τον σχετικό διεθνή διαγωνισμό. Χρειάστηκε ειδική, για την περίπτωση, νομοθετική πρόβλεψη, αλλά ο χορηγός αγκάλιασε την επιχείρηση αναλαμβάνοντας, πέρα από τις μελέτες, μια επικοινωνιακή καταιγίδα για να «ξανασκεφτούμε» τα προβλήματα και το μέλλον της Αθήνας, με επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και «δράσεις», με βομβαρδισμό των Μέσων Ενημέρωσης (από τα κυρίαρχα μέχρι τα εναλλακτικά) και με τον ακροβολισμό των ανθρώπων του από το αυτοδιοικητικό μέχρι το κυβερνητικό επίπεδο διοίκησης. Μαζί με μια νέα μεγάλη ιδέα είχε γεννηθεί κι ένας νέος «εταίρος του σχεδιασμού» που δεν έπαψε, έκτοτε, να διεκδικεί ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία πολιτικών για την Αθήνα. Πολύ σύντομα θα ερχόταν κι ένας δεύτερος.

Η παρουσίαση του έργου Rethink Athens και η προκήρυξη του διαγωνισμού έγινε το Μάρτη του 2012, σε ανοιχτή εκδήλωση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, υπό την αιγίδα του ΚΙΑΣΩ που, αμέσως μετά, υπόγραψε σύμφωνο συνεργασίας με τα συναρμόδια υπουργεία και τους αυτοδιοικητικούς φορείς. Η Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων (UIA) αρνήθηκε να συμμετάσχει στο διαγωνισμό που έκρινε παράτυπο αφού «συνιστάται όλες οι παρεμβάσεις σε σημαντικούς και ιστορικούς αστικούς δημόσιους χώρους να έχουν υποβληθεί σε δημόσια διαβούλευση και (σε διαγωνιστικές διαδικασίες που) υπόκεινται στους κανονισμούς της UIA-UNESCO». Αλλά ο «διεθνής» αρχιτεκτονικός διαγωνισμός μετονομάστηκε απλώς σε «ευρωπαϊκό» και, στις 27 Φεβρουαρίου 2013, έγινε (πάλι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών) η διακομματική φιέστα για την έκθεση των προτάσεων και την ανακοίνωση του νικητή. Ένα χρόνο μετά, εκτέθηκαν στο κοινό (σημαδιακά αυτή τη φορά, στη Στοά Αρσακείου στην Πανεπιστημίου) και οι οριστικές μελέτες με βάση το πρώτο βραβείο, τις οποίες στήριξε πάλι ο χορηγός και ενέκρινε ο υπουργός με τους «περιβαλλοντικούς όρους» του έργου.

Είχε μόλις υιοθετηθεί από την υπουργό Τουρισμού η στρατηγική για τον τουρισμό που είχε επεξεργαστεί η διεθνής εταιρία αναπτυξιακών συμβούλων McKinsey. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, έπρεπε να στηριχτούν νέα τουριστικά προϊόντα όπως το city break και η κρουαζιέρα. Αλλά αυτό απαιτούσε με τη σειρά του να δημιουργηθούν, στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις, ελκυστικές και πράσινες διαδρομές για τουριστικά λεωφορεία και εναλλακτικά μέσα μετακίνησης ανάμεσα στα σημαντικότερα αξιοθέατά τους. Διαδρομές διάρκειας μιάμιση ώρας που θα έπρεπε οι αρχές της πόλης να συντηρούν, να επιτηρούν και να αναβαθμίζουν οργανώνοντας μάλιστα κατά μήκος τους διάφορα events προσεκτικά κατανεμημένα μέσα στον χρόνο για να τα λάβουν υπ’ όψη τα τουριστικά πακέτα. Αν αυτό σας θυμίζει μια διαδρομή από το λιμάνι της κρουαζιέρας, στον πολιτιστικό άξονα της Συγγρού, στους κεντρικούς αρχαιολογικούς χώρους, στην Πανεπιστημίου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο, δεν είναι γιατί είστε ιδιαίτερα καχύποπτοι, αλλά γιατί έτσι σχεδιάζεται η «ποιότητα ζωής», ο πολιτισμός και η προστασία του περιβάλλοντος.

Παράλληλα με την έκθεση των μελετών (18 Νοεμβρίου 2013-28 Φεβρουαρίου 2014), το ΚΙΑΣΩ οργάνωσε κι ένα «διεθνές» εργαστήριο ιδεών, το «Reactivate Athens 101 ιδέες» που αγκάλιασε ο δήμαρχος της Αθήνας και που θα συγκροτούσε «ένα νέο στρατηγικό όραμα» για την επαν-ενεργοποίηση του κέντρου της, με βάση το Rethink. Τη διεύθυνση του εργαστηρίου είχε ο Alfredo Brillembourg, αρχιτέκτονας με πανεπιστημιακή έδρα χορηγούμενη από το ΚΙΑΣΩ στην Ελβετία, εξειδικευμένος στο να συνεφέρνει τις νοσούσες μητροπόλεις του παγκόσμιου νότου με έξυπνες και φτηνές ιδέες. Ο αθεόφοβος έφτασε να εισηγείται μέχρι και να εγκαταστήσουμε μακίλλες στα εγκαταλειμμένα κτίρια του ιστορικού κέντρου για να δουλέψουν οι μετανάστες αφού «έτσι αναπτύσσεται το Μεξικό», για να μην αναφερθώ στην πρότασή του να αντικαταστήσουμε τα ονόματα των δρόμων με ονόματα λουλουδιών μήπως και ξαναερωτευτούμε την πόλη μας. Τούτο το πανηγύρι συμμετοχικότητας και δημιουργικότητας, μετά από τον δέοντα σαματά στα free press, έκλεισε μέσα στη γενική ανυποληψία, με ένα τεύχος προτάσεων που κανείς δεν είδε και, το κυριότερο, χωρίς ο καθηγητής να κερδίσει κάποια εργολαβία.

Το δίλημμα ανάμεσα σε μια «πράσινη και πεζοδρομημένη» ή μια ασφαλτοστρωμένη και μποτιλιαρισμένη Πανεπιστημίου έμοιαζε με κείνο ανάμεσα στο «να είστε πλούσιος και υγιής ή πτωχός και ασθενής». Η απάντησή του ήταν προφανής, αλλά η βιαιότητα της οικονομικής κρίσης δεν μας άφησε να το εμπεδώσουμε.

Υπήρχαν και κάτι μίζεροι αριστεροί που γκρίνιαζαν για το ρεβανσισμό, τον ολοκληρωτισμό και τον τυχοδιωκτισμό των πακέτων «αστικής αναγέννησης» που οι developers εφαρμόζουν οπουδήποτε στον κόσμο ο όλεθρος των πολλών προσφέρει προνομιούχα οικόπεδα και δημόσιο χρήμα στους λίγους. Αμφισβητούσαν την κυκλοφοριακή λύση, την κατασταλτική λειτουργία, την προτεραιότητα του έργου έναντι πολιτικών για την κοινωνική προστασία και την απασχόληση. Άφηναν κι αιχμές για συμφέροντα που, όσο μιλούσαμε για την ποιότητα ζωής, «αναβάθμιζαν» τα τραπεζικά ακίνητα στην Πανεπιστημίου.

Υπήρχαν και πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες που αμφισβητούσαν τις διαδικασίες. Πενήντα τέσσερις από αυτούς κατάθεσαν κιόλας, τον Απρίλη του 2014, προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την έγκριση του έργου πριν από τη μελέτη περιβαλλοντικών και κυκλοφοριακών επιπτώσεων. Προσφυγή που έγινε δεκτή τον Ιούνη του 2015, βάζοντας τέλος στην επιχείρηση Rethink μια και ήδη από το Νοέμβρη του 2014, η Κομισιόν είχε ζητήσει την απένταξή της από τα προγράμματα χρηματοδότησης ως «διακοσμητικό έργο» σε περίοδο έλλειψης πόρων. Ακόμα θρηνούν στα Μέσα για τη χαμένη ευκαιρία της πόλης. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε σ’ αυτό τον τόπο. Αθηναίοι, ακόμα μια προσπάθεια να γίνουμε Ευρωπαίοι.

Η προσπάθεια άφησε όμως παρακαταθήκες με την εδραίωση ενός τύπου σχεδιασμού του δημόσιου χώρου, στον οποίο έχουν την πρωτοβουλία τα ποικίλα ιδιωτικά ιδρύματα, δίκτυα συμφερόντων και ομάδες δημιουργικής έμπνευσης, που διεκδικούν προνομιακή πρόσβαση στους θεσμούς και μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, ορίζοντας τι είναι προφανές, τι αναγκαίο και τι προτεραιότητα για την πόλη. Με τα δικά τους μέτρα. Την Ιστορία, έλεγε ο Γκράμσι, δεν την κινεί μόνο η αναγκαιότητα αλλά και η ιδιοτέλεια.

Μια από τις παρακαταθήκες αυτές έχει να κάνει με την ιστορία που ξεκίνησα να σας λέω, με μια δραστηριότητα του ΚΙΑΣΩ που έμεινε σχετικά αφανής μέσα στο επικοινωνιακό πανηγύρι και δείχνει τη φρικαλέα πίσω πλευρά των πράσινων οραμάτων που τη λένε κερδοσκοπία. Πρόκειται για την επεξεργασία μιας πολιτικής για τη διαχείριση ακινήτων σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η οποία γινόταν παράλληλα με τις αρχιτεκτονικές μελέτες. Δεν ευοδώθηκε νομοθετικά ούτε αυτή η επεξεργασία – κάτι θα θυμάστε. Παραδόξως, όμως, φαίνεται να εκκρεμεί σ’ όλα τα πολεοδομικά σχέδια που έχει έκτοτε επεξεργαστεί ο Δήμος Αθήνας.

Στις 18 Νοέμβρη 2013, ενώ αναμενόταν το αποτέλεσμα του πολύκροτου διαγωνισμού για την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση ανάγγειλε, μαζί με το «Reactivate Athens-101 Ideas», την απόφαση του Ιδρύματος «να προχωρήσει στην εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (…) με στόχο τη διαμόρφωση πρότασης για (μέτρα) στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου (σχετικά με την) επανάχρηση και αποκατάσταση του κτηριακού αποθέματος και την προσέλκυση κατοίκων και επιχειρήσεων για την αναζωογόνηση της ζωής της πόλης». Πρωτοβουλία, όπως είπε, «πρωτοφανής για την Αθήνα».

Το ερευνητικό έργο με τίτλο «Διερεύνηση και Πρόταση Θεσμοθέτησης Μηχανισμών και Κινήτρων για την Αναβάθμιση του Κτιριακού Αποθέματος στην Ευρύτερη Περιοχή Ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου» ξεκίνησε με την υπογραφή δύο συμφώνων συνεργασίας ανάμεσα στο Ίδρυμα Ωνάση και τα συναρμόδια υπουργεία. Ένα τον Απρίλη του 2013, μαζί με την ανακήρυξη του νικητή στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και ένα άλλο τον Ιανουάριο του 2014, μαζί με την παράδοση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης για το ευρύτερο κέντρο του Δήμου της Αθήνας. Οι ερευνητές είχαν παραδώσει στο Δήμο Αθήνας, από τον Απρίλη του 2014, «εμπιστευτικό» τεύχος με τα συμπεράσματά τους σε ότι αφορά τη νομική διερεύνηση για «παρεμβάσεις στο κτιριακό απόθεμα και τα διατηρητέα», συμπεράσματα που το ΣΟΑΠ υιοθέτησε. Ας δούμε για ποια συμπεράσματα πρόκειται.

Το τεύχος της έρευνας αναφέρει πρώτα απ’ όλα τη γνωστή παραδοχή της Επιτροπής της Βουλής σχετικά με τα προβλήματα του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας (2010): «Η υποβάθμιση των κέντρων των πόλεων έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων, στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Σύμφυτη είναι η απομάκρυνση επιχειρήσεων, η εγκατάλειψη χώρων και κτιρίων, η δημιουργία γκέτο εθνολογικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, η περιθωριοποίηση και η αύξηση της εγκληματικότητας, η πτώση των αξιών των ακινήτων.» Κρίνει λοιπόν αναγκαία (για την αναζωογόνηση της πόλης) την επισκευή, επανάχρηση ή αντικατάσταση των υποβαθμισμένων ακινήτων.

Εδώ μπαίνει το πρόβλημα του κατακερματισμού της ιδιοκτησίας. Τι γίνεται αν οι ιδιοκτήτες αγνοούνται, αδρανούν, δεν συμφωνούν μεταξύ τους ή απλώς αρνούνται να συμμετάσχουν στην αναβάθμιση; Η ερευνητική ομάδα προτείνει μια διαδικασία αναγκαστικής ανάληψης της διαχείρισης ή κυριότητας κτιρίων από τον Δήμο (για κοινωφελείς σκοπούς) αλλά κυρίως από ιδιώτες (μεσίτες, αναπτυξιακές εταιρείες και funds) που, με την ανάπλαση των κτιρίων θα τα κάνουν πιο ελκυστικά για επενδύσεις, συμβάλλοντας, μαζί με την εικόνα της πόλης, στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

Εδώ μπαίνει κι άλλο πρόβλημα – η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας. Πώς η δημόσια αρχή θα συνδυάσει την απαλλοτρίωση (που προϋποθέτει λόγο δημόσιας ωφέλειας) με την εκχώρηση των προβληματικών αλλά επιθυμητών ακινήτων σε ιδιώτες; Η έρευνα υποστηρίζει ότι το συνταγματικό κώλυμα αίρεται δεδομένου ότι οι πολεοδομικές αναπλάσεις υλοποιούν «το δικαίωμα στο περιβάλλον, την υγεία, την ασφάλεια, την ανάπτυξη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την οικονομική ελευθερία», επομένως, συνιστούν λόγο δημόσιας ωφέλειας για την αναγκαστική δέσμευση ή εκχώρηση της ιδιοκτησίας (της μικρής μιλάμε, όχι της μεγάλης και υγιούς). Αρκεί λοιπόν οι επιχειρήσεις ανάπλασης να προβλέπουν τέτοιες διαδικασίες – ταχύρρυθμες δεσμεύσεις ακινήτων αλλά και κίνητρα, διευκολύνσεις και χρηματοδοτήσεις – που θα ενθαρρύνουν τους σοβαρούς επενδυτές να επιλέξουν και να σχεδιάσουν την αξιοποίηση ακινήτων σε μια ζώνη ανάπλασης, αποθαρρύνοντας και τους μη συνεργάσιμους μικροϊδιοκτήτες. Έτσι θα απορροφηθούν και ευρωπαϊκοί πόροι.

Όπως διηγείται σε εφημερίδα ο τότε Υπουργός Περιβάλλοντος Γιάννης Μανιάτης, «Τον Ιούλιο 2014, ο Γ. Καμίνης (είχε) ήδη προχωρήσει σε μια πρώτη καταγραφή των περίπου 1800 εγκαταλελειμμένων κτιρίων του κέντρου της Αθήνας και στη διαμόρφωση ενός αρχικού θεσμικού πλαισίου για τη νομική και χρηματοοικονομική διάσταση του προβλήματος (…) Διαμορφώσαμε λοιπόν τον οδικό χάρτη για την εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου αντιμετώπισης των εγκαταλειμμένων, ετοιμόρροπων και επικίνδυνων για την υγεία κτιρίων με συνεργασία ανάμεσα στο ΥΠΕΚΑ και το Δήμο Αθηναίων: Πρώτα η δρομολόγηση πιλοτικού προγράμματος αξιοποίησης ή «απόσυρσης» των κτιρίων (…) χρηματοδοτούμενου από το ΕΣΠΑ, από το Jessica και πιθανά από το πακέτο Juncker, ύστερα η νομοθετική κατοχύρωση των μέτρων, ώστε να αρθούν τα εμπόδια και να προωθηθεί με ταχύτητα (η αξιοποίηση)».

Πράγματι, τον Δεκέμβρη του 2014, ο Υπουργός κατάθεσε σχετικό νομοσχέδιο (Ρυθμίσεις για εγκαταλειμμένα, κενά και αγνώστων ιδιοκτητών κτίρια, διαδικασίες παρέμβασης σε επιλεγόμενες περιοχές), που ορίζει την έννοια του εγκαταλειμμένου με τον πιο ευρύ τρόπο (ακόμα και για την ελλιπή του συντήρηση) και υιοθετεί το νομολογιακό σκεπτικό που εισηγείται (όπως είδαμε παραπάνω) το ερευνητικό έργο. Υιοθετεί επίσης τις προτάσεις του ερευνητικού έργου για fast track και αναγκαστικές διαδικασίες εκχώρησης των εγκαταλειμμένων ακινήτων στο δημόσιο και σε εταιρείες. Αυτές θα έχουν την πρωτοβουλία στην επιλογή των κτιρίων και στον τρόπο αξιοποίησης, όπως και στον προσδιορισμό του τιμήματος που θα αποδίδεται στους ιδιοκτήτες. Αρκεί αυτό να γίνεται στο πλαίσιο πολεοδομικών επιχειρήσεων που θα τους παρέχουν ειδικά κίνητρα από εθνικούς, ευρωπαϊκούς και ιδιωτικούς πόρους.

Το νομοσχέδιο, όπως μπορείτε να καταλάβετε, ξεσήκωσε θύελλα ακόμα και στον φιλοκυβερνητικό τύπο. Χάθηκε άλλωστε άδοξα στην κυβερνητική αλλαγή. Ο κ. Καμίνης όπως και ο κ. Μανιάτης εξακολουθούν να μιλούν και γι αυτή τη χαμένη ευκαιρία. Το εγκεκριμένο ΣΟΑΠ ακόμα ζητά μια ανάλογη νομοθετική ρύθμιση, ως προϋπόθεση πλήθους «δράσεων» για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Το ζήτημα των «εγκαταλειμμένων» βρίσκεται σε όλα τα σχέδια πολιτικής που εκπονούνται ή αναγγέλλονται έκτοτε για την Αθήνα και, βέβαια, βρίσκεται ξανά και ξανά στον έντυπο και τον ψηφιακό τύπο μαζί με τους εισηγητές του. Συζητιέται στα συνέδρια των εκπροσώπων του real estate. Ο Δήμαρχος της Αθήνας το επανέφερε εξάλλου ήδη δυο φορές σε συζήτηση με τη διοίκηση. Την Άνοιξη του 2016 εισηγήθηκε στο ΥΠΕΝ την επανεξέταση των προτάσεων του ερευνητικού έργου, με πρόσχημα την προσφυγική κρίση (η εκχώρηση ακινήτων σε ιδιώτες θα συνέβαλλε στη φιλοξενία προσφύγων). Η απόρριψη της πρότασης δεν τον εμπόδισε να το εισηγηθεί εκ νέου, το 2019, ενώ ήταν σε συζήτηση η αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου των αστικών αναπλάσεων. Πάντα με την υπόκρουση των μέσων ενημέρωσης που θρηνούν για την υποβάθμιση, τον κίνδυνο της δημόσιας υγείας και ασφάλειας που αντιπροσωπεύουν τα «εγκαταλειμμένα» (ο όρος καθιερώθηκε και θα τον ξαναβούμε μπροστά μας), πάντα με την συναίνεση ειδικών της πολιτιστικής κληρονομιάς. Για καλή μας τύχη δεν επέβαλλαν τη ρύθμιση οι «θεσμοί» – ίσως δεν είχαν ενημερωθεί για το πόσο μεταρρυθμιστική είναι.

Αν επιμένω στις λεπτομέρειες είναι για να σας δείξω τι είναι και πόσο επίμονο είναι το lobbying, πόσο καλά ξέρουν τα συμφέροντα του real estate να οργανώνουν και να αναδιατάσσουν τις στρατηγικές τους. Η ουσία λοιπόν της πολύχρονης συζήτησης για το αν μια πεζοδρόμηση θα αναβάθμιζε το περιβάλλον ή θα βοηθούσε μια πόλη που πλήττεται από την κρίση είναι αυτή: Από πίσω γινόταν εκτίμηση ακινήτων στην περιοχή. Δεν ξέρω αν κάποια από αυτά τα ακίνητα είχαν ονοματεπώνυμο. Σίγουρα πολλά αναπλάστηκαν κι άλλα άλλαξαν χέρια. Και πάντως είναι στ’ αλήθεια «πρωτοφανές για την Αθήνα» ότι ένα ιδιωτικό ίδρυμα ανέλαβε πανηγυρικά να εξασφαλίσει σ’ όλα τα επίπεδα της κρατικής μηχανής την τεχνογνωσία και την επικοινωνιακή νομιμοποίηση μιας ανατροπής του εμπράγματου και του πολεοδομικού δικαίου της χώρας σε ολιγοπωλιακή κατεύθυνση.

Οι φιέστες του Ιδρύματος ήταν για όλους εμάς. Η πολιτική ηγεσία και οι σύμβουλοί της ήξεραν τι στ’ αλήθεια παίζεται. Ήξεραν πως, όταν μιλάμε για κρίση στην πόλη, μιλάμε και για ευκαιρίες επιχειρηματικότητας που απαιτούν τέτοιες ανατροπές. Μιλάμε για τον λάθος πληθυσμό που κατοικεί στον λάθος τόπο, εμποδίζοντας τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες κέρδους που θα τους πρόσφερε η πόλη με άλλο πληθυσμό που με άλλους τρόπους κατοικεί, δουλεύει, ζει και εκφράζεται. Τα πολεοδομικά της σχέδια ακόμα κανοναρχούν την ανακατάληψη της πόλης, την πάταξη της «λαθρομετανάστευσης», της παραοικονομίας, της εγκληματικότητας (οι φτωχοί δεν έχουν αλλά μας δημιουργούν προβλήματα), της πολιτικής διαμαρτυρίας, της μικροϊδιοκτησίας (οι φτωχοί δεν είναι καλοί επενδυτές) και της λαϊκής στέγης (οι φτωχοί δεν είναι νοικοκύρηδες). Όλα αυτά είναι προϋποθέσεις για μια ποιότητα περιβάλλοντος κατάλληλη για τον επιθυμητό πληθυσμό (υγιή, νεανικό, πολιτισμένο, καινοτόμο και νόμιμο όσο και η επιχειρηματικότητά του). Αυτή την ποιότητα θα μας δώσουν οι επιχειρήσεις αξιοποιώντας σωστά τον πλούτο της πόλης (που δεν τον παρήγαν αυτές), με πολύ και σίγουρο κέρδος, με δημόσιο χρήμα και νομικά προνόμια. Μόνο έτσι θα επιλέξουν από αυτόν τον πλούτο ότι είναι «αποδοτικό» και θα το πάρουν φτηνά, με νόμιμη βία.

Η ιστορία μου δεν μιλά, όπως βλέπετε, για παράνομες δραστηριότητες αλλά για πολιτικές που δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν νομιμοποίηση. Ούτε πρόκειται για παλιά ιστορία. Είναι το αδυσώπητο εδώ και τώρα μιας αγοράς που υπαγορεύει τους κανόνες δικαίου και τον ορισμό της ποιότητας ζωής σ’ όλο τον κόσμο. Είναι το δικό μας εδώ και τώρα και πιστεύω ότι ο Δήμος Αθήνας δεν πειραματίζεται με τις προεκλογικές του εξαγγελίες και τις πιλοτικές του ρυθμίσεις. Συνεχίζει ένα παιχνίδι από καιρό στημένο, όπως και όλοι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να του ζητούμε τον λόγο γι’ αυτό. Δεν φτάνει που ο χωρικός σχεδιασμός επικαλείται την κοινή ωφέλεια. Πρέπει να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιο νόημα έχει η κοινή ωφέλεια για τον καθένα και την καθεμιά μας.

Αφήστε ένα σχόλιο

four × 4 =