Κείμενο: Γιάννης Περπερίδης. Εικόνα κειμένου: Drawing Hands, του M. C. Escher (1948) – Ο Andrew Feenberg έχει χρησιμοποιήσει πρώτος αυτήν την εικόνα για να αναφερθεί στη σχέση κοινωνίας-τεχνολογίας.
Οι τελευταίες ημέρες του 2025 με βρίσκουν να μεταφράζω κείμενα ανθρωπολογίας της τεχνολογίας του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα, επιχειρώντας να τη συνδυάσω με τη φιλοσοφία της τεχνολογίας που γνωρίζω μέχρι τώρα· μια μετάφραση και σύνδεση που επιθυμούσα να κάνω εδώ και σχεδόν ενάμιση χρόνο, αλλά δεν υπήρχε το πρόσφορο έδαφος για να προκύψει – ένα έδαφος που μπορεί, τελικά, να αναζωογονηθεί μέσα από μια εκλεκτή συνεργασία. Τα κείμενα που μεταφράζω –και που θα λάβουν δημοσιευμένη σάρκα και οστά αργότερα μέσα στο επερχόμενο έτος– θέτουν μια σειρά ζητημάτων γύρω από την τεχνολογία, τα οποία, δυστυχώς, παραμένουν ατόφια έως και σήμερα και μάλιστα έχουν ενταθεί ποικιλοτρόπως.
Με αφορμή αυτά που μελετώ, λοιπόν, αλλά και όσα συνέβησαν μέσα στο 2025 –πολλά εκ των οποίων εισχώρησαν στη συγγραφική μου παραγωγή αυτού του έτους– μου γεννήθηκε η ανάγκη να γράψω το παρόν κείμενο. Ο λόγος είναι ότι βλέπω ολοένα και περισσότερο να πληθαίνουν ορισμένες απόψεις στη δημόσια σφαίρα, οι οποίες, θέλοντας και μη, αναπαράγουν αφηγήσεις και φαντασιακά νοήματα που θεωρώ ανησυχητικά. Απόψεις αυτού του είδους εμφανίζονται σε πολλές εκφάνσεις της δημόσιας σφαίρας: σε επιστημονικά συνέδρια και κείμενα· σε δημοσιογραφικές συνομιλίες και άρθρα· αλλά και στην καθημερινότητα –σε συνομιλίες με μη επιστήμονες, «καθημερινούς» ανθρώπους ή επαγγελματίες που σχετίζονται πρακτικά με την τεχνολογία. Αυτές μπορούν να συνοψιστούν με μια φράση, ως η εξής ψευδαίσθηση για την τεχνολογία: «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για να…».
Η φράση αυτή ακούγεται διαρκώς, ιδιαίτερα όταν το επιχείρημα αφορά κάποια εναλλακτική στις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ή όταν στοχεύει στην ανάδειξη εναλλακτικών χρήσεων μιας τεχνολογίας. Και ακριβώς αυτό το τελευταίο συνιστά τη ρίζα της ψευδαίσθησης. Πάμπολλα επιχειρήματα διατυπώνονται στη δημόσια σφαίρα με τη μορφή: «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για να αντιστρέψουμε τη λειψυδρία», «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για μια νέα (και ψηφιακή) δημοκρατία», «… για να σώσουμε το περιβάλλον», «…για να έχουμε καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα», κ.ο.κ. Όλες αυτές οι εκφράσεις συγκροτούν παραλλαγές μιας κοινής θέσης: της ουδετερότητας της τεχνολογίας και της εργαλειακής προσέγγισής της. Πρόκειται για τη θέση που διατείνεται ότι οποιαδήποτε υπάρχουσα τεχνολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον Χ τρόπο ή με τον αντίθετο Ψ τρόπο, αρκεί να το θελήσουν οι «χρήστες» της.
Προς κατάρριψη αυτής της θέσης –και πριν περάσω στα πολλαπλά επιχειρήματα της φιλοσοφίας της τεχνολογίας του 20ού αιώνα– συνηθίζω, όταν ξεκινώ ένα μάθημά μου στο πανεπιστήμιο, να θέτω ευθέως το ερώτημα: «Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σημερινή Τεχνητή Νοημοσύνη υπέρ του περιβάλλοντος;». Οι απαντήσεις που λαμβάνω είναι συνήθως του τύπου: «η ΤΝ μπορεί να υποδείξει τη βέλτιστη διαχείριση περιβαλλοντικών μεταβλητών» ή «η ΤΝ μπορεί να μας καθοδηγήσει προς ορθότερες πολιτικές και σχεδιασμούς βιωσιμότητας». Τότε η απάντησή μου είναι συνήθως η εξής: «Για να παραγάγει αυτά τα αποτελέσματα –αν μιλάμε για LLM– ή για να μας παρέχει αυτή τη διαρκή διαχείριση περιβαλλοντικών μεταβλητών –αν μιλάμε για κάποιο πρόγραμμα που αξιοποιείται στο πλαίσιο ενός κρατικού ή εταιρικού θεσμού–, η ΤΝ ήδη καταστρέφει το περιβάλλον με πολλαπλούς, αλλά συχνά αδιόρατους τρόπους». Σε αυτό το σημείο της συζήτησης/μαθήματος, είτε επικρατεί σιωπή είτε αναδύεται το αντεπιχείρημα: «Έτσι εξελίσσεται πάντα η τεχνολογία: πρώτα δημιουργείται ένα τεχνούργημα, εφαρμόζεται, και με τον χρόνο διορθώνονται οι αρνητικές του συνέπειες μέχρι να βελτιστοποιηθεί. Άρα, στα επόμενα χρόνια, η ΤΝ θα αλλάξει ώστε να προστατεύει το περιβάλλον ακόμη και από την ίδια». Δυστυχώς για εμάς –και για αυτή την αισιόδοξη οπτική– η ιστορία της τεχνολογίας δείχνει ότι η εξέλιξη και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθώς και η ίδια η τεχνολογική καινοτομία δεν ακολουθούν αυτόν τον δρόμο. Δεν θα εισέλθω εδώ σε ζητήματα ιστορίας της τεχνολογίας· θα επιστρέψω, όμως, στην ψευδαίσθηση που ανέφερα προηγουμένως: «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για…».
Η φιλοσοφία και η ανθρωπολογία της τεχνολογίας που μελετώ, σε συνδυασμό με μελέτες ιστορίας της τεχνολογίας –ένα διεπιστημονικό τρίπτυχο που φέτος υποστήριξα ως απολύτως αναγκαίο σήμερα– δείχνουν εδώ και δεκαετίες ότι οι τεχνολογίες που έχουμε σε μία δοσμένη ιστορική στιγμή, ή αν θέλετε, σε έναν συγκεκριμένο κόσμο νοημάτων, ή καλύτερα, φαντασιακών νοημάτων – ένα ιστορικά συγκεκριμένο, φαντασιακά θεσμισμένο κόσμο – ή, απλούστερα, σε μία συγκεκριμένη κοινωνία, είναι οι ίδιες τεχνολογίες που έχουν δομήσει τη συγκεκριμένη κοινωνία και που τη διατηρούν και την αναπαράγουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν μία και μόνη χρήση. Οι τεχνολογίες διαμορφώνουν κόσμους νοημάτων –από τους οποίους έχουν και οι ίδιες προκύψει– και μέσα σε αυτούς τους κόσμους συγκροτείται ένα φάσμα δυνατοτήτων (ή «χρήσεων», αν και ο όρος δεν με βρίσκει σύμφωνο). Η κοινωνία και η τεχνολογία συν-διαμορφώνονται ταυτόχρονα· δεν πρόκειται για μια γραμμική ακολουθία τύπου «πρώτα α, μετά β». – μην μας ξενίζει αυτή η ταυτοχρονία: έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε με οντολογικά και επιστημολογικά δίπολα και χρονικότητες τύπου «πρώτα α, μετά β», αλλά η συν-διαμόρφωση κοινωνίας και τεχνολογίας είναι ταυτόχρονη και έτσι πρέπει να τη συλλαμβάνουμε. Το γεγονός ότι οι ίδιοι αλγόριθμοι ΤΝ μπορούν σήμερα να χρησιμοποιηθούν για αλγοριθμική επιτήρηση και εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και για συλλογική χαρτογράφηση κοινωνικών και οικολογικών αναγκών δεν αναιρεί ότι ο κόσμος που έχει διαμορφωθεί από την ΤΝ είναι ένας κόσμος που ευνοεί την εξουσία των λεγόμενων τεχνο-ολιγαρχών. Πρόκειται για μια ΤΝ που μετατρέπει τα όντα σε ψηφιακές, αλγοριθμικές μεταβλητές, σε δεδομένα που αποθηκεύονται και επεξεργάζονται στα κέντρα δεδομένων των ίδιων αυτών ολιγαρχών, παράγοντας κέρδος και διαρκή πληροφόρηση, όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη χρήση που λαμβάνει χώρα. Ίσα ίσα που το να εξαρτώμαστε «για τις θετικές χρήσεις της τεχνολογίας» από τις δομές των τεχνο-ολιγαρχών (μη θεωρώντας ότι μπορούμε να έχουμε τα θετικά αυτά στοιχεία με άλλο τρόπο, καθώς οι υπάρχουσες τεχνο-πολιτικές συνθήκες είναι οι μόνες δυνατές), κάνει το τοπίο ακόμη χειρότερο, νομιμοποιώντας τις πρακτικές και την ύπαρξή τους, και καθιστώντας τους, όπως υποστήριξα σε μία βιβλιοπαρουσίαση, «τεχνολογικούς λεβιάθαν» (αποκλειστικά διαμέσου των οποίων καθίσταται δυνατό να μας παρέχονται τα εν λόγω θετικά στοιχεία).
Υπ’ αυτό το πρίσμα, το ερώτημα «πώς μπορεί να αξιοποιηθεί η ΤΝ σήμερα υπέρ της δημοκρατίας» είναι εξαρχής άτοπο. Ο κόσμος που έχουμε συνδιαμορφώσει –και εδώ γεννάται το κρίσιμο ερώτημα «ποιοι είναι αυτό το εμείς;»– είναι ένας κόσμος αντίθετος προς μια ουσιαστική δημοκρατία. Πώς μπορεί η ΤΝ να υπηρετήσει μια τέτοια δημοκρατία, όταν ο ίδιος ο σχεδιασμός της δεν μου επιτρέπει να γνωρίζω πού αποθηκεύονται τα δεδομένα μου, πώς επεξεργάζονται, από ποιους αλγορίθμους, με ποιες μεροληψίες (bias) και για ποιους σκοπούς αξιοποιούνται; Και πριν προλάβουμε να σκεφτούμε ότι «επομένως είναι απλώς ζήτημα σχεδιασμού», ας σημειωθεί ότι μια ανοιχτότητα αυτού του είδους –όχι απλώς η γνώση, αλλά η πραγματική δυνατότητα καθοριστικού λόγου– είναι εντελώς ασύμβατη με τα φαντασιακά νοήματα του σημερινού κόσμου μας (ειδημοσύνη, αποκλειστικότητα, εταιρικές πρακτικές στην ανάπτυξη επιστημονικής γνώσης κ.α.). Αυτός είναι και ο λόγος που έγραψα άρθρο ενάντια στην αισιοδοξία με την οποία επενδύθηκε η «φούσκα» του DeepSeek στις αρχές του έτους, και που η έκτοτε σιωπή ως προς αυτό, ή η αποδιάρθρωση της τότε φούσκας περί ανοιχτότητας, μάλλον με δικαιώνει. Επομένως, «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για την ανάπτυξη δημοκρατίας;» ή «έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για τη μετάβαση σε έναν φιλικό προς το περιβάλλον κόσμο»; Η απάντηση είναι, κατ’ εμέ, όχι. Αυτό συμβαίνει διότι οι δυνατότητες στον υλικό κόσμο (η υλικότητα, αν θέλετε) πάντοτε διαμορφώνονται από τα νοήματα που ενεργοποιούν κάποιες από αυτές και αποκλείουν άλλες, δηλαδή από τη συμβολικότητα. Δεν υπάρχει υλικότητα (υλικός πολιτισμός) που να μην είναι διαποτισμένος –να μην είναι– από συμβολικότητα, αλλά και το αντίστροφο: δεν υπάρχει συμβολικότητα χωρίς υλικά ερείσματα. Μια άρρηκτη σύνδεση που επεσήμανα πολλαπλώς σε αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση. Θεωρούμε ότι είναι σήμερα, στην εποχή της ΤΝ, που η τεχνολογία αποκτά μαγική ή θεϊκή επένδυση, διότι ως δυτικά νεωτερικά «υποκείμενα» θεωρήσαμε εδώ και μερικούς αιώνες ότι τελειώσαμε με τη μαγεία ή το θείο. Να, όμως, που το βρίσκουμε πάλι μπροστά μας: κάθε υλικότητα διέπεται από συμβολικά νοήματα, όχι εξωτερικά επιβεβλημένα πάνω της εκ των υστέρων, αλλά ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξής της, το ίδιο της το είναι, είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο λόγω των συμβολικών νοημάτων που το πραγματώνουν (και αυτά τα τελευταία δεν μποούν να υπάρχουν αν δεν πραγματώνονται μέσα από την υλικότητα): το δωμάτιο και ο υπολογιστής μέσω των οποίων γράφω το πολύ σημαντικό για εμένα κείμενό μου, σημαίνουν κάτι μοναδικό για εμένα (και κάθε εμένα)· συνιστούν έναν τόπο νοημάτων, τελετουργιών, αξιακά φορτισμένων υλικοτήτων, οι οποίες αντανακλούν το ποιες πράξεις μπορούν να λάβουν χώρα ή όχι. Τον ίδιο μαγικό κύκλο φαντασιακών/συμβολικών νοημάτων που εκπέμπει το τεχνούργημα «οικία», ενεργοποιώντας και απορρίπτοντας σε εμένα (και σε όλες μας) δυνατότητες, και διαμορφώνοντάς με ποικιλοτρόπως, εκπέμπουν όλα τα τεχνουργήματα, όπως και η ΤΝ. Ας ξανασκεφτούμε διπλά τι σημαίνει να μας πείθουν ότι αυτό το τεχνούργημα θα φέρει το τέλος του κόσμου, ή ότι μπορούμε να του εμπιστευτούμε κάθε πτυχή της ζωής μας σε αυτό ή ότι το έχουμε ανάγκη για κάθε –μα κάθε– δραστηριότητά μας, από τη συγγραφή ενός μέηλ μέχρι προτάσεις για ευχές σε δώρα για φίλους· πόσο πολύ προσπαθούν, δηλαδή, να το επενδύσουν με νοήματα που υπερβαίνουν την τεχνολογία και τον άνθρωπο και αγγίζουν κάποιο επέκεινα.
Όταν κανείς (όπως εγώ) απαντά «όχι» στα ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως, γεννούνται και άλλες ψευδαισθήσεις που έχουν ως βάση τη βασική που διατυπώσαμε προηγουμένως. Αυτές είναι:
α) «άρα είμαστε καταδικασμένοι»
και
β) «τα κατάλληλα ρυθμιστικά πλαίσια θα αλλάξουν την όλη εικόνα».
Η πρώτη από αυτές τις ψευδαισθήσεις διατηρεί έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό, ο οποίος βαδίζει χέρι-χέρι με τη θέση περί ουδετερότητας της τεχνολογίας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η τεχνολογία εξελίσσεται γραμμικά και προς μία και μόνο κατεύθυνση· επομένως, αν οι συνθήκες στο παρόν είναι κακές, στο μέλλον αναγκαστικά θα χειροτερεύουν. Πρόκειται για μια θεώρηση που αδυνατεί να κατανοήσει τη σχεσιακή φύση της τεχνολογίας: μια σχέση που υφαίνεται από κοινωνία, τεχνολογία, πολιτική, σχέσεις εξουσίας και πολλά ακόμη στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ευρύτερες πολιτικές αλληλεπιδράσεις και, ως εκ τούτου, είναι εγγενώς απρόβλεπτες ως προς το μέλλον. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός –στον οποίο έχει ασκηθεί εκτεταμένη κριτική τις τελευταίες έξι δεκαετίες, και όμως παραμένει μέχρι σήμερα ισχυρός– στηρίζεται σε έναν όρο των οικονομικών: το ceteris paribus. Πρόκειται για τη εξέταση μιας και μόνο μεταβλητής σε μια δεδομένη συνθήκη, για παράδειγμα της τεχνολογίας και της εξέλιξής της, «υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι άλλες μεταβλητές παραμένουν ίδιες στην εξίσωση». Πράγματι, αν το οικονομικό μας σύστημα παραμείνει αμετάβλητο, αν οι σχέσεις εξουσίας παραμείνουν ίδιες, αν οι (ανύπαρκτες) αξίες μας για το περιβάλλον παραμείνουν ίδιες και αν οι κυβερνώντες παγκοσμίως παραμείνουν οι ίδιοι, τότε η τεχνολογία θα συνεχίσει να κινείται στη γραμμή που ήδη έχει χαραχθεί. Όλα, όμως, τα παραπάνω «αν» αναδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποθέτει ο τεχνολογικός ντετερμινισμός: ότι η τεχνολογία είναι βαθιά και καθαρά πολιτική και, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, απρόβλεπτη. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός στηρίζεται έτσι σε μια παραδοχή που αποδεικνύεται αμέσως ανεπαρκής – κάτι που αναλύω διεξοδικά και στο βιβλίο μου του 2025.
Η άλλη ψευδαίσθηση είναι πως η αλλαγή μπορεί να επέλθει διά των ρυθμιστικών, νομικών πλαισίων και, άρα, πως η ηθική της τεχνολογίας οφείλει να εστιάσει πρωτίστως σε αυτό το πεδίο. Όπως θα δείξω και παρακάτω, πρόκειται για ψευδαίσθηση, καθώς οι κοινωνίες, οντολογικά, δομούνται με τρόπο που καθιστά τα ρυθμιστικά πλαίσια σημαντικά, αλλά όχι πρωτεύοντα ως προς την κοινωνική αλλαγή. Είναι ψευδαίσθηση να θεωρούμε ότι ένα ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να μεταβάλει τον τεχνο-πολιτικό κόσμο νοημάτων μας και, έτσι, να επαφιόμαστε σε αυτό για την αλλαγή. Θα πω περισσότερα επ’ αυτού στη συνέχεια. (Θα μπορούσα να παραπέμψω σε σχετικό κείμενό μου, το οποίο έγραψα μέσα στο 2025, αλλά δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί· επομένως θα παρουσιαστεί σε επόμενο άρθρο μου, όταν έρθει η ώρα. Ωστόσο, η σκέψη αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο δίκτυο προβληματισμών που ανέπτυξα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους για το οποίο γράφεται η παρούσα αναδρομική παρουσίαση).
Στο παραπάνω πλαίσιο, συνεπώς, η ηθική της τεχνολογίας –και αυτή είναι η προβληματική που επιχειρώ να αναδεικνύω διαρκώς (βλ. και βλ.)– οφείλει να διέρχεται από τη φιλοσοφία της τεχνολογίας, όπως τη σκιαγραφώ σε όσα προηγήθηκαν. Δεν πρέπει να έγκειται στις διάφορες «χρήσεις» (όπως υποστηρίζεται πολύ συχνά σε ομιλίες, δημοσιεύματα, συνεντεύξεις κ.ά.), ούτε να εστιάζει αποκλειστικά στα ρυθμιστικά ή νομικά πλαίσια, τα οποία, άλλωστε, ακολουθούν τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.
Η πρώτη περίπτωση μάς φέρνει αντιμέτωπους με την αναπαραγωγή της τεχνολογίας όπως αυτή υπάρχει σε μια δοσμένη ιστορική στιγμή: δεν αλλάζουμε την ίδια την τεχνολογία, αλλά απλώς μετακινούμε το βλέμμα μας από τη δυνατότητα Α στη δυνατότητα Β, νομίζοντας ότι έχουμε επιφέρει δραστική αλλαγή, ενώ στην πραγματικότητα αναπαράγουμε τα ίδια νοήματα, πλαίσια, δυνατότητες, κόσμους και συναρμογές γνώσης και εξουσίας που γέννησαν τόσο την εν λόγω τεχνολογία όσο και την κοινωνία στην οποία εναντιωνόμαστε.
Η δεύτερη περίπτωση μάς καθησυχάζει, θεωρώντας ότι τα νομικά πλαίσια μπορούν να μεταβάλουν ριζικά κάτι το οποίο διαθέτει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από τα ίδια: τις φαντασιακές θεσμίσεις του πολιτικού σώματος μιας δοσμένης κοινωνίας. Άλλωστε, όπως είδαμε και φέτος, η ύπαρξη του AI Act της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επέφερε ουσιώδεις αλλαγές σε βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής ΤΝ. Τα κέντρα δεδομένων –με όλες τις συνέπειές τους για την εργασία και το περιβάλλον– συνεχίζουν να δημιουργούνται (αναμένουμε, μάλιστα, και στη χώρα μας), ενώ τα δεδομένα εξακολουθούν να αντλούνται μαζικά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να λειτουργήσει η ΤΝ, όταν χρειάζεται δισεκατομμύρια δεδομένα για να παράσχει τις πληροφορίες που επιθυμούν οι εταιρείες να αποκτούν; Και αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά ζητήματα.
Τα παραπάνω δεν εκμηδενίζουν τη σημασία του AI Act· αντιθέτως, υπογραμμίζουν ότι δεν πρέπει να εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες για ηθική τεχνολογία –και, κατ’ επέκταση, για ηθική κοινωνία– σε τέτοιου είδους ρυθμιστικές πράξεις. Οι κοινωνίες μας, οντολογικά, συνιστούν ένα αμάλγαμα φαντασιακά θεσμισμένων πολιτικο-τεχνολογικών κόσμων. Αυτά τα στοιχεία είναι που οφείλουν να μας απασχολούν: η θέσμιση και αναθέσμιση νοημάτων στο πλαίσιο πολιτικών και τεχνολογικών συναρμογών. Ακόμη και η ίδια η ηθική δεν υπερβαίνει τα παραπάνω, καθώς το τι θεωρείται άξιο να περιληφθεί σε μια ηθική θεώρηση έχει θεσμιστεί φαντασιακά. Γιατί, για παράδειγμα, θεωρούνται πιο σημαντικά τα δεδομένα ενός παιδιού –και άρα τείνουμε να αποκρύπτουμε το πρόσωπό του σε φωτογραφίες στο διαδίκτυο– σε σχέση με εκείνα ενός ενήλικα; Οι ρυθμιστικές πράξεις που αφορούν αυτό το ζήτημα ακολουθούν το φαντασιακό νόημα της ανώτερης σημασίας του παιδιού στις κοινωνίες μας. Είμαι βέβαιος ότι αν, για κάποιον ακραίο λόγο, εκδιδόταν σήμερα μια ρυθμιστική πράξη που όριζε πως τα δεδομένα των παιδιών είναι λιγότερο σημαντικά, θα έβρισκε τρομερή αντίσταση και καθόλου κοινωνική υποστήριξη και, πολύ σύντομα, θα αποσυρόταν ή θα αποσιωπούνταν στην πράξη.
Η ηθική, λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση, δεν αφορά τη δημιουργία ή μη τέτοιων ρυθμιστικών πράξεων, ούτε τη χρήση ή μη των ήδη υπαρχουσών τεχνολογιών θαμπώματος και απόκρυψης προσώπων. Αφορά τα ίδια τα νοήματα του πολιτικο-τεχνολογικού –δηλαδή της κοινωνίας. Και το ίδιο ισχύει για κάθε άλλη πτυχή των κοινωνιών μας.
Εν είδη σύνοψης ας ξαναπώ πως η ψευδαίσθηση ότι ήδη διαθέτουμε τις τεχνολογίες που θα αλλάξουν κάτι στον κόσμο, και πως χρειάζεται απλώς να τις στρέψουμε προς άλλες κατευθύνσεις μέσω διαφορετικών χρήσεων ή ρυθμιστικών πλαισίων αποτελεί ψευδαίσθηση. Μόνο όταν αντιληφθούμε την εν λόγω ψευδαίσθηση και κατανοήσουμε ότι χρειάζεται αλλαγή τεχνολογιών και άρα αλλαγή τεχνο-πολιτικών κόσμων και νοημάτων, δημιουργία επιπλέον δυνατοτήτων και απόρριψη των ήδη υπάρχοντων μπορεί κάτι να αλλάξει πραγματικά. Κατά τη γνώμη μου, η φιλοσοφία της τεχνολογίας και συνεπακόλουθα η ηθική της τεχνολογίας (είτε πρόκειται για τη φιλοσοφία και ηθική της τεχνητής νοημοσύνης είτε για οποιαδήποτε άλλη τεχνολογία) οφείλει να αναπτύσσεται στη βάση του παρόντος κόσμου που αυτή η ίδια έχει συνδιαμορφώσει –επομένως η φιλοσοφία της τεχνολογίας σε όλες τις εκφάνσεις της (ηθικές, πολιτικές, φιλοσοφίας του νου ή του δικαίου κ.α.) οφείλει να διέρχεται μέσα από αυτό που σε κείμενά μου που (ελπίζω πως) θα δημοσιευθούν μέσα στο 2026 ονομάζω πολιτική οντολογία της τεχνολογίας, δηλαδή την εξέταση του συνόλου ενός τεχνολογικού «κόσμου υπό διαμόρφωση» – μέρος τίτλου ενός εκ των κειμένων που μεταφράζω αυτή την περίοδο). Μόνο τότε μπορεί να είναι αντάξια του ονόματός της και να ανταποκριθεί σε αυτό που η ίδια διατείνεται ότι μελετά.
Θα σταματήσω εδώ με μια ευχή. Εύχομαι το 2026 να φέρει την κατανόηση από τη μία ότι «δεν έχουμε ήδη τις τεχνολογίες για έναν φιλικό προς το περιβάλλον ή για δημοκρατικό ή για πιο ηθικό κόσμο, αλλά πρέπει να τις εφεύρουμε (το ποιοι είμαστε οι εμείς και πως θα το κάνουμε είναι, και μάλλον θα συνεχίσει να είναι, προς πολιτικο-τεχνολογική διερώτηση)· καθώς και ότι καμία διαφορετική «χρήση» ή ρυθμιστικό πλαίσιο δεν μπορεί, από μόνο του, να δημιουργήσει διαφορετικές νοηματοδοτήσεις, αξίες και τεχνο-πολιτικές συναρμογές. Ηθική τεχνολογία –και ηθική κοινωνία– χωρίς αναδιαμόρφωση των δυνατοτήτων που έχει γεννήσει η όχι-ακόμα-ηθική τεχνολογία δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλαγή κοινωνίας συνεπάγεται αλλαγή τεχνολογίας. Και αλλαγή τεχνολογίας σημαίνει αλλαγή κοινωνικών νοημάτων. Κανένα από τα δύο δεν τίθεται πρώτο, αλλά βρίσκονται σε ταυτοχρονία, όπως τα χέρια του Escher.