Συνέντευξη Καστοριάδη (1991): Η αναγέννηση ενός δημοκρατικού κινήματος

0

Συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στον Roger-Pol Droit. Πρωτοδημοσιεύτηκε ως “Un entretien avec Cornélius [sic] Castoriadis. La renaissance démocratique passe par la création de nouvelle formes d’organisation politique” (An interview with Cornelius Castoriadis: democratic rebirth goes by way of the creation of new forms of political organization), Le Monde, 10 Δεκεμβρίου, 1991: 2. Δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο radicaltheoryandpraxis | Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Βαρδαρός Σπύρος.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Το 1985, είχατε θεωρήσει πως «η περιθωριοποίηση όλων των πολιτικών κομμάτων» είναι μια διαδικασία που θα επιτρέψει και θα συνοδεύσει την αναγέννηση ενός αυθεντικού πολιτικού πάθους προς μια δημοκρατική ζωή για όλους. Σήμερα, αυτή η περιθωριοποίηση φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως κυριαρχεί η απάθεια έναντι της αφύπνισης. Πώς το εξηγείτε αυτό;

Κ.Κ.: Για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις, θα ήθελα να αποκαταστήσω το πλαίσιο της φράσης που παραθέτετε. «Μια γνήσια απελευθέρωση των ενεργειών… περνά μέσα από την περιθωριοποίηση όλων των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων, τη δημιουργία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης βασισμένων στη δημοκρατία, στη συμμετοχή όλων και στην ευθύνη του καθενός για τα κοινά—με λίγα λόγια, περνά μέσα από την αναγέννηση μιας γνήσιας πολιτικής σκέψης και πάθους, η οποία ταυτόχρονα θα είναι διαυγής όσον αφορά τα αποτελέσματα της ιστορίας των τελευταίων δύο αιώνων».

Ο ρόλος και η εξουσία των κομμάτων συγκαταλέγονται στους παράγοντες που δημιουργούν το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις «δημοκρατικές» αξιώσεις των σύγχρονων καθεστώτων και την πραγματικότητά τους. Αυτός ο ρόλος, που είναι γνωστός και έχει αναλυθεί εδώ και έναν αιώνα, παραμένει επιδεικτικά αγνοημένος από τη σύγχρονη «πολιτική φιλοσοφία» καθώς και από τα συντάγματα (πλην μιας απλής λεκτικής αναφοράς στο Γαλλικό Σύνταγμα). Στην πράξη, η πραγματική πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των κομμάτων, γραφειοκρατικών σωμάτων που κυριαρχούνται από μηχανισμούς αυτο-εκλογής. Οι «αντιπρόσωποι του λαού» είναι αντπρόσωποι των κομμάτων, επιλεγμένοι από αυτά και επιβεβλημένοι στους ψηφοφόρους. Εξ ου και το αστείο της υποτιθέμενης διάκρισης των εξουσιών: το κόμμα που έχει την πλειοψηφία εκτελεί και νομοθετεί· παρεμβαίνει επίσης στη δικαστική εξουσία όταν πρόκειται για υποθέσεις που το ενδιαφέρουν.

Αυτά δεν είναι γαλλικά ελαττώματα· το ίδιο συμβαίνει παντού (η σχετική εξαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών οφείλεται στο γεγονός ότι η προεδρική πλειοψηφία και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν συμπίπτουν πάντα). Αυτή η γραφειοκρατική δομή των κομμάτων μάς παραπέμπει πίσω στη γενική διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και κάθε οργάνωση υποχρεώνεται, λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι δομημένο το σύστημα, να προσαρμοστεί σε αυτό αν θέλει να υπάρξει μέσα του (πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση των οικολόγων). Η αναγέννηση ενός δημοκρατικού κινήματος θα πρέπει να περάσει μέσα από τη δημιουργία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Και όμως, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σημάδια εμφάνισης ενός τέτοιου κινήματος.

Κ.Κ.: Όχι, αυτό που κυριαρχεί είναι η απάθεια—αυτό που αποκαλώ εδώ και τριάντα χρόνια {ή από τα τέλη της δεκαετίας του ’50/αρχές της δεκαετίας του ’60} ιδιώτευση. Τα κόμματα διαδραματίζουν επίσης τον δικό τους ρόλο εδώ: ενισχύουν την απάθεια, η οποία με τη σειρά της ενισχύει τα κόμματα. Ο καθένας αποσύρεται στη δική του ιδιωτική σφαίρα, καθιστώντας έτσι το πολιτικό πεδίο ακόμη πιο ευάλωτο στις κομματικές γραφειοκρατίες. Ο κίνδυνος είναι ότι η απογοήτευση και η αποστροφή προς το πολιτικό προσωπικό, που γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς, μπορεί να οδηγήσουν σε μια λατρεία για έναν «σωτήρα». Αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, καθώς η κοινωνία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της να βρίσκεται σε κρίση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Εννοείτε ότι πιστεύει πως βρίσκεται σε κρίση, ενώ δεν είναι;

Κ.Κ.: Όχι, είναι. Μόνο που δεν πρέπει να αναζητά κανείς την κρίση με τον παραδοσιακό τρόπο, στα «αντικειμενικά γεγονότα». Βεβαίως, η κατάσταση σε πολλούς τομείς είναι ανυπόφορη, αλλά η «αντικειμενική» κατάσταση της Γαλλίας, όπως και των άλλων πλούσιων χωρών, δεν είναι καταστροφική. Ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι όλα είναι μπλοκαρισμένα και, πιο βαθιά, ότι όλα είναι μάταια. Αυτό είναι που μετρά. Η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε κρίση αποτελεί την ίδια την κρίση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιος είναι ο λόγος αυτής της αίσθησης;

Κ.Κ.: Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός παραγόντων που εδράζονται σε διαφορετικά επίπεδα. Στη Γαλλία, υπάρχει η τεράστια απογοήτευση από την πολιτική των Σοσιαλιστών, η οποία, όπως ανακαλύπτει η κοινωνία, αποτελεί μια ορθόδοξη μέθοδο διαχείρισης του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι πολίτες ψήφισαν τους Σοσιαλιστές το 1981 και ξανά το 1988, ώστε να αλλάξει κάτι στην κοινωνία. Τι έχει αλλάξει; Τίποτα. Αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται επίσημα. Οι ηγέτες των Σοσιαλιστών χτυπούν το στήθος τους (δείτε τα βιβλία του Λοράν Φαμπιούς, του Λιονέλ Ζοσπέν κ.λπ.), φωνάζοντας: Αν δεν σας αρέσουμε πλέον, είναι δικό μας λάθος. Πρέπει να εφεύρουμε κάτι άλλο. Και, όπως στις ιταλικές όπερες, συνεχίζουν επ’ άπειρον να τραγουδούν «Ας χωρίσουμε, ας χωρίσουμε», ενώ παραμένουν στη σκηνή.

Οι Σοσιαλιστές επαναλαμβάνουν με μια φωνή: Ας εφεύρουμε κάτι, ας εφεύρουμε κάτι—και δεν εφευρίσκουν τίποτα. Στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ρεϊγκανισμός και η Θατσερισμός έχουν πλουτίσει τους πλούσιους, έχουν κρατήσει φτωχούς τους φτωχούς και έχουν επιταχύνει την αποσύνθεση της κοινωνίας. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο μεταπολεμικός καπιταλισμός λειτούργησε ως μια ρυθμιστική (Κεϋνσιανή) μορφή καπιταλισμού. Με τη στροφή του προς τον Φιλελευθερισμό (υπό την ηπειρωτική έννοια μιας συντηρητικής ιδεολογίας της «ελεύθερης αγοράς»), έχει επιστρέψει στις ανισορροπίες που καθιστούν πάλι δυνατή μια μεγάλη ύφεση.

Και όμως, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, άλλοι, πολύ πιο σημαντικοί παράγοντες βρίσκονται σε λειτουργία. Σύμφωνα με τη ρητή ιδεολογία της, από την παρούσα κοινωνία εκλείπει το συλλογικό πρόταγμα, και δεν πρόκειται να αποκτήσει τέτοιο. Τα άτομα υποτίθεται ότι θα βρουν το νόημα της ζωής τους ανεξάρτητα από κάθε πλαίσιο και κάθε συλλογικό πρόταγμα—κάτι που είναι εντελώς παράλογο. Είναι δυνατόν κάθε νεογέννητο να επινοεί τη δική του γλώσσα; Και είναι η γλώσσα απλώς ένα «μέσο επικοινωνίας», ένας κώδικας υπολογιστή, ή μήπως φέρει μαζί της όλες τις σημασίες διά των οποίων υπάρχει ένας κόσμος για την κοινωνία και η κοινωνία υπάρχει για τον εαυτό της;

Προφανώς, στη σύγχρονη κοινωνία, τα άτομα στην πραγματικότητα δεν επινοούν απολύτως τίποτα· είναι πλήρως διαποτισμένα από τις φαντασιακές σημασίες εκκοινωνισμού. Το να επιδοθεί κανείς στις χαρές του «ατομιστικού ναρκισσισμού» δεν είναι παρά η μίμηση αυτού που κάνουν πενήντα ή πεντακόσια εκατομμύρια άλλοι την ίδια στιγμή. Το συγκεκριμένο περιεχόμενο του σύγχρονου ατομικισμού έχει αποκλειστικά κοινωνικό χαρακτήρα. Είναι η ατομική πλευρά του καπιταλιστικού σχεδίου: η απεριόριστη αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Έτσι, παρά το φλύαρο κουτσομπολιό του κυρίαρχου λόγου, υπάρχει πραγματικά ένα κοινωνικό πρόταγμα, το οποίο δεν είναι ούτε απλώς το αποτέλεσμα των ατομικών σχεδίων ούτε κάτι που επέλεξαν συνειδητά τα άτομα, αλλά ένα πρόταγμα που προκαθορίζει τις ατομικές επιλογές και επιδιώξεις τόσο έντονα όσο σε οποιαδήποτε άλλη ετερόνομη κοινωνία, αλλά υπό διαφορετικό τρόπο.

Τώρα, αυτό το σχέδιο είναι τόσο παράλογο όσο και ανάξιο, και πιστεύω ότι η επιρροή του αρχίζει να εξασθενεί. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι ο κεντρικός στόχος της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί να είναι να αλλάζουμε αυτοκίνητα κάθε τρία χρόνια αντί κάθε έξι. Αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν μπορέσει να βρουν μέσα τους τους πόρους για να προχωρήσουν πέρα από αυτό. Οι φαντασιακές σημασίες του καπιταλισμού διαβρώνονται χωρίς η κοινωνία να είναι σε θέση να δημιουργήσει νέες. Κατά μία έννοια, δεν είναι και τόσο παράξενο αυτό. Διότι, δεν πρόκειται μόνο για τη δημιουργία νέων πολιτικών αντιλήψεων. Πρόκειται για την αναμέτρηση με έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και τη διαμόρφωση ενός νέου, καθώς στην καταναλωτική κοινωνία η κυριαρχία των γραφειοκρατικών κομμάτων, η εξουσία του χρήματος, των μέσων ενημέρωσης και η επιφανειακότητα της κουλτούρας παραμένουν βαθιά συνυφασμένες και αλληλοεξαρτώμενες διαστάσεις.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η πολιτική των Γάλλων Σοσιαλιστών προφανώς δεν είναι το μόνο ζήτημα. Δεν θεωρείτε ότι και η κατάρρευση του Κομμουνισμού συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία αυτής της αίσθησης έλλειψης ενός σχεδίου;

Κ.Κ.: Ζούμε σε μια εποχή που υφίσταται, με συσσωρευμένο και συμπυκνωμένο τρόπο, τις συνέπειες της σιωπηρής ή ηχηρής κατάρρευσης των δύο μορφών που έλαβε το πρόταγμα κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας στους νεότερους χρόνους: ο Υψηλός Φιλελευθερισμός, όπως ενσαρκώθηκε τελικά στην αστική δημοκρατία του καπιταλισμού, και ο Σοσιαλισμός, ο οποίος παραμορφώθηκε τερατωδώς από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό ή αμβλύνθηκε και αδειάστηκε από το περιεχόμενό του στη σοσιαλδημοκρατία.

Η πρώτη «απομάγευση του κόσμου», που προέκυψε από την υποχώρηση της θρησκείας, διαμορφώθηκε αλλά και αντισταθμίστηκε από αυτά τα προτάγματα, τα οποία διατηρούσαν μια «θρησκευτική» πλευρά, καθώς επικαλούνταν ρητά έναν καθολικό σκοπό, εγγενή στην ανθρώπινη ιστορία και ανεξάρτητο από τη δράση των ανθρώπων (ή το αυτόματο αποτέλεσμα αυτής), δηλαδή την πρόοδο. Σήμερα, η κοινωνία διάγει μια δεύτερη απομάγευση, καθώς συνειδητοποιεί ότι η φιλελεύθερη (καπιταλιστική) «πρόοδος» είναι χωρίς νόημα και ότι η κομμουνιστική «πρόοδος» αντιπροσώπευε μια κάθοδο στην κόλαση.

Η μακρά σειρά των σοκ (οι Δίκες της Μόσχας, το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο, η υποδούλωση της Ανατολικής Ευρώπης, ένας νέος κύκλος δικών, η καταστολή των εξεγέρσεων στην Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία κ.λπ.), που γίνονταν σιωπηρά αντιληπτά ακόμη και από τους κομμουνιστές αγωνιστές (άτομα που για πολύ καιρό ήταν ψυχικά διχασμένα και μετατράπηκαν σε φερέφωνα του καθεστώτος), έχουν πλέον κορυφωθεί με την αποσύνθεση των κομμουνιστικών καθεστώτων και έφεραν στο φως αδιαμφισβήτητες αποκαλύψεις για την τερατώδη φύση τους. Και φυσικά, αυτό το εκμεταλλεύονται οι εκφραστές της καθεστηκυίας κοινωνίας. Οι άνθρωποι βομβαρδίζονται καθημερινά με το μήνυμα ότι η αριστεία του καπιταλισμού έχει αποδειχθεί και ότι δεν χρειάζεται να φανταστούν τίποτε άλλο από αυτό που ήδη υπάρχει—καπιταλισμός και κατανάλωση—διότι η ανθρωπότητα έχει φτάσει στον τελικό της προορισμό. Αν προτείνετε κάτι διαφορετικό, είστε στην καλύτερη περίπτωση ένας ήπιος και ακίνδυνος ουτοπιστής, στη χειρότερη ένας επίδοξος Πολ Ποτ. Κανένα αυθεντικό μέλλον· καμία ιστορική διέξοδος. Αυτή είναι μια συνθήκη που παραλύει τη φαντασία και τη δράση στην πολιτική. Η απάθεια και η απόσυρση στην ιδιωτική σφαίρα ενισχύονται, οι οποίες με τη σειρά τους, εδραιώνουν το αδιέξοδο. Υπό αυτές τις συνθήκες, καθίστανται πάλι δυνατά αντιδραστικά αποτελέσματα—όπως η επιστροφή στον εθνικισμό.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Θα μπορούσε η οικολογία να επιτρέψει στην κοινωνία να ανακαλύψει ένα νέο πρόταγμα;

Κ.Κ.: Υπό την προϋπόθεση ότι το οικολογικό κίνημα θα θεραπευτεί [se défasse]από την πολιτική του τύφλωση.

Μια αλλαγή στη στάση απέναντι στη φύση είναι απαραίτητη. Πρέπει να απαλλαγούμε [nous défaire]από τα φαντάσματα της απεριόριστης κυριαρχίας και της απεριόριστης επέκτασης, να σταματήσουμε την αχαλίνωτη εκμετάλλευση του πλανήτη και να συμβιώσουμε μαζί του με αγάπη, όπως ένας κηπουρός με έναν αγγλικό κήπο. Αλλά αυτό απαιτεί, και συνεπάγεται επίσης, μια άλλη στάση απέναντι στη συνολική κατεύθυνση της κοινωνικής ζωής και απέναντι στους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία· η ευθύνη του καθενός για το περιβάλλον είναι αξεδιάλυτη από την ευθύνη του καθενός για τα κοινά. Υπό τις σύγχρονες συνθήκες, η οικολογία και η ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας είναι αλληλένδετες. Αυτό, οι οικολόγοι δεν το βλέπουν, επειδή δεν θέλουν να «κάνουν πολιτική»—κάτι που δεν τους εμποδίζει να ασκούν μικροπολιτική κομματικού τύπου με τον πιο παραδοσιακό τρόπο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς εκδηλώνεται η απώλεια ορίζοντα στη σύγχρονη κοινωνία στον πολιτιστικό τομέα;

Κ.Κ.: Εκδηλώνεται με σαφή τρόπο μέσα σε ένα πλήθος φαινομένων. Όλο και περισσότερο, το κοινό ενδιαφέρεται μόνο για την άμεση κατανάλωση «πολιτιστικών προϊόντων»: η εκπομπή της αποψινής βραδιάς ξεχνιέται την επόμενη μέρα, εκτοπισμένη από την εκπομπή της επόμενης νύχτας. Τίποτα δεν σχεδιάζεται, τίποτα δεν διερευνάται σε βάθος, τίποτα δεν οικοδομείται. Η μνήμη έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά, και η ιδεολογική οπισθοδρόμηση είναι άνευ προηγουμένου: οι σύγχρονοι οικονομολόγοι έχουν «ξεχάσει» τόσο τους κλασικούς όσο και τους μεγάλους οικονομολόγους της δεκαετίας του 1930, όπως αντίστοιχα οι στοχαστές της δημοκρατίας έχουν «ξεχάσει» τις κριτικές της αντιπροσώπευσης ή την κοινωνικοοικονομική και ανθρωπολογική διάσταση κάθε πολιτικού καθεστώτος. Οι «δημιουργοί» έχουν μετατραπεί σε γρανάζια αυτού του τεράστιου μηχανισμού που διανέμει έργα χωρίς κριτήριο, πουλώντας τα σε ένα κοινό, το οποίο είναι όλο και λιγότερο ικανό για επιλογή [tri]και διάκριση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ επιστημόνων είναι συχνά ανέντιμος (βλέπε το «Σκάνδαλο Gallo» [1]). Υπάρχει μια γενική διανοητική χαλάρωση όσον αφορά τα κριτήρια.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο θα έπρεπε να είναι το έργο της φιλοσοφίας σήμερα;

Κ.Κ.: Ένα ακόμα σύμπτωμα της σύγχρονης κατάρρευσης είναι η διακήρυξη του τέλους της φιλοσοφίας, της μεταφυσικής και η πρόκριση των αρετών της pensiero debole [2] (ασθενούς σκέψης)—τη στιγμή που τα καθήκοντα της φιλοσοφίας είναι πιο σημαντικά και πιο δύσκολα από ποτέ, για έναν απλό λόγο: το «υλικό», δηλαδή ό,τι πρέπει να σκεφτούμε, πολλαπλασιάζεται και γίνεται συνεχώς πιο περίπλοκο, ενώ οι κληρονομημένες δομές της σκέψης είναι ατάκτως ερριμένες στο έδαφος.

Η φιλοσοφία οφείλει να σκέφτεται το σύνολο του σκεπτού—με άλλα λόγια, όλα όσα δίνονται στην εμπειρία μας, όχι μόνο το γεγονός ότι δίνονται, αλλά και τον τρόπο υπό τον οποίο δίνονται. Τέσσερις τομείς αυτής της εμπειρίας είναι: το συνολοταυτιστικό σύμπαν, ο φυσικός κόσμος, η ζωή, και ο ανθρώπινος, ψυχικός και κοινωνικοϊστορικός κόσμος, ο οποίος συγκροτείται από την ανάδυση του κοινωνικού φαντασιακού και του ριζικού φαντασιακού. Υπάρχει μια πολλαπλότητα επιπέδων του Είναι και μια πολλαπλότητα σημασιών του όρου Είναι: ένας χώρος Χίλμπερτ, ένα κβαντικό σωματίδιο, ένα ανοσοποιητικό σύστημα, μια νευρωτική δομή και μια θρησκεία δεν υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο και δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο σκέψης με τις ίδιες κατηγορίες. Αυτό δείχνει ήδη ότι μέσα στο Είναι υπάρχει μια δύναμη ή δυνατότητα να συγκροτεί άλλα επίπεδα, μια αυτο-εκδίπλωση που λειτουργεί ως ρήγμα, διάσπαση, κατακερματισμός—και ωστόσο, μέσα από αυτή τη διαδικασία, διατηρείται μια αινιγματική ενότητα. Σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς, βλέπουμε το Είναι ως χάος, ως άβυσσο δίχως πέρας—ατέρμονη, ανεξάντλητη, ακατανόητη δημιουργία—και ταυτόχρονα ως κόσμο, μια σχετική τάξη και μια κατά κάποιον τρόπο οργανωμένη πολλαπλότητα, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε ούτε να υπάρξουμε.

Και η σχέση μεταξύ χάους και φυσικού κόσμου δεν είναι προφανώς η ίδια με αυτή μεταξύ χάους και κοινωνικοϊστορικού κόσμου. Η αποσαφήνιση όλων αυτών απαιτεί τη δημιουργία νέων φιλοσοφικών σημασιών (όχι «εννοιών»)—κάτι που προφανώς είναι αδύνατο αν η φιλοσοφία περιοριστεί σε μια ερμηνευτική προσέγγιση ή σε μια «αποδόμηση» των φιλοσοφιών του παρελθόντος, συνοδευόμενη από μια κραυγαλέα άγνοια της σύγχρονης εμπειρίας και της σύγχρονης επιστήμης.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ασκείτε την ψυχανάλυση. Πώς τοποθετείτε την ψυχανάλυση σε σχέση με τις επιστήμες;

Κ.Κ.: Η ψυχανάλυση δεν είναι μια «θετική επιστήμη», καθώς η ποσοτικοποίηση, η πειραματική μέθοδος και η απεριόριστη αναπαραγωγιμότητα των παρατηρήσεων δεν έχουν εκεί κανένα νόημα. Αυτό δεν μειώνει καθόλου τη μεγάλη της σημασία. Είμαστε ψυχικά όντα· ο εκκοινωνισμός της ψυχής περιλαμβάνει καταστολή· επομένως, η ψυχική μας δομή είναι, στον πυρήνα της, ασυνείδητη. Το ασυνείδητο νόημα (και η απουσία νοήματος) επηρεάζει βαθιά τις πράξεις και τις σκέψεις μας. Μέσα από την αποσαφήνισή του, η ψυχανάλυση στοχεύει στο να βοηθήσει το υποκείμενο να επιτύχει την αυτονομία του, να αναπτύξει μια υποκειμενικότητα που είναι ταυτόχρονα ανοιχτή στο ασυνείδητό του και ικανή για αναστοχασμό και διαβούλευση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση ανάμεσα στην ατομική αυτονομία και την κοινωνική αυτονομία, ή, πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τη δημοκρατία;

Κ.Κ.: Δεν υπάρχει άμεση, πόσο μάλλον λειτουργική, σχέση, αλλά υπάρχει μια στενή σύνδεση ως προς το πνεύμα και τους στόχους. Αμφότερες αποσκοπούν στην απελευθέρωση του δημιουργικού φαντασιακού του ανθρώπου, είτε ως κοινωνικό φαντασιακό είτε ως φαντασία του ατόμου. Το φαντασιακό είναι η πηγή της ανθρώπινης δημιουργίας—αλλά τα έργα του δεν έχουν από μόνα τους αναγκαστικά θετική αξία: ποιήματα και παραισθήσεις, καθεδρικοί ναοί και στρατόπεδα συγκέντρωσης προέρχονται εξίσου από αυτό.

Η αυτονομία—η ελευθερία—δεν είναι μόνο η κατάργηση των εξωτερικών περιορισμών ή των ψυχικών καταναγκασμών· είναι επίσης η εγκαθίδρυση ενός διαφορετικού είδους σχέσης ανάμεσα στις βαθύτερες ατομικές ή συλλογικές μας ωθήσεις και στις θεσμικές δομές που είναι ικανές να τις ταξινομήσουν, να τους δώσουν μορφή ή να τις εμποδίσουν να εκδηλωθούν στην πραγματικότητα. Αυτός είναι ο ρόλος της αναστοχαστικής και αποφασιστικής υποκειμενικότητας σε ατομικό επίπεδο και των δημοκρατικών θεσμών σε συλλογικό επίπεδο. Διότι, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της συλλογικής αναστοχαστικότητας και της αυτοπεριοριζόμενης ελευθερίας. Σε αυτό το επίπεδο, το ψυχαναλυτικό σχέδιο και το δημοκρατικό πολιτικό σχέδιο συναντώνται.

———————————————————

[1] [ΣτΜ] Η Υπόθεση Gallo αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ του Αμερικανού ερευνητή Robert Gallo και του Γάλλου επιστήμονα Luc Montagnier σχετικά με την ανακάλυψη του HIV. Το 1983, η ομάδα του Montagnier στο Ινστιτούτο Pasteur ταυτοποίησε έναν ιό (LAV), ο οποίος στάλθηκε στο εργαστήριο του Gallo. Το 1984, ο Gallo δημοσίευσε μελέτες για έναν ιό που ονόμασε HTLV-III, εγείροντας ερωτήματα για το αν στηρίχθηκε στα γαλλικά δείγματα. Η διαμάχη αφορούσε τόσο την προτεραιότητα στην ανακάλυψη όσο και τα εμπορικά δικαιώματα για τα διαγνωστικά τεστ. Παρά τη διπλωματική συμφωνία το 1987, η υπόθεση επανεξετάστηκε, με τις έρευνες να δείχνουν ότι ο Gallo βασίστηκε πράγματι στο δείγμα του Montagnier.

[2] [ΣτΜ] Εδώ ο Καστοριάδης αναφέρεται στο έργο του Ιταλού Vattimo. Η μεταμοντέρνα εμπειρία του Dasein είναι κατακερματισμένη και μεσολαβημένη από τα πολυεπίπεδα γλωσσικά ιδιώματα που φέρουν το βάρος της παράδοσης (φιλοσοφικής εν προκειμένω). Η ιστορία της μεταφυσικής είναι μια ιστορία του αυταρχισμού. Η απάντηση σε αυτό είναι ένας εναργής μηδενισμός νιτσεϊκού τύπου, ο οποίος διακρίνεται από έναν μηδενισμό της παραίτησης. Το Είναι του Dasein είναι ερμηνευτικό και με αυτόν τον τρόπο η παράδοση επανερμηνεύται, θα πει ο Vattimo. Μέσα από τη μέριμνα (Sorge) του Dasein το παραδεδομένο αλλάζει βάσει του ερμηνευτικού ορίζοντα της εποχής. Όλο αυτό έγινε γνωστό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως «ασθενής σκέψη».

Αφήστε ένα σχόλιο

5 + six =