Δημοσιεύουμε ένα χαρακτηριστικό και επίκαιρο απόσπασμα από το νέο βιβλίο Ο πόλεμος από ανθρωπολογική σκοπιά – Η πολιτισμική διάσταση της εισβολής στην Ουκρανία των Νίκου Γιαννίκα και Νίκου Ν. Μάλλιαρη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μάγμα.
«Με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία και την άνοδο στην εξουσία αυταρχικών ηγετών σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, το παρόν δοκίμιο φωτίζει ορισμένες θεμελιώδεις πτυχές της ρωσικής κοινωνίας και, ταυτόχρονα, αναλύει ανθρωπολογικά τις ανακατατάξεις στον Δυτικό κόσμο».
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ;
Η Αριστερά, λόγω της στενά οικονομίστικης αντίληψής της για την πολιτική, αδυνατεί να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ του μεταπολεμικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού από τον κλασικό ιμπεριαλισμό αυτοκρατορικού τύπου, είτε στην περίπτωση του παραδοσιακότερου δυτικού ιμπεριαλισμού (Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, Πορτογαλία κ.ο.κ.) είτε σε αυτή –σήμερα– μη δυτικών κρατών με αυτοκρατορικό παρελθόν (Κίνα, Ρωσία, Τουρκία κ.λπ.). Μπορεί, φυσικά, ένας θεωρητικός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σαν τον Μπρεζίνσκι να ωραιοποιεί πράγματα και καταστάσεις όταν ισχυρίζεται ότι η παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ αποτελεί μια «νέα μορφή ηγεμονίας» που δεν βασίζεται στην ωμή επιβολή αλλά στον θεμελιώδη ρόλο της πολιτιστικής ηγεμονίας[1], εντούτοις υπογραμμίζει σωστά τη βασική και θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές ιμπεριαλισμού: τον παραδοσιακό ιμπεριαλισμό που βασίζεται στην εδαφική επέκταση και κατοχή και έναν ιμπεριαλισμό που βασίζεται στην προώθηση της ήπιας ισχύος και στην παροχή κινήτρων (σ’ επίπεδο οικονομίας, ασφάλειας κ.ο.κ.) για την προσχώρηση των μικρότερων χωρών στη σφαίρα ηγεμονίας του.
Ουσιαστικά, αυτή η τελευταία εκδοχή ιμπεριαλισμού καθορίζεται από τα όρια που θέτουν στην άσκηση επεκτατικής πολιτικής τα δημοκρατικά αντίβαρα που μέχρι πολύ πρόσφατα επιβίωναν εντός των δυτικών κοινωνιών – όχι μόνο σε θεσμικό επίπεδο (Διεθνές Δίκαιο, ΟΗΕ, διεθνή δικαστήρια, συμβάσεις τις οποίες σχεδόν όλα τα δυτικά κράτη έχουν υπογράψει), μα και σ’ επίπεδο κοινωνικό (όπως, π.χ., στην περίπτωση της αντίδρασης σημαντικού κομματιού της αμερικανικής κοινωνίας ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ ή στο Ιράκ). Η κατάργηση ή ο παροπλισμός των μέσων προβολής μιας τέτοιας ήπιας ισχύος, όπως τα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας που συντόνιζε η USAID (την οποία, διόλου τυχαία, οι ιθαγενείς αριστεροί καταγγέλλουν ως μια CIA με ανθρώπινο πρόσωπο[2]) ή η περίφημη «Φωνή της Αμερικής» (Voice of America)[3], και η εντελώς απαξιωτική, σατραπικού τύπου δημόσια αντιμετώπιση συμμαχικών χωρών (από τον Καναδά και το Μεξικό ως την Ουκρανία) σηματοδοτούν και σε συμβολικό/επιτελεστικό επίπεδο την αλλαγή στη φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Υπό τον Τραμπ, αυτός λαμβάνει χαρακτηριστικά αυτοκρατορικού τύπου, απαιτώντας πλήρη υποταγή, ακόμη και σ’ επίπεδο δημόσιας παρουσίας, των συμμαχικών χωρών όχι απλά στην αμερικανική πολιτική αλλά στις εκάστοτε επιθυμίες του μεγάλου Ηγέτη.
Σε τούτη την κοσμοθεωρητική σύμπλευση, σε ό,τι έχει να κάνει με την αντίληψη περί εξωτερικής πολιτικής αλλά και άσκησης της εξουσίας, γενικότερα, πρέπει ν’ αποδώσουμε τη σκανδαλώδη, εξόφθαλμή και παντελώς ανεξήγητη, βάσει των κυρίαρχων ρεαλιστικών ή οικονομίστικων σχημάτων, συμπόρευση του Τραμπ με την πουτινική Ρωσία («Το σύνολο του ΑΕΠ των σημερινών συμμάχων των ΗΠΑ είναι τουλάχιστον 20 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ρωσικό, ενώ το εμπόριο με τη Ρωσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα σημαντικό για τις ΗΠΑ. Γιατί, τότε, να ξεκινήσει κανείς εμπορικό πόλεμο με τους εύρωστους συμμάχους του για χάρη της πρόσβασης σε μια ασήμαντη, ουσιαστικά, αγορά; Η απάντηση έγκειται, πιθανότατα, στο ότι η συμμαχία με τη Ρωσία επιλέγεται για λόγους που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την προώθηση ή τη διασφάλιση των αμερικανικών συμφερόντων»[4]).
Σύμφωνα με τη Γαλλίδα σοβιετολόγο και ιστορικό Φρανσουάζ Τομ, η οποία ήδη από το 2018 τόνιζε τα κοινά χαρακτηριστικά του τραμπισμού με τον πουτινισμό[5], η σημερινή εκδοχή «καθαρού» τραμπισμού[6] μετατρέπει σταδιακά, πλην όμως με γοργούς ρυθμούς, τις ΗΠΑ σε καθεστώς πουτινικού τύπου, με στοιχεία, μάλιστα, που θυμίζουν τα παλιά ολοκληρωτικά καθεστώτα: επιβολή μιας επίσημης γραμμής στον Τύπο διά του ασφυκτικού ελέγχου των κρατικών ειδησεογραφικών πρακτορείων και της τρομοκράτησης των αντιπολιτευόμενων μέσων (με το φόβητρο μηνύσεων και οικονομικών πιέσεων) αλλά και μεγάλων δικηγορικών γραφείων και πανεπιστημίων που θεωρούνται φιλο-Δημοκρατικά· πλήρης υποταγή της νομοθετικής εξουσίας στην εκτελεστική της ομόλογο (με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να ‘χει πλήρως αλωθεί από τον τραμπισμό, και τα μέλη του Κογκρέσου να μετατρέπονται σε φερέφωνα που αναπαράγουν συντονισμένα μέχρι και τις πιο παρανοϊκές απόψεις του Ηγέτη)· μετατροπή του FBI σε μηχανισμό στοχοποίησης εσωτερικών εχθρών, εγκαθίδρυση ενός συστήματος προσωπολατρίας του αλάθητου Ηγέτη· μετατροπή της δημόσιας διατράνωσης της πίστης μας σ’ εκείνον σε βασικό κριτήριο πρόσληψης στον κρατικό μηχανισμό· σύσταση μιας παράλληλης πραγματικότητας βασισμένης σ’ έναν θεμελιωτικό μύθο (το ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 2020 ήταν προϊόν νοθείας)· υπόνοιες για την αλλαγή του Συντάγματος ώστε ο Ηγέτης να διεκδικήσει μια ακόμα προεδρική θητεία κ.ο.κ.[7].
Είναι στο πλαίσιο της προσωπικής διπλωματίας των Τραμπ-Μασκ που θα πρέπει ν’ αναζητηθούν οι όποιες οικονομικές ή άλλες, «υλικού» τύπου αιτίες ή πτυχές της φιλορωσικής τους πολιτικής. Πρόκειται για τη συζήτηση σχετικά με το αν η Ρωσία, ήδη από τα τελευταία χρόνια της σοβιετικής περιόδου, χρησιμοποιεί τον Τραμπ ως «asset», τουτέστιν ως χρήσιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, στο πλαίσιο μιας σχέσης που δεν προϋποθέτει απαραιτήτως τη συνειδητή αποδοχή αυτού του ρόλου από τον εκάστοτε ενδιαφερόμενο. Εν προκειμένω, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς δεν έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις. Εντούτοις, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει κανείς ότι οι οικονομικές σχέσεις που ο Τραμπ διατηρούσε ήδη από τη δεκαετία του ’80 με τη Ρωσία πιθανότατα έχουν επηρεάσει τη φιλική του προαίρεση απέναντι στη χώρα[8]. Αντίστοιχα, όπως τονίζει η Φιόνα Χιλ, ο Μασκ επιθυμεί τη στενή συνεργασία με τη Ρωσία προκειμένου να αναπτύξει περισσότερο τα προγράμματα της Space X και της Starlink[9].
Σε κάθε περίπτωση, και δεν πρόκειται εδώ για απόπειρα εξύφανσης συνωμοσιολογικών σεναρίων, δύο είναι τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα που δίνουν τροφή στις προαναφερθείσες εικασίες: Αφενός, η συντονισμένη προσπάθεια της Ρωσίας, ήδη από τη σοβιετική εποχή, να διεισδύσει στην αμερικανική Δεξιά προκειμένου ν’ αντιστρέψει την αντιρωσική/αντι-κομμουνιστική της πίστη[10]· αφετέρου, η σύμπτωση των πολιτικών του Τραμπ με τις ρωσικές επιδιώξεις, όχι μόνο σ’ επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, μα και σ’ επίπεδο εσωτερικής πολιτικής, ακόμα και σε τομείς φαινομενικά άσχετους με τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, όπως η στενότατη συνεργασία με το λόμπι των κρυπτονομισμάτων ή η επιλογή ιδεολογικών παραφρόνων σαν τους Κας Πατέλ και Νταν Μπαντζίνο ως επικεφαλής του FBI και του αντι-εμβολιαστή Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ ως Υπουργού Υγείας.
Με άλλα λόγια, η συστηματική αποσάθρωση του ομοσπονδιακού κράτους και της αμερικανικής οικονομίας από τους Τραμπ-Μασκ, μέσω της διαμόρφωσης ενός παρασιτικού και διεφθαρμένου καθεστώτος, που θα άρχει επί μιας οικονομίας-πλυντήριο μαύρου χρήματος, αλλά και της αναστολής της δημογραφικής δυναμικής και των κοινωνικών και τεχνικών κατακτήσεων που μετέτρεψαν τις ΗΠΑ σε παγκόσμια υπερδύναμη, απλώς συμβαδίζει με μια από τις βασικότερες (αν όχι τη βασικότερη) επιδιώξεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής: την αποδυνάμωση των ΗΠΑ με σκοπό το πέρασμα από έναν «μονοπολικό» σ’ έναν «πολυπολικό» κόσμο – τουτέστιν σ’ έναν κόσμο όπου θα επικρατεί ο αυτοκρατορικού τύπου ιμπεριαλισμός και οι κάθε είδους αναθεωρητικές επιδιώξεις.
—————————-
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ.: Ζ. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα…, ό.π., κεφ. 1ο.
[2] Βλ.: Κ. Βαξεβάνης, «Το κατάστημα λειτουργεί υπό νέα διεύθυνση», documentonews.gr, 23/2/2025.
[3] Για τη σημασία της VOA ως όπλου των ΗΠΑ σε επίπεδο πολέμου της πληροφορίας, βλ.: B. Wittes “The Situation: Unilateral Disarmament in the Information Wars”, lawfaremedia.org, 17/3/2025.
[4] T. Snyder, “The War Trump Chooses”, ό.π.
[5] Βλ.: F. Thom, Comprendre le poutinisme, Παρίσι, Desclée de Brouwer, 2018.
[6] Τουτέστιν ενός τραμπισμού απαλλαγμένου πλέον από τα όρια που είχαν επιβάλει, κατά την πρώτη προεδρεία Τραμπ, στις επιθυμίες και επιδιώξεις του Νεοϋορκέζου μεγιστάνα τα στελέχη που προέρχονταν από την παραδοσιακή, «γερακίσια» πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (από συμβούλους όπως ο Τζον Μπόλτον μέχρι υπουργούς σαν τον Πομπέο και τον Μπιλ Μπαρ).
[7] F. Thom, «États-Unis: le clonage du poutinisme?», desk-russie.eu, 22/12/2024.
[8] Βλ. για το συγκεκριμένο ζήτημα τη συνέντευξη του Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα, Craig Unger “‘Trump is a Russian asset’” (στο κανάλι του Times Radio στο youtube, 10/3/2025), ο οποίος αναφέρει τα δάνεια που του παρείχαν ρωσικές τράπεζες, αλλά και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος που έκαναν Ρώσοι μαφιόζοι αγοράζοντας διαμερίσματα στον Πύργο Τραμπ της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με το Grok, το λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης του Χ (δηλαδή του Μασκ), «ο Ντ. Τραμπ έχει ενεργήσει κατά τρόπον ώστε να φαίνεται πως θα μπορούσε να χρησιμοποιείται από τη Ρωσία: Εγκωμιάζει τον Βλαντίμιρ Πούτιν και προωθεί πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τα ρωσικά συμφέροντα. Βάσει των διαθέσιμων ιστορικών στοιχείων, κανένας άλλος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά και σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό» (απάντηση του Grok στο ακόλουθο ερώτημα του χρήστη lamatzi: «Has any American president ever acted as if he were a Russian asset?»).
[9] Βλ. τη συνέντευξή της “Dr. Fiona Hill – What’s Next for the Russia-Ukraine War”, στο κανάλι του podcast Prof G Conversations στο youtube (21/3/2025).
[10] Βλ. σχετικά το λεπτομερές άρθρο της Γαλλίδας ιστορικού Λορένς Σεν-Ζιλ για τη συστηματική διείσδυση στον χώρο του Ευαγγελισμού και στο λόμπι της οπλοκατοχής, δηλαδή σε δύο χώρους που επηρεάζουν άμεσα την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικανών, η οποία έχει καταλήξει στη δημιουργία ενός πραγματικού «ρωσικού λόμπι»: L. Saint-Gilles, «Le lobby russe aux États-Unis», desk-russie.eu, 13/5/2023.