Κυνισμός: Ο νοητικός μηχανισμός της αμετανόητης κυριαρχίας

0

Κείμενο: Social Ecology & Communalism Workshop.

Αν αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που επιτρέπει ψυχολογικά σε ορισμένα άτομα να ασκούν απροκάλυπτα καταχρηστική εξουσία σε ό,τι τους περιβάλλει, σχεδόν πάντα συναντάμε καθιερωμένες μορφές κυνισμού που χρησιμεύουν ως προπέτασμα καπνού για τα άτομα αυτά. Είτε πρόκειται για την εξουσία του χρήματος, είτε για την εξουσία που επιδιώκει να κατακτήσει ένας πολιτικός ή ακόμα και ένας απλός μαφιόζος, ο κυνισμός γρήγορα μετατρέπεται σε αμυντικό μηχανισμό που καλύπτει τη μέτρια συμπεριφορά και τη διαφθορά του νου που αναπόφευκτα τη συνοδεύει. Πολύ λίγα από τα άτομα που εμπλέκονται είναι στην πραγματικότητα ικανά να αποδεχθούν τον εαυτό τους ως σκουπίδια και, ως εκ τούτου, αισθάνονται την ανάγκη να κατασκευάσουν ένα πέπλο δικαιολογιών που τους επιτρέπει να συνεχίσουν την καταστροφική τους πορεία, διατηρώντας παράλληλα την ψευδαίσθηση ενός υπολείμματος συνείδησης.

Το φάσμα των ρόλων που δημιουργούν αυτή την ψευδαίσθηση είναι αρκετά ευρύ. Πρώτα απ’ όλα είναι οι λόγοι του κράτους, της θρησκείας, της οικογένειας, του ανεμπόδιστου ατομικισμού που επικεντρώνεται στην κοινωνική επιτυχία και της δυσαρέσκειας που έχει γίνει τρόπος ζωής. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα διαφορετικά στοιχεία μπορούν να συνδυαστούν με διάφορους τρόπους για να παρέχουν την καλύτερη κάλυψη ώστε να επιτρέψουν στους κυνικούς ανθρώπους να αισθάνονται πιο άνετα, για να το πούμε έτσι.

Η λογική του κράτους, που γενικά συνδέεται με τον εθνικισμό ή την πατρίδα, επιτρέπει σε όσους την υιοθετούν να κάνουν πολλά πράγματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι απεχθή. Στο όνομα μιας αφηρημένης ολότητας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί πλασματικά το κοινό συμφέρον σε εθνικό πλαίσιο, οι πιο εγκληματικές πράξεις ξαφνικά δικαιολογούνται.

Με εμφανή κυνισμό, οι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις, αλλά και οι εκτελεστές αυτών των κακουργημάτων, φαίνεται να θεωρούν πως μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να βρουν μια μορφή άφεσης για τις πράξεις τους. Αργότερα, δεν διστάζουν να ισχυριστούν πως αντλούν από αυτές μια κάποια δόξα — δόξα που όμως θα τους αναγνωρίσουν μόνο οι ομοϊδεάτες τους ή θα αποδοθεί μέσα από ψευδοϊστορικά έργα γραμμένα ειδικά για αυτούς. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι κάθε εποχή, μέχρι και σήμερα, είχε το δικό της μερίδιο σε ανθρώπους πρόθυμους να αναλάβουν τέτοιους ρόλους.

Η θρησκεία δεν είναι μόνο το όπιο του λαού. Είναι επίσης το φύλλο συκής πολλών ισχυρών ανθρώπων, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι αυτή τους δίνει το δικαίωμα να διαπράττουν κάθε είδους ατιμίες. Είναι από καιρό γνωστό ότι η θρησκεία, όποια μορφή και αν παίρνει, συνδέεται πολύ συχνά με τη μεγαλύτερη υποκρισία, καλύπτοντας την πιο οδυνηρή και κατακριτέα συμπεριφορά με ένα επίχρισμα ηθικισμού. Πριν από μερικές δεκαετίες, νομίζαμε ότι τελικά την είχαμε ξεφορτωθεί. Προφανώς κάναμε λάθος, γιατί επέστρεψε, ειδικά στους διάφορους κύκλους εξουσίας, οι οποίοι αποφάσισαν ότι τελικά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν και ότι ο θρησκευτικός μπαμπούλας είναι χρήσιμος για να τους παρέχει ένα είδος ηθικής που τους λείπει πάρα πολύ. Και μετά υπάρχουν οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ή οι πόλεμοι που διεξάγονται στο όνομα της θρησκείας, οι οποίοι είναι πολύ βολικοί για να δικαιολογήσουν το αδικαιολόγητο.

Η οικογένεια, λόγω της εγωκεντρικής της φύσης, δικαιολογεί υποκειμενικά πολλές απεχθές δραστηριότητες. Η υπεράσπιση και η προστασία της φαίνεται να νομιμοποιούν κάθε είδους κατάχρηση σε ορισμένους ανθρώπους και τους επιτρέπουν να ξεφύγουν, τουλάχιστον φαινομενικά, από κάθε αίσθημα ενοχής. Από τους ηγέτες των καρτέλ μέχρι τα στελέχη επιχειρήσεων, από τους πολιτικούς μέχρι τους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους που κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, τους βλέπουμε όλους να κάθονται ενθρονισμένοι μέσα στις οικογένειές τους σαν να βρίσκονται στον καλύτερο δυνατό κόσμο, αδιαφορώντας για την καταστροφή που μπορούν να προκαλέσουν στη δημόσια σφαίρα. Με έναν ακόμη πιο εγκόσμιο τρόπο, παρατηρούμε ότι αυτό που θεωρείται εντελώς κατακριτέο έξω από την οικογένεια, μεταξύ των «άλλων», συγχωρείται γρήγορα μέσα στον οικογενειακό κύκλο.

Ο ατομικισμός, στενά συνδεδεμένος με την έννοια της κοινωνικής επιτυχίας, φαίνεται πλέον να προσφέρει πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση ενός ανεμπόδιστου κυνισμού. Η πλήρης έλλειψη ενδοιασμών παρουσιάζεται ως αρετή — ένα χαρακτηριστικό που όχι μόνο γίνεται αποδεκτό, αλλά και ανταμείβεται.

«Οι άνθρωποι σκαρφαλώνουν σαν να σέρνονται», όπως παρατήρησε κάποτε ένας εγκυκλοπαιδιστής. Η απληστία και η επιθυμία για ατομική πρόοδο λειτουργούν ως οι βασικές κινητήριες δυνάμεις. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού, έχοντας αποτινάξει κάθε ηθικολογική προσποίηση που παλαιότερα επιχειρούσε να τον νομιμοποιήσει, προσφέρει το ιδανικό υπόστρωμα για την ανεξέλεγκτη εξάπλωση αυτού του επιθετικού και επιβλαβούς φαινομένου.

Η δυσαρέσκεια ανθίζει επίσης, όπως είναι λογικό, σε αυτό το είδος κοινωνίας. Η πλειοψηφία μπορεί μόνο να αισθάνεται, περισσότερο ή λιγότερο συγκεχυμένα, ότι έχει εξαπατηθεί, ότι είναι θύμα μιας αδικίας που πιστεύει ότι στοχεύει συγκεκριμένα σε αυτήν. Αδυνατώντας να αναγνωρίσει το σύστημα σε όλες του τις διαστάσεις, η δυσαρέσκεια αναζητά ενόχους για να τιμωρήσει. Εδώ είναι που η δυσαρέσκεια παίρνει και μια κυνική μορφή: φοβούμενοι τους ισχυρούς, οι δυσαρεστημένοι στρέφουν την οργή τους προς τους πιο αδύναμους, τους οποίους θεωρούν απειλή για τη δική τους επιβίωση.

Ο κυνισμός λειτουργεί τότε σε αγέλες.

ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ:

On Powerlessness and Loneliness

Σχόλιο για τη «φάση»

Αφήστε ένα σχόλιο