Αλέξανδρος Σχισμένος
Ο αναρχικός/αντιεξουσιαστικός “χώρος” δεν έχει τυπικές διαδικασίες ένταξης, καταγραφής της εμπειρίας, αναστοχασμού της δράσης και αποχώρησης. Δηλαδή δεν έχει συνειδητά καταγεγραμμένη ιστορικότητα, ούτε ρητές δομές οργάνωσης, ούτε τρόπο αυτοκριτικής. Αντιθέτως, περιέχει μια αντίσταση αδράνειας σε οποιαδήποτε αυτοκριτική. Ας πούμε, το δικό μου κείμενο αποχώρησης πριν από πέντε χρόνια θάφτηκε από τη συλλογικότητα, χωρίς καν να αναγνωσθεί.
Έτσι ο “χώρος” παραμένει ανιστορικός, ανοργάνωτος και μυθοποιητικός. Με αποτέλεσμα οι “φασαίοι”, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε τον νεολογισμό αυτό, να αποτελούν, εξ ορισμού, την πλειοψηφία του “χώρου” και να συγκροτούν το κριτήριο αυτοπροσδιορισμού αυτής της πολιτικής παράδοσης ως “χώρο”, δηλαδή πεδίο κινητικότητας και ακανόνιστων διαδρομών – η πλειοψηφία των “αγωνιστριών/ών” ασχολούνται έντονα για μία περίοδο πριν οδηγηθούν στην παραίτηση. Αυτή η περίοδος ενασχόλησης χαρακτηρίζεται, ανάλογα προς τον βαθμό εμπλοκής ως “φάση” από τους εναπομείναντες. Πώς λέμε: “Περνάει φάση”, μια φράση των glamour ’90s.
Οπότε ο χαρακτηρισμός “φασαίος” ξεκινά ως μια εκ των υστέρων επίκριση για τους αποχωρήσαντες από τους εναπομείναντες. Είναι μια λέξη που υποκαθιστά το νόημα που είχαν παλαιότερα οι έννοιες “ψευτομπλούκι” ή “part-time punks” ή, κατά Μπούκτσιν, “lifestyle αναρχισμός”. Μοναδικό κριτήριο ήταν η διαρκής φυσική παρουσία στις εκδηλώσεις του “χώρου”.
Η αντίθεσή της δεν είναι το “πολιτικοποιημένος”, αλλά το “αναρχοπατέρας” που είναι ο επικριτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους εναπομείναντες από τους αποχωρήσαντες, ως μια πικρόχολη απάντηση που στεριώνεται στην επίγνωση ότι στον “χώρο” η πραγματική ιστορική μνήμη πνίγεται στη μυθοπλασία. Οι “αναρχοπατέρες” κουβαλούν και τους μύθους των Εξαρχείων, για τους οποίους έγραψε κάποτε ο Λεωνίδας Χρηστάκης πως τα “Εξάρχεια δεν υπάρχουν.”
Με τη διάνοιξη του ψηφιακού κόσμου, έστω και τα ασαφή και μη τυπικά κριτήρια που έθετε η φυσική παρουσία διαλύθηκαν. Πίσω από το πληκτρολόγιο, όλοι διεκδικούν τη μνήμη του Ντουρούτι. Οπότε οι “φασαίοι” έγιναν ο κορμός του “χώρου”, καθότι η ίδια η ενασχόληση με την πολιτική μέσω τηλεπαρουσίας είναι η ουσία της “φάσης”. Οι πάλαι ποτέ “αναρχοπατέρες” έχασαν την αυθεντία επί των μύθων, καθώς ο πολλαπλασιασμός των εικονικών μύθων έκανε τους πάντες οριακά “φασαίους”.
Όλοι θα αποσυρθούμε, εξάλλου, κανείς δεν είναι αθάνατος.
Τώρα βλέπω ότι οι “φασαίοι” προκαλούν δυσαρέσκεια, όχι γέλωτα όπως παλαιότερα. Κατανοώ ότι πλέον είμαστε όλοι “φασαίοι”.
Αλλά υπάρχει και κάτι επιπλέον στον πυρήνα της έννοιας “φασαίος”. Το θέαμα. Είναι η προέκταση του τουριστικού χρόνου στον πολιτικό. Η “φάση” είναι φάση φαντασμαγορίας, οπότε ζητείται θέαμα προκειμένου οι “φασαίοι” να νιώσουν πιο αυθεντικοί και να κατακτήσουν την κορυφή του “χώρου”, δηλαδή το δικαίωμα να επικρίνουν χωρίς κριτήρια.
Το θέαμα του Δεκέμβρη έφερε μία ολόκληρη γενιά “φασαίων” που κατέστησαν τη μνήμη της εξέγερσης τουριστική αναπαράσταση. Ενδεικτικά, οι συζητήσεις έπαψαν να αφορούν την τακτική των διαδηλώσεων και εστίασαν στην πρακτική των πάρτυ.
Ο “χώρος”, κατεξοχήν θεαματικός, ζητεί να απαλλαγεί από τους “φασαίους” μα η αναπαραγωγή του ως “χώρου” εξαρτάται απόλυτα από τον πολλαπλασιασμό της “φάσης”, όπερ φαύλος κύκλος. Η μόνη διέξοδος θα ήταν πολιτική.
Μα αυτό δεν γίνεται στα ικαριώτικα πανηγύρια, ούτε με ποιητικό παραλήρημα, ούτε για λόγους κινηματογραφικής νοσταλγίας. Η διαμάχη των “φασαίων” έχει γίνει πλέον διασκέδαση για τους θιασώτες του βιωματικού καταναλωτισμού, τύπου LIFO.
Το πιο ενδιαφέρον είναι πως, με όλους αυτούς τους εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς, η μάχη των ιδεών και των σημασιών έχει εγκαταλειφθεί προς όφελος της μάχης των εντυπώσεων. Και ο αναστοχασμός; Είναι άβολος και οι περισσότεροι κριντζάρουν.