Αυτοδιάλυση PKK: Ιστορική Αναγκαιότητα ή το Τέλος της Αντίστασης;

0

Στις 12 Μαΐου 2025 το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) ανακοίνωσε έπειτα από το 12ο συνέδριό του, την αυτοδιάλυση της οργάνωσης και τον τερματισμό της ένοπλης δράσης του, σύμφωνα και με την έκκληση που προηγήθηκε από τον φυλακισμένο ηγέτη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν.

Κείμενο: Siyâvash Shahabi

Η απόφαση του ΡΚΚ να διαλύσει τη δομή του και να σταματήσει τον ένοπλο αγώνα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα στρατιωτικής ήττας ή πίεσης από το τουρκικό κράτος. Είναι μια απάντηση σε μια πιο σύνθετη πολιτική πραγματικότητα: αλλαγή του πολιτικού πεδίου, των μέσων ισχύος και της μορφής της αντίστασης.

Εδώ και δεκαετίες, ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ δεν γεννήθηκε στο κενό. Υπήρξε ως μια ιστορική απάντηση στην άρνηση της κουρδικής ταυτότητας, στη συστηματική καταπίεση και στην παντελή απουσία πολιτικής συμμετοχής. Όμως η σημερινή Τουρκία, παρά τις αντιφάσεις της, δεν είναι η Τουρκία της δεκαετίας του ’90. Σήμερα, κουρδικά κόμματα, ανεξάρτητοι βουλευτές, γυναικείες οργανώσεις και τοπικά συμβούλια έχουν καταφέρει να αποκτήσουν μια κοινωνική βάση και παρουσία σε πολλές κουρδικές περιοχές. Η κουρδική κοινωνία, παρά την καταστολή, κατάφερε να φέρει ένα μέρος της πολιτικής της δύναμης στο προσκήνιο.

Σε αυτό το νέο τοπίο, ο ένοπλος αγώνας δεν ενίσχυε πια αυτές τις κατακτήσεις· αντίθετα, είχε γίνει πρόσχημα για την καταστολή όλων των άλλων μορφών αντίστασης. Το τουρκικό κράτος, κάνοντας συνεχώς αναφορά στον “κίνδυνο της τρομοκρατίας”, δεν καταδίωκε μόνο το ΡΚΚ, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα, τα νόμιμα κόμματα, τους πολιτιστικούς φορείς και τους κριτικούς διανοούμενους. Η έννοια της «τρομοκρατίας» έγινε εργαλείο διαχείρισης του πολιτικού χώρου – ένα εργαλείο που μετέτρεψε την «έκτακτη ανάγκη» σε μόνιμη κατάσταση.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διακοπή του ένοπλου αγώνα δεν είναι απλώς μια τακτική ή ηθική επιλογή, αλλά μια πολιτική κίνηση που στοχεύει να αφαιρέσει από το κράτος ασφαλείας το βασικό του επιχείρημα νομιμοποίησης. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικός πολιτικός ανταγωνισμός όσο κάθε διαφωνία καταπνίγεται με την κατηγορία της «συμπάθειας προς το ΡΚΚ». Στην πράξη, η συνέχιση του ένοπλου αγώνα κρατούσε σε ομηρία ακόμα και τους νομικούς και κοινωνικούς αγώνες.

Ωστόσο, όσο σωστή κι αν είναι αυτή η απόφαση ως απάντηση σε μια περίπλοκη κατάσταση, χωρίς σαφείς πολιτικές εγγυήσεις, χωρίς αποδόμηση του μηχανισμού ασφαλείας και χωρίς κατάργηση των αντιτρομοκρατικών νόμων που έχουν κυριαρχήσει στον πολιτικό χώρο, υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε μια μονόπλευρη υποχώρηση. Το τουρκικό κράτος δεν έχει προσφέρει ούτε ουσιαστικές παραχωρήσεις, ούτε νομικές μεταρρυθμίσεις, ούτε κάποιο σχέδιο για έναν δημοκρατικό διάλογο με την κουρδική κοινωνία.

Γι’ αυτό, η λήξη του ένοπλου αγώνα μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για πολιτική οργάνωση και ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών – αλλά μόνο αν συνοδευτεί από προώθηση δικαιωμάτων και πραγματική πολιτική ισχύ. Αλλιώς, υπάρχει ο κίνδυνος να εδραιωθεί το κρατικό αφήγημα: «νικήσαμε, παραδόθηκαν» – και η καταστολή να συνεχιστεί, ακόμη και χωρίς υπαρκτό εχθρό.

Το ΡΚΚ, ως πολιτικοκοινωνική δύναμη, βρίσκεται σε μια ιστορική στιγμή: μια στιγμή που καλείται, με βάση την εμπειρία του, να επανακαθορίσει τον αγώνα του – όχι στην απομόνωση των βουνών, αλλά μέσα στις πόλεις, τα συμβούλια, τα συνδικάτα. Και αυτή η στιγμή δεν είναι το τέλος της αντίστασης, αλλά η αρχή μιας νέας μορφής: μιας αντίστασης που θα διεκδικήσει ξανά το δικαίωμα της πολιτικής, έξω από το μονοπώλιο του κράτους.


The PKK’s decision to dissolve its organizational structure and end armed struggle is not just a result of military defeat or pressure from the Turkish state. It is a response to a more complex political reality: a shift in the political terrain, in the tools of power, and in the form of resistance itself.

For decades, the PKK’s armed struggle didn’t emerge in a vacuum. It was a historical reaction to the denial of Kurdish identity, systematic repression, and the total lack of real political participation. But Turkey today—with all its contradictions—is no longer the Turkey of the 1990s. Kurdish parties, independent representatives, women’s organizations, and local councils now have presence and social bases in many Kurdish-majority areas. Despite repression, Kurdish society has managed to bring part of its political power into the official sphere.

In these new conditions, armed struggle had stopped reinforcing these achievements. Instead, it had become an excuse to push back all other forms of resistance. The Turkish state, constantly referring to the “threat of terrorism,” used this as a justification not only to target the PKK, but also to crush civil movements, legal political parties, cultural activists, and even critical intellectuals. The label of “terrorism” became a tool to control the country’s political space, turning a so-called emergency situation into a permanent one.

In this sense, ending armed struggle is not just a tactical or moral decision. It is a way to strip the security state of its main tool of legitimacy. It’s impossible to compete in the official political arena while every criticism is silenced under the accusation of supporting the “terrorist PKK.” In fact, the continuation of the armed struggle had gradually taken legal and social activism hostage.

Still, even if this decision responds to a complex reality, without clear political guarantees, without dismantling the security structure, and without repealing the anti-terrorism laws that dominate the political field, it risks becoming a one-sided retreat. The Turkish state has not offered any real concessions, legal reforms, or clear vision for democratizing its relationship with the Kurdish population.

Therefore, while ending armed resistance might open space for political organizing and civil society, it will only count as progress if it is matched by advances in rights and political power. Otherwise, the risk is that the official narrative—“we won, they surrendered”—becomes dominant, while the security apparatus continues its repression even without a real enemy.

The PKK, as a political and social force, now stands at a historic turning point: a moment when it must draw on its own history to shift from military logic to social logic—not in the isolation of the mountains, but in the heart of cities, councils, unions. And this moment is not the end of resistance, but the beginning of a new kind: a resistance that seeks to take back the right to politics from the state’s monopoly.

ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ:
https://trise.org/2025/05/13/strategic-transformation-the-pkks-dissolution-within-the-framework-of-democratic-modernity/

 

Αφήστε ένα σχόλιο

5 × three =