Κείμενο: Πάνος Σταθάτος. Το παρόν αποτελεί αναδιαμόρφωση της παρουσίασης του βιβλίου Η ουτοπία των κανόνων (εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες) που έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο του TRISE.
Υπάρχει μια παλιά ταινία του κουβανικού κινηματογράφου που σκηνοθέτησε ο Thomas Gutiérrez Alea και λέγεται Ο θάνατος ενός γραφειοκράτη (La muerte de un burócrata, 1966). Η υπόθεση έχει ως εξής: η ταινία ξεκινά με τον επικήδειο ενός γλύπτη. Καθώς ήταν πρότυπο εργάτη, για να τον τιμήσουν για τις υπηρεσίες του, τον θάβουν μαζί με το βιβλιάριο εργασίας του. Όταν όμως η χήρα σύζυγός του θέλει να παραλάβει τη σύνταξή του, προκύπτει ένα μικρό πρόβλημα: χρειάζεται να προσκομίσει ως αποδεικτικό το βιβλιάριο του άντρα της, το οποίο βρίσκεται μέσα στον τάφο. Ο ανιψιός της και πρωταγωνιστής της ταινίας αναλαμβάνει να βρει το βιβλιάριο για χάρη της θείας του. Αρχίζει λοιπόν μια ευτράπελη περιπέτεια, όπου ο πρωταγωνιστής τρέχει πέρα δώθε από τη μία υπηρεσία στην άλλη, έρχεται αντιμέτωπος με αμετακίνητους γραφειοκράτες που του θέτουν ένα σωρό εμπόδια και του ζητάνε ένα κάρο χαρτιά, προτάσσοντας μια σειρά κανονισμών που ο ανιψιός προσπαθεί να ντριμπλάρει με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Όλα αυτά την ίδια στιγμή που, στο παρασκήνιο της ταινίας, μια επιτροπή του Κόμματος λανσάρει μια εκστρατεία για την πάταξη της γραφειοκρατίας στην κουβανική κοινωνία με τίτλο «Θάνατος στη γραφειοκρατία!».
Σήμερα μας λένε ότι αυτή η σουρεάλ εποχή της ανόητης γραφειοκρατίας ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Ο νεοφιλελευθερισμός επικράτησε στη μάχη του Ψυχρού Πολέμου και άφησε πίσω του το προβληματικό κράτος του σοσιαλισμού. Πάνε πια εκείνες οι παλιές σάτιρες για τη γραφειοκρατία που δεν δουλεύει και τυραννά τη ζωή των πολιτών. Η αγορά ξέρει καλύτερα να αυτορυθμίζεται, τα πράγματα θα γίνουν από μόνα τους αρκεί ν’ αφήσουμε το αόρατο χέρι της αγοράς να κάνει αποτελεσματικά τη δουλειά του. Στον αντίποδα αυτών των ιδεολογικών δηλώσεων πίστης, στο βιβλίο Η ουτοπία των κανόνων: Για την τεχνολογία, την ηλιθιότητα και τις κρυφές χαρές της γραφειοκρατίας, ο David Graeber μάς βεβαιώνει γι’ αυτό που γνωρίζαμε από πρώτο χέρι: όχι απλά η γραφειοκρατία εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά εξαπλώνεται ραγδαία. Απλώς σταματήσαμε να μιλάμε γι’ αυτή.
Πράγματι, σήμερα η γραφειοκρατία καλά κρατεί, παρά τις εξαγγελίες για Ελλάδα 2.0 και ψηφιακό κράτος και παρά τα αμέτρητα ποσά που ξοδεύονται στον λεγόμενο «ψηφιακό μετασχηματισμό» (θυμόμαστε, για παράδειγμα, ότι στην περίοδο της πανδημίας το περιβόητο slide «Σκοιλ ελικικού, Προσθέσεις και Ελέγχου Λοιμώχθηκαν» ήταν μέρος ενός προγράμματος για την αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων που εξηγούσε σε πτυχιούχους νομικής πώς να ανοίξουν τον υπολογιστή τους, το οποίο απέφερε στους παρόχους κατάρτισης εκατομμύρια ευρώ που θα μπορούσαν να διοχετευτούν, λέμε τώρα, σε ΜΕΘ). Ο Graeber επιδιώκει να σπάσει τον νεοφιλελεύθερο μύθο ότι οι εταιρείες έρχονται σε αντίθεση με το δυσκίνητο κράτος. Αντίθετα, μας λέει ότι σήμερα ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας συγχωνεύονται σε μια τεράστια αρπακτική γραφειοκρατία, όπου το κράτος ενσωματώνει τη λογική του κορπορατισμού και αντίστροφα. Από την εισαγωγή θα υποστηρίξει ότι αυτό παρατηρείται τόσο συχνά που παίρνει διαστάσεις ενός κοινωνιολογικού νόμου: πρόκειται για τον «σιδερένιο νόμο του νεοφιλελευθερισμού», ο οποίος ορίζει ότι κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία που λαμβάνεται με στόχο να μειώσει τη γραφειοκρατία, καταλήγει τελικά να παράγει ακόμα περισσότερους κανονισμούς, ακόμα περισσότερη χαρτούρα.
Όμως ο Graeber δεν γράφει μια αυστηρά ακαδημαϊκή πραγματεία για τη γραφειοκρατία (ευτυχώς δηλαδή, γιατί μας λέει κάπου ότι ακόμα κι αν γραφόταν μια τέτοια, μάλλον κανείς δεν θα ‘θελε να τη διαβάσει): αντ’ αυτού, παρατηρεί ένα ζήτημα που όλοι και όλες βιώνουμε καθημερινά και προσπαθεί να αναδείξει την ιστορία και τις πολιτικές του προεκτάσεις. Έχετε παρατηρήσει, ας πούμε, ότι τα ranks των πανεπιστημίων και των εταιρειών σχεδόν αντιγράφουν μια κάθετη στρατιωτική ιεραρχία που ξεκινά από τα κατώτερα κλιμάκια και τα μεσαία στελέχη και φτάνει μέχρι τους εντελώς απρόσιτους κοσμήτορες και CEO, που είναι υπερβολικά απασχολημένοι για να ασχοληθούν με τα προβλήματά σας; Ότι οι αιτήσεις για τη χορήγηση υποτροφιών ή για οποιοδήποτε επίδομα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκες; Πόσες φορές έχετε βρεθεί στη δίνη αυτού που ο Graeber αποκαλεί «γραφειοκρατικό πηγαινέλα», δηλαδή σε καταστάσεις όπου ο εκπρόσωπος του ΚΕΠ σάς στέλνει κάπου και μετά αυτό το κάπου σας στέλνει πίσω στον ίδιο εκπρόσωπο του ΚΕΠ; Έχετε ποτέ συναντήσει περίεργους κανονισμούς εργασιακής πειθάρχησης (όπως αυστηρά dress code ενώ μπορεί να δουλεύετε σ’ ένα τηλεφωνικό κέντρο και να μην έρχεστε ποτέ σε επαφή με πελάτες) που προσπαθούν να καλλιεργήσουν ένα γραφειοκρατικό ήθος, να εγγράψουν στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες τη λογική της συμμόρφωσης και της ιεραρχίας; Άραγε δεν έχει τύχει να χρειαστεί να συμπληρώσετε έναν ατέλειωτο καταιγισμό από φόρμες για ν’ αποδείξετε ότι δεν είστε ελέφαντες; Αντί για τη γραφειοκρατία της ταινίας του Thomas Gutiérrez Alea, μπορούμε να σκεφτούμε το I, Daniel Blake (2016) του Ken Loach για να πάρουμε μια γεύση από τον αντίκτυπο που έχει η ολική γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας στα σύγχρονα υποκείμενα.
Το βιβλίο, λοιπόν, μας βοηθά να βάλουμε ένα πλαίσιο σ’ όλες αυτές τις καταστάσεις στις οποίες έχουμε όλοι και όλες βρεθεί. Η συμβολή του Graeber είναι χρήσιμη για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη πραγματεία για τη σύγχρονη γραφειοκρατία. Παρότι το θέμα ήταν πολύ επίκαιρο μέχρι τη δεκαετία του 1970 και ήταν στο στόχαστρο της παγκόσμιας επανάστασης του Μάη του ’68, η κριτική της γραφειοκρατίας μοιάζει μ’ ένα φάντασμα του παρελθόντος. Σήμερα υπάρχει μια δεξιά και απόλυτα ιδεολογική κριτική της γραφειοκρατίας που θέλει απλώς να προωθήσει τις ιδιωτικοποιήσεις και την ελεύθερη αγορά. Αριστερή κριτική δεν υπάρχει, παρότι μπορούμε να βρούμε ορισμένα παλιά βιβλία μιας κριτικής παράδοσης που στράφηκε ενάντια στη σοβιετική γραφειοκρατία (όπως, λόγου χάρη, τη δίτομη συλλογή κειμένων του Κορνήλιου Καστοριάδη με τίτλο Η γραφειοκρατική κοινωνία, καθώς και ένα μικρό βιβλιαράκι του Κλοντ Λεφόρ – τα οποία είναι αμφότερα εξαντλημένα). Ωστόσο, πολύ πρόσφατα μεταφράστηκε από τις εκδόσεις Πλήθος ένα βιβλίο της Beatrice Hibou με τίτλο Η γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου στη νεοφιλελεύθερη εποχή, το οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί αδελφάκι της Ουτοπίας των κανόνων, οπότε μπορούμε να αναμένουμε ότι θα ανοίξει κάποια θεωρητική συζήτηση επί του θέματος.
Όμως ακόμα και ανάμεσα στα βιβλία του Graeber, Η ουτοπία των κανόνων επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του, ο Graeber καταφεύγει στη μαζική κουλτούρα, σε είδη όπως η αστυνομική λογοτεχνία, η επιστημονική φαντασία, η λογοτεχνία του φανταστικού, οι ταινίες σούπερ ηρώων (υπάρχει ένα κεφάλαιο για την τριλογία Μπάτμαν του Κρίστοφερ Νόλαν), στη λογοτεχνία που κλασικά συνδέουμε με τη γραφειοκρατία (Φραντς Κάφκα, Ισμαήλ Κανταρέ, Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας), ενώ υπάρχει και ένα μέρος που θα λατρέψουν οι φαν του παιχνιδιού Dungeons & Dragons. Παρότι αυτά μοιάζουν να μην έχουν καμία σχέση με τους μηχανισμούς μιας γραφειοκρατικής κοινωνίας, ο Graeber διαθέτει μια σπάνια κριτική ικανότητα που καταφέρνει να τα συνδέσει με τη βαθύτερη πολιτισμική λογική της γραφειοκρατίας.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα του αριστουργηματικού τρόπου σκέψης του, ας πάρουμε το κεφάλαιο με τίτλο «Τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Ο Graeber υποστηρίζει ότι η επιστημονική φαντασία των αρχών του 20ού αιώνα (αλλά και μία παράδοση που συνεχίστηκε με σειρές όπως το Star Trek) είχε μία αισιόδοξη αντίληψη περί τεχνολογίας. Ωστόσο, ενώ η πολιτισμική παραγωγή μάς υποσχέθηκε ιπτάμενα αυτοκίνητα, εμείς καταλήξαμε με ίντερνετ και γκατζετάκια (μάλιστα, σ’ ένα σημείο ο Graeber χαρακτηρίζει το διαδίκτυο σαν «έναν συνδυασμό βιβλιοθήκης, ταχυδρομείου και καταλόγου ταχυδρομικών παραγγελιών»). Νιώθουμε λοιπόν ότι μας καταπάτησαν μία υπόσχεση. Γιατί συνέβη αυτό; Μήπως η επιστημονική φαντασία ήταν εντελώς παράλογη και ανόητα υπεραισιόδοξη; Ο Graeber δείχνει ότι αυτή η αλλαγή ταχυτήτων στη φαντασία του μέλλοντος οφείλεται στη μετατόπιση των προτεραιοτήτων σε ό,τι αφορά την τεχνολογική ανάπτυξη. Όχι δηλαδή ότι δεν υπάρχουν κατ’ ανάγκην τα τεχνικά μέσα για κάτι τέτοιο, αλλά ότι τα χρήματα που διοχετεύονται στην τεχνολογική εξέλιξη δίνονται για την ανάπτυξη συγκεκριμένων τεχνολογιών που ευνοούν το εμπόριο, την επιτήρηση και την καταστολή (και δίνονται κατά κύριο λόγο στο στρατό και στην αστυνομία).
Άλλωστε, ο Graeber έλεγε συχνά ότι ο νεοφιλελευθερισμός, παρότι αυτοπαρουσιάζεται σαν ένα οικονομικό σχέδιο, είναι στην πραγματικότητα ένα πολιτικό σχέδιο: αντί να προσπαθεί να δημιουργήσει όντως ένα καλύτερο και οικονομικά βιώσιμο σύστημα, φροντίζει να διασφαλίσει ότι δεν θα μπορούμε καν να φανταστούμε ένα διαφορετικό οικονομικό σύστημα.
Ως προς αυτό, ο Graeber έρχεται κοντά σ’ έναν άλλο θεωρητικό της σύγχρονης κουλτούρας, τον Mark Fisher. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όπως ο Graeber υποστηρίζει ότι η δημοτικότητα που απέκτησαν ο Μαξ Βέμπερ και ο Μισέλ Φουκώ στην ακαδημία του 20ού αιώνα οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για τους δύο στοχαστές που μίλησαν με ουσιαστικό τρόπο για τη γραφειοκρατία, έτσι και ο Fisher και ο Graeber ήταν οι δύο συγγραφείς που ασχολήθηκαν περισσότερο με τη διάχυση της γραφειοκρατίας στον 21ο αιώνα. Κι αυτό διότι ένα από τα θέματα του Καπιταλιστικού ρεαλισμού αφορά τον ρόλο που παίζει η σύγχρονη γραφειοκρατία στην αίσθηση ότι δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον. Όταν ο Fisher περιγράφει τα αυξημένα διοικητικά καθήκοντα που είχε ως καθηγητής δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τις διαρκείς αξιολογήσεις και επαναξιολογήσεις, το κυνήγι της ύλης και της «αποτελεσματικότητας», σκιαγραφεί αυτό που αργότερα δήλωσε απερίφραστα σ’ ένα από τα πολλά συντομότερα κείμενά του: «αντί να εξαλείψει τη γραφειοκρατία, όπως υποσχόταν, ο νεοφιλελευθερισμός οδήγησε στον πολλαπλασιασμό της».[1] Η γραφειοκρατία, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί ένας από τους κύριους παράγοντες που μπλοκάρουν τη φαντασία ενός διαφορετικού κόσμου. Δεν είναι να απορούμε που η σύγχρονη πολιτισμική παραγωγή βρίθει από δυστοπικά οράματα του μέλλοντος, τα οποία μας δείχνουν ότι τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν μόνο προς το χειρότερο.
Θα κλείσω, λοιπόν, διευκρινίζοντας μια παρανόηση που μπορεί να προκύψει από τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου και έχει να κάνει με το πώς εννοεί ο Graeber την έννοια της ουτοπίας. Σε γενικές γραμμές, έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι ουτοπία είναι το ανέφικτο και το απραγματοποίητο. Στο λεξικό του Τριανταφυλλίδη διαβάζουμε: «ουτοπία η [utopía] Ο25 : χαρακτηρισμός για κάθε ιδέα, ιδίως ιδεολογία, η οποία θεωρείται ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί· (πρβ. χίμαιρα)». Και πράγματι, κάπως έτσι μοιάζει να χρησιμοποιεί τη λέξη ο Graeber όταν μας λέει κάπου ότι: «Όλες οι γραφειοκρατίες είναι έως έναν βαθμό ουτοπικές, υπό την έννοια ότι προτείνουν ένα αφηρημένο ιδεώδες, στο οποίο οι πραγματικοί άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να ανταποκριθούν».
Όμως αυτό που επιχειρεί ο Graeber στο κεφάλαιο με τίτλο «Η ουτοπία των κανόνων, ή γιατί τελικά λατρεύουμε τη γραφειοκρατία» είναι το εξής: δεν περιγράφει μόνο τα αρνητικά της γραφειοκρατίας, αλλά στρέφεται στα στοιχεία που την καθιστούν ελκυστική. Αυτή η στρατηγική είναι μια σχεδόν κατά γράμμα εφαρμογή της ουτοπικής μεθόδου που πρότεινε ο Fredric Jameson στο Πολιτικό ασυνείδητο: ο Jameson έλεγε ότι δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε μόνο στην ιδεολογική κριτική (τι κακή που είναι η γραφειοκρατία) αλλά να προχωράμε και σε μια «ουτοπική» κριτική που θα αναζητά τι είναι ελκυστικό σ’ αυτή, επιδιώκοντας να αναδείξει τα όνειρα και τις ελπίδες που προσφέρει στα υποκείμενα. Ο Jameson αντλούσε από το έργο του Ernst Bloch και μπορούμε να κατανοήσουμε τι εννοεί αν σκεφτούμε τις διαφημίσεις: αντί να λέμε απλώς ότι οι διαφημίσεις επιδίδονται σε ιδεολογική χειραγώγηση και πλύση εγκεφάλου, παράγοντας νέες ανάγκες που μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος, έχει νόημα να κοιτάξουμε επίσης τις φαντασιώσεις που προβάλλουν, τα ουτοπικά οράματα που υπόσχονται μια πλήρη και ολοκληρωμένη ζωή. Ασφαλώς, ο Jameson δεν έλεγε ότι έπρεπε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μία ιδεολογική και σε μία ουτοπική κριτική. Αυτές οι δύο κριτικές πρέπει να συνδυάζονται αν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τα σύγχρονα πολιτικά και πολιτισμικά προβλήματα.[2]
Αυτό έχει τεράστια πολιτική σημασία γιατί συνεπάγεται ότι δεν είμαστε απλώς παθητικά πρόβατα που έχουμε φάει το ιδεολογικό σανό. Υπάρχουν κρυφές χαρές και ασφάλειες που μας προσφέρονται σε μια απρόσωπη γραφειοκρατική κοινωνία, οι οποίες μας δυσκολεύουν να σκεφτούμε κάτι ριζικά διαφορετικό. Η ουτοπική μέθοδος δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που ζητούν πολλοί από τα κείμενα πολιτικής θεωρίας, να προσφέρουν δηλαδή λύσεις και έτοιμες συνταγές. Αφορά την ανάγνωση των στοιχείων που μας θέλγουν ακόμα και σε καταστάσεις με τις οποίες διαφωνούμε πολιτικά, που ξέρουμε ότι διαιωνίζουν την καταπίεση και την ανελευθερία. Αν δεν κατανοήσουμε αυτά τα στοιχεία, είναι ακόμα πιο δύσκολο να υπερβούμε αυτές τις καταστάσεις.
Θα αποκαλέσω, λοιπόν, τον Graeber «ουτοπικό» γιατί ήξερε πολύ καλά ότι ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά προβλήματα σήμερα είναι ακριβώς το πώς θα φανταστούμε το διαφορετικό. Θεωρώ ότι σε όλο του το έργο, ο Graeber απαντούσε ακριβώς σε αυτό· είτε όταν περιέγραφε την κοινωνία της αγαπημένης του Μαδαγασκάρης, είτε όταν παρέθετε τις συναινετικές διαδικασίες μιας γενικής συνέλευσης και, κυρίως, κάθε φορά που μιλούσε για τη σημασία της φαντασίας στην πολιτική, πάντα αυτό ήταν το πρόταγμα. Είναι υπέροχος ο τρόπος που περιγράφει στο Δημοκρατικό σχέδιο (στο βιβλίο που αναφέρεται στην εμπειρία του από το Occupy) τη δράση του σαν «αναρχικός με μικρό α», όταν λέει ότι: «δεν με ενδιαφέρει τι είδους αναρχικός είμαι, αλλά να συμμετέχω σε ευρείς συνασπισμούς που λειτουργούν βάσει των αρχών του αναρχισμού: […] να συμμετέχω σε ομάδες που έχουν στόχο να μετατρέψουν τις σχέσεις των μελών τους σε ένα πρότυπο του κόσμου που θέλουν να δημιουργήσουν. Με άλλα λόγια, να συνεργάζομαι με ανθρώπους που προσπαθούν να δημιουργήσουν πραγματικά ελεύθερες κοινωνίες.»[3] Με τη σειρά μου, αυτή νομίζω ότι είναι και η σημασία τέτοιων σημείων συνάντησης σαν τον αυτοδιαχειριζόμενο κοινωνικό χώρο του TRISE.
Σημειώσεις:
[1] Μαρκ Φίσερ «Αυτονομία και μετακαπιταλισμός» στο Η ακύρωση του μέλλοντος, επιλογή-μτφρ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, Αθήνα: αντίποδες, 2024, σελ. 225.
[2] Βλ. το κεφάλαιο «Η διαλεκτική ουτοπίας και ιδεολογίας» στην υπό έκδοση μετάφρασή μου για το Πολιτικό ασυνείδητο.
[3] David Graeber, Το δημοκρατικό σχέδιο: Η ιστορία, η κρίση, το κίνημα, μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος, Αθήνα: Λιβάνης, 2014, σελ. 235.