Η Βίκυ Ιακώβου γράφει για το βιβλίο της Charlotte Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ, µτφρ. Γ. Καλιφατίδης, εισ. M. Leibovici, επίµετρα R. Koselleck, Br. Bettelheim, Άγρα, Αθήνα 2015. Το παρόν κείµενο παρουσιάστηκε αρχικά στην εκδήλωση «Charlotte Beradt, Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ» που πραγµατοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Γκαίτε, στο πλαίσιο της έκθεσης «Μία δίκη – τέσσερις γλώσσες».
Θα ήθελα κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω το Ινστιτούτο Γκαίτε και τις εκδόσεις Άγρα για την πρόσκληση, διότι η ελληνική έκδοση αυτού του πολύτιµου βιβλίου της Σαρλόττε Μπέραντ είναι για εµένα µεγάλη χαρά –πόσο µάλλον που η µετάφραση του Γιάννη Καλιφατίδη είναι εξαιρετική. Καθώς η εκδήλωση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της έκθεσης για τις δίκες της Νυρεµβέργης και το θέµα της διερµηνείας, θα προσπαθήσω να µιλήσω για τα Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ µε καθοδηγητικό νήµα το ζήτηµα της ερµηνείας –κάτι το οποίο προφανώς δεν εξαντλεί τις σκέψεις και τους προβληµατισµούς που προκαλεί η ανάγνωσή τους.
Το βιβλίο, που εκδόθηκε το 1966, βασίζεται στα όνειρα που συγκέντρωσε η Μπέραντ στη Γερµανία σχεδόν τρεις δεκαετίες νωρίτερα, από το 1933 µέχρι το 1939, οπότε διέφυγε στην Αµερική. Η πρωτοτυπία και η σηµασία του έχουν υπογραµµιστεί από πολλές πλευρές, αν και µε αρκετή χρονική καθυστέρηση. Στο επίµετρο στη γερµανική έκδοση του 1981 που περιλαµβάνεται και στην ελληνική, ο ιστορικός Ράινχαρτ Κόζελλεκ αναγνωρίζει ότι το κείµενο της Μπέραντ «µας επιτρέπει να διευρύνουµε το οπτικό µας πεδίο, να ανακαλύψουµε άγνωστες πτυχές» του Τρίτου Ράιχ· επιπλέον, το βιβλίο χρησιµεύει στον Κόζελλεκ ως έναυσµα για να θεµελιώσει τη αξία των ονείρων γενικά ως ιστορικών πηγών. Στο οπισθόφυλλο της γαλλικής µετάφρασης, που εκδόθηκε το 2002 σε µια σειρά µε τον δηλωτικό τίτλο ‘Κριτική της πολιτικής’, ο Μιγκέλ Αµπενσούρ γράφει ότι πρόκειται για κείµενο που αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα και τη δυναµική του φαινοµένου της εθελοδουλείας στο ολοκληρωτικό καθεστώς, ενώ η Μαρτίν Λεµποβισί, στον πρόλογό της, που επίσης περιλαµβάνεται στην ελληνική έκδοση, αναδεικνύει, µεταξύ άλλων, την επιρροή της αρεντιανής ανάλυσης του ολοκληρωτισµού στην προσέγγιση της Μπέραντ αλλά και τη συµβολή της δεύτερης στον εµπλουτισµό της πρώτης. Τέλος, µολονότι η συγγραφέας αποκλείει εξ αρχής και κατηγορηµατικά τη χρήση φροϋδικών εννοιολογικών εργαλείων, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ψυχαναλυτές, τουλάχιστον στη Γαλλία, οι οποίοι, ενίοτε µε επιφυλάξεις απέναντι στην ερµηνεία της Μπέραντ, έχουν εκτιµήσει τη σπουδαιότητα του εγχειρήµατός της –το µεταφρασµένο στα ελληνικά επίµετρο του Μπρούνο Μπέττελχαιµ στην αµερικανική έκδοση πιστοποιεί αυτή την εκτίµηση, προεκτείνοντας τον προβληµατισµό προς µια ψυχαναλυτική κατεύθυνση.
Ανεξάρτητα, όµως, από το πώς µπορεί να τροφοδοτήσει την έρευνα και τον στοχασµό σε διάφορους γνωστικούς κλάδους, το βιβλίο της Μπέραντ, που η ίδια ούτε ιστορικός ούτε φιλόσοφος ή πολιτική επιστήµονας ούτε ψυχαναλύτρια ήταν, έχει αξία από µόνο του. Η αξία αυτή σχετίζεται, µεταξύ άλλων, τόσο µε την αρχική χειρονοµία της Μπέραντ, δηλαδή τη συλλογή και καταγραφή των ονείρων, όσο και µε τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζει το υλικό της, εννοώ τα όνειρα κι εκείνους που τα είδαν. Θα έλεγα ότι το κοινό τους χαρακτηριστικό συνίσταται στο ότι δεν εκκινούν από µια αποστασιοποιηµένη, εξωτερική θέση αµερόληπτου παρατηρητή, την έρευνα και τη γραφή του οποίου τις κινητοποιεί και τις καθοδηγεί µόνο ένα αποψιλωµένο από πρακτικούς σκοπούς γνωστικό ενδιαφέρον. Πώς θα µπορούσε, άλλωστε, να συµβαίνει κάτι τέτοιο, όταν η Μπέραντ, Εβραία και αριστερή, είχε και η ίδια βιώσει αυτό που γράφει το 1962 στον εκδότη της, για το συµπέρασµα που προέκυπτε από το υλικό της, δηλαδή ότι «Ο Χίτλερ δολοφόνησε τον ύπνο»; Εκείνο που ώθησε τη Μπέραντ να αρχίσει να συλλέγει όνειρα, είτε ρωτώντας –µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο– οικείους και γνωστούς της είτε χάρη στη βοήθεια φίλων στους οποίους είχε εµπιστευθεί το σχέδιό της, ήταν τα δικά της όνειρα. Σε ένα πεντασέλιδο άρθρο που δηµοσίευσε στην Αµερική το 1943 µε τίτλο «Dreams under dictatorship», γράφει: «Ξύπνησα µούσκεµα στον ιδρώτα, τα δόντια µου χτυπούσαν. Για άλλη µία φορά, όπως τόσες και τόσες νύχτες, είδα στ’ όνειρό µου να µε κυνηγούν στα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα –να µε πυροβολούν, να µε βασανίζουν, να µου αφαιρούν το τριχωτό της κεφαλής. Όµως, σε αντίθεση µε τις άλλες, εκείνη τη νύχτα µού ήρθε η σκέψη πως µπορεί να µην ήµουν µόνο εγώ, µεταξύ χιλιάδων ανθρώπων, καταδικασµένη από τη δικτατορία να βλέπω τέτοια όνειρα. Αυτά που γέµιζαν τα όνειρά µου θα έπρεπε να γεµίζουν και τα δικά τους –να ξεφεύγω µε κοµµένη την ανάσα µέσα από χωράφια, να κρύβοµαι στην κορυφή πύργων ιλιγγιώδους ύψους, να κουλουριάζοµαι µέσα σε τάφους, µε τα Τάγµατα Εφόδου στο κατόπι µου».[1] Η σκέψη της αυτή, που εκφράζει µια επιθυµία εξόδου από τη µοναξιά στην οποία τη βύθιζε ο τρόµος των ονείρων της, αφήνει επίσης να εννοηθεί, όπως επισηµαίνει η Λεµποβισί, ότι η συλλογή ήταν για την Μπέραντ ένας τρόπος για να αντιµετωπίσει τα δικά της όνειρα. Αντί να συνεχίσει να υφίσταται απλώς τον τρόµο που της προκαλούσαν, αποφάσισε να πάρει απέναντί τους τη θέση του ενεργητικού υποκειµένου που συλλέγει και καταγράφει. Αποφάσισε, µε άλλα λόγια, να µετακινηθεί κι έτσι να αντισταθεί –ανάλογη κίνηση έκανε, νοµίζω, ο γερµανοεβραίος φιλόλογος Β. Κλέµπερερ απέναντι στη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ.[2]
Η αντίσταση στον τρόµο των ονείρων ήταν επίσης, όπως η ίδια υποστηρίζει, µια πράξη πολιτικής αντίστασης στο ναζιστικό καθεστώς. Πράξη αντίστασης, εφόσον η συνοµιλία µε τους άλλους και η έστω και προσωρινή εµπιστοσύνη που χρειάζεται για να αφηγηθούν ό,τι πιο µύχιο έχουµε εµείς οι άνθρωποι αντιβαίνουν στους στόχους ενός ουσιωδώς τροµοκρατικού καθεστώτος, που επιδίωξε, και σε µεγάλο βαθµό επέτυχε, να εγκαθιδρύσει µια συνθήκη ερηµίας, πλήρους εγκατάλειψης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Ακόµη περισσότερο πρόκειται για πράξη αντίστασης εφόσον, όπως πολύ καλά γνωρίζουµε πλέον, ο ναζισµός επίσης επιδίωξε, και εν µέρει κατάφερε, να επιβάλει τη λήθη, να σβήσει τα ίχνη, να εξαλείψει την ίδια τη δυνατότητα µαρτυρίας. Στο πρώτο κεφάλαιο των Ονείρων, σε µια φράση που φέρνει στον νου µία καταχώρηση του Β. Κλέµπερερ στο ηµερολόγιο του, το 1944 –όπου µεταφέρει τα λόγια ενός συγκατοίκου του: «σηµαντικά δεν είναι τα µεγάλα πράγµατα, αλλά η καθηµερινή τυραννία που θα λησµονηθεί. Χίλια τσιµπήµατα από κουνούπια είναι χειρότερα από ένα κτύπηµα στο κεφάλι. Παρατηρώ, σηµειώνω τα τσιµπήµατα των κουνουπιών»–,[3] γράφει η Μπέραντ: «δεν θα άφηνα όλα αυτά τα όνειρα να πάνε χαµένα. Όταν κάποτε το καθεστώς θα περνούσε από δίκη ως φαινόµενο µιας εποχής, θα µπορούσαν να χρησιµεύσουν ως αποδεικτικό υλικό, διότι έµοιαζαν να βρίθουν από διαφωτιστικά στοιχεία για τα συναισθήµατα και τα κίνητρα των ανθρώπων που χρησιµοποιήθηκαν σαν γρανάζια στον µηχανισµό του ολοκληρωτισµού». Το βιβλίο εκδόθηκε βέβαια πολύ αργότερα, αλλά σαν να απαντά στα ερωτήµατα που είχαν αρχίσει να θέτουν οι νέοι κατά τη δεκαετία του 1960: «‘Μα πώς ήταν δυνατόν να µη δουν οι γονείς µας ότι έµοιαζε µε κλόουν;’ αναρωτιούνται ξανά και ξανά οι µεταπολεµικές γενιές».
Η συλλογή και η καταγραφή των ονείρων ενείχε βεβαίως και καθ’ όλα πραγµατικούς κινδύνους για τη Μπέραντ. Αυτός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν στράφηκε σε ανθρώπους που υποστήριζαν ενεργά το καθεστώς. Αξίζει στο σηµείο αυτό να αναφερθεί πως, για το ενδεχόµενο να ανακαλυφθούν οι σηµειώσεις της, παραποίησε τα όνειρα, τα µετέφρασε, θα λέγαµε, σε «παράξενες οικογενειακές ιστορίες» (και έχει ενδιαφέρον αυτή της η επιλογή), χρησιµοποιώντας «κωδικοποιηµένες λέξεις». Έτσι, το «κόµµα» έγινε «οικογένεια», ο Χίτλερ έγινε «θείος Χανς», ο Γκαίρινγκ «Γκούσταβ» και ο Γκαίµπελς «Γκέρχαρντ», ενώ η σύλληψη µεταµφιέστηκε σε «γρίπη». Την πρώτη αυτή κίνηση µετάφρασης την ακολούθησε, στην αµερικανική εξορία πλέον, η δεύτερη κίνηση, της αποκατάστασης της αρχικής αφήγησης των ονείρων.
Τα τριακόσια περίπου όνειρα που συγκέντρωσε η Μπέραντ επιβεβαίωσαν τη σκέψη που είχε ξυπνώντας από τον εφιάλτη της. Υπήρχαν πράγµατι γύρω της πολλές γυναίκες και πολλοί άνδρες, όλων των ηλικιών και από διαφορετικά κοινωνικά στρώµατα, των οποίων ο ύπνος είχε µετατραπεί σε πεδίο αγωνιώδους διαπάλης µε την πραγµατικότητα του ναζισµού. Τα όνειρά τους, κάποια από τα οποία συµπυκνώνονται σε µία ή ελάχιστες φράσεις ενώ άλλα εκτείνονται σε ολόκληρες σελίδες και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από µικρά θεατρικά έργα µε πολλές πράξεις, είναι συγκλονιστικά στην καθαρότητα και την παραστατικότητα µε τις οποίες αποτυπώνουν την καταδυνάστευση του ψυχισµού και τις σκοτεινές οδούς της υποταγής. Ένας γιατρός στον οποίο απαγγέλλεται κατηγορία επειδή καταγράφει τα όνειρά του· µια γραµµατέας γύρω στα τριάντα, «προϊόν επιµειξίας» σύµφωνα µε τους Νόµους της Νυρεµβέργης, που θέλει να σώσει την Εβραία µητέρα της την οποία µισεί και κάνει παιδί µε έναν Άριο· ένας οικοδόµος που σιωπά όταν δεν του πουλούν γραµµατόσηµα αλλά θαυµάζει έναν Άγγλο που διαµαρτύρεται αντί γι’ αυτόν· µια εικοσιδυάχρονη µε γαµψή µύτη που νιώθει ευτυχισµένη κάτω από ένα σωρό πτωµάτων αγκαλιά µε τα έγγραφα τα οποία πιστοποιούν την αριοσύνη της· ένας εβραίος νοµικός που, όταν κατορθώνει να φτάσει µε την οικογένειά του στη χώρα µε το ανοίκειο στην πεζότητά του όνοµα «τελευταία χώρα του κόσµου, όπου οι Εβραίοι είναι ακόµα ανεκτοί», βρίσκεται αντιµέτωπος µε «τον ροδαλό σαν ζαχαρωτό γουρουνάκι συνοριοφύλακα» που του φωνάζει «Είσαι Εβραίος!»· µια πιλοποιός που µιλά µόνο ρωσικά έτσι ώστε ούτε η ίδια να καταλαβαίνει τον εαυτό της ούτε οι άλλοι να την καταλαβαίνουν σε περίπτωση που καταφερθεί εναντίον του καθεστώτος· ένας τριαντάρης που αποφεύγει να συµµετάσχει σε έναν έρανο για τους ναζί αλλά εν τέλει σαγηνεύεται από έναν Χίτλερ µε στολή που θυµίζει κλόουν και θηριοδαµαστή· µια πενηντάρα καθηγήτρια µαθηµατικών που καταφεύγει σε ένα καµπαρέ για να γράψει µε αόρατο µελάνι µερικές απαγορευµένες επί ποινή θανάτου µαθηµατικές πράξεις· µια πανέµορφη δεκαεννιάχρονη µελαχρινή στην οποία ένα ξανθό γαλανοµάτικο µωρό λέει «Άνθρωποι σαν του λόγου σου δεν έχουν καµία θέση ανάµεσά µας»· µια τριαντάρα Εβραία η οποία έχει φτάσει στη Νέα Υόρκη και δεν τολµά να µαζέψει κάποιο από τα πολύτιµα κοσµήµατα που βρίσκει στο δρόµο γιατί είναι σίγουρη πως «τα έριξαν εκειδά επίτηδες οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ελέγχου Εντιµότητας των Αλλοδαπών»· µια µεσοαστή νοικοκυρά που σαν άλλη Πηνελόπη πασχίζει κάθε βράδυ να ξηλώσει τη σβάστικα από τη ναζιστική σηµαία· ένας µεσόκοπος που γελά βλέποντας στα επίκαιρα τον Γκαίρινγκ µε αλλοπρόσαλλη στολή και βαλλίστρα στο χέρι όµως εκείνος τον προάγει σε «προσωπικό του τοξότη»· µια τριαντάχρονη οικιακή βοηθός που ο Χίτλερ την φλερτάρει στον κινηµατογράφο, µολονότι αυτή δεν είναι µέλος του κόµµατος· ένας Εβραίος δικηγόρος που κάθεται σε έναν σκουπιδοτενεκέ, ανάµεσα σε δύο παγκάκια, και βάζει στο λαιµό του µια πινακίδα η οποία γράφει ‘αν χρειαστεί θα παραχωρήσω τη θέση µου στα παλιόχαρτα’. Αυτές είναι κάποιες από τις φιγούρες του σύµπαντος στο οποίο µας µεταφέρει το βιβλίο της Μπέραντ, σύµπαντος όπου δεσπόζουν απρόσωποι µηχανισµοί κατεξουσιασµού: όχι µόνο τα διαβόητα τάγµατα εφόδου ή η χιτλερική νεολαία, αλλά και µαυροπίνακες στους δρόµους όπου ανακοινώνονται οι απαγορευµένες λέξεις (µεταξύ των οποίων και η πρωτοπρόσωπη αντωνυµία Εγώ), µαξιλάρια, σόµπες, πορτατίφ και άλλα οικιακά αντικείµενα που «µε τραχιά και διαπεραστική φωνή» καταδίδουν οτιδήποτε έχουν πει, σκεφτεί ή ονειρευτεί οι ιδιοκτήτες τους, τηλεφωνικές συσκευές που εκπέµπουν απειλητικά µηνύµατα, διατάγµατα που προβλέπουν την κατάργηση των τοίχων των σπιτιών, έγγραφα που αξίζουν περισσότερο από την ίδια τη ζωή, καθώς µόνον αυτά µπορούν να την εγγυηθούν –και πρέπει εδώ να πω ότι αρκετά από τα όνειρα προκαλούν συνειρµούς σχετικά µε το παρόν των προσφύγων, και όχι µόνο.
Η Μπέραντ θεωρεί τα όνειρα δηλωτικά της παρείσφρησης του ναζισµού στην πλέον ενδόµυχη σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως γράφει στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, «ο ναζιστής ηγέτης που είπε ότι µονάχα στον ύπνο του έχει κανείς ιδιωτική ζωή στη Γερµανία υποτίµησε το δίχως άλλο τις δυνατότητες του Τρίτου Ράιχ». Παράλληλα, υποθέτει και δείχνει µε την ερµηνεία της πως τα όνειρα εµπεριέχουν µια βαθιά κατανόηση του ολοκληρωτικού φαινοµένου και µάλιστα ότι ρίχνουν φως σε πτυχές και όψεις του ναζισµού που δεν είχαν καταστεί εντελώς φανερές, είτε λόγω του ότι το καθεστώς βρισκόταν ακόµη στα πρώιµα στάδιά του είτε εξαιτίας των αντιστάσεων της συνείδησης στην αναγνώριση µιας πραγµατικότητας που εδραζόταν στη µεθοδική διάλυση κάθε δυνατότητας συγκρότησης νοήµατος και διαµόρφωσης ενός κόσµου. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι περιπτώσεις όπου, σχολιάζοντας κάποιο όνειρο, η συγγραφέας το συσχετίζει µε µεταγενέστερα συµβάντα.
Η Μπέραντ ταξινοµεί τα όνειρα που έχει επιλέξει σε κεφάλαια, µέσα από τα οποία έρχονται στην επιφάνεια συστατικές πλευρές του ναζιστικού καθεστώτος: η κατάλυση τόσο της δηµόσιας όσο και της ιδιωτικής σφαίρας, η γραφειοκρατία, η αποπροσωποποίηση και η θέληση του ανήκειν σε µια συµπαγή κοινότητα, ο ρατσιστικός αντισηµιτισµός, η σχέση σαγήνης µε τον Φύρερ. Σε αυτή την ταξινόµηση δεν προβαίνει µε αφετηρία ένα εξωτερικό προς τα όνειρα κριτήριο αλλά µε βάση κάποια κοινά στα όνειρα µοτίβα, που σαν να τα έλκουν τα µεν προς τα δε. Τα µοτίβα αυτά εκφράζονται µέσω µιας ποικιλίας εικόνων και γλωσσικών επινοηµάτων, την ποιητική αξία των οποίων η συγγραφέας υπογραµµίζει µε κάθε ευκαιρία. Η κατασκευή του βιβλίου δεν απαλείφει εξάλλου «τους ανθρώπους πίσω από τα όνειρα», για να παραφράσω µια έκφραση από την ανακοίνωση της έκθεσης που γίνεται εδώ στο Γκαίτε.[4] Όπως φάνηκε, ελπίζω, από τα παραδείγµατα που ανέφερα προηγουµένως, η Μπέραντ λέει ποιος ή ποια ήταν εκείνος ή εκείνη που είδε το κάθε όνειρο. Η αίσθησή µου είναι πως αυτό δεν το κάνει µόνο ώστε να ικανοποιήσει το αίτηµα για µια όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπλαση του συγκειµένου αλλά και προκειµένου να διατηρήσει τη µνήµη της ταυτότητας αυτών των ανθρώπων, έστω κι αν πολλοί από αυτούς είχαν ήδη πάρει, εκούσια ή ακούσια, τον δρόµο της αποπροσωποίησης και της απώλειας του εαυτού που οδηγούσε στον διαβόητο συγχρονισµό µε το καθεστώς. Όσο τυπικά κι αν είναι τα όνειρα, όσο κι αν µας επιτρέπουν «να αντλήσουµε συµπεράσµατα για τη λειτουργία» του πρώιµου Τρίτου Ράιχ, σύµφωνα µε τη διατύπωση της Μπέραντ, δεν παύουν να είναι τα όνειρα συγκεκριµένων ανθρώπων. Και τούτο, η συγγραφέας δεν το λησµονεί ούτε µας αφήνει να το λησµονήσουµε. Γι’αυτό, δίνει και µε άλλους τρόπους τον λόγο στους ονειρευόµενους, είτε αφήνοντας κάποια όνειρα ασχολίαστα ή σχεδόν ασχολίαστα είτε παραθέτοντας την ερµηνεία που οι ίδιοι έδωσαν, για να πουν τι ήταν εκείνο που πυροδότησε το όνειρό τους ή τι δείχνει για τους ίδιους και για το ναζιστικό καθεστώς ή, µάλλον, για τη σχέση τους µε το ναζιστικό καθεστώς.
Παραθέτω το όνειρο που είδε το 1934 ένας οφθαλµίατρος και µέρος του σχολιασµού της Μπέραντ, όπου φαίνονται αρκετά καλά κάποια από τα προαναφερθέντα:
«‘Τα Τάγµατα Εφόδου φράζουν τα παράθυρα των νοσοκοµείων µε συρµατόπλεγµα. Έχω ορκιστεί να µην τους επιτρέψω να τοποθετήσουν συρµατόπλεγµα στη µονάδα µου. Και όµως δεν κάνω τίποτε για να το αποτρέψω! Στέκοµαι παράµερα, σαν την καρικατούρα ενός γιατρού, και τους κοιτάζω ν’ αφαιρούν τα τζάµια απ’ τα παράθυρα και να µετατρέπουν τον θάλαµο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, περιφραγµένο µε συρµατόπλεγµα – και, παρ’ όλα αυτά, απολύοµαι. Ωστόσο, σύντοµα επαναπροσλαµβάνοµαι για να φροντίσω τον ίδιο τον Χίτλερ, µιας και είµαι ο µόνος άξιος στον κόσµο να τον θεραπεύσει. Και µολονότι καµαρώνω, βάζω τα κλάµατα από την ντροπή µου.’ […] Ο γιατρός χρησιµοποιεί από µόνος του για τον εαυτό του τη λέξη ‘καρικατούρα’. Και, πράγµατι, τι άλλο είναι, αν όχι µια καρικατούρα σχεδιασµένη µε ανελέητη ακρίβεια από τη γραφίδα του ασυνείδητου Εγώ, στην προσπάθεια να συµβιβάσει τα ασυµβίβαστα; [στο όνειρό του] διακρίνει τον κίνδυνο που ελλοχεύει στη σιωπηλή συνεργία ανάµεσα στην απραξία και στο έγκληµα. […] Αναφερόµενος στη λέξη ‘συρµατόπλεγµα’ (Staheldraht), […] ο γιατρός είπε ότι […] είχε παλέψει απεγνωσµένα µαζί της [στο όνειρο]. Ωστόσο το µόνο που κατάφερε ήταν να την αναγραµµατίσει, σχηµατίζοντας διαδοχικά τις ασυνάρτητες λέξεις Krachelstaat και Drachelstaat […]. Χρειάστηκε να περάσουν κάµποσα χρόνια για να φτάσουµε στο 1938 και να γίνει πραγµατικότητα η ιστορία µε τα Τάγµατα Εφόδου και τα σπασµένα τζάµια, κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων. Σε µία περίπτωση, οι λεπτοµέρειες µοιάζουν σχεδόν δανεισµένες από το όνειρο του οφθαλµίατρου. Όταν τα Τάγµατα Εφόδου έκαναν θρύψαλα όλες τις βιτρίνες των εβραϊκών καταστηµάτων, έσπασαν και την τζαµαρία στο µικροµάγαζο ενός τυφλού, σε κάποια δυτική συνοικία του Βερολίνου. Όσο για τον ιδιοκτήτη, τον έσυραν σηκωτό από το κρεβάτι και τον ανάγκασαν να περπατήσει ξυπόλητος στα σπασµένα γυαλιά. Εδώ βλέπουµε και πάλι ότι πολλά από τα όνειρα εκείνης της εποχής κινούνταν στη σφαίρα του δυνατού, ή µάλλον του αδύνατου, που σύντοµα έµελλε να γίνει πραγµατικότητα.»
Η µέριµνα της Μπέραντ να δώσει τον λόγο στα όνειρα και στα υποκείµενα που τα είδαν, να αφήσει το υλικό της να την καθοδηγήσει και έτσι να µιλήσει, στην ίδια και στους αναγνώστες της, µέριµνα την οποία θα χαρακτήριζα µια ηθική της ερµηνείας και της συγγραφής, διαφαίνεται κατά τη γνώµη µου και από τη θέση που καταλαµβάνει στο βιβλίο η αρεντιανή ανάλυση του ολοκληρωτισµού (η Μπέραντ ήταν φίλη της Άρεντ, µετέφρασε µάλιστα την Ανθρώπινη κατάσταση στα γερµανικά· υποθέτω εξάλλου ότι και η ίδια η χρήση της έννοιας του ολοκληρωτισµού συνιστά αρεντιανή επιρροή, δεδοµένου ότι στο προαναφερθέν άρθρο του 1943 η Μπέραντ δεν τη χρησιµοποιεί ακόµα). Την αρεντιανή ανάλυση, η Μπέραντ δεν τη χειρίζεται σαν ένα άκαµπτο ερµηνευτικό πλαίσιο, ένα καλούπι µε το οποίο θα περιόριζε τον πλούτο των ονείρων χαράζοντας έτσι και για τους αναγνώστες µία και µοναδική ερµηνευτική οδό. Υιοθετώντας τη δική της παροµοίωση για τα όνειρα, θα έλεγα ότι χειρίζεται την αρεντιανή ανάλυση σαν «σεισµογράφο», η ευαισθησία του οποίου τής επιτρέπει να πιάσει ορισµένα στοιχεία των ονείρων. Για παράδειγµα, είναι χάρη στην Άρεντ που η Μπέραντ ανιχνεύει µε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία την υπονόµευση των διανθρώπινων σχέσεων, την αµοιβαία καχυποψία και τη συναρτηµένη µε αυτές καχυποψία απέναντι στον ίδιο τον εαυτό που απαντά σε πολλά όνειρα. Την ίδια οικονοµία της ερµηνείας θα έτεινα να δω και στον τρόπο µε τον οποίο η Μπέραντ καθοδηγείται από τη λογοτεχνία για να ερµηνεύσει το υλικό της. Τις λογοτεχνικές αναφορές της Μπέραντ τις συζητά αρκετά διεξοδικά η Λεµποβισί. Από τη µεριά µου, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι το οποίο πολύ πρόσφατα τράβηξε την προσοχή µου, τους τίτλους και τις προµετωπίδες των κεφαλαίων. Οι τίτλοι έχουν την εξής µορφή: µία πρόταση που δίνει το στίγµα των ονείρων του κεφαλαίου ακολουθείται από τον σύνδεσµο ‘ή’ και µια φράση από κάποιο όνειρο. Όσο για τις προµετωπίδες, απαρτίζονται από σπαράγµατα –δύο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων– αντληµένα από µυθιστορήµατα, ποιήµατα, θεωρητικά και άλλα κείµενα, η ακριβής πηγή των οποίων παραµένει ωστόσο κρυφή, µιας και δεν δίνεται παρά µόνο το όνοµα των συγγραφέων –ο Κάφκα, ο Μπρεχτ, ο Γκαίτε, ο Έλιοτ και η Άρεντ αλλά και ο Χίµµλερ ή ο Φρανκ είναι κάποιοι από αυτούς. Στις σελίδες των τίτλων, οι αναγνώστες βρισκόµαστε λοιπόν ενώπιον ενός σχεδόν µπενγιαµινικού µοντάζ, προϊόν των συνειρµών της Μπέραντ, µοντάζ που οξύνει το βλέµµα µας ώστε να την ακολουθήσουµε, µε τους δικούς µας συνειρµούς, στο ζοφερό σύµπαν των Ονείρων στο Τρίτο Ράιχ. Δύο παραδείγµατα, από το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο: «Γραφειοκρατικές τερατολογίες ή ‘Τίποτε δεν µου δίνει πια χαρά’ –‘Μέχρι τώρα χρειαζόταν να κάνω τη δουλειά µε τα χέρια, µα από δω και µπρος η µηχανή θα δουλεύει από µόνη της.’ Φραντς Κάφκα –‘Σε τι καιρούς ζούµε, όπου είναι σχεδόν έγκληµα να µιλάς για δέντρα.’ Μπέρτολτ Μπρεχτ». «Ο καθηµερινός κόσµος τη νύχτα ή ‘έτσι ώστε ούτε εγώ να καταλαβαίνω τον εαυτό µου’ –‘Δεν υπάρχει τίποτε το συγκαλυµµένο που δεν θα ξεσκεπαστεί και τίποτε το κρυφό που δεν θα µαθευτεί. Αντίθετα, όσα είπατε στο σκοτάδι, θα ακουστούν στο φως· ακόµα και όσα κατ’ ιδίαν ψιθυρίσατε ο ένας στο αυτί του άλλου, θα διαλαληθούν από τα δώµατα.’ Ευαγγελιστής Λουκάς –‘Δεν υπήρχε τρόπος να µάθεις αν σε παρακολουθούσαν την κάθε δεδοµένη στιγµή. Ήταν µάλιστα πιθανό ότι παρακολουθούσαν ανά πάσα στιγµή τους πάντες. Μάθαινες να ζεις –ζούσες, από µια συνήθεια που σου είχε γίνει ένστικτο– µε την υποψία ότι κρυφάκουγαν κάθε ήχο που έβγαζες, ότι ήλεγχαν την κάθε σου κίνηση.’ Τζωρτζ Όργουελ».
Κλείνοντας, θα ήθελα να προτείνω έναν συσχετισµό που ελπίζω ότι δεν θα φανεί ως υπερερµηνεία ή ερµηνευτική βία (και που µου φαίνεται ότι υποβαστάζει και τον πρόλογο της Λεµποβισί): αν για τον Φρόυντ τα όνειρα είναι η βασιλική οδός προς το ασυνείδητο, για την Μπέραντ είναι µία οδός τόσο προς την αποκάλυψη της παρείσφρησης του ναζισµού στον ψυχισµό όσο και προς τον εντοπισµό πλευρών του ναζισµού τις οποίες πιθανότατα καµία θεωρία δεν θα ήταν σε θέση να φέρει στο φως. Χρησιµοποιώντας τον τίτλο του magnum opus του Φρόυντ, θα πρόσθετα ότι τα Όνειρα στο Τρίτο Ράιχ είναι µια πολιτική ερµηνεία των ονείρων που διαβάζεται ως γενική αντικειµενική καθώς και ως γενική υποκειµενική: τα όνειρα προσφέρονται για πολιτική ερµηνεία και γνώση αλλά και προσφέρουν ερµηνεία και γνώση της πολιτικής –ή της καταστροφής της, αν δεχθούµε την αρεντιανή προσέγγιση σύµφωνα µε την οποία ο ολοκληρωτισµός δεν συνιστά εκδήλωση υπερπολιτικοποίησης αλλά καταστροφή των ίδιων των συνθηκών δυνατότητας της πολιτικής. Κατ’ αυτή την έννοια, προϋπόθεση της εργασίας της Μπέραντ (της συλλογής και καταγραφής των ονείρων και της συγγραφής του βιβλίου) είναι η κοντινή στο φροϋδικό πνεύµα αναγνώριση του ασυνειδήτου και του βασικού του µορφώµατος ως φορέων γνώσης. Όπως άλλωστε ανέφερα στην αρχή, ήταν κατά τη στιγµή της αφύπνισης έπειτα από ένα τροµακτικό όνειρο, µεταξύ ύπνου και ξύπνιου όπως λέµε, που η Μπέραντ δέχθηκε εκείνη την αιφνίδια επίσκεψη της σκέψης να συλλέξει τα όνειρα –«the thought 7 occurred to me», γράφει στο άρθρο της. Και από πού αλλού θα µπορούσε να έρχεται αυτή η πρωτότυπη σκέψη, που οδήγησε έπειτα από µερικές δεκαετίες σε αυτό το πρωτότυπο βιβλίο, αν όχι από το ασυνείδητο;
[1] Ch. Beradt, «Dreams under dictatorship», Free World, Οκτώβριος 1943, σ. 333. http://www.unz.org/Pub/FreeWorld-1943oct-00333. Το απόσπασµα αυτό βρίσκεται και στην προµετωπίδα της εισαγωγής τής Λεµποβισί.
[2] Βλ. V. Klemperer, LTI. La langue du IIIe Reich. Carnets d’un philologue, γαλ. µτφρ. E. Guillot, προλ. S. Combe, επίµετρο A. Brossat, Albin Michel, Παρίσι 1996.
[3] V. Klemperer, Je veux témoigner jusqu’au bout. Journal 1942-1945, γαλ. µτφρ. G. Riccardi, M. Kiintz-Tailleur, J. Tailleur, Seuil, Παρίσι 2000, σ. 471 (8.4.1944).
[4] «Η Έκθεση αποτελεί ευκαιρία συναρπαστικής γνωριµίας µε τους ‘ανθρώπους πίσω από τις φωνές’».