Κείμενο: Benjamin Selwyn. Γιατί η θεωρία του φιλελεύθερου Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich Hayek), παρά τα όσα υποστήριζε, ήταν στην πραγματικότητα κατά της δημοκρατίας; Όπως φαίνεται, η στήριξη που εξέφραζε δημόσια στο εγκληματικό καθεστώς του Πινοσέτ δεν ήρθε από το πουθενά. Δημοσίευση: Γιάβορ Ταρίνσκι
Ο Χάγιεκ σκόπευε τα γραπτά του να λειτουργήσουν ως ένα κάλεσμα αφύπνισης για τους υπερασπιστές του φιλελευθερισμού. Όταν αυτοί οι υπερασπιστές αναλάμβαναν δράσεις υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, ο Χάγιεκ δεν ντρεπόταν να τους υποστηρίξει.
Διαβάζουμε όλο και συχνότερα για τη διάβρωση της δημοκρατίας υπό το πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού. Η πολιτική δημοκρατία δέχεται επίθεση· και αυτό το βλέπουμε από την άνοδο του «κράτους επιτήρησης», την κατάληψη της πολιτικής από τις επιχειρήσεις, τον πολλαπλασιασμό των διεθνών συμφωνιών που αποσκοπούν στον περιορισμό της λήψης αποφάσεων από κυρίαρχα κράτη, μέχρι και την πολιτική της «κοινής λογικής» που τοποθετεί την «αγορά» στο επίκεντρο της λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Σίγουρα, υπάρχουν όρια στη δημοκρατία υπό τον καπιταλισμό. Εξάλλου αυτή δεν επεκτείνεται στην ιδιωτική οικονομική σφαίρα: Οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των επιχειρήσεων είναι ελεύθεροι να απολύουν τους εργαζομένους τους, αλλά δεν συμβαίνει το αντίθετο. Παρ’ όλα αυτά, μια πολιτική δημοκρατία φαίνεται πως χαίρει υπεράσπισης και προωθείται ιδεολογικά από το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος.
Παρά τις διακηρύξεις αυτές, και χέρι-χέρι με τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, παρατηρείται η διάβρωση της δημοκρατίας, η οποία καθοδηγείται από εκλεγμένους πολιτικούς σε πολλές από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Υποστηρίζω ότι το έργο του Friedrich Hayek αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συντηρητικής νεοφιλελεύθερης «κοινής λογικής». Οι ιδέες του δικαιολογούν τη διάβρωση της δημοκρατίας μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού προς υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Στο επιδραστικό άρθρο του «Οι αρχές μιας φιλελεύθερης κοινωνικής τάξης» που δημοσιεύτηκε το 1966, στο αποκορύφωμα του ευρωαμερικανικού κεϋνσιανισμού, ο Χάγιεκ περιέγραψε τη σχέση μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Σε αυτό, διατυπώνει μια ισχυρή κανονιστική επιχειρηματολογία για την υπεροχή του πρώτου και τη δυνητική συρρίκνωση της δεύτερης. Το άρθρο περιγράφει επίσης την ανάγκη για πολύ αυστηρά όρια στις παραμέτρους της εκλογικής δημοκρατίας σε «κανονικές» (μη δικτατορικές) εποχές.
Οι δύο παραδόσεις του φιλελευθερισμού
Ο Χάγιεκ ξεκινά με την αντιπαράθεση δύο παραδόσεων του φιλελευθερισμού. Η πρώτη, η αγαπημένη του, αναδύθηκε στην Αγγλία των Παλαιών Ουίγων [Old Whigs] από τα μέσα έως τα τέλη του 17ου αιώνα και ενισχύθηκε από τις θεωρίες του Edmund Burke, του John Locke και του Adam Smith. Η δεύτερη ήταν ένα προϊόν της ευρωπαϊκής ηπείρου που επεξεργάστηκαν θεωρητικά συγγραφείς όπως ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ.
Η πρώτη παράδοση του φιλελευθερισμού είναι «άρρηκτα συνδεδεμένη με τον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας». Έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη φύση και είναι ανώτερη από κάθε μορφή συγκεντρωτικού κρατικού σχεδιασμού:
«[Π]ροέρχεται από την ανακάλυψη μιας αυτοδημιουργούμενης ή αυθόρμητης τάξης στις κοινωνικές υποθέσεις… μιας τάξης που κατέστησε δυνατή τη χρησιμοποίηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων όλων των μελών της κοινωνίας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι θα ήταν δυνατό σε οποιαδήποτε άλλη τάξη που θα δημιουργούνταν από μία κεντρική καθοδήγηση…» (Hayek, 1966).
«Προέκυψε από την επιθυμία να επεκταθούν και να γενικευθούν τα ευεργετικά αποτελέσματα που απροσδόκητα είχαν συμβεί έπειτα από τους περιορισμούς που τέθηκαν στην εξουσία της κυβέρνησης».
Για τον Χάγιεκ, η δεύτερη παράδοση του φιλελευθερισμού, αυτή της ευρωπαϊκής ηπείρου που προωθήθηκε από συγγραφείς όπως ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ, δείχνει προς μια θεμελιωδώς διαφορετική κατεύθυνση. Υπάρχει μια ευθεία γραμμή που ξεκινά από αυτήν και φτάνει προς αυτό που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως ολοκληρωτική πολιτική της Γαλλικής Επανάστασης και του σύγχρονου σοσιαλισμού. Μέσω της δημοκρατικής πρακτικής, η παράδοση αυτή επιχειρεί να υποτάξει την κοινωνία σε ένα σύνολο πολιτικών/κανονιστικών στόχων. Υπό τέτοιες συνθήκες, τα άτομα δεν είναι πλέον ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν, και σίγουρα δεν είναι ελεύθερα να χρησιμοποιούν (ή ακόμη και να κατέχουν) την ιδιοκτησία τους με τον τρόπο που θεωρούν κατάλληλο. Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι αυτή η παράδοση του φιλελευθερισμού «στην πραγματικότητα έχει γίνει μάλλον εκδημοκρατισμός παρά φιλελευθερισμός και, απαιτώντας απεριόριστες εξουσίες της πλειοψηφίας, έχει γίνει ουσιαστικά αντιφιλελεύθερη».
Το μέλημα του Χάγιεκ ήταν να υπερασπιστεί την πρώτη παράδοση του φιλελευθερισμού μέσα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης και ελέγχου της οικονομίας, στο οποίο, όπως υποστήριξε, υπονομεύεται όλο και περισσότερο. Για να το επιτύχει αυτό, κάνει διάκριση μεταξύ αυτών που συχνά ονομάζονται αρνητικές και θετικές ελευθερίες.
Οι πρώτες αναφέρονται στην απεριόριστη ελευθερία, ενώ οι δεύτερες σε μια διαδικασία κατά την οποία τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους. Για τη διασφάλιση της πρώτης παράδοσης του φιλελευθερισμού ο Hayek υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίζουν τις αρνητικές ελευθερίες και ότι πρέπει να απέχουν από την προσπάθεια να δημιουργήσουν θετικές ελευθερίες για τους πληθυσμούς τους. Οι αρνητικές ελευθερίες απαιτούν την επέκταση των κανόνων «οι οποίοι… συνίστανται αποκλειστικά σε απαγορεύσεις από την προσβολή της προστατευόμενης περιοχής κάθε [ατόμου]». Η προώθηση των θετικών ελευθεριών, δηλαδή η προσπάθεια διαμόρφωσης της κοινωνίας ώστε να δίνονται δυνατότητες σε άτομα ή ομάδες ή κοινωνικές τάξεις, είναι σαν να ξεκινάμε προς τον δρόμο του ολοκληρωτισμού.
Οι ρίζες του φιλελευθερισμού του Χάγιεκ
Ο Χάγιεκ υποστηρίζει ότι ενώ η φιλελεύθερη ευταξία της αγοράς είναι πρωταρχικής σημασίας, δεν απαιτεί την πολιτική δημοκρατία: «Ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, αν και είναι συμβατοί, δεν είναι το ίδιο. Ο πρώτος ασχολείται με το τι έκταση κατέχει η εξουσία της διακυβέρνησης, η δεύτερη με το ποιος κατέχει αυτή την εξουσία».
Ο Χάγιεκ εντοπίζει τις ρίζες αυτού που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «φιλελευθερισμός βασισμένος στην ατομική ιδιοκτησία» στην Αγγλία μετά την «ένδοξη» επανάστασή της στα μέσα του 17ου αιώνα. Αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία το πολιτικό κόμμα των Old Whigs ήταν πολιτικά και ιδεολογικά κυρίαρχο. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης αυτό είχε συνταχθεί με το κοινοβούλιο εναντίον του βασιλιά Καρόλου Α΄ και των φεουδαρχών υποστηρικτών του. Οι Old Whigs αντιτάχθηκαν στις προσπάθειες του Καρόλου να αυξήσει αυθαίρετα τους φόρους. Ήθελαν οι εξουσίες που επιδίωκαν να αυξήσουν τους φόρους να υποταχθούν πιο ολοκληρωμένα στο κοινοβούλιο, το οποίο και το ίδιο κυριαρχούνταν από την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων. Εν ολίγοις, στόχευαν να περιορίσουν τη δυνατότητα του κράτους να παρεμβαίνει στις ιδιωτικές υποθέσεις και στην ιδιοκτησία, της αναδυόμενης αγροτικής καπιταλιστικής τάξης.
Οι Old Whigs προσπάθησαν να δικαιολογήσουν θεωρητικά την ενίσχυση των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας έναντι των προηγούμενων μορφών ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής ιδιοκτησίας. Η τελευταία, για παράδειγμα, παρείχε στους αγρότες πρόσβαση σε δημόσιες εκτάσεις, χωρίς να απαιτεί από αυτούς να έχουν ένα καθορισμένο ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σε αυτές.
Η ατομική ιδιοκτησία στη γη παρείχε στην ταχέως αναπτυσσόμενη τάξη των γαιοκτημόνων το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με αυτήν, χωρίς κρατική παρέμβαση. Το πιο σημαντικό είναι ότι τους απάλλαξε από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έναντι της αγροτιάς και των αναδυόμενων γεωργικών εργατικών δυνάμεων, που προηγουμένως εργάζονταν και εξαρτιόνταν από τη γη για τη διαβίωσή τους. Η ενίσχυση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη επιτεύχθηκε μέσω μαζικών περιφράξεων της προηγουμένως κοινής γης, της εκδίωξης των κατοίκων της και της μετατροπής της σε ατομική ιδιοκτησία.
Οι Old Whigs πολέμησαν με νύχια και με δόντια πολιτικές οργανώσεις, όπως τους Levellers, και αγροτικούς σοσιαλιστές, όπως τους Diggers κατά τα μέσα του 17ου αιώνα. Οι οργανώσεις αυτές είχαν ως στόχο την καθιέρωση της ισότητας ενώπιον του νόμου, τη δίκαιη μεταρρύθμιση της γης και την επέκταση της δημόσιας κοινής γης. Στόχευαν επίσης στην εγκαθίδρυση της πολιτικής δημοκρατίας, ώστε να διασφαλιστεί ο κανόνας της πλειοψηφίας για την πλειοψηφία. Ένα τέτοιο σύστημα θα εγγυόταν ότι η δημόσια γη (μεταξύ άλλων) δεν θα μπορούσε να μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία.
Για τους Παλαιούς Ουίγους αυτά τα οράματα της λαϊκής δημοκρατίας ήταν αντίθετα προς την ατομική ιδιοκτησία.
Η αντιπάθεια των Παλαιών Ουίγων προς τη λαϊκή δημοκρατία, αφενός, και η υποστήριξη των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας, αφετέρου, βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής φιλοσοφίας του Χάγιεκ. Από αυτό το σημείο εκκίνησης αποσυνδέει θεωρητικά τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία. Η κίνηση αυτή αποσκοπεί α’) να εξηγήσει πώς ο φιλελευθερισμός μπορεί να υπάρξει χωρίς δημοκρατία και β’) να περιορίσει σημαντικά τη δημοκρατική επιρροή σε μια φιλελεύθερη τάξη της αγοράς που βασίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία.
Η υπεράσπιση των αρνητικών ελευθεριών έναντι των θετικών ελευθεριών από τον Hayek περιορίζει λογικά το δημοκρατικό περιεχόμενο. Αν οι κυβερνήσεις θέλουν να εγγυηθούν τη φιλελεύθερη τάξη της αγοράς, τότε πρέπει να εγγυώνται αρνητικές αλλά όχι θετικές ελευθερίες. Εξ ορισμού, τότε, αποκλείονται από την εφαρμογή εκτεταμένων κοινωνικών προγραμμάτων που αποσκοπούν, για παράδειγμα, στην αναδιανομή του πλούτου, της εξουσίας και της ιδιοκτησίας προς τους φτωχούς. Αυτές οι πολιτικές θα απαιτούσαν την επιβολή υποχρεώσεων στην κοινωνία προκειμένου να επιδιωχθεί ένα καθορισμένο αποτέλεσμα. Τέτοιες ενέργειες, σύμφωνα με τον Χάγιεκ, αποτελούν τα πρώτα βήματα προς τον ολοκληρωτισμό. Οι φιλελεύθερες ελευθερίες θα υπονομεύονταν, καθώς η κοινωνία θα αναγκαζόταν να υποταχθεί σε έναν “τεχνητό” (δηλ. προγραμματισμένο) γενικό στόχο, σε αντίθεση με το να επωφελείται από το ελεύθερο παιχνίδι της φυσικής, αυθόρμητης τάξης της αγοράς.
Φιλελευθερισμός εναντίον δημοκρατίας
Ο Χάγιεκ θεωρεί τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία δυνητικά συμβατές έννοιες. Αλλά βλέπει επίσης τον πρώτο ως συμβατό με τον αυταρχισμό. «Είναι τουλάχιστον, κατ’ αρχήν, δυνατό μια δημοκρατική κυβέρνηση να είναι ολοκληρωτική και μια αυταρχική κυβέρνηση να ενεργεί βάσει φιλελεύθερων αρχών».
Επομένως, ο φιλελευθερισμός δεν απαιτεί τη δημοκρατία. Για τους σύγχρονους φιλελεύθερους η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας και η δυνατότητα να κάνει κανείς με αυτήν ό,τι επιθυμεί είναι υψίστης σημασίας, ενώ η πολιτική δημοκρατία είναι επιθυμητή αλλά όχι απαραίτητη.
Ο Χάγιεκ επισημαίνει πώς οι κυβερνήσεις, καθοδηγούμενες από δημοκρατικές και άλλες λογικές (όπως ο οικονομικός σχεδιασμός), υπονόμευαν τα δυνητικά οφέλη της αυθόρμητης τάξης της αγοράς:
«Η προοδευτική εκτόπιση των κανόνων συμπεριφοράς του ιδιωτικού και ποινικού δικαίου [δηλαδή των αρνητικών ελευθεριών] από μια έννοια που προέρχεται από το δημόσιο δίκαιο [θετικές ελευθερίες] είναι η διαδικασία με την οποία οι υπάρχουσες φιλελεύθερες κοινωνίες μετατρέπονται προοδευτικά σε ολοκληρωτικές κοινωνίες». (Hayek, 1966).
Για τον Hayek, η πορεία προς την ανανέωση της φιλελεύθερης αυθόρμητης τάξης της αγοράς θα μπορούσε να επιτευχθεί με την καταπολέμηση αυτού που θεωρούσε ως κεκτημένα συμφέροντα, και των ικανοτήτων τους να επηρεάζουν την κυβέρνηση. Τέτοια συμφέροντα είναι τα καρτέλ και οι προσπάθειές τους να συνεννοηθούν μεταξύ τους για να επηρεάσουν τις τιμές. Για τον ίδιο όμως τα συνδικάτα αντιπροσώπευαν τη μεγαλύτερη απειλή για την εφαρμογή και τη λειτουργία των φιλελεύθερων αρχών: «Οι μονοπωλιακές πρακτικές που απειλούν τη λειτουργία της αγοράς είναι σήμερα πολύ πιο σοβαρές από την πλευρά της εργασίας παρά από την πλευρά των επιχειρήσεων».
Η αντίθεση του Χάγιεκ στην οργανωμένη εργασία εκφράστηκε μέσω της υποστήριξής του προς τις δικτατορίες.
Προς υπεράσπιση της δικτατορίας
Ο Χάγιεκ σκόπευε τα γραπτά του να λειτουργήσουν ως ένα κάλεσμα αφύπνισης για τους υπερασπιστές του φιλελευθερισμού. Όταν αυτοί οι υπερασπιστές αναλάμβαναν δράσεις υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, ο Χάγιεκ δεν ντρεπόταν να τους υποστηρίξει. Το 1973, ο στρατηγός Πινοσέτ εξαπέλυσε πραξικόπημα κατά της εκλεγμένης σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή και εγκαθίδρυσε μια δικτατορία υπό την οποία χιλιάδες συνδικαλιστές βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν. Ο Χάγιεκ έγραψε μια διαβόητη επιστολή στους Times υπερασπιζόμενος το πραξικόπημα με τους εξής όρους:
«Δεν μπόρεσα να βρω ούτε έναν άνθρωπο, ακόμη και στην πολύ κακοποιημένη Χιλή, που να μη συμφωνεί ότι η προσωπική ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερη υπό τον Πινοσέτ απ’ ό,τι υπό τον Αλιέντε».
Ο Χάγιεκ περιέγραψε αργότερα την κυβέρνηση του Αλιέντε ως τη μόνη ολοκληρωτική κυβέρνηση στη Λατινική Αμερική. Διατύπωσε την υπεράσπισή του για τον Πινοσέτ σε ένα ευρύτερο πλαίσιο υποστήριξης της δημοκρατίας μόνο στον βαθμό που αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση και τη διατήρηση μιας φιλελεύθερης τάξης της αγοράς: «Στη σύγχρονη εποχή υπήρξαν βέβαια πολλές περιπτώσεις αυταρχικών κυβερνήσεων υπό τις οποίες η προσωπική ελευθερία ήταν ασφαλέστερη από ό,τι υπό δημοκρατίες». Προσφέρει ως παράδειγμα την «πρώιμη κυβέρνηση» του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλές δημοκρατίες στην Ανατολική Ευρώπη, την Αφρική, τη Νότια Αμερική και την Ασία που αποτυγχάνουν να προστατεύσουν την προσωπική ελευθερία.
Ο Χάγιεκ επηρέασε τη Μάργκαρετ Θάτσερ και μέσω αυτής πολλούς σύγχρονους πολιτικούς και ιδεολόγους του συντηρητικού κόμματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται στο τιμόνι του σημερινού συντηρητικού κόμματος στη Βρετανία. Σε μια άλλη επιστολή του προς τους Times με τίτλο «οι κίνδυνοι για την προσωπική ελευθερία», υποστήριξε τη Θάτσερ ενώ επανέλαβε τον ισχυρισμό του ότι η αγορά είναι «απαραίτητη για την ατομική ελευθερία», ενώ η κάλπη «δεν είναι».
Σίγουρα, οι συντηρητικοί νεοφιλελεύθεροι στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, δεν χρησιμοποίησαν στρατιωτικά πραξικοπήματα για να υπονομεύσουν τη δημοκρατία. Ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν τις κοινοβουλευτικές δομές που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα για να το κάνουν αυτό.
Εναλλακτικές λύσεις
Η σύγχρονη διάβρωση της πολιτικής δημοκρατίας μπορεί να υπερασπιστεί με συνέπεια από τη θέση του Χάγιεκ ως αναγκαία για την προστασία της ατομικής ελευθερίας, δηλαδή της ατομικής ιδιοκτησίας και της περιορισμένης παρέμβασης της κυβέρνησης στη χρήση αυτής της ιδιοκτησίας.
Για όσους υποστηρίζουν τη βαθύτερη δημοκρατία, ίσως είναι απαραίτητο πρώτα να κατανοήσουν πόσο αντίθετος είναι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς με τη δημοκρατία. Η ατομική ιδιοκτησία στον καπιταλισμό συνεπάγεται την ιδιοκτησία του πλούτου και τον έλεγχο της παραγωγής του. Από τη στιγμή που η παραγωγή και η ιδιοκτησία του πλούτου αφαιρείται από τον δημοκρατικό έλεγχο, οι ιδιοκτήτες του μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν ως όπλο εναντίον εκείνων που έχουν αντίθετα οράματα για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί.
Στο πλαίσιο του αέναου ανταγωνισμού, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής του πλούτου έχουν κίνητρο να μειώνουν συνεχώς το κόστος των εισροών. Όταν αυτές οι εισροές περιλαμβάνουν την ανθρώπινη εργασία, τότε δεν είναι η εργασία, αλλά οι άνθρωποι που επωμίζονται αυτή την εργασία που μειώνονται σε μέγεθος. Οποιεσδήποτε προσπάθειες των τελευταίων να βελτιώσουν τη θέση τους μπορούν να θεωρηθούν στη σκέψη του Χάγιεκ ως «κεκτημένα συμφέροντα», τα οποία είναι καλύτερα να αποστρατεύονται και να καταστέλλονται από τις κυβερνήσεις.
Αξίζει επίσης να τονιστεί εκ νέου ότι η πολιτική δημοκρατία προέκυψε μέσα από αγώνες αιώνων από τα κάτω. Η παράδοση των Παλαιών Ουίγων ήταν σθεναρά αντίθετη στη δημοκρατία από τα κάτω. Οι αντίπαλοί τους, οι Diggers και οι Levellers μεταξύ άλλων, αγωνίστηκαν για ένα λαμπρό όραμα δημοκρατίας, όπου η οικονομική ισότητα αποτελούσε το θεμέλιο για την πολιτική ισότητα.
Εξακολουθούν να παρέχουν τα θεμέλια ενός εναλλακτικού οράματος της δημοκρατίας.
ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ: