Η κολομβιανή Άνοιξη και πώς προέκυψε

0

Δημοσιεύουμε το κάλεσμα για συγκέντρωση αλληλεγγύης στην εξεγερμένη Κολομβία καθώς και μια σχετική ανάλυση όπως πρωτοδημοσιεύτηκε στο Tierra y Libertad.

— Συγκέντρωση αλληλεγγύης στον κολομβιανό λαό – Concentración en solidaridad con el pueblo colombiano.–
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 14 ΜΑΪΟΥ, 19:00, ΣΤΑΘΜΟΣ ΗΣΑΠ ΚΗΦΙΣΙΑΣ | #resistecolombia #Nosestanmatando

Σχετικά με την εξέγερση στην Κολομβία και τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν:

Στις σπάνιες περιπτώσεις που τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αποφασίσουν να προβάλουν όσα εκτυλίσσονται στην Κολομβία εδώ και δέκα μέρες, το κύμα των διαμαρτυριών που συγκλονίζει τη χώρα παρουσιάζεται σαν μία αντίδραση ενάντια στο νομοσχέδιο φορολογικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης του Ιβάν Ντούκε.

Στην πραγματικότητα, ο κολομβιανός λαός ξεσηκώθηκε εξαιτίας μιας σειράς από αδικίες που έχουν συσσωρευτεί κατά την διάρκεια πολλών δεκαετιών. Colombia despertó, φωνάζουν τα συνθήματα στους τοίχους των πόλεων: η Κολομβία ξύπνησε. Έτσι, το νομοσχέδιο που κατ’ ευφημισμόν η κυβέρνηση ονόμασε «Σχέδιο Νόμου Βιώσιμης Αλληλεγγύης», αποτέλεσε απλώς την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η λίστα των δεινών είναι ατελείωτη: η μη τήρηση από την πλευρά του Κράτους των συμφωνιών ειρήνης που υπογράφτηκαν το 2016, οι συνεχόμενες δολοφονίες κοινωνικών αγωνιστών και αγωνιστριών, το ξεπούλημα των φυσικών αγαθών στις πολυεθνικές και η αρπαγή της γης των αυτοχθόνων λαών, η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής προς όφελος της αγροτοβιομηχανίας, η εμφάνιση μιας νέας γενιάς παραστρατιωτικών, η κρατική διαφθορά, μεταξύ άλλων ζητημάτων. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα είναι που κραυγάζει για αλλαγή.

Στην Κολομβία η εξουσία ασκείται από το τρίπτυχο Κράτος – μεγάλο κεφάλαιο – οργανωμένο έγκλημα, παράγοντες που έχουν διαρθρωθεί μεταξύ τους σε ένα καρτέλ, για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους και να ζουν με τους δημόσιους πόρους. Πρόκειται για ένα τρίπτυχο που έχει μεταμορφώσει με τα πιο αιματηρά μέσα τις ίδιες τις δομές του Κράτους, έχει επανασχεδιάσει τους νόμους και θεσμούς υπέρ των συμφερόντων του και έχει επεξεργαστεί έναν πολιτικό-ιδεολογικό μηχανισμό, ο οποίος χάρη στην ακούραστη βιομηχανία ψευδών που παράγουν τα μέσα ενημέρωσης, έχει πετύχει ακόμα και να μετασχηματίσει πολιτισμικές δυναμικές, δηλαδή το πώς σχετίζεται, το πώς σκέφτεται και το πώς αισθάνεται ο λαός. Αυτή η ανίερη συμμαχία έχει καταφέρει μια ολόκληρη χώρα να δουλεύει για λογαριασμό της, ακόμα και να πεθαίνει για να την υπηρετεί. Επιπλέον, η κατάληψη της εξουσίας από πολιτικούς που χρηματοδοτούνται από παραστρατιωτικές ομάδες, κάνει ολοένα και πιο θολά όρια μεταξύ Κράτους και παρακράτους. Έτσι, η κολομβιανή ελίτ είναι μια κάστα νάρκος, επιχειρηματιών και πολιτικών, που χρησιμοποιεί το παραστρατιωτικό φαινόμενο ως εργαλείο εξαναγκασμού για τη συσσώρευση γης και την «ειρήνευση» της κοινωνίας.

Ντούκε, ο εκλεκτός του Ουρίμπε

Ο τωρινός πρόεδρος, Ιβάν Ντούκε, που εξελέγη τον Απρίλη του 2018, ήταν ένας λομπίστας του χρηματιστηρίου της Γουόλ Στρητ αλλά στη Κολομβία ήταν ελάχιστα γνωστός. Επιλέχτηκε ως υποψήφιος για την προεδρία από τον πρώην πρόεδρο Άλβαρο Ουρίμπε Βέλες, τον πιο ισχυρό άντρα της χώρας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα για τα οποία ευθύνεται η κυβέρνηση Ουρίμπε, ήταν τα λεγόμενα falsos positivos, οι δολοφονίες απλών πολιτών, του οποίους ο στρατός παρουσίαζε ως αντάρτες, προκειμένου να λαμβάνει χρηματοδότηση από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πολιτική της «Δημοκρατικής Ασφάλειας» που σήμανε την αύξηση της επιτήρησης και της καταστολής στην χώρα, όπως και ο Νόμος «Δικαιοσύνης και Ειρήνης», που λειτούργησε σαν πλυντήριο των εγκλημάτων των παραστρατιωτικών, έκαναν τον Ουρίμπε ιδιαίτερα μισητό σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι, η οργή και τα περισσότερα από τα συνθήματα του κόσμου που διαδηλώνει σήμερα, στρέφονται ενάντια στον πρώην πρόεδρο.

Ο Ουρίμπε μπορεί να μην είναι πια πρόεδρος, όμως το λεγόμενο μπλοκ του ουριμπισμού σαμποτάρει ακούραστα και επιδιώκει να ανατρέψει την ατζέντα ειρήνης που προέκυψε με τις συμφωνίες της Αβάνας για τον τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης, ενώ παράλληλα οι εκπρόσωποι του, πιστοί υπηρέτες της κυβέρνησης των ΗΠΑ, είναι υποστηρικτές μιας στρατιωτικής εισβολής στη γειτονική Βενεζουέλα. Η χώρα ξοδεύει τεράστια ποσά σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Το να βρει κανείς επίσημα στοιχεία σχετικά με ύψος αυτών των δαπανών είναι σχεδόν αδύνατο, καθώς το Υπουργείο Άμυνας μοιάζει να θέλει να τα κρύψει. Ιστορικά, αυτό το κομμάτι της πίτας του προϋπολογισμού πάντα ήταν μεγάλο, καθώς διατηρούνταν η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Με το πρόσχημα άλλωστε του «αντιτρομοκρατικού» πολέμου εναντίον των ανταρτών και με το πρόσχημα του υποτιθέμενου πολέμου κατά των ναρκωτικών, οι ΗΠΑ έχουν εγκαταστήσει επτά στρατιωτικές βάσεις και πολυάριθμα στρατεύματα στην κολομβιανή επικράτεια. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ειρήνης, δεν δικαιολογείται να δαπανάται το 11% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς. Γιατί λοιπόν τόσα όπλα; Για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού», δηλαδή όσων αντιστέκονται στις πολιτικές Κράτους και κεφαλαίου. Με αυτόν τον στόχο, η κυβέρνηση Ντούκε διέθεσε φέτος 9 δισεκατομμύριο πέσος για την απόκτηση αστυνομικών οχημάτων.

Στο οικονομικό πεδίο η κυβέρνηση πήρε ένα δάνειο 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το ΔΝΤ για τη διαχείριση της κρίσης που ξέσπασε εξαιτίας της πανδημίας. Ωστόσο, είχε την πρόθεση να χαρίσει ένα μεγάλο ποσό από τα χρήματα αυτά για τη διάσωση της αεροπορικής εταιρίας Avianca, απόφαση η οποία προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και τελικά ακυρώθηκε. Όμως η κυβέρνηση μέσα σε επτά μήνες χάρισε πέντε δισεκατομμύρια πέσος σε μεγάλους επιχειρηματίες και τραπεζίτες, μεταξύ αυτών, στον γνωστό μεγαλοτραπεζίτη Σαρμιέντο Άνγκουλο, του ομίλου Grupo Aval, ο οποίος ήταν ο βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Ντούκε κατά το διάστημα 2014-2017. Με το ξέσπασμα της πανδημίας ο Ντούκε συναντήθηκε με εκπροσώπους του εγχώριου κεφαλαίου, για να τους συμβουλευτεί πώς να διαχειριστεί την πανδημία. Αυτοί ήταν που είχαν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων κοινωνικών ομάδων, ακόμα και των ειδικών της υγείας. Τα επιχειρηματικά λόμπι έχουν επιβάλει στην Κολομβία ένα ιδιότυπο «δόγμα του σοκ», ακόμα πιο βάναυσο από το ορίτζιναλ, εκείνο της Χιλής. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών, η παραγωγή κοκαΐνης στη χώρα διπλασιάστηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, με αποτέλεσμα να αποτελεί το νούμερο ένα εξαγωγικό προϊόν της Κολομβίας. Τέτοιες ποσότητες δεν παραγόταν ούτε την εποχή του Πάμπλο Εσκομπάρ.

Η διαχείριση της πανδημίας

Η Κολομβία είναι μια χώρα με πολύ βαθιές κοινωνικές ανισότητες. Το 42,5% ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και το 15,1% σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, σύμφωνα με τα στοιχεία της δημόσιας στατιστικής υπηρεσίας, DANE (Departamento Administrativo Nacional de Estadística), ενώ το 48% των εργαζομένων απασχολούνται σε καθεστώς παράτυπης ή αδήλωτης εργασίας. Το φθινόπωρο έκαναν την εμφάνισή τους στα παράθυρα πολλών σπιτιών τα κόκκινα μαντήλια, ένας τρόπος επικοινωνίας που επινόησαν οι φτωχές οικογένειας, για να εκπέμψουν σήμα κινδύνου και να ζητήσουν βοήθεια μπροστά στην αβεβαιότητα της ανεργίας και της πείνας.

Οι προϋπάρχουσες δομικές ανισότητες επιδεινώθηκαν με την πανδημία. Ο Ντούκε προσπάθησε να φουσκώσει τον αριθμό των εξόδων που προορίζονταν για την αντιμετώπιση του Covid-19, λέγοντας ότι θα διέθετε για την υγειονομική κρίση 117 δισεκατομμύρια πέσος, ποσό το οποίο διέψευσε στη συνέχεια ο ίδιος ο υφυπουργός Οικονομικών, Χουάν Αλμπερτο Λοντόνιο, δηλώνοντας ότι συνολικά η κυβέρνηση διέθεσε περίπου 30 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε και το Παρατηρητήριο του Πανεπιστημίου Javeriana τον περασμένο Ιούνιο, «άλλο πράγμα είναι να έχεις πόρους εξασφαλισμένους για όταν χρειαστεί και άλλο πράγματι να τους ξοδεύεις», συμπληρώνοντας ότι, μέχρι τότε είχαν ξοδευτεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας μόλις 3,6 δισεκατομμύρια πέσος, δηλαδή μόλις το 0,34% του ΑΕΠ.

Η Κολομβία δεν είναι η μοναδική χώρα στην οποία η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε την πανδημία, για να περιορίσει ακόμα περισσότερο τις πολιτικές ελευθερίες. Ούτε η βάναυση καταστολή και η κρατική τρομοκρατία είναι κάτι που εμφανίστηκε στη χώρα την τελευταία εβδομάδα, με αφορμή τις λαϊκές διαμαρτυρίες. Μόνο για το 2020 η οργάνωση Human Right Watch κατέγραψε 90 σφαγές. Δολοφονήθηκαν συνολικά 310 κοινωνικοί αγωνιστές και αγωνίστριες σε όλη την επικράτεια, από τους/τις οποίους/ες 64 ήταν πρώην μέλη αντάρτικων ομάδων. Άλλωστε, η συμφωνία της Αβάνας τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της έχει βαλτώσει, ιδιαίτερα σε βασικά ζητήματα, που έχουν να κάνουν με δομικές ανισότητες, με κυριότερο από αυτά, την αναδιανομή της γης. Για το 2021 η παράδοση της καταστολής και της κρατικής τρομοκρατίας συνεχίζεται, με μία δολοφονία με πολιτικά κίνητρα να πραγματοποιείται κάθε δύο μέρες.

Η γενική απεργία που μετατράπηκε σε γενικευμένη εξέγερση

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση Ντούκε αποφάσισε να προωθήσει το νομοσχέδιο για τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που προέβλεπε αυξήσεις των φόρων σε βασικά αγαθά όπως ο καφές, η ζάχαρη, τα αυγά, η βενζίνη, καθώς επίσης και αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος και του νερού, πλήττοντας έτσι τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Στις αμέσως επόμενες επιδιώξεις της κυβέρνησης βρίσκεται το νομοσχέδιο για την Υγεία, ένα πακέτο μέτρων που στοχεύει στην ιδιωτικοποίηση τομέων της υγείας, την κατάργηση των δωρεάν εμβολιασμών και άλλων παροχών, εν ολίγοις, ένα μοντέλο που αντιγράφει το αντίστοιχο των ΗΠΑ.

Μία μέρα πριν από τη γενική απεργία που είχε κληθεί για τις 28 Απριλίου, το Διοικητικό Δικαστήριο της Κουντιναμάρκα, της περιφέρειας στην οποία υπάγεται η πρωτεύουσα Μπογκοτά, εξέδωσε την απόφαση αναστολής όλων των κινητοποιήσεων της 28ης Απριλίου και της Πρωτομαγιάς με το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας υγείας. Όπως δήλωσαν συλλογικότητες δικηγόρων, το παραπάνω διάταγμα είναι αντισυνταγματικό και ασυμβίβαστο με το δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Χρησιμοποιήθηκε όμως από κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές, στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν τις διαδηλώσεις. Τονίζοντας ότι τους επιφύλασσαν μεταχείριση πολέμου και ότι θα τις διέλυαν με κάθε τρόπο, οι αρχές επέβαλαν απαγόρευση κυκλοφορίας στις 8 το βράδυ, παρόλα αυτά, η επιτροπή που καλούσε την απεργία, αποτελούμενη από τις δύο μεγαλύτερες εργατικές συνομοσπονδίες αλλά και πολλές κοινωνικές οργανώσεις, δεν ακύρωσε το κάλεσμα.

Έτσι, μέσα σε δύο μέρες η κοινωνική διαμαρτυρία εξαπλώθηκε σε περισσότερες από 500 πόλεις της χώρας, κυρίως στα αστικά κέντρα της νοτιοδυτικής Κολομβίας και σε περισσότερες από 50 πόλεις στον κόσμο. Τρεις μέρες μετά το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων, ο Ντούκε δήλωσε ότι θα αναδιατυπώσει το νομοσχέδιο, όχι όμως ότι θα το αποσύρει, κόλπο το οποίο δεν έπεισε κανέναν και καμία. Την επόμενη μέρα παραιτήθηκαν ο υπουργός και ο υφυπουργός Οικονομίας, ωστόσο ούτε τότε τα πλήθη εγκατέλειψαν τους δρόμους.

Στο Κάλι, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, η οποία ιστορικά είχε σημαδευτεί τη δεκαετία του ‘70 και του ’80 από τους φοιτητικούς αγώνες, αναδείχτηκαν πρωτοβουλίες που θύμισαν το αντίστοιχο κίνημα στη Χιλή στα τέλη του 2019. Πολλοί δημόσιοι χώροι και σημεία συγκέντρωσης μετονομάστηκαν, όπως για παράδειγμα, η Λόμα ντε λα Κρους που πλέον λέγεται Λόμα Ντιγκνιδάδ (λόφος της αξιοπρέπειας), το Πουέρτο Ρεγιένα που μετονομάστηκε σε Πουέρτο Ρεσιστένσια (λιμάνι της αντίστασης) και η Γέφυρα των Χιλίων Ημερών σε γέφυρα των Χιλίων Αγώνων. Στους χώρους αυτούς διοργανώνονται καθημερινά πολιτισμικές εκδηλώσεις, συλλογικές κουζίνες, σταθμοί πρώτων βοηθειών. Σε επτά σημεία της πόλης υπάρχουν σταθερά μπλόκα, ενώ τα πανεπιστήμια αποτελούν ανοικτούς χώρους διαλόγου και πολιτικών ζυμώσεων.

Με την εξέγερση ενώθηκαν και οι ιθαγενείς της Κάουκα με τα πολύχρωμα καραβάνια τους που κατευθύνθηκαν προς το Κάλι ή την Μπογκοτά, με τα δικά τους αιτήματα για την Απελευθέρωση της Μητέρας Γης από τις μονοκαλλιέργειες και τα μεγκαπρογιέκτος, τον τερματισμό των ψεκασμών με γλιφοσάτη. Το ίδιο έπραξαν και κοινότητες αγροτών και Αφροκολομβιανών από πολλές γωνιές της χώρας, καθώς και επαγγελματίες πολλών κλάδων, όπως οι οδηγοί.

Στις 30 Απριλίου, ο Άλβαρο Ουρίμπε έγραψε στο twitter: «Ας στηρίξουμε το δικαίωμα των στρατιωτικών και των αστυνομικών να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους για να υπερασπιστούν την ακεραιότητά τους και για να υπερασπιστούν τους ανθρώπους και τα αγαθά από την εγκληματική δράση της βάνδαλης τρομοκρατίας». Στο ίδιο μήκος κύματος, ένας γερουσιαστής του κόμματος Centro Democrático, ο Κάρλος Φελίπε Μεχία, έγραφε: «Πρόεδρε Ιβάν Ντούκε, εδώ διακυβεύονται η σταθερότητα των θεσμών και η ασφάλεια του Κράτους, η συμβίωση των πολιτών, εκτός από την υγεία και τη ζωή χιλιάδων αθώων. Είναι επείγον να ενεργοποιήσετε το άρθρο 213 του Συντάγματος, να κηρύξετε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και να βγάλετε τον στρατό στις πόλεις». Στις 4 Μαΐου ο Ουρίμπε «ξαναχτύπησε», καθώς δεν δίστασε να στιγματίσει το συντονιστικό των ιθαγενών της Κάουκα, CRIC ταυτίζοντάς το με το αντάρτικο του ELN. Δημοσιεύοντας μια φωτογραφία αυτοκινήτου με σημαία του CRIC έκανε λόγο για «ομάδα των τρομοκρατών του ELN».

Γενικά, σε κάθε ευκαιρία πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης εστιάζουν στις υλικές ζημιές που προκαλούν οι «βάνδαλοι»: «στην απεργία είμαστε εγκληματίες, στις εκλογές είμαστε πολίτες», απαντάει ο κόσμος που διαδηλώνει.

#Μας σκοτώνουν

Η καταστολή με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι διαμαρτυρίες ήδη από την πρώτη μέρα, ήταν χωρίς προηγούμενο. Το κολομβιανό Κράτος χρησιμοποιεί όλον τον αντιεξεγερσιακό του μηχανισμό, με εκτελέσεις εν ψυχρώ, αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια, για να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους που διαδηλώνουν για ένα καλύτερο αύριο. Υπάρχουν καταγγελίες για ηλεκτροσόκ σε αστυνομικά τμήματα, για εννέα βιασμούς διαδηλωτριών, για εσκεμμένους πυροβολισμούς στα μάτια με αποτέλεσμα δώδεκα άτομα να έχουν χάσει την όρασή τους. Δεκάδες είναι οι δολοφονίες στις μεγάλες πόλεις, Μπογκοτά, Μεντεγίν, Κάλι, Ιμπαγκέ, Περέιρα από την πλευρά των ESMAD και των Ομάδων Ειδικών Επιχειρήσεων (GOES).

Tο ESMAD (αρχικά που σημαίνουν Κινητό Τάγμα Αντιμετώπισης Ταραχών) είναι ένα χωριστό σώμα της αστυνομίας που δημιουργήθηκε το 1999 για να αναχαιτίζει τις διαδηλώσεις. Υποτίθεται ότι θα ήταν ένα προσωρινό σώμα, ωστόσο, αντί να καταργηθεί, όλες οι έως τώρα κυβερνήσεις φρόντισαν για την ενίσχυσή του. Σήμερα διαθέτει περίπου 4.000 μέλη και λαμβάνει ένα ποσό από τον κρατικό προϋπολογισμό που πλησιάζει το μισό δισεκατομμύριο πέσος (περίπου 130 εκατομμύρια δολάρια). Κατά την εικοσαετή του ύπαρξη έχει δολοφονήσει τουλάχιστον είκοσι πολίτες, ασκώντας καταχρηστικά την εξουσία του.

Το σχήμα καταστολής λοιπόν είναι το ακόλουθο: τη μέρα παρεμβαίνουν τα Esmad και τη νύχτα, στις κεντρικές εστίες κινητοποίησης στις μεγάλες πόλεις, βγαίνει η ίδια η αστυνομία και πυροβολεί αδιακρίτως. Εκτός όμως από τους δολοφόνους με στολή – οι οποίοι συχνά φορούν τα γιλέκα τους ανάποδα ώστε να μη φαίνεται ο αριθμός ταυτοποίησής τους – κάνουν την εμφάνιση τους και ένοπλες ομάδες με πολιτικά, που πυροβολούν διαδηλωτές, απλούς περαστικούς και ασθενοφόρα ακόμα και από ελικόπτερα. «Ρίχνουν στους ανθρώπους που διαμαρτύρονται για να τους σκοτώσουν. Ρίχνουν στους ανθρώπους που κλαίνε για τον νεκρό τους για να τους σκοτώσουν. Ρίχνουν στους ανθρώπους που παρέχουν τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες για αν τους σκοτώσουν», δήλωσε ο εκπρόσωπος μιας οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, περιγράφοντας την κατάσταση στο Κάλι. Το πρωί βγαίνουν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι και καλούν σε διάλογο εκείνους κι εκείνες που δολοφονούν τη νύχτα.

Ωστόσο, ούτε τα ESMAD ούτε η αστυνομία έχουν καταφέρει να συγκρατήσουν την κοινωνική εξέγερση. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση προέβη στη στρατιωτικοποίηση των πόλεων, ενεργοποιώντας ένα μέτρο που ονομάζεται «στρατιωτική συνδρομή», το οποίο αναθέτει στον στρατό τη διαχείριση της δημόσιας τάξης, κάτι που ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου. Φημολογείται μάλιστα τις τελευταίες ώρες, ότι ο πρόεδρος Ντούκε ετοιμάζεται να κηρύξει καθεστώς εξαίρεσης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Πινιέρα στη Χιλή. Η ΜΚΟ Temblores κάνει λόγο για 21 νεκρούς μέχρι την Πρωτομαγιά, ενώ η Human Rights Watch για 35. Η Defensoría del Pueblo, θεσμός που μοιάζει με εκείνον του Συνηγόρου του Πολίτη, σε ανακοίνωσή της στις 3 Μαΐου έκανε λόγο για 19 νεκρούς, η πλειονότητα αυτών στο Κάλι. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της χώρας σιωπούν και δεν μιλάνε καθόλου για τις δολοφονίες, ενώ καλλιεργούν κλίμα τρομοκρατίας λόγω της έλλειψης καυσίμων που αναμένεται να προκληθεί από τα μπλόκα στους δρόμους. Τα μέσα αντιπληροφόρησης και τα κοινωνικά δίκτυα είναι τα μοναδικά εργαλεία που διαθέτει η εξέγερση στο κομμάτι της ενημέρωσης, για να διαδώσει αυτά που συμβαίνουν. Ακόμα κι αυτό καθίσταται δυσχερές, καθώς τις νυχτερινές ώρες στο Κάλι γίνεται εσκεμμένα διακοπή ρεύματος και ίντερντ, ώστε να μην είναι δυνατό να μεταδοθούν βίντεο από τις βιαιοπραγίες των δυνάμεων ασφαλείας.

Προοπτικές

Όλοι και όλες στη χώρα θυμούνται τις κινητοποιήσεις που είχαν εκδηλωθεί τον Νοέμβρη του 2019 στην Κολομβία λίγο μετά το ξέσπασμα της λαϊκής εξέγερσης στη Χιλή, με το φοιτητικό κίνημα να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Με την έναρξη της πανδημίας ακολούθησε μια περίοδος κινηματικής ύφεσης, όπως και στις περισσότερες χώρες, όμως η αναζωπύρωση της λαϊκής διαμαρτυρίας ήταν αναπόφευκτη, καθώς τα δομικά αίτια που τη γεννούν, είναι βαθιά ριζωμένα και δεν έχουν μεταβληθεί.

Η διαφορά σήμερα σε σχέση με παλιότερες γενικές απεργίες διαρκείας, όπως εκείνες του 2008, είναι ότι οι κινητοποιήσεις δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τις παραδοσιακές δυνάμεις όπως είναι τα συνδικάτα και τα κόμματα. Αυτές δεν έχουν πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο κόσμος των κοινωνικών κινημάτων έχει μάθει ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ηγεσίες των συνδικάτων και των κομμάτων φλερτάρουν με τη θεσμοποίηση και τη συνδιαλλαγή με την εξουσία, εξαπατώντας τον λαό. Έτσι λοιπόν, βρισκόμαστε μπροστά στην εμφάνιση νέων οργανωτικών μορφών και νέων τρόπων συνάντησης, σχεδιασμού και δράσης, στο πλαίσιο μιας δικτύωσης μεταξύ ασυμβίβαστων κομματιών της κοινωνίας που, μέσα από μεγάλη δημιουργικότητα και ευρηματικότητα εκφράζουν την αναγκαιότητα για πραγματικές αλλαγές.

Το οικοδόμημα του ουριμπισμού είναι έτοιμο να πέσει και η κατάρρευσή του θα κάνει μεγάλο πάταγο. Μία ενδεχόμενη παραίτηση του Ντούκε θα είναι μία μεγάλη νίκη του κινήματος. Πράγματι, η ιστορική συγκυρία δίνει την ευκαιρία να σπάσει η ηγεμονία της πιο αιμοσταγούς κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας κι αυτό δεν είναι λίγο. Από την άλλη, η προοπτική των εκλογών δεν αποκλείεται να αποτελέσει τον νεκροθάφτη της εξέγερσης. Αυτή είναι και μια ανοικτή συζήτηση στους χώρους συνάντησης των εξεγερμένων: είναι αρκετή μια αλλαγή στην προεδρία της χώρας χωρίς συστημικές αλλαγές; Είναι αρκετές κάποιες επιφανειακές αλλαγές που δεν θα αγγίζουν το ζήτημα του οικονομικού μοντέλου που έχει επιβληθεί στη χώρα; Το πιο συνειδητοποιημένο κομμάτι της εξέγερσης θέτει συγκεκριμένα προτάγματα: να ενδυναμώσουμε, λένε, την πραγματική συμμετοχή από τα κάτω, την εμπλοκή στην εξέγερση των νέων που ζουν στις παραγκουπόλεις, να αρχίσουμε σκεφτόμαστε πώς θα δημιουργήσουμε μια χώρα δίκαιη και αξιοπρεπή, να βελτιώσουμε την ικανότητα μας να αντιδρούμε ως εξεγερμένος λαός, να χτίσουμε εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας και πληροφόρησης, δίκτυα αλληλοβοήθειας μεταξύ οργανώσεων των πόλεων και των χωριών, αυτοχθόνων και αγροτικών κοινοτήτων.

Αυτή η κρίση πλήττει τον ακρογωνιαίο λίθο του νεοφιλελεύθερου-παραστρατιωτικού μοντέλου, ενός μοντέλου που τείνει να επεκταθεί από την Κολομβία σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Οι κινητοποιήσεις της κολομβιανής Άνοιξης καλούν στην απαξίωση της Δεξιάς, αλλά πάνω απ’ όλα, αναδεικνύουν την πιεστική ανάγκη να επιλυθούν τα αίτια της παρατεταμένης εξαθλίωσης του λαού. Ποιο θα είναι το μέλλον της εξέγερσης, δεν γνωρίζουμε, το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτές τις μέρες έχει επανέλθει η ελπίδα.


ΠΗΓΕΣ:

Corporación Jurídica Libertad  |  Avispa Midia  |  Desinformoménonos  |  El grito del sur  |  America Latina en movimiento

Αφήστε ένα σχόλιο

four × three =