Τα κοινωνικά κινήματα ανακτούν φυσικούς χώρους για να αντικαταστήσουν το κράτος

0

Το παρόν κείμενο του Sasha Davis είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Αντικατάσταση του Κράτους: Πώς να Αλλάξουμε τον Κόσμο Όταν Αποτυγχάνουν οι Εκλογές και οι Διαμαρτυρίες. Ο Sasha Davis είναι ακτιβιστής και καθηγητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικών Σπουδών και Βιωσιμότητας στο Keene State College στο Νιου Χάμσαϊρ. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Islands and Oceans: Reimagining Sovereignty and Social Change και The Empires’ Edge: Militarization, Resistance, and Transcending Hegemony in the Pacific.

Από τις καταλήψεις γκαζόν σε πανεπιστήμια ως ένδειξη αλληλεγγύης με τη Γάζα, μέχρι τους αποκλεισμούς αυτοκινητοδρόμων ενάντια στην αστυνομική και μεταναστευτική βία το 2025, αλλά και τις διαμαρτυρίες της Αραβικής Άνοιξης και του Occupy Wall Street το 2011: η ακτιβιστική κατάληψη χώρου αποτελεί βασική πρακτική κοινωνικής αλλαγής και διεκδίκησης δικαιοσύνης. Αν και πολλοί αποκαλούν αυτές τις δράσεις «καταλήψεις», άλλοι (ανάμεσά τους κι εγώ) τις ονομάζουμε «αντικαταλήψεις», για να τονίσουμε ότι οι χώροι όπου γίνονται είναι ήδη κατειλημμένοι από καταπιεστικές κυβερνήσεις ή θεσμούς.

Όπως κι αν τις αποκαλέσουμε, η μέθοδος αυτή παραμένει ιδιαίτερα διαδεδομένη: κινήματα σε όλο τον κόσμο την εφαρμόζουν με ποικίλους τρόπους. Μερικές ομάδες καταλαμβάνουν προσωρινά έναν χώρο απλώς για να τραβήξουν την προσοχή σε ένα ζήτημα. Πρόκειται για μια μορφή διαμαρτυρίας που στοχεύει στο να ακουστούν οι φωνές τους από τον κόσμο  και τις κυβερνήσεις. Οι διαδηλωτές μπορεί να βρεθούν σε χώρους όπου «δεν επιτρέπεται να βρίσκονται», ακριβώς για να τραβήξουν τα φώτα των μέσων ενημέρωσης. Μπορεί να αποκλείσουν έναν αυτοκινητόδρομο για να αναδείξουν την αστυνομική βία και τις φυλετικές ανισότητες, ή να σκαρφαλώσουν σε ένα ρυπογόνο εργοστάσιο ώστε να κρεμάσουν ένα πανό διαμαρτυρίας σε απαγορευμένο σημείο και να εκθέσουν δημόσια μια ρυπογόνα εταιρεία. Με αυτόν τον τρόπο, δεν στοχεύουν να παραμείνουν ή να ελέγξουν τον χώρο, αλλά, όπως το έθεσε ο Bart Cammaerts, θέλουν απλώς να δημιουργήσουν « ακραίες πράξεις λόγου — μια κραυγή για ορατότητα » που έχει σχεδιαστεί για να ενισχύσει τα υπάρχοντα αιτήματα.

Άλλες φορές, οι διαδηλωτές καταλαμβάνουν έναν χώρο με σκοπό να διαταράξουν άμεσα μια εκδήλωση: για παράδειγμα, το μπλοκάρισμα συνεδριάσεων όπου λαμβάνονται αποφάσεις που διευρύνουν την ανισότητα, τον αποκλεισμό ή την οικολογική καταστροφή. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι μαζικές κινητοποιήσεις κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ, τη Γένοβα, το Κανκούν και αλλού όπου συνεδρίαζαν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και άλλοι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Υπάρχουν επίσης δράσεις που χρησιμοποιούν τακτικές αντικατάληψης προκειμένου να μπλοκάρουν ένα συγκεκριμένο κατασκευαστικό έργο, μια καταστροφική δραστηριότητα ή την κυκλοφορία ενός επικίνδυνου εμπορεύματος. Οι αγώνες κατά του αγωγού Dakota Access στη Νότια Ντακότα, του έργου τηλεσκοπίου Maunakea στη Χαβάη, των έργων αποψίλωσης δασών στη Δυτική Αμερική, του αγωγού Coastal GasLink στο Έθνος Wet’suwet’en, καθώς και οι διαμαρτυρίες στην έρημο της Νεβάδα κατά των δοκιμών πυρηνικών όπλων στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, έχουν όλες χρησιμοποιήσει αυτού του είδους τις τακτικές αντικατάληψης και αποκλεισμού.

Οι τακτικές αυτές ξεπερνούν το στάδιο της απλής διαμαρτυρίας που περιορίζεται στη διατύπωση αιτημάτων. Δεν αποσκοπούν μόνο στην ορατότητα, αλλά παρεμποδίζουν πρακτικά τη δυνατότητα του κράτους ή μιας εταιρείας να δρα σε έναν τόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κινήματα αξιοποιούν αυτούς τους αποκλεισμούς για να αποκτήσουν διαπραγματευτική δύναμη. Άλλες φορές, όμως, και αυτό είναι κρίσιμο, δεν ζητούν τίποτα. Αντί να επιδιώκουν συμβιβασμούς, χρησιμοποιούν τις τακτικές αυτές για να αντικαταστήσουν τους υπάρχοντες θεσμούς διακυβέρνησης.

Από την αντικατάληψη στην αντικατάσταση του κράτους

Ένα φθινοπωρινό πρωινό του 2014 είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάτι που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που έβλεπα την πολιτική δράση και τις στρατηγικές για κοινωνική αλλαγή. Βρισκόμουν στην Οκινάουα για να μελετήσω τα σχέδια των ΗΠΑ για την κατασκευή μιας νέας στρατιωτικής βάσης, αλλά και για να μάθω περισσότερα για τις τακτικές των ακτιβιστών από τους ανθρώπους που αντιστέκονταν σε αυτή.

Στην παραλία εκείνο το πρωί, μια ομάδα διαδηλωτών με καγιάκ βγήκε στη θάλασσα για να κάνει μια τολμηρή δήλωση: ότι ο κοντινός κόλπος δεν έπρεπε να μετατραπεί σε στρατιωτική βάση, αλλά να διοικείται από τους ίδιους τους κατοίκους με βάση αρχές προστασίας του περιβάλλοντος, φροντίδας της κοινότητας και ειρηνικών διεθνών σχέσεων. Η πρόκληση δεν ήταν μόνο τι ζητούσαν, αλλά και ποιον είχαν απέναντί τους: τη συνδυασμένη ισχύ της ιαπωνικής κυβέρνησης και του αμερικανικού στρατού, που είχαν αποφασίσει —παρά τη συντριπτική λαϊκή αντίθεση— να γεμίσουν με ιζήματα τα νερά του Χενόκο και να τα μετατρέψουν σε αεροπορική βάση των Πεζοναυτών. Οι καγιάκερ όμως είχαν άλλη άποψη.

Οι κάτοικοι της Οκινάουα δυσκολεύτηκαν να επηρεάσουν αποτελεσματικά τις κυβερνητικές πολιτικές μέσω εκλογών και διαμαρτυριών. Η ιστορία της Οκινάουα, ωστόσο, είναι μοναδική στο ότι αυτή η ομάδα νησιών (η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην Ταϊβάν και τα κύρια νησιά της Ιαπωνίας) ήταν κάποτε το ανεξάρτητο βασίλειο Ryukyu, αλλά τώρα είναι ο τόπος ενός « διπλού αποικισμού » όπου η τοπική βούληση και η αυτοδιάθεση έχουν ματαιωθεί τόσο από την ιαπωνική όσο και από την αμερικανική κυβέρνηση. Η Οκινάουα προσαρτήθηκε από την Αυτοκρατορική Ιαπωνία το 1879 και από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το κύριο νησί έχει χρησιμοποιηθεί ως τοποθεσία για μια μεγάλη συλλογή αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, οι οποίες προκαλούν πολλά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα για το 1,3 εκατομμύριο κατοίκους. Οι άνθρωποι προσπάθησαν να επηρεάσουν τις κυβερνήσεις στο Τόκιο και την Ουάσινγκτον για να μειώσουν το βάρος των βάσεων, αλλά οι διαπραγματεύσεις της δεκαετίας του 1990 έφτασαν μόνο στο σημείο να υποσχεθούν το κλείσιμο μιας προβληματικής βάσης στην κεντρική Οκινάουα (Αεροπορική Βάση Πεζοναυτών Futenma) εάν κατασκευαστεί μια άλλη για να την αντικαταστήσει στην περιοχή Henoko της βόρειας Οκινάουα.

Παρά τις εκλογές κυβερνητών που εναντιώνονταν στις βάσεις, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τα σχέδια του αμερικανικού στρατού ή της κεντρικής ιαπωνικής κυβέρνησης. Τον Φεβρουάριο του 2019, οι κάτοικοι της Οκινάουα προσήλθαν στις κάλπες και πάνω από το 72% ψήφισε κατά της κατασκευής της νέας βάσης. Ωστόσο, τόσο η κυβέρνηση των ΗΠΑ όσο και η ιαπωνική κυβέρνηση ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν υποχρεωμένες να λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα. Ακόμα και όταν η επιδημία COVID-19 μαινόταν την άνοιξη του 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιαπωνίας αποφάσισε ότι η κατασκευή της βάσης μπορούσε να συνεχιστεί. Στις αρχές του 2025, το ίδιο δικαστήριο απέρριψε την τελευταία ενεργή αγωγή της τοπικής νομαρχιακής κυβέρνησης, η οποία στόχευε να σταματήσει το έργο. Συνολικά, χιλιάδες άνθρωποι στην Οκινάουα έχουν συμμετάσχει σε διαμαρτυρίες που γεμίζουν δρόμους (ακόμα και ολόκληρα στάδια) τις τελευταίες δεκαετίες. Παρόλα αυτά, η κατασκευή προχωρά. Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, οι κάτοικοι της Οκινάουα έπρεπε να σκεφτούν άλλες τακτικές για να προσπαθήσουν να κυβερνήσουν το νησί τους σύμφωνα με τη βούληση των ανθρώπων που το αποκαλούν σπίτι τους.

Δεν είναι μόνο στην Οκινάουα όπου οι ακτιβιστές καταφεύγουν σε τέτοιες τακτικές. Τα τελευταία χρόνια, διαδηλωτές σε όλο τον κόσμο οργανώνουν αντικαταλήψεις που στοχεύουν στην ίδια την αντικατάσταση του κράτους. Συχνά τέτοιες κινητοποιήσεις ξεσπούν σε περιοχές με μακρά ιστορία αποικιακής καταπίεσης, όπως η Οκινάουα. Όμως και σε άλλα μέρη, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι τα συστήματα διακυβέρνησης που τους ελέγχουν γλιστρούν προς τον αυταρχισμό και την αδιαφορία. Σε τέτοιες συνθήκες, μπορούν να αντλήσουν πολύτιμα μαθήματα από κοινότητες που εδώ και καιρό δεν τρέφουν αυταπάτες ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις ενδιαφέρονται να τις στηρίξουν.

Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του 2014 επιβιβάστηκα σε μια μικρή βάρκα με ακτιβιστές που στήριζαν και κατέγραφαν τους καγιάκερ. Βγαίνοντας από το λιμανάκι στα μικρά κύματα του Ειρηνικού, συναντήσαμε τους καγιάκερ να σχηματίζουν γραμμή μπροστά σε ένα πλωτό φράγμα, το οποίο όριζε την απαγορευμένη ζώνη του κόλπου. Στην άλλη πλευρά περίμεναν σκάφη της ιαπωνικής ακτοφυλακής, προειδοποιώντας τους να μην περάσουν.

Κάποια στιγμή, ένας καγιάκερ διέσπασε τη γραμμή και μπήκε στην απαγορευμένη ζώνη. Η ακτοφυλακή έπεσε πάνω του, αλλά έτσι άφησε κενά που εκμεταλλεύτηκαν οι υπόλοιποι. Σύντομα, οι περισσότεροι καγιάκερ κωπηλατούσαν μέσα στα νερά που επισήμως θεωρούνταν αμερικανική στρατιωτική δικαιοδοσία. Τα λιγοστά σκάφη της ακτοφυλακής υποχώρησαν προς την ακτή, ενώ οι καγιάκερ προχωρούσαν θριαμβευτικά μέσα στη ζώνη αποκλεισμού.

Αρχικά το εξέλαβα ως μια κλασική πράξη πολιτικής ανυπακοής: έναν τρόπο να τραβήξουν την προσοχή, να δείξουν διαφωνία με την κυβερνητική πολιτική και να απαιτήσουν αλλαγή. Όμως μέσα από τις συζητήσεις με ακτιβιστές κατάλαβα πως συνέβαινε κάτι πιο ριζοσπαστικό.

Οι καγιάκερ δεν ζητούσαν απλώς άλλες πολιτικές. Καταλάμβαναν τον χώρο αμφισβητώντας το ίδιο το δικαίωμα ΗΠΑ και Ιαπωνίας να τον κυβερνούν και ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να διοικείται με βάση την τοπική ηθική της προστασίας της ζωής. Με λίγα λόγια, επιχειρούσαν να μπλοκάρουν την εξουσία μη αντιπροσωπευτικών θεσμών και ταυτόχρονα να την αντικαταστήσουν με διαχείριση καθοδηγούμενη από τους ίδιους τους πολίτες.

Οι ακτιβιστές στα ανοιχτά του Χενόκο αποφάσισαν να σταματήσουν την καταστροφή του κόλπου τους τοποθετώντας τα σώματά τους εκεί και προτείνοντας έναν άλλο τρόπο διακυβέρνησης. Έτσι υπονόμευαν τη νομιμότητα των κεντρικών κυβερνήσεων που επέβαλαν αντιδημοκρατικά ένα έργο με βέβαιες και σοβαρές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνέπειες. Η λύση, για αυτούς, ήταν να πάρουν τον έλεγχο του χώρου και να τον διοικήσουν με άλλες αρχές – είτε το αποδέχονταν οι κρατικές δυνάμεις είτε όχι. Αυτό είναι που αποκαλώ «αντικατάσταση του κράτους».

Από την αντίσταση στην εξουσία στη δημιουργία εξουσίας

Η αντικατάσταση του κράτους δεν σημαίνει μόνο να έχεις ένα διαφορετικό όραμα για έναν τόπο· σημαίνει επίσης να αξιώνεις την εξουσία να το υλοποιήσεις και να αναπτύσσεις την ικανότητα να το κάνεις πράξη, ανεξάρτητα από το τι επιδιώκουν εκεί οι κρατικοί ή εταιρικοί παράγοντες. Η σημασία αυτού δεν μπορεί να υποτιμηθεί.

Όταν οι ακτιβιστές ξεπερνούν τη μεταρρύθμιση, την ανθεκτικότητα και την αντίσταση (τα τρία «R» του αναποτελεσματικού ακτιβισμού) και αρχίζουν να καθορίζουν οι ίδιοι τι θα συμβεί σε έναν τόπο, αναπτύσσοντας τις υλικές και οργανωτικές δυνατότητες για να το πετύχουν, τότε περνούν σε ένα εντελώς νέο πεδίο στρατηγικής. Δεν περιορίζονται πια σε προεκλογικές εκστρατείες, αιτήματα προς την κυβέρνηση ή σε αντικαταλήψεις που απλώς μπλοκάρουν ένα έργο ή μια πολιτική. Γίνονται δημιουργικοί φορείς που οικοδομούν στην πράξη ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης.

Με απλά λόγια, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι οι υπάρχουσες κυβερνήσεις, οι εκλογικές διαδικασίες και οι «ήπιες» μορφές διαμαρτυρίας δεν αρκούν για να βελτιώσουν ουσιαστικά τον κόσμο. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να στραφούμε σε άλλες στρατηγικές και τακτικές. Όσο περισσότεροι αποκλείονται από την πραγματική συμμετοχή στην πολιτική, από οικονομικές ευκαιρίες, από τη φροντίδα της υγείας των κοινοτήτων τους και από τις αποφάσεις που αφορούν το περιβάλλον, τόσο πιο λογικό γίνεται να στραφούν σε τακτικές όπως οι αντικαταλήψεις που στοχεύουν στην αντικατάσταση του κράτους.

Αφήστε ένα σχόλιο

13 − 9 =