Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιάννη Περπερίδη «Φιλοσοφία των Ψηφιακών Τεχνολογιών: Από τον A. Feenberg στα Ψηφιακά Κοινά» (εκδ. Athens School) | Επιμέλεια: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη, εξώφυλλο: Τόνια Λέντζου. Ακολουθεί η βιβλιοπαρουσίασή του από τον Ιωάννη Βαρθολομαίο (Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου):
Στην αυγή της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η ψηφιακότητα (digitality) εντάχθηκε αναπόδραστα στο λεξιλόγιο της σύγχρονης εποχής και επέφερε μία αλληλουχία ανθρωπολογικών αλλαγών, κοινωνικών νοημάτων και αισθητικών ερεθισμάτων που συναρμόζονται στην ευρεία δυναμική της χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών. Υπό αυτό το πρίσμα, η ψηφιακή συνθήκη συνοδευόμενη από τις αύξουσες τεχνολογικές καινοτομίες σηματοδότησε μία οντολογική μεταβολή των δρώντων υποκειμένων εγκαινιάζοντας ένα νέο στάδιο πολιτισμικού μετασχηματισμού του νεωτερικού κόσμου. Στον ορίζοντα των νέων μορφών της τεχνολογικής ορθολογικότητας ξεπρόβαλλε μια σειρά επιστημονικών συζητήσεων, αντεγκλήσεων και κριτικών αναλύσεων γύρω από ζητήματα που θέτουν εν συνόλω οι ψηφιακές τεχνολογίες.
Ωστόσο, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στη φιλοσοφική προοπτική του θέματος, ανακύπτει η προβληματική γύρω από τον πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα των (ψηφιακών) τεχνολογιών. Γι’ αυτό και θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: Η εν εξελίξει «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση» (4IR/ Industry 4.0) πραγματοποιείται σήμερα ακριβώς επειδή o χαρακτήρας των (ψηφιακών) τεχνολογιών έχει μεταβληθεί (ή δύναται να μεταβληθεί); Μήπως οι ψηφιακές τεχνολογίες συγκροτούν, εν τέλει, το άρρητο σημαίνον των ταυτοτικών και μελλοντικών μεταλλάξεων του ψηφιακού καπιταλισμού;
Στα παραπάνω ερωτήματα έρχεται όχι μόνο να απαντήσει επιστημονικά, αλλά πολύ περισσότερο, να συνεισφέρει ερευνητικά το βιβλίο Φιλοσοφία των Ψηφιακών Τεχνολογιών: Από τον Andrew Feenberg στα Ψηφιακά Κοινά του Γιάννη Περπερίδη. Η μελέτη του Περπερίδη επιχειρεί να χαρτογραφήσει και να ερμηνεύσει τις κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες των ψηφιακών τεχνολογιών μέσα από την εννοιολογική αποσαφήνιση της τεχνολογίας στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας. Έχοντας ως μεθοδολογικό εφαλτήριο την κριτική θεωρία της τεχνολογίας όπως αποτυπώνεται στο έργο του Andrew Feenberg, ο Περπερίδης συνομιλεί τόσο με τη θεωρητική παράδοση Σχολής της Φρανκφούρτης γύρω από τεχνολογική ορθολογικότητα, όσο και με σύγχρονες πολιτικές προσεγγίσεις όπως το πρόταγμα των ψηφιακών κοινών για την προσπάθεια επαναπολιτικοποίησης και εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας.
Η πρωτοτυπία της συγκεκριμένης έρευνας έγκειται στο γεγονός πως σκιαγραφεί με σαφήνεια τις νοηματικές αξιώσεις μιας φιλοσοφίας των ψηφιακών τεχνολογιών αναδεικνύοντας την κοινωνική δυναμική, αλλά και την ηθική διάσταση, κάτω από την οποία οι παραγόμενες τεχνολογίες –τα σημερινά τεχνουργήματα– επιλέγονται και κατασκευάζονται. Χωρίς να επιδίδεται σε αφηγηματικές και νοηματικές ευκολίες, ο Περπερίδης αρθρώνει μια φιλοσοφική πραγματεία των μετασχηματισμών του συντελούμενου τεχνοεπιστημονικού πολιτισμού έχοντας στραμμένο το βλέμμα όχι μόνο στην ιστορική συγκυρία, αλλά πολύ περισσότερο στα μελλοντικά ερωτήματα –τις κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις και ηθικές προκλήσεις– που προκύπτουν από τη χρήση και τον σχεδιασμό των σημερινών τεχνολογιών.
Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι κεφάλαια που διατηρούν μια νοηματική συνάφεια, ενώ κάθε κεφάλαιο αποτελεί εξελεγκτικά το κομμάτι μιας ενιαίας συμπαγούς αφήγησης. Ένα σημείο που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και εύληπτη την ανάγνωση του βιβλίου, είναι πως στο τέλος κάθε κεφαλαίου ακολουθεί μια σύνοψη καθώς και τα ερευνητικά συμπεράσματα.
Ήδη από την Εισαγωγή, ο Περπερίδης ξεκαθαρίζει πως η τεχνολογία «δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένα αντικείμενο που το ορίζει σχεδιαστικά η βούληση των χρηστών. Τα τεχνουργήματα που υπάρχουν σε μία δεδομένη στιγμή καθορίζουν το κοινωνικό σύνολο, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, του ανθρώπου με τον εαυτό και την ταυτότητά του και εν τέλει το ίδιο το νόημα του τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η φύση και τι είναι ο κόσμος» (σελ. 21). Αναδεικνύοντας τον κοινωνικό παράγοντα της τεχνολογίας ως μια σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοκαθορισμού, ο συγγραφέας τονίζει πως η σχέση της πολιτικής με την τεχνολογία εξαρτάται από τα κυρίαρχα κοινωνικά νοήματα, το σύστημα των τεχνολογιών σε μία δεδομένη κοινωνική στιγμή αλλά και από τα συμφέροντα εκείνων που βρίσκονται σε θέση να καθορίζουν και να παράγουν τεχνολογίες. Αμέσως δημιουργούνται τα κύρια ερευνητικά ερωτήματα στα οποία απαντάει ουσιαστικώς η μελέτη, δηλαδή, το κατά πόσο μπορούν οι χρήστες ενός τεχνουργήματος να επηρεάσουν τον σχεδιασμό του, ποιοι χρήστες μπορούν να το κάνουν αυτό αλλά και πότε μια ομάδα χρηστών μπορεί να έχει αποκτήσει τέτοια δύναμη (εξουσία) ώστε να δύναται να επηρεάσει τον σχεδιασμό ενός τεχνουργήματος.
Πιάνοντας το νήμα από την αντίληψη περί τεχνολογίας κατά την πρώτη γενιά στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου εξετάζει ορισμένα από τα βασικά σημεία της θεωρίας των Max Horkheimer, Theodor Adorno, Walter Benjamin και Leo Löwenthal γύρω από την έννοια της τεχνολογίας. Όμως, ο Περπερίδης δεν εμμένει σε μια απλή ανάλυση των θέσεων των εν λόγω θεωρητικών, αλλά αντιθέτως, προχωρά σε μια ουσιαστική οριοθέτηση των ζητημάτων που έθεσαν μέσα από την κριτική τους στην τεχνολογική (εργαλειακή) ορθολογικότητα, ενώ παράλληλα συνομιλεί κριτικά με τις θεωρητικές ενστάσεις του Andrew Feenberg, ο οποίος υπερτονίζει τον τεχνοφοβικό και ουσιοκρατικό χαρακτήρα της πρώτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης.
Εν συνεχεία, το δεύτερο κεφάλαιο εμβαθύνει στην έννοια της τεχνολογικής ορθολογικότητας μέσα από τo έργο του Herbert Marcuse. Φυσικά, η επιλογή του Marcuse δεν είναι τυχαία, καθώς αποτελεί τη θεωρητική μήτρα των θέσεων του Feenberg – τις οποίες ο Περπερίδης επεξεργάζεται καθολικά. Ο συγγραφέας εξετάζει τη σκέψη του Marcuse προκειμένου να αναδείξει τις σταθερές της νεωτερικής τεχνολογίας που είναι συνυφασμένη με την κυριαρχία, εφόσον τα παραγόμενα τεχνουργήματα είναι φορείς κοινωνικών νοημάτων και αξιών και άρα μπορούν να μεταβληθούν ουσιωδώς μόνο από τον ίδιο τον άνθρωπο. Για τον Περπερίδη, η θεωρία του Marcuse απορρίπτει την νατουραλιστική ουσιοκρατία και φανερώνει την αναγκαιότητα διαμόρφωσης «ενός νέου τύπου ανθρώπου με διαφορετική ορθολογικότητα και όχι την ήδη διαμορφωμένη μονοδιάστατη και ταυτιστική ορθολογικότητα που ευνοεί την ισχύουσα κυριαρχία» (σελ. 70). Έτσι, ο συγγραφέας οικοδομεί το βασικό επιχείρημα ολόκληρης της έρευνας, δηλαδή, το πρόταγμα μιας εναλλακτικής τεχνολογικής νεωτερικότητας που «δεν συνεπάγεται μονάχα τον μετασχηματισμό της μίας ή της άλλης τεχνολογίας, αλλά πολύ περισσότερο, τη μεταμόρφωση της ανθρωπολογίας, της κοινωνικής πραγματικότητας, του οικονομικού συστήματος και εν γένει του οντολογικού υποβάθρου της πραγματικότητας– και άρα του κόσμου» (σελ. 75).
Φτάνοντας στην ουσία της παραπάνω προβληματικής, το τρίτο κεφάλαιο αναλύει την κριτική θεωρία της τεχνολογίας του Andrew Feenberg προκειμένου εξηγηθεί ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η πολιτική των τεχνολογιών. Ο Περπερίδης προχωρά σε μια ερμηνευτική της τεχνολογίας εισάγοντας αριστοτεχνικά τον αναγνώστη στις βασικές έννοιες και στοχοθεσίες της σκέψης του Feenberg κατά το πρόταγμα του «εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας». Για τον Feenberg, η τεχνολογία «είναι καθαρά κοινωνική και η κατεύθυνση της εξέλιξής της εξαρτάται από την καθημερινότητα των ίδιων των χρηστ(ρι)ών, από τις ιδέες και τις αξίες που διαπερνούν την εκάστοτε κοινωνία» (σελ. 80).
Απορρίπτοντας την εργαλειακή και ουσιοκρατική προσέγγιση περί ουδετερότητας ή αυτονομίας της τεχνολογίας, ο συγγραφέας συνηγορεί στη βασική πεποίθηση του Feenberg όπου «η εξέλιξη της τεχνολογίας ακολουθεί κοινωνικοπολιτικές επιλογές και ενέχει πολιτικά συμφέροντα που ενσωματώνονται σε αυτή κατά τη στιγμή της παραγωγής της» (σελ. 87). Επομένως, η «κυρίαρχη αξία είναι εκείνη της αποτελεσματικότητας ως προς το κέρδος των εταιριών αλλά και τον έλεγχο» (σελ. 88). Όμως, αυτό που χρειάζεται για την κοινωνική αλλαγή είναι η «αντίσταση από τη μεριά των ανθρώπων σε αυτή την ολοκληρωτική διαμόρφωση της υποκειμενικότητάς τους από άλλους, δηλαδή από εκείνους που επηρεάζουν τον σχεδιασμό του τεχνολογικού υποβάθρου της κοινωνίας» (σελ. 91).
Για να τεκμηριώσει ακόμη περισσότερο την εν λόγω θέση, το τέταρτο κεφάλαιο επεξεργάζεται το ζήτημα των ψηφιακών τεχνολογιών υπό τον κυρίαρχο τεχνικό κώδικα όπως αποτυπώνεται στη σκέψη του Feenberg. Στο πλαίσιο του ευρύτερου επιχειρήματος, ο Περπερίδης αναπτύσσει τη ραχοκοκαλιά του θεωρητικού σημαίνοντος της «επαναπολιτικοποίησης της τεχνολογίας» προσδίδοντας της τον ρόλο ενός σηματοδότη που «δείχνει επιτακτικά προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού των κυρίαρχων κοινωνικών νοημάτων, τα οποία, καθορίζουν εν μέρει και τα τεχνουργήματα που σχεδιάζονται» (σελ. 132). Ο κυρίαρχος τεχνικός κώδικας σήμερα, έχοντας «στο εσωτερικό του ως ισχυρότερες τις αξίες του κέρδους και του ελέγχου λίγων εταιριών-κολοσσών, παράγει τεχνολογίες που κατά τη χρήση τους ικανοποιούν τον έλεγχο και το κέρδος τους (των εταιριών)» (σελ. 133). Για τον Περπερίδη, η ανάγκη ανατροπής των εν λόγω αξιών που εγγράφονται στους σχεδιασμούς των τεχνουργημάτων είναι σήμερα επιτακτικότερη από ποτέ.
Αρθρώνοντας την κατεύθυνση μιας πολιτικής και τεχνολογικής εναλλακτικής, το πέμπτο και έκτο κεφάλαιο του βιβλίου εστιάζουν στο ζήτημα των ψηφιακών κοινών. Ο Περπερίδης –με επισταμένη γνώση της διεθνούς βιβλιογραφίας– διερευνά την οντολογική στροφή στα (ψηφιακά) κοινά που περιλαμβάνει όχι μόνο πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, αλλά πολύ περισσότερο «τη διαφοροποίηση της ορθολογικότητας, της αντίληψης και της συμπεριφοράς των κοινωνών σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους του ύστερου καπιταλισμού» (σελ. 146).
Διότι, για τον συγγραφέα, τα κοινά ως πρόταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού «μπορούν να συγκαταλεχθούν σε αυτό το πλαίσιο του πολιτικού, διαρρηγνύοντας τα όρια και τους περιορισμούς της τυπικής πολιτικής και θέτοντας στην πολιτική αρένα τις αντιλήψεις, τις πρακτικές, τις τεχνικές και τις συνήθειες των καθημερινών ανθρώπων μιας κοινωνίας» (σελ. 153). Τα ψηφιακά κοινά που βασίζονται στην ομότιμη παραγωγή και το ελεύθερο λογισμικό ανοιχτού κώδικα, παρέχουν νέους τρόπους αποκέντρωσης, παγκόσμιας επικοινωνίας και τοπικής συνεργασίας.
Συμπυκνώνοντας τη θέση του Περπερίδη γύρω από την θεώρηση των ψηφιακών κοινών, διαφαίνεται πως «η εναντίωση των ανθρώπων –ως μορφή αντίστασης– διαμέσου των ψηφιακών κοινών στο ανελέητο κυνήγι κέρδους και την οικολογική κρίση που αυτό συνεπάγεται μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή, όχι μόνο την ανθρωπολογία του σύγχρονου ανθρώπου (ώστε να μην σκέφτεται μονάχα το χρήμα και κατ’ επέκταση να μην διαμορφώνεται όλη του η ζωή γύρω από το κυνήγι του κέρδους), αλλά πολύ περισσότερο να οδηγήσει σε μία διαφορετική οντολογία, σε ένα διαφορετικό παράθυρο μέσα από το οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τις δυνατότητες που έχει μέσα από τη συνεργασία με τους άλλους, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να διαφυλάξει την ίδια τη φύση» (σελ. 169).
Συμπερασματικά, η μελέτη του Περπερίδη θέτει μια νέα εννοιολογική κατεύθυνση γύρω από την κατανόηση του κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα των ψηφιακών τεχνολογιών. Αν αυτός χαρακτήρας εξαρτάται από τον άνθρωπο που καθορίζει το πώς παράγεται και πως κατανέμεται η διαθέσιμη «κοινωνική πραγματικότητα» στους χρήστες των δικτύων, η συνείδηση των ανθρωπολογικών κινδύνων και η προσπάθεια να αναπτυχθεί μια νέα κριτική σκέψη –ως προμετωπίδα συλλογικών διεκδικήσεων– αποδεικνύει έμπρακτα πως η «τεχνολογία επαναπολιτικοποιείται όταν γνωρίζουμε ότι μπορούμε να μετασχηματίσουμε συλλογικά την εκάστοτε καταπιεστική μορφή της» (σελ. 209).