Κείμενο: Γιώργος Παπαχριστοδούλου
Τυχόν νομιμοποίηση της νέας γενιάς τροποποιημένων οργανισμών, όπως επιχειρείται σε επίπεδο ΕΕ, θα πλήξει ακόμη περισσότερο το δικαίωμα στην ελευθερία των σπόρων μεγαλώνοντας την εξάρτηση παραγωγών και καταναλωτών από τις πολυεθνικές της διατροφής. Αυτό τονίστηκε μεταξύ άλλων στην δημόσια συζήτηση με τίτλο «Ο Σπόρος ως Κοινό Αγαθό – με αφορμή το ευρωπαϊκό νομοσχέδιο για τη νέα γενιά Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών» την οποία διοργάνωσε η πολιτική συλλογικότητα Αυτενέργεια το απόγευμα της Τρίτης, 27 Μαΐου 2025 στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο Trise (Αθήνα).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να εξαιρεθεί από την ισχύουσα νομοθεσία η νέα γενιά γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και όπως εξήγησε, μέσα από μια εμπεριστατωμένη εισήγηση η Βάσω Κανελλοπούλου, εκ μέρους του δικτύου για τη διατήρηση των παραδοσιακών σπόρων ‘Σιτώ’, εάν υλοποιηθεί η παραπάνω πρόταση θα θέσει σε κίνδυνο την υγεία και διατροφική ασφάλεια των πολιτών (άρση της Αρχής της Προφύλαξης), τη βιωσιμότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και των παραγωγών ποιοτικής (και βιολογικής) τροφής και στην Ελλάδα (πατέντες, μονοπώλια) και την ισορροπία των οικοσυστημάτων (μέσω πιθανής επιμόλυνσης) με αδιαφάνεια και αντιεπιστημονική τεκμηρίωση.
Η διαδικασία αναθεώρησης (σ.σ. δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αρχές Μαΐου ξεκίνησε η τελική της φάση) γίνεται με ρυθμούς fast track, χωρίς να έχουν επαρκώς ενημερωθεί οι πολίτες αλλά και οι επαγγελματικοί, επιστημονικοί φορείς που ασχολούνται άμεσα με τα θέματα παραγωγής / διατροφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε περίπτωση που εγκριθεί, η νέα γενιά μεταλλαγμένων δεν θα υπάρχει καμία σήμανση για τον τελικό καταναλωτή ενώ απαλείφεται η υποχρέωση να αξιολογείται ο κίνδυνος πριν την έγκριση μιας καλλιέργειας τέτοιου τύπου στο περιβάλλον «απελευθέρωση». Επιπλέον, παύει το δικαίωμα κάθε κράτους μέλους της ΕΕ να απαγορεύσει στο έδαφος του την καλλιέργεια νέων μεταλλαγμένων εάν κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος για το περιβάλλον. Υπενθυμίζουμε ότι, αρχές της δεκαετίας του 2000, μέσα από την δράση οικολογικών πρωτοβουλιών, έγινε εφικτό να κηρυχτεί – τουλάχιστον σε θεσμικό επίπεδο – η χώρα μας ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένες καλλιέργειες μέσα από τις αποφάσεις των τότε νομαρχιακών συμβουλίων.
Γιατί όμως να υπερασπίσουμε την ελευθερία του σπόρου; Όπως αναφέρθηκε στην εισήγηση της Αυτενέργειας «o σπόρος δεν ήταν μόνο η απαρχή της γεωργίας· ήταν η απαρχή της κοινότητας, της ανταλλαγής, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Ήταν αυτός που επέτρεψε στους ανθρώπους να εγκατασταθούν, να μοιραστούν και να συνδημιουργήσουν. Ως μέρος αυτής της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, ο σπόρος δεν μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί. Ενσαρκώνει την ιδέα των κοινών αγαθών – αγαθών που ανήκουν συλλογικά και αδιαίρετα σε όλους και όλες. Όπως το νερό, ο αέρας, η γη και η γνώση, έτσι και ο σπόρος υπερβαίνει τα όρια της ιδιοκτησίας. Δεν ανήκει σε κανένα κράτος, σε καμία εταιρεία, σε καμία αγορά. Ανήκει στη ζωή και στην κοινωνία».
Ποια θα μπορούσε λοιπόν να είναι μια κοινωνική απάντηση στον έλεγχο των σπόρων; στην παρέμβασή μου στην εν λόγω εκδήλωση υποστήριξα πως το πρώτο είναι να κατανοήσουμε την αξία του σπόρου για την αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής σε αλληλεπίδραση με άλλα στοιχεία (αέρας, ήλιος, έδαφος, μικροοργανισμοί, άνθρωπος), όπως συμβαίνει και με τον κύκλο του νερού. Μέχρι την έλευση της λεγόμενης Πράσινης Επανάστασης (δεκαετία 60) ο σπόρος υπήρξε κοινό, οικουμενικό αγαθό που μεταφερόταν από γενιά σε γενιά και από τόπο σε τόπο, αλλά ο έλεγχος και η ιδιωτικοποίησή του από τις εταιρείες οδήγησε στην αρπαγή της σοδειάς, όπως την περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο της (εκδ. Εξάρχεια) η Ινδή ακτιβίστρια Βαντάνα Σίβα.
Το δεύτερο είναι να εμπιστευτούμε και να συμμετέχουμε ενεργά σε αυτό που ήδη συμβαίνει, δηλαδή τις δεκάδες πρωτοβουλίες – από τα κάτω και αυτοοργανωμένες – οι οποίες σε όλη την Ελλάδα και παγκόσμια, ασχολούνται με την διατήρηση/αναπαραγωγή των σπόρων. Οι πρωτοβουλίες αυτές αναπτύσσουν έναν λόγο γύρω από το θέμα της ελευθερίας των σπόρων, παρεμβαίνοντας στον δημόσιο χώρο, συγκροτούνται από υποψιασμένα άτομα, ασχολούνται με κάτι συγκεκριμένο και όχι τις ιδεολογικές αφαιρέσεις του παρελθόντος, ενώ δίνουν έμφαση στην απεξάρτηση της αγροτικής παραγωγής από τις πολυεθνικές και την βιομηχανία των μεταλλαγμένων. Καλό είναι οι πρωτοβουλίες αυτές να συνδέονται και με άλλα προτάγματα – όπως αυτό της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας – διότι, από μόνη της, η οικο-καλλιέργεια, μπορεί να παραμένει περιχαρακωμένη στον ιδιωτικό χώρο, να ασχολείται μόνον με την αύξηση του κέρδους ή να συντηρεί την νοσταλγία για ένα εξωραϊσμένο παρελθόν. Ως παράδειγμα μπορούμε να δούμε την παρατήρηση του Μάρευ Μπούκτσιν στο βιβλίο του «Ο μύθος του υπερπληθυσμού» (εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1997): «Η αποκέντρωση, οι κοινότητες μικρής κλίμακας, η τοπική αυτονομία, ακόμα και η αλληλοβοήθεια και ο κοινοτισμός, δεν είναι εγγενώς οικολογικά ή απελευθερωτικά. Ελάχιστες κοινωνίες ήταν πιο αποκεντρωμένες από τον ευρωπαϊκό φεουδαλισμό, ο οποίος στην πραγματικότητα διαρθρώθηκε στη βάση των κοινοτήτων μικρής κλίμακας, της αλληλοβοήθειας και της κοινοτικής χρήσης της γης. Η τοπική οικονομία και η αυτάρκεια αποτελούσε το οικονομικό κλειδί των φεουδαλικών κοινοτήτων. Ωστόσο, ελάχιστες κοινωνίες υπήρξαν πιο ιεραρχικές».