Να διαχωριστούν άμεσα εκκλησία και κράτος

0

Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο της Βάσως Νάση από το περιοδικό Contact, τεύχος 8 (Οκτώβριος 2006). Το θυμόμαστε λόγω των ημερών καθώς θεοκρατικές φωνές προσπαθούν να βγουν στο φως, στοχοποιώντας, βανδαλίζοντας και λογοκρίνοντας την ελεύθερη έκφραση της τέχνης.

Παρά τις κατά καιρούς μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, με πιο πρόσφατη την απαγόρευση της εξομολόγησης στα σχολεία, το ελληνικό κράτος και η ανατολική ορθόδοξη εκκλησία βρίσκονται σε αγαστή συνεργασία όπου η εργαλειακή χρήση της μιας από την άλλη ρίχνει λάδι σε αυτόν τον θεσμισμένο μηχανισμό αλληλεξάρτησης, συσφίγγοντας κάθε φορά τους δεσμούς τους.

Η ιστορικότητα όμως και το νομικό σύστημα που καλύπτει τη σύνδεση αυτή αποκρύπτει κάποιες διαστάσεις μεταξύ των δύο θεσμών που παρουσιάζουν αντιθετικά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς, το δίπτυχο Εκκλησία-Κράτος δρα σε κοινό τόπο παρουσίας και διεκδίκησης, αυτόν του δημόσιου χώρου και της κοινωνίας. Οι δύο θεσμοί διαφοροποιούνται καθώς ο ρόλος της Εκκλησίας είναι να στοχεύει την κοινωνία με δόγματα και την πίστη της «αυθεντίας των ιερών κειμένων» ενώ το Κράτος με τη λογική της «αυθεντίας της εκπροσώπησης». Ο κλήρος προσπαθεί, όχι μόνο να διατηρήσει τη θέση του στη συνείδηση της κοινωνίας, αλλά και να της επιβληθεί προστατεύοντας τα δόγματά της και μαντρώνοντας το ποίμνιό της. Απ’ την άλλη, το Κράτος ως κεντρικό όργανο εξουσίας, προσπαθεί να οχυρώσει την υπόσταση του και να την νομιμοποιεί μέσω των εκλογικών διαδικασιών. Η σύνδεσή τους καλά κρατεί, χάρη στη θεσμισμένη θέση της Εκκλησίας και του αναχρονιστικού νομικού πλαισίου που καθορίζει το ρόλο και τη σχέση της με το Κράτος. Ένα ρόλο διόλου διακριτό, με παρεμβάσεις στα πολιτειακά ζητήματα και μία σχέση με συνεχείς δοσοληψίες που έχει ως στόχο τη διατήρηση αποκλειστικών προνομίων και τη διαιώνιση οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.

Χαρακτηριστικό του ζεύγματος αυτού είναι ότι το ελληνικό Κράτος στηρίζει την Εκκλησία για τη λειτουργία της ως μηχανισμού χειραγώγησης και καθοδήγησης συνειδήσεων, με το δόγμα της να τονώνει την εθνικιστική ιδεολογία (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών). Άλλωστε, η ορθοδοξία, μαζί με την ελληνική γλώσσα, θεωρείται, για τους υπέρμαχους της δημιουργίας του ελληνικού έθνους-κράτους, ως μία από τις πιο ισχυρές αποδείξεις της διαχρονικής συνέχειας και ύπαρξης του ελληνισμού.

Έτσι, εδώ και 16 αιώνες που καθιερώθηκε με νομική μορφή η υπόσταση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, επιβιώνει ως εξουσιαστικός θεσμός εις βάρος της κοινωνίας. Καταφέρνει να επιβάλλει την ύπαρξή της μέσω των δοτών εξουσιών που νομιμοποιούν τις πολιτικές παρεμβάσεις του κλήρου και την ανάμιξή του στα εθνικά ζητήματα, με τους εκάστοτε μητροπολίτες να φανατίζουν τα πλήθη με εθνοκεντρικά αισθήματα και προσανατολισμούς. Η πολιτικολογία από τον άμβωνα και η παρέμβαση της Εκκλησίας στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής παρατηρείται δεκαετίες (Βόρεια Ήπειρος, Κύπρος, Μακεδονικό, Τουρκικά), με τη Μεταπολίτευση να μην αγγίζει καθόλου τον θεσμό, παρ’ όλο που αλλαγές επήλθαν σε όλους τους μηχανισμούς όπως δικαιοσύνη, στρατός, αστυνομία, κοινοβούλιο.

Με την ισχυρή της θέση στα πολιτικά πράγματα, άλλοτε στηρίζει την κυβέρνηση, άλλοτε την ενισχύει και άλλοτε την εκβιάζει με την αλλαγή των ψήφων του ποιμνίου. Καταφέρνει λοιπόν μέσω της καθοδήγησης και της χρησιμοποίησης των πιστών, να ενδυναμώνει την κερδοσκοπική της λειτουργία πέρα από τις εισφορές των ενοριτών, με τη σύναψη ιερών οικονομικών συμφωνιών. Εκμεταλλευόμενη την προστασία που της προσφέρουν οι ειδικοί νόμοι και οι απαλλαγές, αναδεικνύεται σε ισχυρό οικονομικό παράγοντα με το κράτος να συγκαλύπτει τον υπερπλουτισμό και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος (π.χ. Βαβύλης).

Αυτά και πολλά άλλα που περιστέλλουν την κοινωνία και της στερούν ελευθερίες και δικαιώματα, επιβάλλουν τον πλήρη διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Έτσι ώστε να μη γίνεται καμία διάκριση. Έτσι ώστε τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα να μην εξαρτώνται από θρησκευτικές πεποιθήσεις, εξασφαλίζοντας τη θρησκευτική ελευθερία του ατόμου και τις αρχές της ισοπολιτείας.

Ο διαχωρισμός πρέπει να συμπεριληφθεί στις αναθεωρήσεις του Συντάγματος λαμβάνοντας υπόψη σοβαρά τη βαρύτητα της εκκλησιαστικής παρέμβασης σε όλους τους τομείς. Κατ’ αρχάς, το δημόσιο πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος θα πρέπει να μετατραπεί σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εξασφαλίζοντας πλήρη διοικητική αυτοτέλεια. Να αναλάβει η Εκκλησία τη μισθοδοσία, την ασφάλιση και τη συνταξιοδότηση του κλήρου και να εξαιρεθούν από φοροαπαλλαγές τα εισοδήματα εμπορικών δραστηριοτήτων, τα χρεόγραφα και η εκμετάλλευση των εκκλησιαστικών ακινήτων.

Να καταργηθούν οι μεταξικοί νόμοι για τον προσηλυτισμό και τη βλασφημία. Ακόμη, ο θεσμός της εκπαίδευσης να απεμπλακεί από το νομοθετημένο στόχο «της μετάδοσης των γνήσιων στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης» και της παραδοχής του δόγματος και το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων να μετονομαστεί σε υπουργείο Παιδείας. Το μάθημα των θρησκευτικών να αντικατασταθεί από το μάθημα της Θρησκειολογίας και να απομακρυνθούν τα θρησκευτικά σύμβολα από τις μαθητικές αίθουσες αλλά και τα δημόσια κτίρια και τα δικαστήρια. Να καταργηθεί ο αγιασμός.

Επιπλέον, να καταργηθεί ο θρησκευτικός όρκος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως και ο όρκος ενώπιον του δικαστηρίου και να αντικατασταθεί με διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδηση του ατόμου. Επίσης, να θεσμοθετηθεί ως μόνος τρόπος τέλεσης γάμου ο πολιτικός, με δικαίωμα τέλεσης και θρησκευτικού. Επιπλέον, να καταργηθεί ο νόμος για την απαλλαγή των θρησκευτικών λειτουργών από τη στρατιωτική θητεία. Να απαγορευτεί η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, τίτλους σπουδών και βεβαιώσεις δημόσιας αρχής. Τέλος, να τεθεί σε ισχύ το δικαίωμα της αποτέφρωσης των νεκρών.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν μερικές προτάσεις απεμπλοκής του εκκλησιαστικού μηχανισμού από το κράτος και τον πολίτη. Είναι καιρός πια να σταματήσουν οι διακρίσεις εις βάρος του ατόμου, να απελευθερωθεί η κοινωνία από προκαταλήψεις και να ανασάνει από το πνιγηρό σφιχταγκάλιασμα του Κλήρου.

Αφήστε ένα σχόλιο

5 + fourteen =