Δεληγιάννης Κωνσταντίνος, προπτυχιακός φοιτητής Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ΕΑΠ
Όταν γίνεται λόγος για την «πολιτική ορθότητα», πολλοί την αντιμετωπίζουν με αρνητική προδιάθεση, επιφυλακτικότητα ή και εχθρότητα. Το αξιοπερίεργο γεγονός, όμως, είναι πως η αντιπάθεια προς την πολιτική ορθότητα αποτελεί κοινό τόπο για συγκρουόμενους πολιτικούς χώρους. Βέβαια, η προσέγγισή της διαφέρει σημαντικά ανάλογα με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του εκάστοτε ατόμου ή ομάδας. Κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει το ζήτημα μέσα από το δικό της πλαίσιο αξιών και ιδεολογικών παραμέτρων, στοχοποιώντας έτσι διαφορετικές πτυχές της πολιτικής ορθότητας.
Η πολιτική ορθότητα, συχνά, δέχεται κριτική γιατί επικεντρώνεται υπερβολικά στη χρήση της γλώσσας και το νόημα των λέξεων, θεωρώντας τα ως την κύρια πηγή δημιουργίας προβλημάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις και, αιτία παραγωγής κοινωνικών ανισοτήτων. Σύμφωνα με αυτή την κριτική, η υπερβολική εστίαση στη γλωσσική λειτουργία αποπροσανατολίζει από τις βαθύτερες αιτίες των κοινωνικών παθογενειών, οι οποίες αποδίδονται κυρίως σε πολιτικές και οικονομικές δομές. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης θεωρείται ότι αποσιωπά και συγκαλύπτει τα πραγματικά προβλήματα, επικεντρώνοντας την προσοχή αποκλειστικά στη γλωσσική διάσταση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Συνεπώς, οι «προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις» υπνωτίζονται από την ενασχόλησή τους με «ασήμαντα» ζητήματα και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εφαρμόζονται δίχως πραγματικές αντιστάσεις.
Παράλληλα, πολλοί επικριτές της πολιτικής ορθότητας υποστηρίζουν ότι αυτή αποδομεί τις παραδοσιακές αξίες, επιβάλλοντας ένα καθεστώς ελέγχου της έκφρασης και του λόγου. Έτσι, ισχυρίζονται, πως η επιβολή μιας απόλυτης λογοκρισίας της γλώσσας καθοδηγείται από μια ομάδα ανθρώπων που επιθυμούν να προωθήσουν τη λεγόμενη «woke ιδεολογία», με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση νέων κανόνων ηθικής και προτύπων στη σύγχρονη κοινωνία. Τέτοιου είδους αφηγήσεις συναντάμε σε συνωμοσιολογικές ακροδεξιές θεωρίες.
Ωστόσο, θεωρώ πως η πολιτική ορθότητα έχει υπερασπιστεί άτομα και κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στο περιθώριο ή αποκλείονται ολοκληρωτικά από τις σύγχρονες κοινωνίες. Η πολιτική ορθότητα δίνει ορατότητα, φέρνοντας στην επιφάνεια άτομα που καταπιέζονται, είτε ρητά είτε άρρητα, από την πλειονότητα της κοινωνίας. Συνήθως, αυτό αφορά περιπτώσεις από τον χώρο των LGBTQ+, ή των έμφυλων δικαιωμάτων ή των ατόμων με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά και, φυσικά, θρησκευτικές μειονότητες. Η πολιτική ορθότητα εμπλουτίζει τις δυτικές κοινωνίες, συμπεριλαμβάνοντας πρόσωπα, αναδεικνύοντας διαφορετικά πρότυπα ζωής και συμπεριφορές που έως τότε ήταν στην αφάνεια ή στιγματίζονταν. Η διάχυση της ισότητας, του σεβασμού και της αξιοπρέπειας προς το διαφορετικό συνιστά μια θετική κατάκτηση της πολιτικής ορθότητας, καθώς διευρύνει την ελευθερία και τα δικαιώματα των ατόμων, ερχόμενη σε σύγκρουση με παραδοσιακά στερεότυπα και ταμπού των δυτικών κοινωνιών.
Βέβαια, παρ’ όλο που η πολιτική ορθότητα ενισχύει την ισότητα και την ελευθερία στις δυτικές κοινωνίες, η δογματική της εκδοχή οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα. Η ακραία πτυχή της πολιτικής ορθότητας υπονομεύει την αρχική, θετική και χειραφετική διάστασή της, δημιουργώντας μια κουλτούρα υπερευαισθησίας και μηδενικής ανοχής. Σε αυτή την κατάσταση, οποιαδήποτε συμπεριφορά μπορεί, με υπερβολική ευκολία και ελαφρότητα, να χαρακτηριστεί ως φασιστική, σεξιστική, ρατσιστική ή ως πατριαρχικό κατάλοιπο. Η υποβόσκουσα φοβία, μήπως μια χειρονομία ή ενέργεια θεωρηθεί εκτός ορθολογικού πλαισίου που, ενδεχομένως, προσβάλλει ή θίγει τον οποιονδήποτε, δημιουργεί μια διάθεση υπερβολικής προσεκτικότητας σε ένα πρωτόγνωρο καθεστώς «μη μου άπτου». Η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική και καταπιέζει τον ανθρώπινο αυθορμητισμό, θέτοντας τα άτομα σε μια κατάσταση μόνιμης επιφυλακής που μπορεί να ευνουχίσει τη σκέψη τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ανθρώπινος ψυχισμός ατροφεί και απονευρώνεται. Αυτή η απονεύρωση μειώνει την ικανότητα των ατόμων να αναπτύσσουν ψυχικά «αντισώματα» μέσω της πραγματικής τριβής με την κοινωνία και τα ωθεί να επιλέγουν χώρους όπου μπορούν να συναντούν μόνο ομοϊδεάτες τους, επιδιώκοντας την απομόνωση. Σε αυτούς τους χώρους, τα πρόσωπα είναι «ελεγμένα» και οι συμπεριφορές που συναντούν θεωρούνται αποδεκτές. Η συνεχής αναζήτηση ασφαλών ζωνών μπορεί να καταλήξει να ατονεί το ψυχικό ανοσοποιητικό σύστημα, διότι αποτρέπει το άτομο από το να έρθει σε επαφή με οτιδήποτε θετικό μπορεί να φέρει μια απρόσμενη εμπειρία.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο ομοιοστατικός ψυχικός μηχανισμός κλονίζεται εύκολα, καθώς εκλαμβάνει ή μεταφράζει το παραμικρό ερέθισμα ως άμεση απειλή, η οποία διαταράσσει τη συναισθηματική ισορροπία του ατόμου. Αυτή η ψυχολογική αναστάτωση προκαλεί ψυχικό άλγος και άγχος και, συχνά, η αντίδραση εκδηλώνεται με οργή και θυμό. Ως εκ τούτου, τα επίπεδα ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό μειώνονται και η πολιτική ορθότητα αντιστρέφει τη χειραφετική της διάσταση, μετατρεπόμενη σε ένα αυστηρό ηθικό σύστημα με συγκεκριμένο συμπεριφορικό κώδικα.
Το ζήτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι αν υπάρχει η χρυσή τομή που μπορεί να εξασφαλίσει τον σεβασμό, την ελευθερία έκφρασης και τον αυθορμητισμό των ανθρώπων με έναν ιδανικό τρόπο, ώστε να αποφευχθεί η αυτολογοκρισία, η υπερβολική ευθιξία και ο δογματισμός.
Θεωρώ πως η εύρεση των κατάλληλων ορίων είναι αναμφισβήτητα ένα σύνθετο ζήτημα και πως η αποσαφήνισή του μέσα από ηθικούς κανόνες ή εγχειρίδια ανεκτικότητας είναι αδύνατο να περιγραφεί ικανοποιητικά. Ο ορίζοντας της ανοικτότητας μιας κοινωνίας διαμορφώνεται με βάση τις πολιτισμικές, κοινωνικές και πολιτικές της συνιστώσες. Δεν είναι ζήτημα μονοσήμαντης οριοθέτησης.
Πιστεύω, όμως, πως μια κοινωνία που δεν καταστέλλει την ελευθερία της έκφρασης, παρά τις ανασφάλειες που προκαλεί το απρόβλεπτο γεγονός της ελευθερίας, ενδυναμώνει τα ψυχικά της αποθέματα, ενισχύει τη δημιουργικότητά της και βελτιώνει την αντοχή της στην κριτική. Η ρήξη με τις ιδεοληψίες και τις εσωτερικές μας άμυνες δύναται να επιτευχθεί, όταν δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου η ελευθερία αποτελεί θεμελιώδη αρχή. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι αποδοκιμασίες και οι διαφωνίες γίνονται μέρος της κανονικότητας και συμβάλλουν στην αποφυγή της κοινωνικής αποστείρωσης μέσω της γλωσσικής αποστέρησης. Έτσι, προάγεται η διαμόρφωση μιας κοινωνίας ανθεκτικής και ανοιχτής στην ετερότητα, διασφαλίζοντας ότι η ελευθερία δεν θα περιοριστεί στο όνομα μιας υποτιθέμενης προστασίας.