Για την ομοφοβία & τον σεξισμό στο έργο του Προυντόν

0

Του Ντανιέλ Γκερέν [Daniel Guérin]. Ο Γκερέν (1904-1988) ήταν Γάλλος ελευθεριακός-κομμουνιστής συγγραφέας, γνωστός για το έργο του «Αναρχισμός: Από τη θεωρία στην πράξη», καθώς και για τη συλλογή του «Ούτε θεοί, ούτε αφέντες: Μια ανθολογία του αναρχισμού». Σταθερός αντίπαλος του ναζισμού, του φασισμού, του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, ένθερμος υποστηρικτής της Confederación Nacional del Trabajo (CNT) κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου. Η επαναστατική υπεράσπιση του ελεύθερου έρωτα και της ομοφυλοφιλίας από τον Γκερέν επηρέασε την ανάπτυξη του queer αναρχισμού. Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Αντώνης Χ.

Προυντόν, ένα σεξουαλικά καταπιεσμένο άτομο

Θα ήθελα να εξετάσω μια από τις λιγότερο γνωστές πτυχές του έργου του μεγάλου κοινωνικού μεταρρυθμιστή: την έντονη και παράξενη περιέργειά του για την ομοφυλοφιλία.[1] Περιέργεια που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, δεδομένου ότι δικαίως εθεωρείτο άνθρωπος με άκαμπτα ήθη, επιπλέον δε, ο συγγραφέας της μεταθανάτιας Πορνοκρατίας, είχε την τάση να εναντιώνεται με ζήλο κατά των παρεκκλίσεων της σάρκας.

Ο Προυντόν είχε πεισθεί ότι η ομοφυλοφιλία, στην εποχή του, δεν παρατηρείτο καθόλου στα κατώτερα κοινωνικά εργατικά στρώματα. Οπαδοί της ως επί το πλείστον ήταν, όπως έλεγε, «εκλεπτυσμένοι άνθρωποι, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων, δικαστές, ιερείς». Γιατί; διότι οι εργαζόμενοι δεν είχαν «υψηλό το αίσθημα του ιδεώδους». Για αυτόν, ο μονόφυλος[2] έρωτας προέκυπτε από «σφάλμα κρίσεως ως αποτέλεσμα ψευδαίσθησης του ιδεώδους», κατά την επιδίωξη «του ωραίου και του καλού». Αυτό που τον εντυπωσίαζε από τα ήθη της αρχαιότητας ήταν πως «οι μεγάλοι ποιητές κατέληξαν εορταστικά να εντρυφήσουν στο τερατώδες αυτό πάθος, προνόμιο κατά τα λεγόμενά τους, θεών και ηρώων». Προσθέτοντας ότι η «ποιητική» της ομοφυλοφιλίας ήταν που έπρεπε κυρίως να εξηγηθεί. Και απολογείτο εκ των προτέρων για το θράσος του να παρεισφρήσει σε τέτοιου είδους τομέα, τολμώντας να γράψει:

«Συμβουλεύτηκα τις γραπτές μαρτυρίες· ρώτησα εκείνους τους αρχαίους που ήξεραν να βάζουν παντού την ποίηση και τη φιλοσοφία και που, μιλώντας σε μια κοινωνία συνηθισμένη στα σωκρατικά ήθη, δεν έρχονταν σχεδόν καθόλου σε αμηχανία (…) Αυτό που θα πω (…) θα έχει (…) το πλεονέκτημα να ελαφρύνει μοναδικά το έγκλημα εκείνων που πρώτοι το ύμνησαν και το εκθείασαν (…) Συνηγορήσαμε υπέρ μερικών από τις μεγαλύτερες μορφές που απεικόνισαν τη φυλή μας, υπέρ της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας, υπέρ της αιώνιας τιμής του ανθρώπινου πνεύματος, υπέρ της αθωότητας του μονόφυλου έρωτα.»

Ο Προυντόν ξεκινάει τη μελέτη του απορρίπτοντας σκοπίμως την εξήγηση του αγίου Παύλου «ο οποίος νομίζει ότι τα έχει πει όλα όταν αποδίδει το φαινόμενο με το οποίο ασχολούμαστε στη λατρεία ψευδών θεών». Για αυτόν, «η εξήγηση του αγίου Παύλου δεν εξηγεί τίποτα». Ήταν πολύ βολικό για τον χριστιανισμό να κατηγορεί τον πολυθεϊσμό και την κοινωνία που στηρίχθηκε σε αυτόν για τη συμπεριφορά από την οποία ισχυριζόταν ότι θα καθάριζε τη γη. «Αλλά (…) ο χριστιανισμός δεν πέτυχε το εγχείρημά του» και τα πάθη που κατήγγειλε ο απόστολος «διαιωνίστηκαν στην Εκκλησία του Χριστού».

Επιστρέφοντας στις ρίζες του ελληνικού έρωτα, ο Προυντόν ορθώς υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία υπήρχε στην Ελλάδα πολύ πριν από τον Σωκράτη. Στην Ιωνία αυτός ο έρωτας «τραγουδήθηκε και θεοποιήθηκε» για πρώτη φορά. Μεταξύ των Σύρων, των Βαβυλωνίων και άλλων Ανατολιτών, η θρησκεία είχε ήδη καταστήσει την ομοφυλοφιλία ένα από τα μυστήριά της. Στην αυγή της ανθρωπότητας βασίλευε ένας «ερωτικός πανθεϊσμός», αυτό που ο Σαρλ Φουριέ[3], στον οποίο ο Προυντόν χρωστούσε τόσα πολλά, ονόμασε πανγαμία (omnigamie) και στον οποίο ο Προυντόν παραπέμπει με αυτούς τους όρους:

«Αυτός ο υπέρτατος έρωτας, που ξετυλίγει το χάος και ζωογονεί όλα τα όντα, δεν έχει ανάγκη την ανθρώπινη μορφή για να απολαύσει τον εαυτό του. Για αυτόν, τα βασίλεια, τα γένη, τα είδη και τα φύλα είναι όλα μπερδεμένα (…) Είναι η Καινίς, που μεταμορφώνεται από κορίτσι σε αγόρι· ο Ερμαφρόδιτος, που είναι και αρσενικό και θηλυκό· ο Πρωτέας, με τις χίλιες μεταμορφώσεις του (…) Ο Θεόκριτος προχωράει ακόμη παραπέρα: σε έναν θρήνο για τον θάνατο του Άδωνη, ισχυρίζεται ότι ο κάπρος που τον σκότωσε με έναν κυνόδοντα ήταν ένοχος μόνο για αδεξιότητα. Το άμοιρο ζώο επιθυμώντας να φιλήσει τον όμορφο νεαρό: πάνω στη θέρμη του πάθους του, τον διαμέλισε!»

Όταν η ανθρωπότητα βγαίνοντας από το χάος μπήκε στον πολιτισμό, αυτός ο ερωτικός πανθεϊσμός μετατράπηκε σε «ερωτικό ιδεαλισμό»:

«Πάνω απ᾽ όλα ο άνθρωπος, πίστευαν οι αρχαίοι, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έρωτα· χωρίς έρωτα η ζωή είναι αναμονή θανάτου. Η αρχαιότητα είναι γεμάτη από αυτή την ιδέα· έχει τραγουδήσει και εκθειάσει τον έρωτα· έχει αμφισβητήσει ατελείωτα τη φύση του, όπως ακριβώς έχει αμφισβητήσει το κυρίαρχο Αγαθό, και περισσότερες από μία φορές τα έχει μπερδέψει. Με την ίδια δύναμη που οι καλλιτέχνες της εξιδανίκευαν την ανθρώπινη μορφή, οι φιλόσοφοι και οι ποιητές της εξιδανίκευσαν τον Έρωτα (…) Αναμεταξύ τους το διακύβευμα ήταν ποιος θα ανακάλυπτε και θα πραγμάτωνε τον τέλειο έρωτα (…) Αλλά αυτή η ιδεατότητα του έρωτα, που βρίσκεται; Πως να την απολαύσει κανείς και σε ποιο βαθμό;»

Στο γάμο; Ο Προυντόν απαντά με μια παροιμία:

 «Ο γάμος είναι ο τάφος του έρωτα. Και αυτό ίσχυε για τους Έλληνες (…) ασύγκριτα περισσότερο απ᾽ ό,τι ισχύει για εμάς. Η αξιοπρέπεια της συζύγου, αριστοκρατική στην αρχή και στη μορφή, δεν προσέδιδε στην αρχαία γυναίκα παρά υπεροπτικές αξιώσεις που την έκαναν όχι τόσο θελκτική.»

Ο συγγραφέας υπαινίσσεται εδώ, αλλά πολύ συνοπτικά, τις κοινωνικές συνθήκες (πατριαρχία) στις οποίες υπέκειντο οι Ελληνίδες:

«Με την σύζυγο, όπως την κατέστησε ο πολιτισμός στο τέλος της ηρωικής εποχής, να έχει μόνο την υπερηφάνεια της, την κοινοτοπία των ενασχολήσεών της και την επαχθή λαγνεία της, που μόλις και μετά βίας κατέπνιγαν τις ταλαιπωρίες της εγκυμοσύνης και τις συζυγικές συγκρούσεις, ο έρωτας έκανε φτερά στο ξημέρωμα του γάμου και η καρδιά έμενε στεγνή. Δεν υπάρχει ίχνος  έρωτα στον γυναικωνίτη, δηλώνει εμφατικά ο Πλούταρχος.»

Αν ο συζυγικός δεσμός ήταν έτσι «απογυμνωμένος από το ιδεώδες και επομένως από τον έρωτα», από ποιόν να ζητηθεί ο έρωτας; Από την εταίρα, την παλλακίδα, την ιερόδουλη; Αλλά αυτό το είδος «αγοραίου έρωτα» περιορίζεται στην «ικανοποίηση των αισθήσεων», στις «οργανικές εκκρίσεις» σε «κάτι το βρώμικο», όπως αποδοκιμάζει ο Προυντόν. «Μου αρέσει, λέτε· ναι, όπως μου αρέσει το κρασί, τα ψάρια και ό,τι μου δίνει ευχαρίστηση.»

«Έτσι, η εταίρα και η ιερόδουλη δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο, από άποψη ερωτικής απόλαυσης, ακόμη λιγότερο από τη νόμιμη γυναίκα, τον έρωτα όπως τον επιθυμεί η ανθρώπινη ψυχή, και ο εξιδανικευμένος έρωτας καθίσταται αδύνατος μεταξύ των δύο φύλων (…) Οι αρχαίοι μελετώντας σε βάθος αυτή την ανάλυση, κατάλαβαν θαυμάσια ότι η ομορφιά, τόσο η φυσική όσο και η ηθική, είναι άυλη, ότι ο έρωτας που εμπνέει αφορά εξ ολοκλήρου την ψυχή (…) Πού είναι λοιπόν, αναρωτιόταν ο αρχαίος άνθρωπος, ο έρωτας χωρίς τον οποίο δεν μπορώ να ζήσω και τον οποία δεν μπορώ να νιώσω ούτε με τη γυναίκα μου, ούτε με την ερωμένη μου, ούτε με τη σκλάβα μου; Πού είναι αυτός ο έρωτας, αυτό το ξάναμμα που εμφανίζεται μόνο για να εξαπατήσει τους ανθρώπους; Βρήκα τη γυναίκα πιο πικρή κι από τον θάνατο[4], φωνάζει ο Σολομώντας· προφανώς δεν αναφέρεται στο πρόσωπο αλλά στο φύλο. Κενό παντού, έρωτας πουθενά.»

Ο Προυντόν ακολουθώντας με προσοχή «την εξέλιξη αυτής της ιδεαλιστικής αποπλάνησης που, αφού απορρίψει το γάμο ως ξένο από την ίδια του τη φύση προς τον έρωτα», καταλήγει στην «ψευδαίσθηση» της ομοφυλοφιλίας:

«Επομένως, μέσα από την εκλέπτυνση της ευαισθησίας και αναζητώντας την πεμπτουσία του ωραίου και του αγαθού, οι αρχαίοι κατέληξαν να περιφρονούν τον συζυγικό έρωτα και μαζί με αυτόν κάθε σωματική σχέση με μια γυναίκα. Μέσα από αυτή την ακολουθία ιδεών οι Έλληνες, επενδύοντας στον έρωτα και καθαρίζοντάς τον από τις σαρκικές χυδαιότητες, έφτασαν στις έσχατες υπερβολές. Μπορεί να φαίνεται ανήκουστο, αλλά έτσι είναι: και ολόκληρη η ιστορία το μαρτυρεί.»

Ο Προυντόν, με έντονη αυταρέσκεια, αφήνει εδώ τη θεωρία για τα παραδείγματα:

«Ο Ανακρέων[5], σύμφωνα με τον Αιλιανό, όντας στην αυλή του Πολυκράτη, τυράννου της Σάμου, ένιωσε μια έντονη τρυφερότητα για τον νεαρό Σμερδίη. Ποθούσε την ψυχή του, λέει ο ιστορικός, όχι το σώμα του. Ο δε έφηβος έτρεφε για τον ποιητή μια τρυφερή εκτίμηση.»

Και ο Προυντόν υπερθεματίζοντας λέει:

«Ο όμορφος έφηβος Σμερδίης που αναφέρεται εδώ αγαπήθηκε επίσης από τον τύραννο Πολυκράτη.»

Έχοντας επιτέλους ξεπεράσει τόσο την επιφυλακτικότητα όσο και τις αναστολές, ο συγγραφέας ρίχνεται ολόψυχα στην εξύψωση του ελληνικού έρωτα:

«Πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτή η εξαιρετική θεωρία είχε διεισδύσει σε ένα ορισμένο σημείο στα ήθη, όταν βλέπουμε τους πιο ενάρετους ανθρώπους της αρχαιότητας και τους λιγότερο καχύποπτους να την υιοθετούν. Ο Σωκράτης, ο οποίος έδωσε το όνομά του στον τέλειο έρωτα πριν δώσει το δικό του ο Πλάτων, έκανε φανερά και εν γνώσει όλης της πόλης έρωτα με τον Αλκιβιάδη. Τον δίδασκε φιλοσοφία, επέπληττε την έπαρσή του, τον απομάκρυνε από τον δελεασμό των ιερόδουλων, τον εκπαίδευε στην εγκράτεια και με το παράδειγμά του και τους λόγους του, δίδασκε τους Αθηναίους να αγαπούν και να σέβονται τη νεολαία. Δίνει ένα ωραίο παράδειγμα στο διάλογο του Πλάτωνα που ονομάζεται Θεαίτητος. Ο Θεαίτητος είναι ένας άχαρος νέος με αγκυλωτή μύτη και μικρά, βαθουλωτά μάτια, ένα αληθινό πορτρέτο του Σωκράτη, που παρουσιάζεται και συστήνεται στον φιλόσοφο από έναν πολίτη της Αθήνας, τον οποίο οι φίλοι του κατηγορούσαν ειρωνικά, προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, ότι έκανε έρωτα με αυτό το άσχημο αγόρι. Ο Σωκράτης αφού ανέκρινε τον Θεαίτητο, αναγκάζοντάς τον με τις ερωτήσεις του να δείξει την ευφυία του και αναδεικνύοντας την ευτυχισμένη φύση του, τελικά του είπε μπροστά σε όλους: Πήγαινε, είσαι όμορφος, Θεαίτητε· γιατί κατέχεις την ομορφιά της ψυχής, χίλιες φορές πιο πολύτιμη από εκείνη του σώματος. Λόγος αντάξιος του Ευαγγελίου που πρέπει να άγγιξε τους Αθηναίους, και που ο Πλάτωνας δεν θα έχανε ποτέ.

«Ο Κορνήλιος Νέπως[6], στο βίο του Επαμεινώνδα, αναφέρει ότι όταν ο βασιλιάς της Περσίας σκόπευε να τον εξαγοράσει, ο Διομέδων ο Κυζικηνός, στον οποίο ανατέθηκε αυτή η δουλειά, επηρέασε τον Μίκυθο, έναν πολύ νεαρό άνδρα, τον οποίο ο Επαμεινώνδας αγαπούσε από καρδιάς. Τι έκανε ο Θηβαίος ήρωας; Αφού νουθέτησε αυστηρά τον μεσάζοντα του μεγάλου βασιλιά, είπε στον νεαρό φίλο του: Όσο για σένα, Μίκυθε, δώσε γρήγορα πίσω τα χρήματά του, αλλιώς θα σε αναφέρω στον δικαστή! (…) Παράξενη ασχολία για τους παιδεραστές, να κηρύττουν στους προστατευόμενούς τους, με λόγια και παραδείγματα, τη σεμνότητα, τη μελέτη, την ανιδιοτέλεια, την αγνότητα, κάθε είδους αρετή, και να τα απειλούν με τιμωρία αν παρεκκλίνουν!

«Σε έναν πόλεμο που διεξήγαγαν οι Χαλκιδείς εναντίον των γειτόνων τους, νίκησαν χάρη στο θάρρος του Κλεόμαχου, ενός συμμάχου τους, ο οποίος συναίνεσε να πολεμήσει (…) με μοναδικό όρο ότι προτού πεθάνει, παρουσία του στρατού, θα δεχόταν ένα φιλί από τον φίλο του. Ο Πλούταρχος διηγείται την ιστορία. Αναρωτιέμαι αν ο ιπποτισμός έχει γεννήσει κάτι πιο όμορφο και πιο αγνό από αυτόν τον χαρακτήρα.

«Όλοι γνωρίζουν ότι το ιερό τάγμα της Θήβας, που χάθηκε ολόκληρο στη Χαιρώνεια, αποτελούνταν από τριακόσιους νέους, εκατόν πενήντα ζευγάρια, των οποίων η πειθαρχία διαμορφώθηκε τόσο από τον έρωτα όσο και από τον πατριωτισμό.»

Περνώντας από την ελληνική λογοτεχνία στη λατινική ποίηση, ο Προυντόν συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο:

«Ο Βιργίλιος[7], μαθητής του Πλάτωνα, τραγουδώντας τον ρωμαϊκό μεσσιανισμό και την παγκόσμια αναγέννηση, δεν λησμονεί τον εξαγνισμό του παιδεραστικού έρωτα. Το επεισόδιό του με τον Νίσο και τον Ευρύαλο[8] είναι εμπνευσμένο από την ελληνική φιλία, όπου ο έρωτας συνδυάζεται με την πολεμική άμιλλα: Ο ίδιος έρωτας τους ένωνε και ορμούσαν μαζί στις μάχες[9], λέει για τους νεαρούς ήρωες: Ο Ευρύαλος, τύπος λαμπρής νιότης και ενάρετης χάρης, που τον αγαπάει όλος ο στρατός και τον θαυμάζει, ο Ευρύαλος αξιοσημείωτος για την ομορφιά και την ανθισμένη νιότη του[10], Εκείνη η πιο σαγηνευτική γοητεία που εμφανίζεται σε ένα όμορφο σώμα[11], και ο Νίσος, ο αγνός και ευσεβής εραστής του. Διαβάστε τη συγκινητική ιστορία αυτού του έρωτα στο 5ο και 9ο βιβλίο της Αινειάδας: ακούγεται σαν επεισόδιο από το ιερό τάγμα της Θήβας. Και είναι αφού αφηγηθεί τον θάνατό τους που ο ποιητής αναφωνεί: Ευτυχισμένο ζεύγος! Αν οι στίχοι μου έχουν κάποια δύναμη, η μνήμη σας θα διαρκέσει όσο το Καπιτώλιο, ενόσω η Ρώμη κατέχει την αυτοκρατορία του κόσμου!»

Και ο Προυντόν, που τίποτα πια δεν τον εκπλήσσει και τίποτα δεν τον συγκρατεί, αναφωνεί:

«Γιατί μας εκπλήσσει τόσο πολύ, τελικά, ένας δεσμός που έχει τις ρίζες του στην ίδια τη φύση; Δεν γνωρίζουμε μήπως ότι υπάρχει μια αμοιβαία έλξη μεταξύ του εφήβου και του ώριμου άνδρα, αποτελούμενη από χίλια διαφορετικά συναισθήματα, που οι επιδράσεις τους υπερβαίνουν κατά πολύ την απλή φιλία; Ποια ήταν η στοργή του Φενελόν[12] για τον Δούκα της Βουργουνδίας, πνευματικό παιδί της αγάπης του, που δημιούργησε, διαμόρφωσε, εγέννησε κατά την Βίβλο, όπως είχε δημιουργήσει τον “Τηλέμαχό” του; Έρωτας, με την πιο αγνή και υψηλή έννοια που του έδιναν οι Έλληνες. Ο Φενελόν διδάσκοντας τον Δούκα της Βουργουνδίας, είναι ο Σωκράτης που αποκαλύπτει την ομορφιά του Θεαίτητου στους ακροατές του, είναι ο Επαμεινώνδας που επιπλήττει τον Μίκυθο. Πόσο θα ήθελε να πεθάνει γι’ αυτόν “τον καρπό της κοιλίας του”, ο τρυφερός Φενελόν!

«Θα πήγαινα ακόμη παραπέρα: τι είδους ήταν η ξεχωριστή προτίμηση του Χριστού για τον νεότερο από τους αποστόλους του;[13] Εγώ βλέπω εδώ, όπως και στο επεισόδιο του Νίσου και του Ευρύαλου, μια χριστιανική μίμηση του ελληνικού έρωτα. Και αυτό είναι η πιο τρανή απόδειξη ότι ο συγγραφέας του 4ου Ευαγγελίου δεν ήταν Εβραίος από την Ιερουσαλήμ, ανίκανος για τέτοιες τρυφερότητες, αλλά ελληνιστής από την Αλεξάνδρεια, που γνώριζε το ακροατήριό του και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καλύτερο, για να εξυμνήσει την αγιότητα του Χριστού, από το να τον κάνει ερωμένο κατά τον τρόπο του Σωκράτη. Συκοφαντούμε τους αρχαίους και δεν βλέπουμε ότι οι ιδέες τους, στις σωστές τους διαστάσεις, έχουν την πηγή τους στο ανθρώπινο συναίσθημα και έχουν περάσει και στη θρησκεία μας.

«Ο διαχωρισμός μεταξύ ερώτων και η διαφορά των χαρακτήρων τους ήταν τόσο ξεκάθαρη για τους Έλληνες, που τους βλέπουμε να συμβιώνουν, χωρίς να ανταγωνίζονται ή να συγχέονται. Η ερωτική σύντροφος του Αχιλλέα, είναι η όμορφη αιχμάλωτη εταίρα Βρισηίδα· ο εγκάρδιος φίλος του είναι ο Πάτροκλος, ο εταίρος του. Και τι διαφορά στις λύπες που τους προσδίδει! Για τη Βρισηίδα κλαίει, ορκίζεται να μην πολεμήσει πια και να επιστρέψει στη Θεσσαλία· για τον Πάτροκλο, παραβιάζει τον όρκο του, σκοτώνει τον Έκτορα, σφαγιάζει τους αιχμαλώτους και αποφασίζει να καταλάβει την Τροία.

«Όλοι οι Έλληνες ποιητές που τραγούδησαν τον έρωτα στη διπλή του υπόσταση ακολούθησαν το παράδειγμα του Ομήρου. Ο Βάθυλλος[14] του Ανακρέοντα μού εμπνέει υποψίες: η αδιακρισία της περιγραφής από τον ποιητή  του πορτραίτου του φίλου του ρίχνει στην αγνότητά του μια σκιά χυδαιότητας· αλλά πόσο πολύ το συναίσθημα που του εμπνέει ο Βάθυλλος ξεπερνά την κάθε φαντασίωσή του με ερωμένες! Τι πιο γοητευτικό από το τραγούδι του αγγελιαφόρου περιστεριού! Και ω ποία ονειροπόληση σε αυτούς τους δύο στίχους, που οι μεταφραστές διαχωρίζουν σαν να ήταν δύο ωδές:
Δροσίστε, γυναίκες, το ξεραμένο μου λαρύγγι με γλυκόπιοτο κρασί·
το πυρωμένο μου κεφάλι με φρέσκα τριαντάφυλλα.
Αλλά ποιος να δροσίσει την καρδιά μου, που φλέγεται από έρωτα;
Σ
τη σκιερή φυλλωσιά του Βάθυλλου θα καθίσω,
του νεαρού δένδρου με τα πράσινα μαλλιά·
που πλάι
του της πειθούς η πηγή κελαρύζει ψυθιρίζοντας:
εδώ
, κουρασμένε ταξιδιώτη, ξαπόστασε.»[15]

Εδώ εκείνο που κινεί το ενδιαφέρον του Προυντόν δεν είναι τόσο ο ελληνικός έρωτας όσο η αγνότητά του:

«Αυτό που με εκπλήσσει σε όλη αυτή τη σωκρατική, πλατωνική, ανακρεοντική ή σαπφική ποίηση, όπως και να την αποκαλέσει κανείς, είναι η εξαιρετική αγνότητα τόσο της σκέψης όσο και της γλώσσας, αγνότητα ισοδύναμη μόνο με την ένταση του πάθους. Ας πει κανείς αν μπορεί, εάν υποθέσουμε ότι πρόκειται για ανήθικο έρωτα, τι θα μπορούσε να προσφέρει από διαπεραστικά  χαρακτηριστικά, χαριτωμένες εικόνες και ανείπωτη αρμονία, αυτή η αδιανόητη μίξη της πλέον υψηλής τρυφερότητας, της πλέον αυστηρής σκέψης, της πλέον θεϊκής ποίησης, με ό,τι θα μπορούσε να εφεύρει πιο αποτρόπαιο η έξαψη των αισθήσεων· εγώ δε, μια τέτοια συνύπαρξη παραδείσου και κόλασης στην ίδια καρδιά τη θεωρώ απαράδεκτη, και είμαι πεπεισμένος ότι, οτιδήποτε φρικτό υπάρχει σ᾽ αυτό, είναι εξαιτίας μας.»

Ήταν όντως αγνός ο «μονόφυλος» έρωτας των αρχαίων; Ο Προυντόν, αφού στην αρχή τον υποστήριξε, δεν είναι τόσο σίγουρος πια. Αλλά το ιδανικό τους τουλάχιστον ήταν, κατά τον ίδιο, ένα ιδανικό καθαρότητας:

«Σε ό,τι μας αφορά, χωρίς να διεκδικούμε περισσότερες γνώσεις σε τέτοια θέματα απ’ όσες μπορεί να έχει ένας σωστός άνθρωπος, διατηρούμε την άποψη που καθιερώσαμε στο κείμενο, ότι δηλαδή ο παιδεραστικός έρωτας δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη, για τους αρχαίους Έλληνες, όπως σήμερα για μας, σωματικές σχέσεις· αντίθετα, ο έρωτας αυτός επιδίωκε να παραμείνει αγνός, και έτσι τον ασκούσαν ο Σωκράτης, ο Επαμεινώνδας και πλήθος άλλοι. Τα αποσπάσματα που παραθέσαμε από τον Πλούταρχο, τον Πλάτωνα, τον Βιργίλιο και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη γι’ αυτό. Θα υποστηρίξουμε λοιπόν ότι αυτόν τον αγνό έρωτα τραγουδούσαν ο Ανακρέων και η Σαπφώ· ότι είναι σημαντικό, για να είμαστε δίκαιοι, να διαχωρίσουμε εδώ την θεωρία περί πάθους των αρχαίων από αυτό που θα μπορούσε να ήταν η πρακτική τους, και ότι πριν κατηγορήσουμε τους μεγαλύτερους ποιητές για αισχρά ήθη, οφείλουμε να ξεκινήσουμε κατανοώντας τα συναισθήματα και τις ιδέες τους. Με όποιον κρυφό τρόπο κι αν χρησιμοποίησε ο Ανακρέων με τον Βάθυλλο ή η Σαπφώ με τη φίλη της την πρακτική αυτή, για την οποία δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα και δεν θα μάθουμε ποτέ τίποτα, ένα πράγμα παραμένει θετικό, αποδεδειγμένο και καθιερωμένο (…) οι αρχαίοι είχαν ένα διαφορετικό ιδανικό για τον έρωτα από ό,τι εμείς, ένα ιδανικό που δεν είναι σκοπός μας εδώ να δικαιολογήσουμε (…)· αλλά ένα ιδανικό που ήταν άμεμπτο σύμφωνα με το τι πίστευαν και που είχε την ποιητικότητά του.»

Ο Προυντόν, ωστόσο, έχοντας υπόψη την προσωπική του εμπειρία, έχει πολύ βαθιά αντίληψη της «έξαψης των αισθήσεων» ώστε να αυταπατάται με αφελείς ψευδαισθήσεις. Γνωρίζει πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να παρεμβληθεί φράγμα αδιαπέραστο ανάμεσα στον πλατωνισμό και τη σάρκα: τέτοιου είδους έρωτας, «όσο πνευματική κι αν είναι η αρχή του», παραμένει σωματικός:

«Ένας από τους συνομιλητές του Πλουτάρχου, που υπερασπιζόταν την περίπτωση του αμφιφυλικού έρωτα, έφερε την ακόλουθη ένσταση στον αντίπαλό του, ο οποίος διαμαρτυρόταν εκ μέρους των οπαδών του τέλειου έρωτα για τις κατηγορίες που τους καταλογίζονταν, λέγοντας: Ισχυρίζεστε ότι ο έρωτάς σας είναι καθαρός από κάθε σύνδεση μεταξύ των σωμάτων και ότι η ένωση υπάρχει μόνο μεταξύ των ψυχών· αλλά πως μπορεί να υπάρξει έρωτας όπου δεν υπάρχει κατοχή; Είναι σαν να μας λέτε ότι μεθούμε κάνοντας σπονδή στους θεούς ή ότι χορταίνουμε την πείνα μας με την κνίσσα της θυσίας. Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτή την ένσταση. Όσο κι αν αναλωθούμε στις συζητήσεις περί διάκρισης σωμάτων και ψυχών, παραμένει γεγονός ότι για να ενωθούν οι μεν πρέπει να συνενωθούν και τα δε.»

Και ο Προυντόν καταλήγει, σαν ένας άνθρωπος που έχει καταστραφεί μέχρι το βάθος της ύπαρξής του από την πάλη μεταξύ “Αγγέλου και Κτήνους”[16]:

«Κάθε έρωτας, ανεξάρτητα από το πόσο ιδανικό είναι το αντικείμενό του, όπως ο έρωτας των πιστών για τον Χριστό ή εκείνος των μοναχών για την Παρθένο, πόσο μάλλον ο έρωτας που αφορά ένα ζωντανό, χειροπιαστό ον, αναγκαστικά έχει αντίκτυπο στον οργανισμό και κλονίζει τη σεξουαλικότητα. Υπάρχει ερωτική απόλαυση στη νεαρή Παρθένο που χαϊδεύει το τρυγόνι της· και τι  παραλήρημα, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, κατακαίει τις αισθήσεις τους η φαντασία των μυστικιστών! Έχοντας φτάσει στο απόγειο, ο ουράνιος έρωτας, που έλκεται από την υλική ομορφιά, της οποίας η ενατένιση τον καταδιώκει, πέφτει στην Άβυσσο: όπως η Ελόα[17], η όμορφη αρχάγγελος που ερωτεύθηκε τον Σατανά και που μόνο στο αντίκρισμά του χάνεται. Τέτοια είναι (…) η αντινομία στην οποία υπόκειται ο έρωτας, όπως κάθε πάθος: όπως δεν μπορεί να κάνει χωρίς ιδανικό, έτσι δεν μπορεί να κάνει και χωρίς κατοχή. Το πρώτο ωθεί μοιραία προς το δεύτερο.»

*  *  *

Γιατί ο Προυντόν ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την ομοφυλοφιλία; Δεν απομένει παρά να βρω το κλειδί του αινίγματος στη ζωή και στην προσωπικότητά του. Οι περισσότεροι από τους πολλούς σχολιαστές του έχουν αποφύγει μια τέτοια αδιάκριτη έρευνα. Ένας όμως από αυτούς, ο Ζυλ-Λουί Πουές[18], περιορίστηκε να δηλώσει, συνοπτικά, ότι η πηγή των καταπιέσεών του θα αποκαλυφθεί «χωρίς αμφιβολία» με την ψυχανάλυση.[19]

Όταν ήταν πολύ νέος, σε ηλικία 17 ετών, ο Προυντόν βίωσε, όπως μας λέει ο ίδιος, έναν «πλατωνικό έρωτα» που τον έκανε «τόσο απερίσκεπτο όσο και λυπημένο». Ερωτεύτηκε μια νεαρή κοπέλα σαν χριστιανός, δηλαδή με «πίστη στο απόλυτο».[20]

Παρά την «σεξουαλικά έντονη νιότη» του, η οποία απαιτεί πιο συγκεκριμένες ικανοποιήσεις, γίνεται  «φύλακας» και «προστάτης» της παρθενίας της νεαράς. Στο τέλος, «αφού περίμενε πολύ καιρό, η νεαρή γυναίκα απομακρύνθηκε και παντρεύτηκε κάποιον άλλον».

Γιατί εμφανίζεται αυτή η ιδιότυπη ερωτική συμπεριφορά, η οποία διαρκεί πέντε χρόνια; Ο Προυντόν απέδωσε τον «πνευματικό του έρωτα» στην ανάγνωση του έργου Παύλος και Βιργινία (1788) του Μπερναρντέν ντε Σαίν-Πιερ, «ένα δήθεν αθώο ποιμενικό αφήγημα που όφειλε να βρίσκεται στον κατάλογο αναγνωσμάτων κάθε οικογένειας». Και καταγγέλλει «τον κίνδυνο αυτού του πλατωνισμού που μια ματαιόδοξη λογοτεχνία θα ήθελε να ανάγει σε αρετή». Προτείνει μια άλλη εξήγηση όταν σημειώνει στα Ημερολόγιά του: «Εύχομαι, αν ποτέ παντρευτώ, να αγαπήσω τη γυναίκα μου όσο αγάπησα και τη μητέρα μου».[21] Ίσως ήταν συναισθηματικά μπλοκαρισμένος, όπως τόσοι άλλοι, από το πασίγνωστο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Το γεγονός είναι ότι, εξαιτίας αυτής της δυστυχούς ερωτικής σχέσης, παρέμεινε παρθένος για δέκα χρόνια μετά την εφηβεία:

«Τον συνεπήρε ένα ιδανικό πάθος σε νεαρή ηλικία που τον οδήγησε πολύ νωρίς στην αρρενωπότητα, και εξ αιτίας του ιδεαλισμού του, έγινε άτσαλος και αδέξιος με το σεξ, περιφρονούσε τον ιπποτισμό όπου ήταν ανεπιτυχής, ήταν απότομος και σαρκαστικός απέναντι στα όμορφα άτομα, αδιάλλακτος προς τις μεσοβέζικες θέσεις, τις οποίες χαρακτήριζε, όχι άδικα, ως ανήθικες. Εν ολίγοις, παρά τις ορέξεις του, δυσανασχετεί με τον έρωτα που τον ενοχλεί, τον ερεθίζει, τον κάνει να κοκκινίζει σαν λιοντάρι (…) Αισθάνεται υπερβολικός, γελοίος (…) αντιπαθεί και τον έρωτα, και τον γάμο και τις γυναίκες. »

Για χρόνια, ο Προυντόν, «θλιβερός μάρτυρας της εγκράτειας», «δέχθηκε επίθεση από τον διάβολο που πείραζε τον Άγιο Παύλο»:

«Ο διάβολος, που για τόσο καιρό μού έκαιγε στην καρδιά, τώρα μού έψηνε τα σπλάχνα, και καμία εργασία, κανένα διάβασμα, περπάτημα ή απαντοχή οποιουδήποτε είδους δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την ψυχική μου γαλήνη (…) Μια οδυνηρή διάσπαση γινόταν μέσα μου μεταξύ θέλησης και φύσης. Η σάρκα έλεγε: θέλω, η συνείδηση: δεν θέλω…»

Σε αυτό το σημείο ο Προυντόν μάς αποκαλύπτει τα πιο ενδόμυχά του μυστικά. Αυτόν τον «πλατωνισμό», του οποίου τον «κίνδυνο» κατήγγειλε προηγουμένως ασαφώς[22], τον καθιστά τώρα σαφέστατο:

«Ω, όλοι εσείς οι νέοι άνδρες και νέες γυναίκες που ονειρεύεστε τον τέλειο έρωτα, ένα να ξέρετε: ο πλατωνισμός σας είναι μία ευθεία προς τα Σόδομα[23]

*  *  *

Ανασκαλεύοντας τα νεανικά χρόνια του Προυντόν, δεν θα βρούμε, εκτός από αυτό το αγνό πάθος, καμία γυναικεία περιπέτεια. Ο βιογράφος του, Ντανιέλ Αλεβύ, δηλώνει ότι «δεν ήταν του γούστου του να παίζει με το ωραίο φύλο».[24] Ο ίδιος παραδέχεται ότι όταν ζούσε ακόμα στην ύπαιθρο και έβλεπε χωριατοπούλες να αυνανίζουν ταύρους, «δεν ένιωσε ποτέ τίποτα γι’ αυτές τις λάγνες γυναίκες».[25]

Από την άλλη, ανακαλύψαμε ότι είχε σχέση με έναν άνδρα. Σε ηλικία 22 ετών, γνώρισε έναν νεαρό φοιτητή από την Μπεζανσόν στο τυπογραφείο όπου εργαζόταν. Αν και από διαφορετικό κοινωνικό στρώμα, οι δύο νέοι έγιναν αχώριστοι: «Σας γνώρισα, σας αγάπησα» έγραψε αργότερα ο Γκυστάβ Φαλό στον Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν.[26] Παρότρυνε τον φίλο του να τον ακολουθήσει στο Παρίσι. Ο Προυντόν δεν μπόρεσε να αντισταθεί σ’ αυτό το κάλεσμα. Είχαν τα πάντα κοινά: κρεβατοκάμαρα, κρεβάτι, τραπέζι, βιβλιοθήκη, αποταμίευση. Μαζί, «πλατωνοποιήθηκαν». Όμως η τρομερή επιδημία χολέρας του 1836 χτύπησε και τον Φαλό. Ο φίλος του τον φρόντιζε μέρα-νύχτα. Έκανε τα πάντα για να σώσει αυτόν που αγαπούσε. Αλλά δεν μπόρεσε να τον γλιτώσει από τον θάνατο. Ο πόνος του ήταν φρικιαστικός:

«Ένιωσα να χάνω το ήμισυ της ζωής και του πνεύματός μου: βρέθηκα μόνος στον κόσμο.»

Η ανάμνηση του Φαλό τον απασχολούσε «σαν μια έμμονη ιδέα, μια πραγματική μονομανία». Πηγαίνει στο Περ-Λασαίζ[27] όπου μένει για μια ολόκληρη ώρα διαλογιζόμενος μπροστά στον τάφο του.[28]

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Προυντόν παρέμεινε πιστός στην ανδρική φιλία. Σε ένα μεταθανάτιο κείμενό του, διαβάζουμε:

«Κάθε άνθρωπος έχει μυστικά που ενώ τα εμπιστεύεται σε έναν φίλο δεν τα λέει στη γυναίκα του.»[29]

Σε έναν σύντροφο, που του τον στερεί η σύζυγός του, γράφει με πικρία:

«Ο γάμος κύριοι έχει μια παράξενη επίδραση σε εσάς που έχετε νυμφευθεί (…) Καθώς αποσύρεστε σταδιακά στο νοικοκυριό σας και λησμονάτε ότι κάποτε ήσασταν σύντροφοι. Πίστευα ότι ο έρωτας και η πατρότητα δυναμώνουν τη φιλία μεταξύ των ανδρών· σήμερα συνειδητοποιώ ότι αυτό ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση.»

Και προσθέτει αυτή τη σημαντική παρατήρηση, για τον αναγνώστη που ήδη γνωρίζει την σπουδαιότητα που απέδιδε στην αρχαία φιλία:

«Αν ο Ορέστης είχε παντρευτεί την Ερμιόνη, από την ίδια εκείνη ημέρα θα είχε ξεχάσει τον Πυλάδη.»[30]

Αλλού ο Προυντόν προτρέπει έναν εραστή, στον οποίο εύχεται τα καλύτερα, να διαφυλάξει την ελευθερία του:

«Να θυμάσαι, νεαρέ μου, ότι τα φιλιά που σου δίνουν είναι τα δεσμά με τα οποία σε δένουν, και ότι χωρίς να το καταλάβεις τρεις ημέρες νηστείας και αποχής είναι αρκετές για να μετατρέψουν μια γυναίκα από γλυκιά ερωμένη σε τύραννο.»[31]

Ο Προυντόν ήθελε να προστατεύσει τους φίλους του από τη βλαβερή γυναικεία επιρροή:

«Η συζήτηση και η κοινωνία των γυναικών επισκιάζουν το μυαλό των ανδρών, το θηλυκοποιούν, το φθείρουν.»[32]

*  *  *

Περιγράφοντας ένα ωραίο αρσενικό, ο Προυντόν δυσκολεύεται να συγκρατήσει τη ταραχή του. Σε μια παράξενη παραβολή, περιγράφει ένα πρόσωπο πληβειακής καταγωγής, που «το σθένος του, η σφριγηλότητα των μυών του, η χροιά της φωνής του (…) ασκούσαν μια ακαταμάχητη σαγήνη» σε τέτοιο βαθμό, ώστε η νεαρή χήρα της οποίας ήταν ένας από τους θαυμαστές «δεν μπορούσε, εμπρός του, να αντισταθεί στην ηδονική έξαψη που της γεννούσε».[33] Από την άλλη, η θηλυπρέπεια, τού ήταν αποκρουστική:

«Η λεπτότητα που διαθέτουν οι γυναικείες χάρες είναι αηδιαστική.»

Τρομοκρατείται από την προοπτική μιας κοινωνίας στην οποία οι άνδρες θα είναι «όμορφοι, ευγενικοί,  χαριτωμένοι» και δεν θα υπάρχουν πια «ούτε αρσενικά ούτε θηλυκά»[34]. Σε άλλο σημείο, ο Προυντόν προδίδει την προτίμησή του για την ανδρική ανατομία. Σε σύγκριση με το ανδρικό σώμα, το γυναικείο σώμα είναι, στα μάτια του, «ελάσσων, μια υποτάξη»:

«Οι μυς είναι ανύπαρκτοι· το αρρενωπό παράστημα είναι αμβλυμένο· οι δυνατές, εκφραστικές γραμμές σβήνουν και πλαδαρεύουν.»[35]

Ο Προυντόν δεν ήταν ευγενικός με το ασθενές φύλο. Δεν μπορούσε να βρει ικανοποιητικά εξευτελιστικές λέξεις για να στιγματίσει τη γυναίκα που διακατέχεται από έρωτα. Φλυαρεί και αποκτηνώνεται, τρελή, πόρνη, κακάσχημη, πάσχει από άσβεστη λαγνεία, είναι ένα πηγάδι προστυχιάς.

«Η γυναίκα απαιτεί, εκνευρίζει και προκαλεί τον άνδρα· τον αηδιάζει και τον παρενοχλεί: ξανά, ξανά και ξανά!.»[36]

Για τον Προυντόν, η γυναίκα ήταν κατώτερο, «υποδεέστερο» πλάσμα. Ποτέ δεν θα γίνει «δυνατό μυαλό». Αρνείται ριζικά τη γυναικεία ιδιοφυΐα. «Μια γυναίκα δεν μπορεί πλέον να κάνει παιδιά όταν το μυαλό, η φαντασία και η καρδιά της ενασχολούνται  με την πολιτική, την κοινωνία και τη λογοτεχνία». Η πραγματική της κλίση ήταν στην οικιακή εργασία:

«Εμείς οι άντρες πιστεύουμε ότι μία γυναίκα ξέρει ήδη αρκετά όταν μπορεί να μας επιδιορθώνει τα πουκάμισα και να μας φτιάχνει μπιφτέκια.»[37]

Η παραχώρηση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες θα αποτελούσε «προσβολή της οικογενειακής αξιοπρέπειας» και ο Προυντόν, που είχε για σύζυγο μια νοικοκυρά, έκανε αυτή τη αστεία απειλή:

«Την ημέρα που ο νομοθέτης θα παραχωρήσει στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου θα είναι και η ημέρα του διαζυγίου μου.»[38]

Φτάνει στο σημείο να υπαγορεύει στους άνδρες να διοικούν τις γυναίκες τους με την μαγκούρα:

«Θέλει να την τιθασεύσεις και χαίρεται όταν το κάνεις (…) Ο άνδρας έχει δύναμη· και πρέπει να τη χρησιμοποιεί· χωρίς τη δύναμη, η γυναίκα τον περιφρονεί (…) Της γυναίκας της αρέσει κατά κάποιο τρόπο να την βασανίζουν, ακόμα και να τη βιάζουν.»[39]

Η μεγαλύτερη αντιπάθεια του Προυντόν είναι η χειραφετημένη γυναίκα, που πάσχει από «διανοητική νυμφομανία», η οποία μιμείται τα ανδρικά ήθη, η «μέγαιρα», η γυναίκα των γραμμάτων, της οποίας η Γεωργία Σάνδη ήταν, στα μάτια του, το απεχθές πρότυπο.[40] Για αυτή του την αντιφεμινιστική μανία, εισέπραξε καυστικά σχόλια. Μια νεαρή μυθιστοριογράφος, δεκαοκτώ μόλις ετών, δημοσίευσε έναν σθεναρό λίβελο κατά του Προυντόν, και σύντομα την ακολούθησε μια συνάδελφός της.[41] Εξοργισμένος από αυτές τις επιθέσεις, ο Προυντόν έγραψε μια λυσσαλέα απάντηση, ημιτελή άλλωστε, η οποία, ευτυχώς για τον ίδιο, δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά το θάνατό του.[42]

*  *  *

Πέρα από τη γυναίκα, η οργή του Προυντόν στρεφόταν εναντίον ολόκληρης της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία βίωνε μια σεξουαλική επανάσταση. Κατήγγειλε «την ερωτική τρέλα που βασανίζει τη γενιά μας», «αυτή την πορνοκρατία που εδώ και τριάντα χρόνια έχει προκαλέσει την υποχώρηση της δημόσιας αιδούς στη Γαλλία», «αυτό το πνεύμα της λαγνείας και της ακολασίας» που είναι «η πληγή της δημοκρατίας», «η λατρεία του έρωτα και της ηδονής (…) ο καρκίνος του γαλλικού έθνους». Αποστρεφόμενος τους σύγχρονούς του, τους λέει:

«Σάρκα θέλετε! θα την έχετε μέχρι αηδίας.»[43]

Το σφάλμα έγκειται στις τέχνες και τα γράμματα, που διεγείρουν υπερβολικά τις αισθήσεις.[44] Μήπως την ανάγνωση ενός ερωτικού μυθιστορήματος δεν ακολουθεί πάντα μια επίσκεψη σε οίκο ανοχής – όπου «δεν συναντά κανείς τίποτε άλλο παρά αηδία, δυσαρέσκεια και τύψεις»;[45] Και ο Προυντόν συνεχίζει επιτιθέμενος στους ουτοπιστές σοσιαλιστές, τους προκατόχους του, που επιδίωκαν να αποκαταστήσουν τη σάρκα: στον Μπαρτελεμύ-Προσπέρ Ανφαντέν (1796 – 1864), τον επικεφαλής της «θρησκείας των σαινσιμονιστών[46]», στον οποίο είπε: «Είστε μια εκκλησία νταβατζήδων και ασώτων»[47] και στον Σαρλ Φουριέ, ο οποίος κήρυττε την ελεύθερη ανάπτυξη των παθών και ισχυριζόταν ότι θα τα έθετε στην υπηρεσία της αναγεννημένης κοινωνίας του.[48]

Αλλά περισσότερο από τη λαγνεία, ήταν η ομοφυλοφιλία που δεν έπαψε ποτέ να στοιχειώνει το διαταραγμένο μυαλό του Προυντόν. Τείνοντας «προς τη σύγχυση των φύλων», ο κομμουνισμός θα ήταν «μοιραία παιδεραστικός από την άποψη των ερωτικών σχέσεων».[49] Υποπτευόταν την «ιερατική ανδρογυνία» των σαινσιμονιστών και την «πανγαμία» του Φουριέ, στον οποίο έθεσε την ιεροεξεταστική υποψία ότι «επέκτεινε τις ερωτικές σχέσεις πολύ πιο πέρα από τα παραδοσιακά όρια» και ότι «καθαγίασε ακόμη και τις μονόφυλες συνευρέσεις».[50] Η μανία των αισθήσεων, εάν την ακολουθήσεις, οδηγεί αναγκαστικά σε «αφύσικες» απολαύσεις, στον «σοδομισμό».[51]

«Βρισκόμαστε εν μέσω ασυδοσίας, τόσο καθολική έχει γίνει η ακολασία… Πλέον καταλήξαμε στον μονόφυλο έρωτα.»[52]

Κάθε έθνος που επιδίδεται στην ηδονή «είναι ένα έθνος που καταβροχθίζεται από τη γάγγραινα του σοδομισμού, μια σύναξη παιδεραστών».[53] Η παιδεραστία λέγεται ότι είναι «το αποτέλεσμα μιάς μανιώδους ηδονής που τίποτα δεν μπορεί να ικανοποιήσει».[54] Και ρωτάει, με έναν τόνο παράξενης ευχαρίστησης:

«Μήπως υπάρχει (…) σ’ αυτό το τρίψιμο μεταξύ δύο αρσενικών, μια στυφή απόλαυση που ξυπνά τις απαθείς αισθήσεις, όπως λέγεται ότι η ανθρώπινη σάρκα καθιστά κάθε άλλη τελετή βαρετή για τον κανίβαλο;»[55]

*  *  *

Εν κατακλείδι ο Προυντόν εξαίρει την αντισεξουαλική τρομοκρατία. Αφημένο αδέσποτο, το σαρκικό πάθος δεν φαίνεται να έχει κανένα φάρμακο: «Ήταν ανώφελο για τους Βερνάρδο, Ιερώνυμο και Ωριγένη να προσπαθούν να δαμάσουν τη σάρκα τους μέσω της εργασίας, της νηστείας, των αγρυπνιών και της απομόνωσης». Καταπιεσμένο, το πάθος ξεσπά με ακόμη μεγαλύτερη μανία. Αντί να υποχωρήσει, αναγεννάται μέσω της λαγνείας και αναζητά νέο αντικείμενο:

«Χύσε, χύσε ξανά, χύσε ατελείωτα.»[56]

Ο Προυντόν δεν διστάζει λοιπόν να καλέσει τον νομοθέτη, τον αστυνόμο και τον δικαστή για βοήθεια. Ας απαγορευτεί το διαζύγιο, ας εξομοιωθεί ο σοδομισμός με τον βιασμό και ας τιμωρείται με είκοσι χρόνια φυλάκιση.[57] Ακόμα καλύτερα, ας κηρυχθεί νομικά συγχωρητέος ο φόνος ενός «σοδομιστή» που συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω από τον πρώτο που θα βρεθεί μπροστά του.[58] Ο Προυντόν σκέφτηκε σοβαρά να καταθέσει αγωγή στον εισαγγελέα προκειμένου να διωχθεί η φαλανστηριακή[59] σχολή για «ανηθικότητα»:

«Από τώρα και στο εξής, κόμπαζε, έχουμε το δικαίωμα να λέμε στους φουριεριστές είστε παιδεραστές (…) Αν αποδειχθεί ότι ο φουριερισμός είναι ανήθικος, πρέπει να απαγορευτούν (…) Αυτό δεν καθιστά δίωξη αλλά αυτοάμυνα[60]

Για να εξαλείψει τη λαγνεία, ο Προυντόν υποστηρίζει τον πλέον αδυσώπητο εξευγενισμό:

«Πρέπει να εξολοθρεύσουμε πάσα κακή φύση ώστε να ανανεωθεί το φύλο εξαλείφοντας τα βρομερά υποκείμενα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι Άγγλοι βελτιώνουν φυλές βοδιών, προβάτων και γουρουνιών.»[61]

Ο σοσιαλισμός, όπως τον βλέπει, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Το σφάλμα του χριστιανισμού δεν ήταν, κατά την άποψή του, το ότι ήθελε να καταδικάσει όλες τις σεξουαλικές σχέσεις εκτός του νόμιμου γάμου, αλλά το ότι απέτυχε να το κάνει. Η Επανάσταση θα το έκανε.[62]

Έχουμε προειδοποιηθεί: «Τα πάντα προετοιμάζονται για αυστηρά ήθη». Στην κοινωνία του μέλλοντος, «ένας διαρκής πόλεμος» θα διεξάγεται «στις ερωτικές ορέξεις»· «ένας πόλεμος που θα γίνεται ολοένα και πιο επιτυχημένος». Θα μας εμφυσήσουν «μια απέχθεια για τη σάρκα».[63]

Έτσι, ω του παραδόξου, προκειμένου να σβήσει το «ερωτικό πάθος»[64] που τον κατέτρωγε και το οποίο καταπίεζε απεγνωσμένα, ο Προυντόν, αναρχικός από άποψη κοινωνικής οργάνωσης, βυθίστηκε στον πιο αυταρχικό πουριτανισμό.

Αποδεικνύει έτσι, με την εις άτοπον απαγωγή, ότι χρειάζεται μια σεξουαλική επανάσταση για την απελευθέρωση των θυμάτων του είδους του.

Daniel Guérin

*  *  *

Πιο εκπληκτικά, ο Πιέρ-Ζοζέφ ΠΡΟΥΝΤΟΝ (1809-1865), ο οποίος μερικές φορές αναφέρεται ως «ο πατέρας του αναρχισμού» -«ΠΑΤΕΡΑΣ» είπατε;- δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους μάτσο συμπατριώτες του… Εξίσου «αμφίβολος» από άλλες απόψεις, αχρείαστο να αρνηθείτε κάθε λατρεία προσωπικότητας για να διαγράψετε έναν τέτοιο αντιδραστικό από τη λίστα με τα αγαπημένα σας αναγνώσματα! Δεν θέλουμε ούτε Θεό ούτε Αφέντη, ούτε Πατρίδα ούτε Πατριάρχη, δεν θέλουμε τον ΠΡΟΥΝΤΟΝ ως θετική αναφορά, κρίνετε μόνοι σας:

«Οι γυναίκες, που έχουν μεγαλύτερη κλίση στο συναίσθημα παρά στη λογική, μισούν γενικά τους στοχαστές (…). Τους αρέσει αυτό που τις κάνει να φτάνουν σε οργασμό, όχι αυτό που τις κάνει να σκέφτονται. Αφήνονται στην επιβολή του νόμου της αγνότητας (…), αλλά αυτό απλά το οικειοποιούνται· δεν είναι καθόλου αγνές. Εμείς είμαστε οι αγνοί, και εμείς τους δίνουμε όλη την τιμή.»
(Carnet αρ. 3, 1846)

«Η πραγματική αξιοπρέπεια της γυναίκας βρίσκεται στο νοικοκυριό: αυτό αποδεικνύεται οικονομικά (…)· η εργασία στην κουζίνα, στο πλυσταριό κ.λπ. είναι ίση σε τιμή με εκείνη της λογοτεχνίας.»
(Carnet αρ. 4, 1846)

«Ό,τι έχουν παράξει οι γυναίκες στη λογοτεχνία θα μπορούσαν να αφαιρεθούν, χωρίς η λογοτεχνία να χάσει τίποτα.»
(Carnet αρ. 4, 1847)

«Η συζήτηση και η κοινωνία των γυναικών επισκιάζουν το μυαλό των ανδρών, το θηλυκοποιούν, το φθείρουν. Η γυναίκα, εκτός συζυγικής κοινωνίας, είναι κακή παρέα για τον άνδρα, κουραστική, εκνευριστική και απογοητευτική. Η σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας σε ένα ζευγάρι πρέπει να είναι αυτή του λοχαγού με τον υπολοχαγό, του ιερέα με τον εφημέριο, του βασιλιά με τον υπουργό, όχι του συντρόφου με την σύντροφο. Είναι παράλογο να λέγεται ότι η κοινωνία μπορεί να μεταρρυθμιστεί από τις γυναίκες· διότι η γυναίκα είναι μόνο αυτό που ο άνδρας την κάνει να είναι.»
(Carnet αρ. 4, 1847)

«Περιπτώσεις όπου ο σύζυγος μπορεί να σκοτώσει τη γυναίκα του, σύμφωνα με την αυστηρότητα της πατρικής δικαιοσύνης:

  1. μοιχεία,
  2. πορνεία,
  3. προδοσία,
  4. μέθη και ακολασία,
  5. σπατάλη και κλοπή,
  6. πεισματική, αυταρχική και περιφρονητική ανυπακοή.

(…) Ο σύζυγος έχει το δικαίωμα της δικαιοσύνης επί της συζύγου του· η σύζυγος δεν έχει το δικαίωμα της δικαιοσύνης επί του συζύγου της. Μια τέτοια αμοιβαιότητα είναι ασυμβίβαστη με τη συζυγική υποταγή. (…) Είναι ντροπή για την κοινωνία μας, σημάδι παρακμής, το να μπορεί η σύζυγος να ζητήσει διαζύγιο λόγω ασυμβίβαστου χαρακτήρων ή βίας εκ μέρους του συζύγου· εφόσον δεν υπάρχει μίσος από τον σύζυγο, ανηθικότητα, ανικανότητα, μεγάλες και αδικαιολόγητες κακίες, η γυναίκα που παραπονιέται πρέπει να θεωρείται ένοχη και να παραπέμπεται στο νοικοκυριό της. (…) Αν στον άνδρα έχει δοθεί η νοητική υπεροχή έναντι της γυναίκας, είναι για να τη χειρίζεται. Υποχρέωση της ευφυίας και του χαρακτήρα.»
(La Pornocratie ou les femmes dans les temps modernes, μεταθανάτιο, 1875)

«Σημειώστε ότι οι γυναίκες, οι οποίες έχουν απομακρυνθεί από το πλύσιμο των ρούχων, την αρτοποιία και τη φροντίδα των ζώων, έχουν επίσης εγκαταλείψει το πλέξιμο και το ράψιμο. Είδα τη μητέρα μου να τα κάνει όλα αυτά. Ζύμωνε, έπλενε, σιδέρωνε, μαγείρευε, άρμεγε την αγελάδα, πήγαινε στο χωράφι να της φέρει χορτάρι· έπλεκε για πέντε άτομα και επιδιόρθωνε τα ρούχα της.»
(La Pornocratie ou les femmes dans les temps modernes, μεταθανάτιο, 1875)

«Νεαρέ, αν θέλεις να παντρευτείς, να ξέρεις πριν ότι ο πρώτος όρος για έναν άνδρα είναι να κυριαρχεί επί της συζήγου του και να είναι αφέντης.»
(Notes et Pensées)

«Μια γυναίκα δεν μπορεί πλέον να κάνει παιδιά όταν το μυαλό, η φαντασία και η καρδιά της ενασχολούνται με την πολιτική, την κοινωνία και τη λογοτεχνία.»
(Notes et Pensées)

«Έκανα λάθος που έλεγα πάρα πολλά καλά για τις γυναίκες, ήμουν γελοίος.»
(Notes et Pensées)

Εντυπωσιακό, δεν είναι…; Ας προσέχουμε τους θρύλους.

L’Empereur Tom@to Ketchup

———————————————-

ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ:

Αντιφάσεις στο έργο του Προυντόν/ Ομιλία στο Συνέδριο «Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν: ο άνθρωπος των παραδόξων»

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: 

[1] Όλες οι αναφορές του Προυντόν που ακολουθούν είναι παρμένες από το έργο Justice dans la Révolution et dans l’Eglise (Περί Δικαιοσύνης στην Επανάσταση και στην Εκκλησία), 1858, έκδοση Rivière, τ. IV.

[2] (Σ.τ.Μ.) Στα γαλλικά γίνεται χρήση του επιθέτου unisexuel που μεταφράζουμε ως μονόφυλος, παλαιότερος τύπος για το ομόφυλος (homosexuel).

[3] (Σ.τ.Μ.) Γάλλος φιλόσοφος (1772 – 1837), θεωρήθηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς μια μορφή του “κριτικού-ουτοπικού σοσιαλισμού”.

[4] (Σ.τ.Μ.) Εκκλησιαστής Ζ’:26

[5] (Σ.τ.Μ.) Ένας από τους εννέα λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας  (π. 572  – π. 485 π.Χ.)

[6] (Σ.τ.Μ.) Ρωμαίος βιογράφος και ιστορικός (π. 100 – π. 24 π.Χ.)

[7] (Σ.τ.Μ.) Ρωμαίος ποιητής (70 – 19 π.Χ.)

[8] (Σ.τ.Μ.) Σύντροφοι του Αινεία που τον ακολούθησαν στο ταξίδι του προς την Ιταλία μετά τον Τρωικό πόλεμο.

[9] Αινειάδα, IX, 188.

[10] ό.π., V, 295.

[11] ό.π., V, 344.

[12] (Σ.τ.Μ.) Γάλλος φιλόσοφος, ιερωμένος, θεολόγος και συγγραφέας (1651 – 1715), γνωστός κυρίως για το έργο του Οι περιπέτειες του Τηλέμαχου.

[13] Κατά Ιωάννην, XIII, 23 ; XIX, 26, 27 ; XXI, 20.

[14] (Σ.τ.Μ.) Ανακρέοντος Ωδαί, κθ’ Εις Βάθυλλον

[15] (Σ.τ.Μ.) Συναντάται στη βιβλιογραφία είτε ως ωδές 21 και 22 είτε ως ωδή 18. Μεταφράζουμε τη γαλλική μετάφραση του Προυντόν και παραθέτουμε εδώ μια εκδοχή του αρχαιοελληνικού κειμένου:

Δότε μοι, δότ᾽, ὦ γυναῖκες, / Βρομίου πιεῖν ἀμυστί· / ὑπὸ καύματος γὰρ ἤδη / προδοθεὶς ἀναστενάζω. /Δότε δ᾽ ἀνθέων ἑκείνου· / στεφάνους οἵοις πυκάζω / τὰ μέτωπα μὴ ᾽πικαίειν / τὸδε καῦμα· τῶν δ᾽ Ἐρώτων, / κραδίην, τίνι σκεπάζω;

Παρὰ τὴν σκιὴν Βαθύλλου / καθίσω· καλὸν τὸ δένδρον· / ἁπαλὰς δ᾽ ἔσεισε χαίτας / μαλακωτάτῳ κλαδίσκῳ. / Παρὰ δ᾽ αὐτὸ ψιθυρίζει / πηγὴ ῥέουσα Πειθοῦς· / τίς ἂν οὖν ὁρῶν παρέλθοι / καταγώγιον τοιοῦτο;

[16] (Σ.τ.Μ.) Πιθανώς εμπνευσμένο από το ρητό του Πασκάλ: “Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε Άγγελος ούτε Κτήνος, και η δυστυχία είναι ότι όποιος θέλει να γίνει Άγγελος γίνεται Κτήνος.”

[17] (Σ.τ.Μ.) Η Ελόα, η άγγελος της συμπόνιας, που γεννήθηκε από τα δάκρυα του Χριστού κατά τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου, γοητεύεται από τον Σατανά, ο οποίος την παρασύρει με τα δικά του δάκρυα. Τελικά την απαγάγει, αποκαλύπτοντας τον εαυτό του ως τον έκπτωτο, απαρηγόρητο άγγελο.

[18] (Σ.τ.Μ.) Ιστορικός των ιδεών και νομικός (1879-1957)

[19] Εισαγωγή στον τόμο των πλήρων Έργων του Προυντόν που περιέχει τα έργα Du Principe de l’Art (Περί Αρχής της Τέχνης), La Pornocratie ou les femmes dans les temps modernes (Η Πορνοκρατία ή οι γυναίκες στους σύγχρονους καιρούς), 1939, σ. 304.

[20] Παρατίθεται από τον Daniel Halévy, La Jeunesse de Proudhon (Τα νεανικά χρόνια του Προυντόν), 1913, σ. 36.

[21] Philosophie de la Misère (Φιλοσοφία της Μιζέριας), 1867, τ. ΙΙ, σ. 384; – Carnets (Ημερολόγια), 1960-1961, τ. Ι.

[22] Justice dans la Révolution et dans l’Eglise (Περί Δικαιοσύνης στην Επανάσταση και στην Εκκλησία), έκδοση Rivière, τ. IV,  σ. 131-132.

[23] ό.π.,  σ. 69.

[24] Daniel Halévy, La Jeunesse de Proudhon (Τα νεανικά χρόνια του Προυντόν), 1913, σ. 102.

[25] La Pornocratie ou les femmes dans les temps modernes (Η Πορνοκρατία ή οι γυναίκες στους σύγχρονους καιρούς), μεταθανάτιο έργο, 1875, σ. 304.

[26] Επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 1831, Correspondance (Αλληλογραφία), 1875, τ. Ι, σ. XV.

[27] (Σ.τ.Μ.) Το μεγαλύτερο κοιμητήριο του Παρισιού.

[28] Halévy, ό.π., σ. 122, 133.

[29] La Pornocratie , σ. 193.

[30] Επιστολή προς Ackermann της 4ης Οκτωβρίου 1844, Correspondance, τ. ΙI, σ. 158,159.

[31] La Pornocratie , σ. 264.

[32] Carnets, 1961, II, σ. 12.

[33] Contradictions Politiques (Πολιτικές Αντιφάσεις), 1864, μεταθανάτιο έργο, έκδοση Rivière, σ. 297. Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτό το πορτρέτο με εκείνο του Ηρακλή, ενός αθλητή «με μακριούς, δυνατούς μηρούς» που δανείστηκε ο Προυντόν με αυταρέσκεια από ένα σχολικό εγχειρίδιο λατινικών (La Guerre et la Paix, 1861, έκδοση Rivière, σ. 15)

[34] La Pornocratie , σ. 33, 59-63.

[35] Carnets, 1961, II, σ. 11.

[36] La Pornocratie , σ. 30, 92, 198, 235, 265 – Contradictions Politiques, σ. 298.

[37] La Pornocratie , σ. 33, 225, 170 – De la Justice , τ. IV, σ. 304 – Carnets, 1961, II, σ. 12.

[38] La Pornocratie , σ. 59 – Contradictions Politiques, σ. 274.

[39] La Pornocratie , σ. 191, 194, 267.

[40] ό.π., σ. 28 – Carnets, τ. I, σ. 227, 321, 342-343, 354 ;  τ. II, σ. 202, 363.

[41] Juliette La Messine (η μελλοντική Madame Adam, γνωστή στη λογοτεχνία ως Juliette Lamber), Idées antiproudhoniennes (Αντι-Προυντονικές ιδέες), 1858 – Jenny d’Héricourt, La femme affranchie (Η χειραφετημένη γυναίκα), 1860 – βλ. Jules L. Puech, Εισαγωγή στο La Pornocratie, έκδοση Rivière, 1939, σ. 315.

[42] La Pornocratie

[43] Philosophie de la Misère, τ. II, σ. 376 – βλ. επίσης Carnets 1960, τ. I, σ. 242: «Όλοι είναι ευτυχισμένοι όσο γαμιούνται (…) Κάνουμε έρωτα σαν τα σκυλιά».

[44] De la Justice, τ. IV, σ. 71- Philosophie de la Misère, τόμος II, σ. 384- Επιστολή του Προυντόν προς τον Ζοζέφ Γκαρνιέ, 23 Φεβρουαρίου 1844, που παρατίθεται από τον Sainte-Beuve, P.-J. Proudhon, 1872, σ. 105.

[45] La Pornocratie, σ. 250 – De la Justice, τόμος IV, σ. 132.

[46] (Σ.τ.Μ.) Ιδεολογικό ρεύμα, από τον Ανρί Σαιν-Σιμόν, έναν εκ των ουτοπιστών προδρόμων του επιστημονικού σοσιαλισμού και θεμελιωτών της γαλλικής Κοινωνιολογίας.

[47] La Pornocratie…, σ. 166 καὶ 23, 31, 108, 113.

[48] ό.π.,  σ. 229.

[49] De la Justice, τ. IV, σ. 71.

[50] Avertissement aux Propriétaires (Προειδοποίηση προς τους ιδιοκτήτες), 1842, έκδοση Rivière, 1939, σ. 222.

[51] La Pornocratie, σ. 164, 247, 261.

[52] De la Justice, τ. IV, σ. 231.

[53] ό.π.,  σ. 71.

[54] ό.π.,  σ. 54.

[55] ό.π.,  σ. 54-55.

[56] Philosophie de la Misère, έκδοση 1867, τ. II, σ. 376, 385.

[57] De la Justice, τ. IV, σ. 52, 298.

[58] Carnets, τ. I, σ. 232.

[59] (Σ.τ.Μ.) Φαλανστήριον < φάλαγξ + μοναστήριον, λέξη που επινόησε ο Σαρλ Φουριέ. Ως εκ τούτου φαλανστηριακή σχολή αναφέρεται στη σχολή που ακολουθούσε τα δόγματα του Φουριέ.

[60] La Justice poursuivie par lEglise (Η δικαιοσύνη που επιδιώκεται από την Εκκλησία), 1861, έκδοση Rivière, 1946, σ. 237 – Carnets, I, σ. 168, 275, 288-289 ; II, σ. 113, 128.

[61] La Pornocratie, σ. 252.

[62] De la Justice, τ. IV, σ. 155.

[63] Carnets, I, σ. 135, 190.

[64] Philosophie de la Misère, σ. 379.

Αφήστε ένα σχόλιο

four × 3 =