Το κίνημα των Βογόμιλων & οι κοινωνικές του διαστάσεις

0

Παρακάτω ένα κείμενο του Φώτη Κατέβα που πραγματεύεται το κίνημα των Βογόμιλων και τις κοινωνικοπολιτικες του διαστασεις. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ευτοπία, τεύχος 21, Οκτώβρης 2012. Οι χριστιανοί βογόμιλοι αναπτύχθηκαν και έδρασαν για αιώνες σε όλη τη Βαλκανική, και ιδιαιτέρως στη Βουλγαρία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που σήμερα να θεωρούνται οι «πρώιμοι αναρχικοί των Βαλκανίων» και μία από τις βασικές επιρροές του μετέπειτα, ιδιαιτέρως ανεπτυγμένου, βουλγαρικού ελευθεριακού κινήματος – που σε πολλές-ούς δημιουργεί ερωτήματα το πώς προέκυψε με μία τέτοια δυναμική. Πολλά ξενόγλωσσα αφιερώματα και άρθρα έχουν γραφτεί από αναρχικές ομαδες για την επιρροή που άσκησαν οι βογόμιλοι στην κουλτούρα και την παράδοση της ευρύτερης περιοχής συνδέοντας το ιστορικό νήμα της παντοτινής επανάστασης εναντίον των πλουσίων και των εκκλησιών και υπέρ ενός κοινοτικού τρόπου ζωής.

Πολλοί είναι εκείνοι που γνωρίζουν για την ανταρσία των Ζηλωτών της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Η σχετική βιβλιογραφία για τους Ζηλωτές ποικίλει και οι ερμηνείες για το περιεχόμενο αυτού του κινήματος έχουν ένα απίστευτο εύρος, το οποίο ανοίγεται από την εκδοχή ενός ριζοσπαστικού επαναστατικού κινήματος (Κορδάτος) έως εκείνη μίας έντονα θρησκευτικής συντηρητικής κίνησης. Από την άλλη πλευρά, το κίνημα των Βογομίλων, το οποίο επηρέασε πολύ πιο καθοριστικά όχι μόνο τον βυζαντινό κόσμο αλλά μία περιοχή από τη Μέση Ανατολή έως τις ατλαντικές ακτές της Ευρώπης, είναι σχετικά άγνωστο στην ελληνική βιβλιογραφία. Αυτό μάλιστα αποτελεί ένα γεγονός ακόμα πιο αξιοπερίεργο, από τη στιγμή που το κίνημα των Βογομίλων είχε πολλά αντιαυτοκρατορικά και κοινοκτημονικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό το κείμενο, γίνεται μία προσπάθεια γενικής περιγραφής αυτού του πολύ σημαντικού θρησκευτικού κινήματος, το οποίο επέδρασε πολύ ουσιαστικά για τη μετέπειτα άνθηση των ριζοσπαστικών ιδεών στον ευρωπαϊκό χώρο.

Οι αιρέσεις στο Βυζάντιο

Ο βυζαντινός μεσαιωνικός κόσμος υπήρξε ένας κόσμος αναταραχών και διαρκών πολέμων. Η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το λεγόμενο στη σύγχρονη βιβλιογραφία Βυζάντιο, είχε απωλέσει πλέον ανεπιστρεπτί τη μεγάλη του δύναμη και η ακτινοβολία του άρχισε σταδιακά να δύει. Οι απειλές τόσο από τον βορρά όσο όμως και από την ανατολή διαρκώς αυξάνονταν και εντείνονταν. Η αυτοκρατορική διοικητική μηχανή δεν είχε πλέον εκείνη τη δύναμη αλλά και την οικονομική ευχέρεια να συντηρεί με άνεση τις μεγάλες και διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις ή ετοιμοπόλεμες μονάδες προκειμένου να εξασφαλίζει την ασφάλεια των συνόρων του. Η βαριά φορολογία θα είναι ένα ακόμα στοιχείο που θα επιβαρύνει τις σχέσεις των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων με το αυτοκρατορικό παλάτι και την υψηλή εκκλησιαστική ιεραρχία. Μέσα σε αυτές της συνθήκες συνεχούς διοικητικής απορύθμισης και κοινωνικής αναταραχής, θα ανακύψουν θρησκευτικά ρεύματα που θα αμφισβητήσουν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, δηλαδή δε θα μείνουν σε μία διαμάχη θεολογικών ζητημάτων αλλά θέσουν ζητήματα όχι τόσο κοινωνικής μεταρρύθμισης αλλά ωστόσο άρνησης της υφιστάμενης κοινωνικής ζωής. Ακόμα και αν υπέκρυπταν κοινωνικές αναζητήσεις, σε μία θεοκρατική κοινωνία όπως η μεσαιωνική, τα ρεύματα αυτά θα έχουν το χαρακτήρα θρησκευτικών κινήσεων που θα χαρακτηριστούν ως αιρέσεις ενίοτε από τη δυτική καθολική ή  ανατολική ορθόδοξη εκκλησία. [1]

Η εμφάνιση των αιρετικών στη Βαλκανική χερσόνησο άρχισε να γίνεται στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε (741-775), ο οποίος μετακίνησε εμπειροπόλεμους πληθυσμούς, ανάμεσά τους και Παυλικιανούς, από τη Μικρά Ασία στη Θράκη, με σκοπό να ενισχύσει το βαλκανικό σύνορο απέναντι στην επεκτατική πολιτική και τις εχθρικές κινήσεις των Βουλγάρων. Αυτή η κίνηση είχε καθαρά στρατιωτικό και στρατηγικό χαρακτήρα, όπως πολύ σωστά παρατήρησε και ο πατριάρχης Νικηφόρος, και φαίνεται πως έγινε αδιακρίτως θρησκευτικών πεποιθήσεων. [2]

Η σκληρή αντιμετώπιση των θρησκευτικών παρεκκλίσεων από την επίσημη εκκλησία ξεκίνησε ακόμα και από τους πρώιμους σχετικά αιώνες επέκτασης της χριστιανικής θρησκείας. [3] Οι Βυζαντινοί, πιο συγκεκριμένα, απασχολούνταν έντονα με τα ζητήματα του δόγματος, ενώ η επίσημη εκκλησία γρήγορα αποφάσισε πως οποιοσδήποτε είχε διαφορετικές απόψεις από εκείνες που επίσημα είχε διατυπώσει η Εκκλησία, ήταν αιρετικός. Για παράδειγμα, οι οπαδοί του Αρείου χαρακτηρίσθηκαν σαν άθεοι, επειδή αμφισβητούσαν την πληρότητα της θεϊκής φύσεως του Χριστού. [4]

Έτσι λοιπόν, «αιρετικός θεωρούνταν για τους Βυζαντινούς όποιος δεν ακολουθούσε τους κανόνες της Ορθοδοξίας όπως αυτοί ορίζονταν μέσα από τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Στη χιλιόχρονη βυζαντινή ιστορία εντοπίστηκαν πολλοί αιρετικοί και αντιμετωπίστηκαν ποικιλοτρόπως, ανάλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματός τους». [5]

Από θεολογική άποψη, οι αιρέσεις είχαν πάντοτε ως βάση τη διαφωνία πάνω στο ζήτημα της φύσης της Αγίας Τριάδας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Ανδρέας Μαντούδης, ο οποίος έγραψε ένα πολύτιμο βιβλίο για την αίρεση των Βογομίλων, «όντως ο Ιησούς υπήρξε και υπάρχει σημείον αντιλεγόμενον. Επί είκοσι αιώνας ο Ιησούς είναι ο άξων περί ον στρέφεται η παγκόσμια διανόησις και θα στρέφετει μέχρι συντέλειας των αιώνων». [6] Ο Χριστός και η φύση του αποτέλεσε το βασικό στοιχείο της διδασκαλίας σχεδόν όλων των αιρετικών. [7] Επίσης, χαρακτηριστικός είναι ο δυιστικός χαρακτήρας πολλών εξ αυτών [8] και σε αυτές εντάσσεται και η διδασκαλία των Βογομίλων καθώς και των πρόδρομών τους Παυλικιανών. [9]

Μιλώντας για τους Βογόμιλους και την ονομασία τους

Οι Βογόμιλοι, στα βουλγαρικά Богомили, υπήρξε ένα χριστιανικό ρεύμα που εμφανίστηκε στα Βαλκάνια μέσα στον 10ο αιώνα και άνθησε μέχρι και τον 15ο αιώνα. Εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε κυρίως στη Βουλγαρία γύρω στο 950 και ενσωμάτωσε κάποια νεομανιχαϊστικά και παυλικιανικά στοιχεία. Πηγές αυτού του ρεύματος υπήρξαν οι θρησκευτικές κινήσεις που είχαν παλαιότερα εμφανιστεί στην Αρμενία και τη Μικρά Ασία. Πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Βοσνία, Σερβία), το βογομιλικό κίνημα, που πλέον έμεινε γνωστό ως βογομιλισμός, επεκτάθηκε μέχρι την Ιταλία, τη Ρηνανία (Γερμανία) και τη Γαλλία.

Όπως αναφέρθηκε και στο εισαγωγικό σημείωμα, οι πηγές σχετικά με το κίνημα αυτό είναι πολέμιές του. Ακόμα και σήμερα, η διαθέσιμη σχετική ελληνική βιβλιογραφία του τελευταίου αιώνα αναπαράγει τις ίδιες θέσεις των κυρίαρχων βυζαντινών αυτοκρατορικών, εκκλησιαστικών και μοναστικών κύκλων. Δύο αποσπάσματα από αυτήν είναι πολύ χαρακτηριστικά για το πώς περιγράφουν αυτόν τον επικίνδυνο «εσωτερικό εχθρό» για τη βυζαντινή τάξη πραγμάτων.

Το πρώτο απόσπασμα είναι του θεολόγου Γ. Τούλια, ο οποίος αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής για την αίρεση των Βογομίλων: «Μία ίσως, η σημαντικωτέρα τούτων των αιρέσεων, είνε και η παρούσα των Βογομήλων-Καθαρών-Παταρένων αίρεσις. Ταύτης η σημαντικότης έγκειται εις το ότι εφ΄ ολοκλήρους αιώνας για της μεθοδικής και συστηματικής παραπλανήσεως των αδαεστέρων, δια της επιδεξίου υποκρισίας, ως και των πομποδών και ψευδών υποσχέσεών της, ως λερναία ύδρα, εξαπλώσασα τις διαφόρους χώρας τους πολλαπλούς πλοκαμους της, εδηλητηρίαζε τας αμορφώτους χριστιανικάς καρδίας». [10] Σε ένα άλλο πάλι σημείο, ο Γ.Τούλιας θα παρομοιάσει με γλαφυρό τρόπο τις αιρέσεις με τα ζιζάνια στους αγρούς που ασφαλώς πρέπει να ξεριζωθούν πριν σκεπάσουν την αρεστή καλλιέργεια: «Ως ακριβώς εν αγρώ πλημμελώς καλλιεργημένω συνεκφύονται τω αγνώ και καθαρώ οίτω τα διάφορα άχρηστα και επικίνδυνα ζιζάνια, ούτε ανεφύησαν τα ζιζάνια της κακοβούλου αιρέσεως και ανεπτύχθησαν εν καιροίς και περιστάσεσιν ιδίως, καθ΄ ας υφίστανται (ως εν τοις αγροίς ακατάλληλαι καιρικαί συνθήκαι) μεγάλαι και διεθνείς πολεμικαί αναταραχαί και δονήσεις, παρουσιαζόμεναι υπό των διαφόρων ψευδοπροφητών και φανατικών ψευδοκηρύκων, ως μοναδικαί σανίδες σωτηρίας». [11]

Το ρεύμα αυτό των Βογομίλων αποτέλεσε τη γέφυρα περάσματος του διαφοροποιήσιμου αυτού χριστιανικού ρεύματος από την ανατολική στη δυτική Ευρώπη. Οι ονομασίες που συναντάμε βιβλιογραφικά για το ρεύμα αυτό είναι διάφορες και ποικίλουν στον ανατολικό ορθόδοξο κόσμο και στον δυτικό καθολικό κόσμο.

Σε πρώτη φάση, οι πηγές δείχνουν να συμφωνούν ως προς την προέλευση της ονομασίας των Βογομίλων. Η κύρια λοιπόν εκδοχή αναφέρει πως «γύρω στα μέσα του 10ου αιώνα, στη Βουλγαρία, που βρισκόταν τότε υπό την επιρροή του Βυζαντίου, έζησε κάποιος Βούλγαρος ιερέας με το όνομα Βογομίλ (=Θεόφιλος). Φαίνεται πως πρώτος αυτός άρχισε να κηρύττει δημόσια τις παλαιές αρχές των Παυλικιανών με κάποιες τροποποιήσεις και τα κηρύγματά του παρέσυραν τα πλήθη. Με την πάροδο οι Βυζαντινοί και Σλάβοι συγγραφείς άρχισαν να αποκαλούν τους αιρετικούς αυτούς Βογόμιλους, από το όνομα του ιερέα Βογομίλ». [12] Κέντρο δράσης του ιερέα αυτού θεωρούνταν η Φιλιππούπολη επί βασιλείας Πέτρου (927-965 μ.Χ.). Ωστόσο, αναφέρεται και μία άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία «το όνομα τους προέρχεται από τη θρησκευτική επίκληση “Κύριε Ελέησον” (Bog Milovi), που σημαίνει ότι Βογόμιλοι είναι “αυτοί που ζητούν το Έλεος του Θεού”». [13] Επίσης, ο Ανδρέας Μαντούδης αναφέρει ότι «οι Βογόμιλοι εκτός του βουλγαρικού ονόματος, όπερ ήτο το επικρατέστερον, εκαλούντο υπό των ορθοδόξων και Ευχίται ή Μασσαλιανοί εν σχέσει προς τους Ευχίτας του προηγηθέντος αιώνος εξ ων φαίνεται ότι προήρχοντο. Προς τούτοις εκαλούντο και Φουνδαγιάται εκ τινός θύλακος (funda) τον οποίον συνήθως έφερον. Οι ίδιοι οι Βογόμιλοι εκάλουν ευατούς Χριστοπολίτας» [οι υπογραμμίσεις του ίδιου του συγγραφέα]. [14]

Σύντομη ιστορική επισκόπηση του κινήματος

Το θρησκευτικό αυτό κίνημα έχει τις ρίζες του στην Ανατολή. Φαίνεται πως ξεκίνησε από τις οροσειρές της Περσίας, πέρασε με τις μετακινήσεις πληθυσμών εντός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στον βαλκανικό χώρο και ύστερα, ερχόμενο σε επαφή με τον χριστιανικό κόσμο και τις σλαβικές παραδόσεις, επηρέασε όλη την Ευρώπη. Για πολλούς ιστορικούς, το κίνημα των Βογομίλων, το οποίο μετεξελίχθηκε στη δυτική Ευρώπη στο κίνημα των Καθαρών και των Αλβιγηνών, αποτέλεσε τον μοχλό κίνησης της ευρύτερης αιρετικής εξέγερσης που συντάραξε πολλές χώρες αργότερα. [15]

Πριν εμφανιστεί το αιρετικό αυτό ρεύμα, η αυτοκρατορία του Βυζαντίου είχε ήδη δοκιμαστεί για έναν περίπου αιώνα από τη διαμάχη της Εικονομαχίας. Οι θεολογικές διαμάχες έφταναν πολλές φορές στο σημείο να ανατρέπουν το σκηνικό στο αυτοκρατορικό παλάτι ή ακόμα και να απειλούν τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβαινε γιατί στο Βυζάντιο η θρησκεία και η πολιτική εξουσία ήταν δύο πράγματα αλληλένδετα. Με βάση τη βυζαντινή κυρίαρχη αντίληψη, «ο αυτοκράτορας ήταν διορισμένος από τον Θεό να κυβερνά επί της Γης: “Βασιλεύς και ιερεύς ειμί”, έγραψε ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος στον Πάπα». [16]

Ο Βογομιλισμός αποτελούσε συνέχεια προηγούμενων αιρετικών ρευμάτων. Ουσιαστικά, προέρχονται από τους Παυλικιανούς του 7ου αιώνα, οι οποίοι έδρασαν κυρίως στη Μικρά Ασία, και οι οποίοι με τη σειρά τους σχετίζονται με τους Μασαλλιανούς του 4ου αιώνα της Μεσοποταμίας, καθώς και με τους Μαρκιωνίτες του 2ου αιώνα. Η ρίζα όλων αυτών των ρευμάτων είναι η γνωστικιστική πνευματική παράδοση. Ωστόσο, «το πότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Βογομιλισμός δεν είναι ιστορικά εξακριβωμένο. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Θεοφύλακτο αυτή η «νέα αίρεση» εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βούλγαρου Τσάρου Πέτρου (927-949μ.Χ.), όπως δείχνει και μια σχετική συλλογή από αναθεματισμούς. Υπάρχουν βεβαίως και παλαιότερα στοιχεία για τους Βογόμιλους, για “τους αδιάντροπους, που πιστεύουν ότι ο Σατανάς είναι ο μεγαλύτερος γιος του Θεού” (Κοσμάς ο Πρεσβύτερος), αλλά τα μέσα του 10ου μ.Χ. αιώνα μπορούν να θεωρηθούν ως εποχή της εμφάνισής τους». [17] Επίσης, ο Βούλγαρος ιερέας Κοσμάς αναφέρει συγκεκριμένα ότι επί εποχής Τσάρου Πέτρου «ανεφύη “novojavivsase ieres Bogomila”». [18]

Με επίκεντρο την περιοχή της Φιλιππούπολης, η βογομιλική διδασκαλία άρχισε να εξαπλώνεται και να βρίσκει έδαφος κυρίως στη βουλγαρική ύπαιθρο σε πρώτη φάση. Εκείνη την περίοδο, «η συμφιλιωτική στάση του Πέτρου απέναντι στο Βυζάντιο υπαγορεύτηκε πρώτιστα από την κατάσταση στην οποία είχε φτάσει η χώρα του από τη μακρά φιλοπόλεμη πολιτική του Συμεών. Η Βουλγαρία είχε εξαντληθεί οικονομικά κι επιπλέον είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται σημεία κοινωνικής και πνευματικής κρίσης: οι κοινωνικές αντιθέσεις οξύνθηκαν εξαιτίας της υπέρμετρης αύξησης της μεγάλης εκκλησιαστικής και λαϊκής εγγείας ιδιοκτησίας˙ ταυτόχρονα, άρχισε να κατακτά έδαφος η θρησκευτική αίρεση των Βογομίλων, πνευματικο-θρησκευτικό βέβαια κίνημα, κάτω από το οποίο, όμως, κρυβόταν η κοινωνική αντίθεση». [19] Επίσης, όπως αναφέρει και ο Γ. Τούλιας, «συντελεστής σπουδαίος της εν Βουγλαρία ελευθέρας διαδόσεως της εν λόγω αιρέσεως υπήρξεν και η προς τους οπαδούς ταύτης αδιαφορία ή μάλλον ανεκτικότης των διαφόρων ηγεμόνων, ως του Τσάρου Σαμουήλ και του Ιωάννου Ασάν (1218-1241)». [20]

Το κίνημα των Βογομίλων βρήκε πολλούς υποστηρικτές στις χαμηλότερες τάξεις των αγροτών και ήρθε και ρήξη τόσο με τους κυρίαρχους του βυζαντινού και του βουλγαρικού θρόνου, όσο και με τους τοπικούς άρχοντες και την εκκλησιαστική ιεραρχία. [21] Επειδή λοιπόν οι Βογόμιλοι επιτίθονταν στις ανώτερες τάξεις των αξιωματούχων και των κληρικών και «επειδή ο Σαμουήλ έτρεφε παρόμοιες πεποιθήσεις, κέρδισε τη συμπάθειά τους κι έτσι εντάχθηκαν στις τάξεις του στρατού του. Μετά την ήττα του Σαμουήλ, ο Βογομιλισμός δεν εξαφανίστηκε, αντίθετα εξαπλώθηκε όλο και περισσότερο ανάμεσα στους δυσαρεστημένους αγρότες της Βαλκανικής». [22] Παράλληλα, η εξάντληση της Βουλγαρίας σήμανε την αύξηση της βυζαντινής επιρροής στα Βαλκάνια [23] αλλά επίσης και την ακόμα πιο έντονη διείσδυση των βογομιλικών ιδεών στις περιοχές της αυτοκρατορίας. Η διδασκαλία των Βογομίλων κατόρθωσε μάλιστα να επηρεάσει όχι μόνο τα αγροτικά στρώματα της αυτοκρατορίας αλλά ακόμα και τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις της Κωνσταντινούπολης. Τα κηρύγματά τους έβρισκαν απήχηση και στις πόλεις, αφού η ένταση μεταξύ της άρχουσας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ήταν ιδιαίτερα έντονη και εδώ. Επιπλέον, στα μεγάλα αστικά κέντρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, είχαν δημιουργηθεί ήδη και μία τάξη εμπόρων. Έτσι λοιπόν, ενώ στη Βουλγαρία, τα χαρακτηριστικά του βογομιλικού κινήματος εξελίχθηκαν σε μία ξεκάθαρη ταξική σύγκρουση, στο Βυζάντιο ενεπλάκησαν και ανώτερα στρώματα καθώς και τμήματα του κλήρου και των μοναστηριών. [24] Οι αναζητήσεις των τελευταίων ήταν κατά βάση θεολογικές και δεν έθεταν ζητήματα που μπορούσαν να θίξουν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων της εποχής. Έφτασαν μάλιστα να επηρεάσουν και τμήμα του μοναστικού κόσμου, διεισδύοντας κατά τον 13ο αιώνα και στο Άγιο Όρος. [25]

Η διδασκαλία των Βογομίλων επεκτάθηκε ιδιαίτερα και στη δυτική Ευρώπη, στις περιοχές που επικρατούσε η καθολική εκκλησία. Ο Βογομιλισμός εκεί έγινε γνωστός σαν η αιρετική διδασκαλία των Βουλγάρων. Ωστόσο, το κοινωνικό και θρησκευτικό αυτό ρεύμα, που στα Βαλκάνια ονομάστηκε ως Βογομιλισμός, στη Δυτική Ευρώπη (κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία) έγινε γνωστό ως «Καθαρισμός». [26]

Τα βασικά κέντρα της διδασκαλίας των Βογομίλων-Καθαρών στην Ιταλία ήταν πρωτίστως η Λομβαρδία και δευτερευόντως μάλλον η νότια Ιταλία, με επίκεντρο τη Σικελία. Ειδικότερα στη Σικελία, υπήρξαν σοβαρές θεολογικές ρήξεις από την περίοδο της Εικονομαχίας. Μάλιστα, σε ένα συγγραφικό έργο, το ονομαζόμενο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας», γίνεται η εξής πολεμική προς τους Βογόμιλους αναφορά: «Τους εν τη Πανόρμω ευρηθέντας βογομίλους και του κατεπάνου ανάθεμα». [27] Περισσότερα ωστόσο για τη συγκεκριμένη έκφραση αυτού του αιρετικού ρεύματος σε αυτήν την περιοχή της Ευρώπης θα αναφερθούν παρακάτω.

Εκεί όμως που η βογομιλική διδασκαλία βρήκε τεράστια απήχηση ήταν η περιοχή της Βοσνίας. Μετά τους συνεχείς διωγμούς στην περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και της Βουλγαρίας, πολλοί Βογόμιλοι μετανάστευσαν στην περιοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αν στη Βουλγαρία, την Ιταλία και τη Γαλλία ο Βογομιλισμός είχε λάβει μία σαφή ταξική διάσταση, στηριζόμενο κυρίως από τους χωρικούς, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επηρέασε το σύνολο της κοινωνίας από τον 12ο έως και τον 14ο αιώνα. Αυτό το γεγονός ίσως πιθανότατα έχει να κάνει με το ότι η τοπική εκκλησία υιοθέτησε αυτές τις θεολογικές απόψεις με πολιτικά κυρίως κίνητρα παρά με θρησκευτικά. Βασικός σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν να κρατηθούν αποστάσεις από τις πιέσεις των Βενετών, των Ούγγρων, του Πάπα και της σερβικής ορθόδοξης εκκλησίας. [28] Ωστόσο, βασικό ρόλο σε αυτήν την ταχεία ανάπτυξη του Βογομιλισμού στις περιοχές της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης είχαν και οι κοινωνικές συνθήκες, «εξαιτίας της κοινωνικής δομής των δύο χωρών και της ύπαρξης εκεί ισχυρής μεγάλης γαιοκτησίας». [29] Αργότερα, και κυρίως κατά τον 16ο αιώνα, αφού «η αντίθεση ανάμεσα στους Βογομίλους, τους καθολικούς Ούγγρους και Κροάτες και τους ορθόδοξους Σέρβους είχε προετοιμάσει το έδαφος, πολλοί προσχώρησαν στη μωαμεθανική θρησκεία». [30] Μεγάλο ρόλο για τον εξισλαμισμό τους έπαιξαν και οι διώξεις, τις οποίες είχαν υποστεί οι Βογόμιλοι.

Έτσι, σταδιακά το κίνημα των Βογομίλων έσβησε αφήνοντας ωστόσο περισσότερο ή λιγότερο διακριτές επιδράσεις τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις κατά τόπους εθιμικές κοινωνικές εκδηλώσεις.

Προδομικές αιρέσεις

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το βογομιλικό κίνημα αποτέλεσε συνέχεια και μετεξέλιξη προγενέστερων σημαντικών αιρετικών κινήσεων με μικρότερη ή μεγαλύτερη επίδραση στη βυζαντινή κοινωνία. [31] Ουσιαστικά, όπως αναφέρει ο Γ. Τούλιας, συγγενικές προς τους Βογομίλους προγενέστερες αιρέσεις είναι ο Μαρκιωνισμός, ο Πρισκιλλιανισμός, ο Μανιχαϊσμός, ο Παυλικιανισμός και ο Μεσσαλιανισμός. Κατά τον ίδιον, «μετοικήσαντες οι οπαδοί της αιρέσεως ταύτης [οι Μασσαλιανοί] εις Θράκην εξ Ασίας συνετέλεσαν πιθανότατα τα μέγιστα εις την εξάπλωσιν της αιρέσεως των βογομήλων αργότερον, μεθ΄ ως τα αυτά ονόματα Torbesi ή Founditae, ίσως διότι έφερον περιφερόμενοι δισάκκια, ως οι σημερινοί επαίται, founditae καλούμενοι». [32]

Άλλες ονομασίες θρησκευτικών κινήσεων που αναφέρονται ως προϋπάρχουσες και συνδεδεμένες με τους Βογόμιλους είναι εκείνες των Ευχιτών ή Ενθουσιαστών, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν τις ρίζες τους στον 4ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Μαντούδη, οι Ευχίτες έχουν αυτή την ονομασία «διότι απέρριπτον την κοινήν λατρείαν και είχον ιδίας μυστικάς ευχάς. Επειδή δε λέγονται Ευχίται, καλούνται υπό τινών συγχρόνων χρονογράφων με το συριακόν όνομα των αρχαίων Ευχιτών, δηλαδή Μασσαλιανοί. Ονομάζονται δε και Ενθουσιασταί διότι κατά τας ώρας της λατρείας των κατελαμβάνοντο υπό είδους τινός θρησκευτικού ενθουσιασμού». [33] Οι Ευχίτες ήταν και αυτοί δυιστές, αφού πίστευαν πως ο Θεός, που είναι κύριος του σύμπαντος, έχει δύο γιους, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος, που είναι κύριος των επιγείων, λέγεται Σαταναήλ και ο μικρότερος, που «άρχει των επουρανίων», είναι ο Χριστός. [34]

Ωστόσο, εκείνο το ρεύμα που πραγματικά έφερε μεγάλη αναστάτωση στη βυζαντινή αυτοκρατορία και αποτέλεσε την κύρια βάση για τη μετέπειτα ανάπτυξη του Βογομιλισμού ήταν οι Παυλικιανοί. Το θρησκευτικό αυτό κίνημα, που επίσης είχε σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις και μάλιστα παρόμοιες με εκείνες των μεταγενέστερων λεγόμενων Βογομίλων, φαίνεται πως εμφανίστηκε στη Μικρά Ασία τον 7ο αιώνα. Η κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει ότι οι αιρετικοί αυτοί ονομάστηκαν Παυλικιανοί από το όνομα κάποιου που πιθανώς να αποτέλεσε τον ιδρυτή τους. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες απόψεις, όπως αυτή του Steven Runciman, σύμφωνα με τον οποίον οι Παυλικιανοί ονομάστηκαν έτσι λόγω «της λατρείας τους προς τον απόστολο Παύλο, καθώς και ότι οι Αρμένιοι πρώτοι τους αποκάλεσαν Παυλικιανούς, δηλαδή οπαδούς του Παύλου. […] Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν και άλλα ονόματα ή μάλλον τύπους ονομάτων για τους αιρετικούς αυτούς (Παυλινιστές, Παυλιανιστές, Παυλιανίτες, κ.α.), αλλά δεν γνωρίζουμε αν πραγματικά όλα τα ονόματα ήταν σε χρήση ή αποτελούν απλώς επινοήματα των γραφέων και αντιγραφέων των χειρογράφων». [35] Παρόμοιες ωστόσο ονομασίες που συνδέονται με την έννοια της υποστήριξης του δημόσιου, κοινού χαρακτήρα των αγαθών φαίνεται πως εμφανίζονται και στη δυτική Ευρώπη. Εκεί, για τους Καθαρούς εμφανιζόταν και η λέξη «Παυλικιανοί» σε διάφορες παρεμφερείς λατινικές εκδοχές (popolicani, populicani, publican, piphli, κ.ά.) [36]

Όπως οι προγενέστεροι Ευχίτες αλλά και οι μεταγενέστεροι Βογόμιλοι, έτσι και οι Παυλικιανοί στήριζαν τη θεολογική τους βάση σε ένα δυιστικό σχήμα. Από τη μία πλευρά, βρίσκεται ο αγαθός Θεός, που δημιούργησε και κυβερνά τον ουράνιο κόσμο (πνεύμα), και από την άλλη βρίσκεται ο πονηρός Σαταναήλ, ο οποίος δημιούργησε και κυβερνά τον επίγειο κόσμο (ύλη). Έχοντας λοιπόν αυτή τη βάση, «οι Παυλικιανοί θεωρούσαν πως το σώμα του Χριστού δημιουργήθηκε στον ουρανό και επομένως ούτε γεννήθηκε από την Παρθένο ούτε πέθανε στο σταυρό. Για το λόγο αυτό δεν απέδιδαν στο σύμβολο του σταυρού την ίδια τιμή με εκείνη που επεδείκνυαν οι ορθόδοξοι». [37]

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το κίνημα των Βογομίλων, είναι σημαντικό να αναφερθούν ορισμένα πράγματα για τους Παυλικιανούς, αφού εκείνοι ουσιαστικά αποτελούν τη βάση προέλευσης των πρώτων.

Οι Παυλικιανοί διέθεταν μία τάξη μυημένων διδασκάλων, οι οποίοι ονομάζονταν συνέκδημοι και νοτάριοι, και δεν είχαν κανονικό κλήρο, ούτε ιεραρχία. Επίσης, δεν τελούσαν τις γνωστές λειτουργίες. Η διαφοροποίηση μεταξύ διδασκάλων και υπολοίπων πιστών ήταν ανύπαρκτη τόσο ως προς το σχήμα όσο και ως προς τις συνήθειες της καθημερινής ζωής. Εκτός από την Εκκλησία και την ιεραρχία της, οι Παυλικιανοί περιφρονούσαν τα πλούτη και τα υλικά αγαθά και έτειναν να διάγουν αυστηρό βίο, ενώ όλοι, ακόμη και οι διδάσκαλοι, συμμετείχαν στις συλλογικές εργασίες. [38]

Προεκτείνοντας την αντίθεση με την Εκκλησία, οι Παυλικιανοί, σύμφωνα με τη βυζαντινή ιδεολογία και κοσμοθεωρία, αντιτίθεντο και στην εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα, του ελέω Θεού διορισμένου να κυβερνά επί της γης. Έτσι, η φαινομενικά θρησκευτική μόνο ανταρσία των Παυλικιανών έπαιρνε έντονα πολιτικά χαρακτηριαστικά, τα οποία έθιγαν την αυτοκρατορική κυριαρχία. [39] Η οργάνωση των Παυλικιανών, σε κάποια τουλάχιστον χρονική περίοδο, είχε τον χαρακτήρα σχηματισμού έξι κοινοτήτων, «οι οποίες έφεραν τα ονόματα πόλεων και περιοχών που κάποτε συνδέθηκαν με το βίο και το έργο του αποστόλου Παύλου: α) Μακεδονίας (ίσως στο οχυρό Κίσσοβα, που ενδεχομένως ταυτίζεται με την Κολώνεια, σημ. Semibkarahisar), β) Αχαϊας (στο χωριό Μανάναλη, κοντά στα Σαμόσατα, γ) Φιλιππησίων (άγνωστη), δ) Λαοδικέων (στο χωριό Αργαούς), ε) Εφεσίων (ίσως στη Μοψουεστία) και στ) Κολοσσαέων (στο Κυνοχώριον ή Κοινοχώριον, κοντά στη Νεοκαισάρεια, σημ. Mahala Kalesi)». [40]

Το κίνημα των Παυλικιανών δέχτηκε πολλούς διαγμούς, συγκρούσεις και μετακινήσεις και αυτή η βίαιη διαμάχη μεταξύ αυτών των αιρετικών και της κεντρικής εξουσίας αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής αυτοκρατορίας του ενάτου αιώνα. Με βάση τη βιβλιογραφία, παρόλο που πρέσβευαν την ειρήνη και τη μη-βία, όπως θα λέγαμε σήμερα, οι Παυλικιανοί τελικά κάποια στιγμή επέλεξαν να ανταπαντήσουν σε αυτές τις διώξεις. Επίσης, «δεν είναι ξεκάθαρο κάτω από ποιες συνθήκες άλλαξαν τη στάση τους και αποφάσισαν να καταφύγουν στη βία, ούτε αν η απόφαση αυτή πάρθηκε από κάποιον διδάσκαλο που ασκούσε μεγάλη επιρροή ή ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής στάσης προς το κράτος». [41]

Κορύφωση της κατασταλτικής πολιτικής της αυτοκρατορίας αποτέλεσε η μεγάλη εκστρατεία που πραγματοποιήθηκε εναντίον των Παυλικιανών, το 872, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί στρατηγοί και έχοντας ως επικεφαλής τον δομέστικο Χριστόφορο. Η μάχη του Βαθυρρύακος στάθηκε καθοριστική, αφού εκεί οι Παυλικιανοί ηττήθηκαν και αμέσως μετά το επίκεντρό τους, η Τεφρική, αλώθηκε και καταστράφηκε μαζί με άλλες οχυρές βάσεις τους. Επίσης, ο επικεφαλής των Παυλικιανών Χρυσόχειρ συνελήφθη και θανατώθηκε με αποκεφαλισμό από τον βυζαντινό Παλλάδη, ο οποίος είχε υπάρξει αιχμάλωτός τους. Μια νέα επιχείρηση του Βασιλείου του Α’ στην περιοχή του Ευφράτη, την επόμενη χρονιά, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Σωζόπετρας και των Σαμοσάτων και την καταστροφή όσων οχυρών των αιρετικών είχαν απομείνει, δίχως ωστόσο να καταφέρει να καταλάβει και τη Μελιτηνή. [42]

Οι συγκρούσεις αυτές αποδυνάμωσαν ιδιαίτερα τους Παυλικιανούς και ουσιαστικά αποτέλεσαν το οριστικό σημείο καμπής αυτού του κινήματος. Ύστερα από αυτές, ορισμένοι από αυτούς φαίνεται πως συμφιλιώθηκαν ή απλώς υποτάχθηκαν στην κεντρική εξουσία, δίχως να γνωρίζουμε αν επιβλήθηκε σε αυτούς και αναθεώρηση των θεολογικών τους απόψεων. [43] Η βίαιη διάλυση των Παυλικιανών είχε να κάνει με το χτύπημα ενός κινήματος που απειλούσε βασικές παραμέτρους της οργάνωσης της βυζαντινής εξουσίας. Οι προτροπές για άρνηση της εργασίας για τους άρχοντες και τον αυτοκράτορα, μη καταβολή φόρων και ειρήνη (συνεπώς έλλειψη στρατιωτικού δυναμικού), παράλληλα με την ξεκάθαρη αντίθετη με το επίσημο κράτος και την εκκλησιαστική ιεραρχία, αποτελούσε έναν επικίνδυνο εσωτερικό εχθρό που έπρεπε να ξεριζωθεί. Αν και η ανακοπή του κινήματος αυτού έγινε εφικτή, το ξερίζωμά του ήταν μία πολύ πιο σύνθετη υπόθεση, αφού οι κοινωνικές συνθήκες παρέμεναν στην ουσία οι ίδιες και συνέβαλαν στη μετέπειτα μετάλλαξή του μέσα από την εμφάνιση των Βογομίλων. Στην ύπαιθρο, «οι πληθυσμοί των φτωχών και δοκιμασμένων από τους πολέμους περιοχών των βυζαντοαρμενικών συνόρων είχαν υποφέρει πολλά και επιπλέον βίωσαν την πτώση της οικονομίας». [44]

Συνεπώς, «η επιθετικότητα των Παυλικιανών απέναντι στην κεντρική εξουσία, από ένα σημείο και έπειτα, ως αντίδραση στους διωγμούς είναι δύσκολο να ερμηνευθεί μόνο με θρησκευτικά κριτήρια. Πρόκειται για κάτι πρωτοφανές στην ιστορία της αυτοκρατορίας και είναι σχεδόν βέβαιο πως οι λόγοι για τους οποίους ο Κωνσταντίνος Δ΄ αποφάσισε ξαφνικά να στραφεί επιθετικά εναντίον των Παυλικιανών δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη θρησκεία». [45]

Βασικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των Βογομίλων

Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Βασιλείου του Α΄, ορισμένα απομεινάρια των Παυλικιανών μεταφέρθηκαν από τα ανατολικά σύνορα στη Θράκη. Έτσι, δοξασίες που συνδέονταν με τα κινήματα των Μασσαλλιανών και των Παυλικιανών πέρασαν στη Βαλκανική χερσόνησο. Σύμφωνα με τον Ι. Καραγιαννόπουλο, «όπως οι Παυλικιανοί έτσι και οι Βογόμιλοι πίστευαν ότι τον κόσμο κυβερνούν δύο δυνάμεις, η δύναμη του καλού (Θεός) και η δύναμη του κακού (Σαταναήλ). Τις τύχες του κόσμου γενικά, αλλά και κάθε ατόμου, καθορίζει ο ανταγωνισμός των δύο αυτών δυνάμεων. Ο γήινος κόσμος αποτελεί εκδήλωση του κακού και υπόκειται σ΄ αυτό. Η σωτηρία του ατόμου μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια θρησκευτικότητα αυστηρά πνευματική, προϋπόθεση της οποίας είναι μια επίσης αυστηρή ασκητική διαβίωση. Κατά συνέπεια, οι Βογόμιλοι αποκρούουν κάθε εξωτερική εκδήλωση λατρείας, αλλά ακόμη και την όλη εκκλησιαστική τάξη. Επειδή δε η εκκλησία αποτελούσε κύριο στήριγμα και της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, οι Βογόμιλοι απέκρουαν επίσης και την κατεστημένη πολιτική και κοινωνική τάξη». [46] Σε γενικές γραμμές, οι Βογόμιλοι δεν απέδιδαν τιμές στις ιερές εικόνες, το σταυρό, τους αγίους και τα ιερά λείψανα -τα οποία θεωρούσαν ειδωλολατρεία και δεν αποδέχονταν τα εκκλησιαστικά μυστήρια, όπως είναι η βάπτιση των νηπίων, η Θεία Ευχαριστία και τα δόγματα περί Αειπάρθενου και Θεοτόκου της μητέρας του Ιησού Χριστού. Πιο συγκεκριμένα, για παράδειγμα, «απέρριπτον το βάπτισμα λέγοντες, ότι τούτο δεν ήτο ωφέλιμον και δη εις τους νέους, καθ΄ ότι ο άνθρωπος, κατ΄ αυτούς, είναι ανίκανος προ του δεκάτου ογδόου έτους να πιστεύση. Τούτου δ’ ένεκα προ της ηλικίας ταύτης δεν εγίνετο ουδείς δεκτός εις την αίρεσιν, ως μη έχων την ικανότητα της λογικής κρίσεως και του συλλογισμού». [47]

Ο Ανδρέας Μαντούδης επίσης μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες τους συνδυάζοντάς τες κάποιες φορές με ένα έντονο επικριτικό ύφος. Σχετικά με τη θέση τους πάνω στο ζήτημα της Αγίας Τριάδας, γράφει πως «έλεγον ότι το πιστεύειν εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα είναι δια τους απλουστέρους. Ο Θεός πατήρ είνε, κατά τους Βογομίλους, ανθρωπόμορφος και εξ εκάστης μήνιγκος αυτού εκάμπουσιν ως ακτίνες ένθεν μεν ο Υιός ένδεν δε το Άγιον Πνεύμα». [48] Επίσης, «κατά τους Βογομίλους άγιοι είνε μόνον οι παρά Ματθαίω και Λουκά γενεαλογηθέντες, οι δεκαέξ συγγραφείς προφήται, οι απόστολοι και οι μάρτυρες οι οποίοι κατεσφάγησαν διότι δεν προσεκύνησαν τα είδωλα». [49] Στρέφονταν ενάντια στη λατρεία του Θεού εντός των ναών στηριζόμενοι στη ρήση «Συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείον σου». Ο αυστηρός βίος, τον οποίον καλούσαν τους πιστούς να ακολουθήσουν, ήταν συνδεδεμένος έντονα και με τη νηστεία.

Πιο συγκεκριμένα, «διέτασσον νηστείαν εκάστην Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν μέχρι της ενάτης ώρας. Εάν δε εκάλει τις αυτούς εις συμπόσιον, λησμονούντες την εντολήν, έτρωγον, έπινον και εις ασέλγειαν περιέπιπτον αν και κατεφέροντο κατά της πορνείας και πάσης ακαθαρσίας, παρουσιαζόμενοι αυτοί ως άσαρκοι και ασώματοι». [50] Η επικριτική γλαφυρή περιγραφή τους από τον Ανδ. Μαντούδη κορυφώνεται περιγράφοντας τον τρόπο ενδυμασίας που ακολουθούσαν: «Περιεβάλλοντο ως μοναχοί και το σχήμα τούτο είχον ως δέλεαρ, ώστε υπό το ένδυμα του προβάτου υπέκρυπτον λύκον και ομιλούντες δια λόγων γλυκέων έρριπτον δηλητήριον εις τας ακοάς των ακροωμένων». [51]

Οι Βογόμιλοι είχαν επίσης δώσει μία νέα νοηματοδότηση σε ορισμένες λέξεις που συνδέονται με τη χριστιανική θρησκεία. Για παράδειγμα, κατονόμαζαν ως «Βηθλεέμ» τη δική τους εκκλησία, γιατί μέσα σε αυτή γεννιέται ο Χριστός, ως «Ναζαρέτ» την ορθόδοξη Εκκλησία και ως «Καπερναούμ» τους ίδιους, στηριζόμενοι στη φράση «Και καταλοιπών ο Ιησούς τη Ναζαρέτ, ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ». Επίσης, σώζεται και ο χαρακτηρισμός του «Ηρώδη» για την ορθόδοξη Εκκλησία, «επειδή αποπειράται να φονεύσι τον παρ΄ αυτοίς γεννηθέντα Λόγον της αληθείας». [52]

Η καθημερινή ζωή των Βογομίλων

Οι Βογόμιλοι, όπως τουλάχιστον γνωρίζουμε, χωρίζονταν σε τρεις ομάδες. Η κορυφαία εξ αυτών ήταν η ομάδα των «Τέλειων» ή «Εκλεκτών» (αναφέρονται επίσης και ως «Αγαθοί Άνθρωποι» ή «Παρηγορητές». Η ομάδα αυτή αποτελούσε τους θεωρητικούς της αίρεσης και ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση και την προπαγάνδα της βογομιλικής διδασκαλίας. [53] Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν μία ασκητική ζωή, παρέμεναν άγαμοι, είχαν παραιτηθεί από καθετί επίγειο και έτρωγαν πολύ ελάχιστα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένας δυτικός μεσαιωνικός συγγραφέας, μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για λογαριασμό των Βογομίλων αυτών, «διάγουμε ένα βίο σκληρό και περιπλανητικό. Πάμε από πόλη σε πόλη σαν πρόβατα εν μέσω λύκων. Υποφέρουμε από τις διώξεις όπως οι απόστολοι και οι μάρτυρες. Η ζωή μας διάγεται με αποχή, προσευχή και ακατάπαυστη εργασία. Όμως όλα αυτά είναι εύκολα, γιατί δεν είμαστε πλέον αυτού του κόσμου…». [54] Αντιθέτως, οι άλλες δύο ομάδες Βογομίλων, οι «Πιστοί» και οι «Ακροατές», ζούσαν μία απλή καθημερινή ζωή, προκειμένου να εξασφαλίζεται η υλική επιβίωση της κοινότητας. Εκτός από τα γενικά θρησκευτικά τους καθήκοντα, δεν είχαν κανέναν περιορισμό π.χ. ως προς την εργασία, τον γάμο ή την τεκνοποιία. [55] Ο απλοϊκός άλλωστε χωρικός δεν ήθελε ούτε να γίνει ασκητής, ούτε να στερηθεί τον γάμο ή το καλό κρέας και το κρασί. Εξάλλου, δεν είχε τόση συνειδητή αντίθεση με την απόκτηση των υλικών αγαθών και μάλιστα επιχειρούσε να αποκτήσει δικαιώματα πάνω στη γη που δούλευε και που ανήκε σε κάποιον μεγάλο γαιοκτήμονα. [56]

Όπως αναφέρει ο Γ. Τούλιας, οι αιρετικοί αυτοί νήστευαν κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ οι βασική τους διατροφή στηριζόταν στα χόρτα, τα ψάρια, το λάδι, το ψωμί και το νερό. [57] Οι ανώτεροί τους απέφευγαν το κρασί ως προϊόν συνδεδεμένο με το διάβολο («Diavola veline vino piti»).

Κύριο γνώρισμα των Βογομίλων ήταν η αποχή από το κρέας, δηλαδή η ακρεοφαγία. Και σε αυτήν την περίπτωση, η κρεοφαγία συνδέεται με το διάβολο. Έτσι λοιπόν η αποχή από αυτό ήταν επιβεβλημένη και μάλιστα ο Βούλγαρος ιερέας Κοσμάς αναφέρει πως όσοι από αυτούς τηρούσαν αυστηρά αυτή την αποχή, ήταν χλωμοί («bledi»). [58]

Ο τρόπος ενδυμασίας των Βογομίλων ήταν ίδιος με εκείνον των υπόλοιπων μοναχών, συνεπώς ήταν αδύνατον να τους διακρίνει κάποιος εμφανισιακά, ενώ η περιβολή των αντίστοιχων αιρετικών της Δύσης «ήταν μέλαινα, προσδεδεμένη εις την οσφύν δι΄ ειδικού κορδονίου». [59]

Οι γυναίκες στις κοινότητες των αιρετικών είχαν τα ίδια δικαιώματα και θρησκευτικά καθήκοντα με τους άνδρες, ενώ διακρίνονταν από τον σκουρόχρωμο χιτώνα με τον οποίον ντύνονταν. Κύρια απασχόλησή τους ήταν η ανατροφή και περίθαλψη των νόθων παιδιών, καθώς και η περιποίηση των αρρώστων και των φτωχών. Συνήθως, ζούσαν κοντά στους διδάσκαλους, τους οποίους αποκαλούσαν «αδελφούς» και εκείνοι αυτές «αδελφές». [60]

Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίον επιχειρούσαν να οργανώσουν την κοινοτική τους ζωή, αφού και εδώ η βασική προσπάθεια φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό ήταν η προσέγγιση μίας αγαθής, καλής και λιτής ζωής με τρόπο που φαίνεται να προσομοιάζει σε εκείνον των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων. [61] Οι κοινότητες λοιπόν αυτές των αιρετικών διέθεταν περιουσία, η οποία προερχόταν από ατομικές δωρεές των υποστηρικτών της. Κάθε πιστός απέδιδε την περιουσία του στη θρησκευτική του κοινότητα και κρατούσε μόνο όσα χρειαζόταν για τις προσωπικές ή οικογενειακές του ανάγκες («In vobis autem non omnia communia: quitam enim plusquidam minis habent»). Συνήθως, εργάζονταν σκληρά για την κάλυψη των αναγκών των δικών τους και του συνόλου της κοινότητας, από την αυγή μέχρις ότου να βραδιάσει («od Zora do mraka»), δίχως να χαθεί σχεδόν καμία μέρα. Όλα τα κέρδη, και ιδιαίτερα μετά θάνατον, πήγαιναν στο κοινό ταμείο της εκκλησιαστικής τους κοινότητας. [62]

Οι κοινωνικές αντιλήψεις των Βογομίλων

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι πηγές για το κίνημα και τις αντιλήψεις των Βογομίλων ανήκουν εξαρχής σε πολέμιούς τους. Έτσι, δεν έχουμε τη δυνατότητα σήμερα να υπάρχει δικός τους γραπτός λόγος που να μην έχει «φιλτραριστεί» και εννοιολογικά από εκπροσώπους ή υποστηρικτές των κυρίαρχων θεσμών εκείνης της εποχής. Η κυριότερη πηγή είναι το «Κατά Βογομίλων» του Βούλγαρου ιερέα Κοσμά. Μία άλλη πολύ σημαντική πηγή είναι η «Πανοπλία Δογματική» του Ευθύμιου Ζυγαβινού. Το έργο αυτό συντάχθηκε επί βασιλείας Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και είναι μία συλλογή από κείμενα. Ανάμεσά τους, το μεγαλύτερο μέρος πραγματεύεται τις αιρέσεις που υπήρξαν κατά καιρούς, μεταξύ των οποίων ασφαλώς και εκείνες των Μασσαλιανών, των Παυλικιανών και των Βογομίλων. Κείμενα ωστόσο με αφορμή την εξάπλωση του βογομιλικού κινήματος έγραψαν και άλλοι συγγραφείς της εποχής, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός (ή, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, ο «ψευδο-Ψελλός», στα τέλη του 13ου-αρχές 14ου αι.) και ο Ευθύμιος της Ακμονίας (γύρω στο 1134). Μαρτυρίες για την καταπολέμιση των Βογομίλων έχουμε και σε αγιογραφίες της εποχής, αποδεικνύοντας έτσι πως η επιστράτευση της εικόνας από τους κυρίαρχους θεσμούς δεν ήταν ξένη ιδέα και στους μεσαιωνικούς χρόνους. [63] Έτσι λοιπόν, είναι δύσκολο σε αρκετά σημεία να ξεχωρίσει κανείς τι αποτελεί αλήθεια και τι συκοφαντία, τι υπερτονίζεται και τι καλύπτεται, προκειμένου να δοθεί μία συγκεκριμένη εικόνα για τους Βογόμιλους.

Ο Κοσμάς μέσα σε μία πρόταση συμπυκνώνει τη στάση των Βογομίλων απέναντι στους κυρίαρχους θεσμούς της εποχής τους. Χαρακτηριστικά λοιπόν αναφέρει πως οι Βογόμιλοι «διδάσκουν στους οπαδούς τους να μην υποτάσσονται στις Αρχές, δυσφημούν τους πλούσιους, μισούν τους αυτοκράτορες, κακολογούν τους ανώτερους, προσβάλλουν τους άρχοντες, υποστηρίζουν ότι ο Θεός απεχθάνεται όσους εργάζονται για τον αυτοκράτορα και παρακινούν τους δούλους να μην εργάζονται για τους κυρίους τους». [64]

Σε ένα άλλο σημείο, αναφέρεται πως “ούτοι εδίδασκον τους νέους τη τε προς τους γονείς των και τους εν γένει πρεσβυτέρους ασέβειαν και ανυπακοήν και περιφρόνησιν. Εξεμάνθανον αυτοίς τον προς τους γέροντας εμπαιγμόν και περίγελον, την εξύβρισιν και χλευασμόν των ευγενών, ως και του εκάστοτε βασιλέως των τούτων υπηκόων. Έπειθον τους δούλους, διδάσκοντες αυτούς ανυπακοήν, την ασέβειαν, την περιφρόνησιν και το μίσος κατά των κυρίων των, ως και την προς τους νόμους της πολιτείας ανυπακοήν και απειθαρχίαν. Τούτων ένεκεν ετιμωρούντο πολλάκις υπό των κρατικών αρχών δια διαφόρων ποινών, ας ούτοι εκάστοτε υπέφερον αγογγύστως λέγοντες, ότι υπέφερον χάριν (δήθεν) της δικαιοσύνης. Προσέτι υπεδαύλιζον αυτοίς το κατά των πλουσίων μίσος, ως και τον εμπαιγμόν των ιερέων, κ.α. Ηλέγχοντο επίσης, ότι δεν ετήρων την νομιμότητα και εντιμότητα του γάμου ευκόλως δε και συχνάκις τω τυχόντι, δωρίζοντες τας εαυτών γυναίκας, διαδίδοντες ούτω τον αχαλίνωτον σεξουαλισμόν και την τη κοινωνία διαφθοράν, ως και την φοβερήν έκλυσιν των ηθών». [65]

Η αποχή από τον πλούτο και τα υλικά αγαθά αλλά και οι ιδέες περί αντίστασης προς την εξουσία και την ιεραρχία, που είχαν διαδόσει οι Παυλικιανοί και οι άλλες δυιστικές αιρέσεις, βρήκαν μεγάλη απήχηση στη βουλγαρική κοινωνία και το κίνημα άρχισε να εξαπλώνεται.

Με τον Βογομιλισμό, όπως άλλωστε είχε συμβεί και με τον Παυλικιανισμό, «οι πιστοί προέρχονταν από την ύπαιθρο και μάλιστα, σε αντίθεση με όσα τους καταλόγισαν οι αντίπαλοι, εργάζονταν, όπως εργάζονταν και οι Παυλικιανοί. Η διαφορά ήταν πως οι αιρετικοί εργάζονταν για τον εαυτό τους, όχι για τον κύριό τους. Οι αγροτικές εργασίες δεν έλειψαν ούτε από τους Παυλικιανούς, ούτε από τους Βογόμιλους». [66]

Εκτός από αυτές τις βασικές πεποιθήσεις τους, οι οποίες αφορούν τη στάση τους απέναντι στους κυρίαρχους θεσμούς, έχουν ενδιαφέρον και ορισμένες άλλες που μας είναι σήμερα γνωστές. Μία εξ αυτών έχει να κάνει με την αντιμετώπιση των φόνων και την ποινή που θα έπρεπε να επιβάλλεται για τέτοια εγκλήματα. Οι Βογόμιλοι δεν καταδίκαζαν κανέναν σε θανατική ποινή για οποιοδήποτε σοβαρότατο αδίκημα, ισχυριζόμενοι ότι «ταύτα ποιούντες ηκολούθουν το παράδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων, οίτινες ουδέποτε ουδένα εφόνευον αλλ΄ εδείκνυον, αγάπην ακόμη και προς τους εχθρούς των». [67]

Επίσης, γενικότερα δε συνήθιζαν να σκοτώνουν ζώα και το θεωρούσαν αμαρτία, πέρα από το γεγονός ότι αρνούνταν την κρεοφαγία. Εξαίρεση σε αυτήν την πεποίθηση αποτελούσαν τα φίδια. Η εξήγηση που δίνει ο Γ. Τούλιας στη στάση τους αυτή είναι ότι «μετεμψύχωσιν ήταν ενδεχόμενον και δυνατόν να μεταβώσιν εις τα ζώα ταύτα ανθρώπιναι ψυχαί, ενώ εις τους όφεις δεν υπήρχον καταφύγια ψυχών». [68]

Η αντίθεσή τους στη βία αποτελούσε επίσης ένα ιδιαίτερο γνώρισμα. Φαίνεται πως οι ίδιοι, είτε από επιλογή είτε από αδυναμία, δεν εγκατέλειψαν με συστηματικό και μαζικό τρόπο αυτήν την πεποίθησή τους, όπως είχαν κάνει λίγο παλαιότερα οι Παυλικιανοί. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι δεν χρησιμοποίησαν τη βία για να υπερασπιστούν την πίστη τους και τους εαυτούς τους. [69]

Το κάλεσμα των Βογομίλων να μην πληρώνονται φόροι και να μην υπηρετούν οι χωρικοί στο στρατό αποτελεί όψεις αντίστασης και ανταρσίας. Παράλληλα ωστόσο, οι Βογόμιλοι είχαν αναπτύξει μία έντονη κοινοτική δραστηριότητα. Εκτός από το γεγονός ότι παραχωρούσαν ουσιαστικά την ιδιοκτησία τους -πλην των απολύτως απαραιτήτων- στη εκκλησιαστική τους κοινότητα, οι Βογόμιλοι φαίνεται πως είχαν διαμορφώσει αρκετούς κοινοτικούς θεσμούς. Οι εργασίες για την κατασκευή σπιτιών για οικογένειες, δρόμων, αποθηκών, μαντριών, υδραγωγείων, κ.α. γίνονταν από κοινού, διαμορφώνοντας έτσι μία κοινωνία με έντονο το στοιχείο της αλληλοβοήθειας. Υπάρχει και η άποψη πως ο σλαβικός θεσμός της Ζάντρουγκα σχετίζεται με αυτές τις μεσαιωνικές παραδόσεις, αφού «ζα» σημαίνει «για» και «ντρουγκ» σημαίνει «για τον άλλον». [70]

Ο Βογομιλισμός αποτέλεσε ουσιαστικά, όπως αναφέρει και ο Οστρογκόφσκι, μία έκφραση διαμαρτυρίας κατά της τάξης των κυβερνώντων, των ισχυρών και των πλουσίων.

Πρόκειται για ένα θρησκευτικο-κοινωνικό ρεύμα, που άνθιζε ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης και ανάγκης. Αυτό συνέβη γιατί σε τέτοιες ακριβώς εποχές η βασικά απαισιόδοξη κοσμοθεωρία του, που απορρίπτει τον επίγειο κόσμο σαν τέτοιο, βρήκε πλούσιο έδαφος και εντυπωσίαζε με τη διαμαρτυρία του. [71] Ωστόσο, το ρεύμα αυτό είχε ένα διττό χαρακτήρα, θα μπορούσαμε να πούμε. Αν στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες, ο Βογομιλισμός αποτέλεσε ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα της δυσαρεστημένης από το φεουδαρχικό κλοιό αγροτικής τάξης [72], στο χώρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου αγκαλιάστηκε και από μέλη των ανωτέρων τάξεων, αποτέλεσε και μία ιδεολογική θρησκευτική διαφοροποίηση [73], για την οποία δεν γνωρίζουμε αν υπήρχαν ή όχι και πολιτικά κίνητρα.

Κλείνοντας αυτό το υποκεφάλαιο, θα ήταν χρήσιμο να παρατεθεί μία παράγραφος από ένα βιβλίο του Ι.Καραγιαννόπουλου, η οποία συμπυκνώνει ίσως πολύ πετυχημένα τη βασική ουσία αυτού του σημαντικού μεσαιωνικού κινήματος. Για αυτόν, λοιπόν, «ο Βογομιλισμός, που ξεκίνησε ως καθαρά θρησκευτική αίρεση, εξεδήλωσε και αντικοινωνικές και αντιπολιτειακές τάσεις, εμφανίστηκε δηλαδή τελικά ως ένα είδος θρησκευτικού αναρχισμού με γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, που προκάλεσε έτσι την αντίδραση όχι μόνο της εκκλησίας αλλά και της πολιτείας. Με την πάροδο του χρόνου ο Βογομιλισμός, όχι μόνο ως απλή θρησκευτική αίρεση αλλά σαν γενικότερη διαμαρτυρία των ταπεινών και καταπιεζομένων, θα επεκταθεί πέρα από τα όρια του βουλγαρικού κράτους και θα φτάσει, κάτω από διάφορα ονόματα, εκτός από το Βυζάντιο, και στη Σερβία, Βοσνία, Ιταλία και νότια Γαλλία». [74]

Η σχέση των Βογομίλων με τους αιρετικούς της ευρωπαϊκής Δύσης

Το κίνημα των Βογομίλων συνδέεται άμεσα με αντίστοιχα αιρετικά ρεύματα που εμφανίστηκαν και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Το κυριότερο από αυτά τα ρεύματα είναι το κίνημα των λεγόμενων Καθαρών, το οποίο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Ιταλία. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των Καθαρών αλλά και οι γενικότερες ηθικές και κοινωνικές τους ιδέες είναι πολύ παρεμφερείς με εκείνες των Βογομίλων.

Οι Καθαροί εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας προς το τέλος του 11ου αιώνα και δεν αποκλείεται ότι «ήσαν οι ίδιοι οι Βογόμιλοι οι οποίοι διωκόμενοι εν τη Ανατολή, εξεχύθησαν εις την Δύσιν». [75] Μάλιστα, «την άμεσον σχέσιν της διαρχικής αιρέσεως των Μανιχαίων Καθαρών και Παταρένων μετά των Βογομήλων μαρτυρούσι και αι λατινικαί πηγαί». [76] Βασικό κοινό στοιχείο παραμένει η πίστη στη δυιστική φύση του κόσμου, ενώ και οι δύο φαίνεται να αποζητούν την επαναφορά του πρωταρχικού χριστιανισμού, πριν την κυριαρχία της Εκκλησίας και της συμμαχίας της με το Κράτος. Γι΄ αυτό και οι Βογόμιλοι, όπως και οι Καθαροί, είναι εναντίον των πλουσίων και των γαιοκτημόνων, των πολέμων και των αιματοχυσιών. [77]

Όπως αναφέρει ο Γ. Τούλιας, «πιθανώς το όνομα Καθαροί-Kathari να προήλθεν εκ της χρήσεως της συνήθους του ονόματος τούτου υπ΄αυτών των ιδίων των αιρετικών λόγω του υπ΄ αυτόν επιδιωκόμενου σκοπού, του καθαρού δήθεν του χριστιανικού εδάφους από της ιεραρχίας, ο θεσμός της οποίας ήτο εις τα όμματα τούτων απεχθής, ως αποτελών εμπόδιον δήθεν και νοθείαν της χριστιανικής θρησκείας. Την απέχθειαν δε ταύτην και το μίσος προς το ιερατείον ήντλουν, ως ισχυρίζοντο εκ της παρατηρήσεως της συμμετοχής ιερέων εις όλας τας βδελυρότητας της ζωής και δη της κοινωνικής και ιδία των πόλεων». [78]

Υπάρχουν πολλές λέξεις στη βιβλιογραφία με τις οποίες φαίνεται πως αποδίδονταν όλοι αυτοί οι αιρετικοί. Συνήθως, «ενασμενίζοντο ν΄ αυτοαποκαλώνται Καθαροί και Perfecti, Savrseni, Consolatores, Utisiteli, κλπ εν δε τη Ανατολή Χριστόφιλοι και Χριστοπολίται». [79] Επίσης, υπάρχουν και άλλες ονομασίες, όπως Patrini, Pataristi, κ.α.. Η ερμηνεία αυτών των λέξεων αποδίδεται από κάποιους στο γεγονός ότι στο Μιλάνο υπήρχαν κάποια διαμερίσματα που λέγονταν Pataria, στα οποία οι αιρετικοί «ως αγύρται διέμενον ρακένδυτοι, ζώντες κρυφίως». [80] Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες απόψεις γύρω από αυτό το ζήτημα. Μία άλλη ονομασία είναι εκείνη των Boboni, η οποία στην πολωνική γλώσσα σημαίνει τους δεισιδαίμονες, τους μάγους και τους πονηρούς. [81]

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτουμε, γνωρίζουμε πως όλοι αυτοί οι αιρετικοί της Βουλγαρίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, κατά τον 12ο και 13ο αιώνα, παρά τις βίαιες διώξεις που είχαν υποστεί, είχαν κατορθώσει να διαμορφώσουν σταθερά οργανωτικά σχήματα και να συνδέονται μεταξύ των κοινοτήτων τους (εκκλησίες), στις οποίες ηγούνταν φωτισμένα για αυτούς πρόσωπα. Οι δύο κύριες κοινότητες, που φαίνεται πως διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό το αιρετικό κίνημα, ήταν η λεγόμενη κοινότητα «Bulgaria», η οποία βρισκόταν στη Μακεδονία, και η κοινότητα «Dragovetia», η θέση της οποίας δεν μας είναι γνωστή. Πιθανότατα, αυτές οι κοινότητες είναι που πρωταγωνίστησαν και στην εξάπλωση των αιρετικών διδασκαλιών προς δυσμάς, κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Έτσι λοιπόν, αυτήν την περίοδο, οι δυιστικές αιρετικές ομάδες είχαν εξαπλωθεί από τη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική ως τη Γαλλία και την Ιταλία, απαριθμώντας δεκατέσσερις συνολικά κοινότητες. [82]

Στη Γαλλία, σε ένα έργο του Robert d’ Auxerre, η αίρεση αναφέρεται ως «heieresis illius, quam Bulgarorum vocant». Γενικότερα, αυτή την ταύτιση του αιρετικού με τον Βούλγαρο θα τη συναντήσουμε σε όλη την περιοχή της δυτικής Ευρώπης.

Στην Ιταλία, τα βασικότερα κέντρα των αιρετικών υπήρξαν η Λομβαρδία και η Σικελία. Ακόμα, ο ιταλός συγγραφέας Rainer Sacconi αναφέρει πως βογομιλικές οργανωμένες ομάδες υπήρχαν, εκείνη την εποχή, και στην Κωνσταντινούπολη. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχε η λατινόφωνη ομάδα («ecclesia Latinorum de Constantinopoli») και η ελληνόφωνη («ecclesia Graecorum ibidem»). [83]

Ο Durand de Huesca, σε ένα έργο που έγραψε το 1228, αναφέρει πως οι Καθαροί βασίζονταν σε τρεις κύριες παραδόσεις: πρώτον, στους Έλληνες αιρετικούς, δεύτερον, σε εκείνους από τη Βουλγαρία και, τρίτον, σε εκείνους που ανήκαν στην κοινότητα Dragovetia («Nonnuli enim eorum obedient Grecis heretics, alii autem Bulgaris et alii Drogovetis»). [84]

Αυτό, επομένως, που φαίνεται να ισχύει είναι πως πρόκειται για το ίδιο αιρετικό ρεύμα που συντάραξε «τας συνειδήσεις συνόλου σχεδόν του χριστιανικού κόσμου επί τρεις και πλέον αιώνας» [85] και εκφράστηκε με το όνομα του Βογομιλισμού στη Βαλκανική και του Καθαρισμού στη δυτική Ευρώπη. [86]

Παραφυάδα των Καθαρών φαίνεται πως αποτελούσαν και οι Αλβίγοι, Αλβίγιοι ή Αλβιγηνοί. [87] Επίσης, ξεπήδησαν και άλλες αιρετικές ομάδες, με διάφορες ονομασίες, η σχέση των οποίων μεταξύ τους δεν είναι πάντα ξεκάθαρη.

Ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες, αναφέρονται και οι μεταγενέστεροι Πικάρδοι και Αδαμίτες. Οι αιρετικές αυτές ομάδες φαίνεται πως διεσώθησαν μέσα στους επόμενους αιώνες συνεχίζοντας να διατηρούν την πίστη για επιστροφή στην πρωτοχριστιανική αγνότητα και τις βασικές αιρετικές αρχές. Για παράδειγμα, στο 18ο αιώνα, «ο Beausobre θ΄απέδιδε στου Πικάρδους τ΄ όνομα Αδαμίτες, εξ΄αιτίας της Παραδείσιας (Edenic) αθωότητας που επικαλούνταν για τους ίδιους. Σύμφωνα με τον Λαυρέντιο: «Τριγυρνώντας μέσα στα δάση και πάνω στους λόφους, μερικοί απ΄ αυτούς περιέρχονται σε τέτοια τρέλα που άντρες και γυναίκες πετάνε τα ρούχα τους και τρέχουν εδώ κι εκεί γυμνοί, λέγοντας ότι το ντύσιμο υιοθετήθηκε εξ’ αιτίας των αμαρτιών που διέπραξαν οι πρωτόπλαστοι, όμως αυτοί βρίσκονταν σε κατάσταση αθωότητας. Μέσα από μια παρόμοια τρέλα, φαντάζονταν πως δεν υπήρχε αμαρτία στην περίπτωση που κάποιος αδελφός συνευρίσκονταν με μια απ΄τις αδελφές.

Κι αν η αδερφή γεννούσε, θα ισχυρίζονταν πως συνέλαβε μέσω του Αγίου Πνεύματος. (Ο βαπτισμός δεν εφαρμόζονταν επειδή) τα παιδιά των γονιών που ζουν σε κατάσταση αγιότητας (δηλαδή, τα μέλη της κοινότητας) συνελήφθησαν χωρίς το προπατορικό, θανάσιμο αμάρτημα (…). Προσεύχονταν στο Θεό στον οποίο έχουν μέσα τους λέγοντας: Ο Πατέρας μας που είναι μέσα μας…». [88]

Οι αντιλήψεις, για παράδειγμα, περί γυμνότητας ίσως να σχετίζονται με ανάλογες αντιλήψεις που υπήρχαν σε αιρετικούς κύκλους του μεσαίωνα και μάλιστα εντός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ένα τέτοιο περιστατικό αποτυπώνεται στις διαθέσιμες γραπτές πηγές, ανεξάρτητα από την ορθότητά του ή όχι. Έτσι, λέγεται πως «ήλθον [εις Βουλγαρίαν] και δύο εκ του αγίου όρους εκτοπισμένοι μοναχοί Λάζαρος και Κύριλλος, καταδικασθέντες δια τας Βογομηλικάς δοξασίας, κηρύττοντες δε τον γυμνισμόν, περιήρχοντο γυμνοί, συγκεντρώνοντες πολλούς νέους, νέας και γυναίκας Βογομήλους κατά τας νύκτας και τελούντες ακαθάρτους και ανηθίκους μίξεις… ονομαζόμενοι αδαμίται, ενθουσιασταί, ησυχασταί και τέκτονες». [89]

Όλα αυτά δείχνουν πως μία υπόγεια κουλτούρα διαφόρων μυστικών αδελφοτήτων διαμορφωνόταν και καλλιεργούταν για αιώνες, ουσιαστικά παράλληλα με την εδραίωση και κυριαρχία της επίσημης Εκκλησίας. Η θρησκευτική αυτή κουλτούρα, εκφρασμένη μέσα από τις διάφορες αιρέσεις της, επιχείρησε να επαναφέρει στον σωστό για εκείνη δρόμο τους ανθρώπους, ερχόμενη πολύ συχνά σε σύγκρουση με τους κυρίαρχους θεσμούς και δεχόμενη σκληρές και εξοντωτικές διώξεις. Αν ένα ρεύμα σκέψης πέρασε από το Βυζάντιο στη Δύση μέσα από τη μετακίνηση λογίων μετά την απόλυτη κυριαρχία των Οθωμανών στη δύση, ένα άλλο παράλληλο ρεύμα σκέψης διαπερνούσε τις κοινωνίες όλης της Ευρώπης επιχειρώντας να επανακαθορίσει τη σχέση του ανθρώπου με το θείο. Σίγουρα, αυτό το αδιαφανές, δυσδιάκριτο και ακαθόριστο ρεύμα σκέψης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα θρησκευτικές διαμάχες που συντάραξαν κυρίως τον ευρωπαϊκό βορά, όπως για παράδειγμα η προτεσταντική μεταρρύθμιση.

Οι διώξεις κατά των Βογομίλων

Όπως έχει αναφερθεί και παραπάνω αρκετές φορές, οι Βογόμιλοι, όπως και όλοι οι δυιστές αιρετικοί, υπέστησαν κατά καιρούς πολύ σκληρές διώξεις από τους ηγεμόνες των Βαλκανίων. Αν και στην αρχή φαίνεται να υπήρξε μία ανοχή στη δραστηριότητά τους, ο Αλέξιος ο Α΄ Κομνηνός, προς το τέλος της ζωής του, υπήρξε ένας από τους βασικότερους διώκτες του. Η βίαιη και σκληρή αυτή τακτική του Αλέξιου περιγράφεται με εγκωμιαστικά λόγια στο συγγραφικό έργο της κόρης του Άννας Κομνηνής «Αλεξιάς» [90], επικεντρώνοντας ωστόσο στην εξόντωση του φερόμενου ως αρχηγού τους Βασίλειου. Εκτός από τους Βογόμιλους, και άλλοι άνθρωποι διώχθηκαν για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, ενώ, για παράδειγμα, ο Ιωάννης Ιταλός αναγκάστηκε να απαρνηθεί τις ιδέες του για να αποφύγει τον αναθεματισμό. [91]

Στη Βουλγαρία, το βουλγαρικό πατριαρχείο κήρυξε τον Βογομιλισμό ως αίρεση το 1211, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σκληρές διώξεις εναντίον τους. Πολλοί Βογόμιλοι, μέσα σε αυτό το κλίμα, πέρασαν στη Βοσνία. Ωστόσο και εκεί, δεν είχαν καλύτερη τύχη αφού υπέστησαν διωγμούς και από τους Σέρβους ηγεμόνες. Μερικά από τα διατάγματα επί διακυβέρνησης Στέφανου Δουσάν (1331-1355) είναι χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά, για παράδειγμα, συγκατελέγεται στον περίφημο «Κώδικα» και αναφέρει τα εξής: «Και όποιος αιρετικός βρεθεί να ζει ανάμεσα σε Χριστιανούς [ενν. ορθόδοξους], να στιγματιστεί στο μάγουλο κα να διωχθεί, και εκείνος που τον έκρυβε να στιγματιστεί και εκείνος». Και παρακάτω: «Και όποιος χρησιμοποιήσει λέξη Βογόμιλων, αν είναι άρχοντας να πληρώσει εκατό υπέρπυρα, αν είναι χωρικός να πληρώσει δώδεκα υπέρπυρα και να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό». [92]

Έτσι λοιπόν, οι Βογόμιλοι αλλά και οι πνευματικοί πατέρες τους Παυλικιανοί υπέστησαν αιματηρές διώξεις από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και τους Ούγγρους βασιλείς. Όσοι επιβίωσαν, αναγκάστηκαν να μεταστραφούν με το να γίνουν μουσουλμάνοι στη Βοσνία, ορθόδοξοι στη Μακεδονία και καθολικοί στη Βουλγαρία. Για παράδειγμα, οι τελευταίοι Παυλικιανοί στη Βουλγαρία έγιναν καθολικοί μόλις τον 18ο αιώνα και γι’ αυτό μία γειτονιά της Φιλιππούπολης ονομαζόταν Pauliciani. Έτσι, σήμερα, η πλειονότητα των σημερινών Βούλγαρων καθολικών αποτελείται από απόγονους Βογομίλων και Παυλικιανών. [93]

Βογομιλικά μνημεία

Εφόσον από τους Βογόμιλους δεν σώθηκε ουσιαστικά τίποτα που να τους θυμίζει στο πρόσωπο της γης, το μόνο που θα μπορούσε να σωθεί είναι ορισμένα ταφικά μνημεία τους, τα οποία με την πάροδο του χρόνου ξεχάστηκαν, χάθηκαν ή θάφτηκαν. Πρόκειται για ταφικά μνημεία που είναι είτε σαρκοφάγοι είτε δισκοειδείς σταυροί. Τέτοια μνημεία συναντώνται σε διάφορα νεκροταφεία που βρίσκονται διάσπαρτα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στη δυτική Σερβία, στη Δαλματία, ακόμα και έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή της Χαλκηδόνας.

Οι σαρκοφάγοι φέρουν διάφορες χοντροκομμένες ανάγλυφες παραστάσεις. [94] Συνήθως, απεικονίζεται μία αντρική μορφή, ίσως πολεμιστής, με μεγάλα μουστάκια, ο οποίος έχει το δεξί του χέρι σηκωμένο ψηλά και με ανοιχτή την παλάμη και το αριστερό του χέρι πίσω από τη μέση του. Αυτή η μορφή φαίνεται να φορά πάνω πουκάμισο και κάτω μία μικρή φουστανέλα, ζωσμένη στη μέση, καθώς και βαριά υποδήματα. Κοντά στο κεφάλι τους και από τα δεξιά, υπάρχει ένα κυκλικό σχήμα που πιθανόν να είναι ο ήλιος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει και η απεικόνιση μιας ασπίδας και ενός πιθανότατα ρόπαλου. Σπείρες, πλοχμοί και διάφορα άλλα διακοσμητικά μοτίβα έρχονται να συμπληρώσουν τον εικονογραφικό διάκοσμο αυτών των ταφικών μνημείων.

Οι δισκοειδείς σταυροί είναι ιδιαίτερα ταφικά μνημεία, τα οποία μπορεί κάποιος να συναντήσει από τη Μακεδονία και τη Βουλγαρία μέχρι και τη νότια Γαλλία, δείχνοντας έτσι πως πιθανότατα πρόκειται για κατάλοιπα αυτών των μεσαιωνικών αιρετικών ομάδων.

Πάντως, η ακριβής συσχέτιση και κυρίως ερμηνεία των μνημείων αυτών σε σχέση με το κίνημα των Βογομίλων δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί πλήρως.

Επίλογος

Το κίνημα των Βογομίλων κατηγορήθηκε σφόδρα από τους κυρίαρχους θεσμούς εκείνης της περιόδου. Ακόμα και στις μέρες μας -τον τελευταίο αιώνα- οι αιρετικοί που στράφηκαν κατά των αυτοκρατορικών θρόνων, των πλουσίων και των ανώτατων εκκλησιαστικών αξιωμάτων, δε θα μπορούσαν να έχουν καλύτερα μοίρα στην κλασική ελληνική βιβλιογραφία. Όσοι, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, αντιμετώπισαν -και απόλυτα δικαιολογημένα- τους Βογόμιλους ως έναν επικίνδυνο εσωτερικό εχθρό, ως έναν «ηθικό εκτροχιασμό», ως μία «μεταρρύθμιση και κατάπτωση ηθικο-κοινωνική», ως «κίνηση ή επανάσταση κατά της εμφύτου ηθικής» [95], δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν να στηρίζουν την αντίδραση των κυρίαρχων θεσμών απέναντι σε κάθε ιδέα που μπορεί εν δυνάμει να τους απειλήσει.

Ο Βογομιλισμός της άρνησης του πολέμου, της άρνησης καταβολής μιας άδικης φορολογίας, της κοινοτικοποιημένης αντιμετώπισης των αναγκών των μελών μίας κοινότητας είναι μία παράδοση ανταρσίας αλλά και κοινωνικών μορφών οργάνωσης, ένα φάντασμα του παρελθόντος που συμβολικά μπορεί να αποτελέσει μία χρήσιμη οπτασία για ένα καλύτερο πραγματοποιήσιμο αύριο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση
Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, εκδ.Άγρα, Αθήνα 2005
Βανεγκέμ, Ρ., Κάουτσκυ, Κ., Σαφάρεβιτς, Ι., Θαβωρίτες – Τόμας Μίντσερ – Αναβαπτιστές, εκδ. Ανάκαρα, Θεσσαλονίκη 2011
Cheynet, J.C., Ο Βυζαντινός Κόσμος (τόμος Β΄) – Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2011
Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, Το Βυζαντινό Κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001
Kazhdan, Epstein A.W., Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο Αιώνα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997
Μαντούδης, Ανδρέας, Οι Βογόμιλοι, Αίρεσις του ΙΒ και ΙΓ Αιώνος εν τη Ανατολή, 1936
Norwich, J.J., Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1999
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, Οι Βαλκανικοί Λαοί – Από την Τουρκική Κατάκτηση στην Εθνική Αποκατάσταση (14ος -19ος αι.), εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991
Rice, Tamara Talbot, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών, Αθήνα 1997
Τούλιας, Γεώργιος, Πρόδρομοι της θρησκευτικής και κοινωνικής αναταραχής, 1953
Vasiliev, A.A., Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), εκδ.Μπεργαδή, Αθήνα, 1955
Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία (τόμος Β΄2), εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997
[Συλλογικό], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000
[Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, Ιστορικά (ένθετη έκδοση της εφημερίδας Ελευθεροτυπία), 21/12/2011

Ξενόγλωσση
Angelov, Dimiter, Les Balkans au Moyen Age: la Bulgarie des Bogomils aux Turcs, Variorium Reprints, London, 1978
Bihalji-Merin, Oto, The Bogomils: Essays by Oto BihaljiMerin and Aloiz Benac, Thames and Hudson,1962

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Δύο ειδών αιρέσεις απειλούσαν την τάξη που είχαν επιβάλει ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης. Εκτός από τα καθαρά δογματικά ζητήματα και τις διαφορές σε επίπεδο υψηλών θεολογικών συζητήσεων, που οι απλοί άνθρωποι του Μεσαίωνα αδυνατούσαν να κατανοήσουν, υπήρχαν και άλλες αιρετικές διδασκαλίες, με απλούστερο περιεχόμενο και μεγάλη απήχηση στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Επρόκειτο για τις δυϊστικές αιρέσεις, των οποίων οι ιδέες και η εξάπλωση σχετίζονταν με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Η δυϊστική αίρεση των Παυλικιανών, ο Παυλικιανισμός, ήταν εκείνη που από όλες προκάλεσε ίσως τα περισσότερα προβλήματα στην ιστορία του βυζαντινού κράτους, όχι τόσο σε δογματικό και εκκλησιαστικό επίπεδο όσο σε κοινωνικό, στρατιωτικό και οικονομικό». [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, περιοδικό «Ιστορικά» (ένθετη έκδοση της εφημερίδας Ελευθεροτυπία), 21/12/2011, σ.49-50
[2] Ό.π., σελ.54
[3] «Ήδη στον 5ο αιώνα η αίρεση θεωρούνταν έγκλημα κατά του κράτους και μέτρα εναντίον της ελάμβαναν οι κρατικές αρχές, όχι η Εκκλησία». Ό.π., σ.49
[4] Rice, Tamara Talbot, 1997, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών, Αθήνα, σ.75-76
[5] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., 21/12/2011, σ.49
[6] Μαντούδης, Ανδρέας, 1936, Οι Βογόμιλοι – Αίρεσις του ΙΒ και ΙΓ Αιώνος εν τη Ανατολή, σ.9
[7] Ό.π., σ.11
[8] «Έτερον χαρακτηριστικόν των αιρέσεων των χρόνων τούτων είνε ότι περιέχουν στοιχεία του αρχαίου παρσισμού, της θεωρίας δηλαδή περί δύο αρχών των όντων, του αγαθού και του κακού». Ό.π., σ.18
[9] «[…] Από τις άλλες αιρέσεις, που με πάθος υποστηρίχθηκαν, δύο αποδείχθηκαν ιδιαίτερα δύσκολες στο να ξεριζωθούν. Αυτές εξαπλώθηκαν από μέλη των Παυλικιανών και των Βογομίλων, που ήταν άλλες θρησκευτικές αιρέσεις. Η πρώτη αναπτύχθηκε κατά τον 9ο αι., όταν κάποιος με το όνομα Παύλος, γιος μιας γυναίκας από τους Μανιχαίους, επέμενε ότι ο Θεός (που αντιπροσώπευε και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας σε ένα) δημιούργησε μόνο την ουράνια σφαίρα, συναρμολογώντας τα ουράνια και τους κατοίκους των ουρανίων, ενώ ο Θεός του Κακού δημιούργησε τους ανθρώπους κα τον ορατό κόσμο ̇ αυτός επίσης υποστήριζε ότι ο Χριστός ήταν ένας άγγελος και γιος μιας συνηθισμένης γυναίκας (την οποίαν ήταν λάθος να την λατρεύουν) και ότι είχε σταλή από το Θεό, για να καταπολεμήση το κακό πάνω στη γη. Οι Βογόμιλοι ήταν παραφυάδα των Παυλικιανών ̇ κέρδισαν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό οπαδών στη Βουλγαρία και οι περίεργες επιτύμβιες πλάκες τους διασώζονται εκεί και στη Γιουγκοσλαβία σαν μνημεία ενός παρελθόντος που σήμερα έχει λησμονηθεί». Rice, Tamara Talbot, ό.π., σ.75-76
[10] Τούλιας, Γεώργιος, 1953, Πρόδρομοι της θρησκευτικής και κοινωνικής αναταραχής, εκδ. Τυπογραφείου Αποστολικής Εκκλησίας Διακονίας της Ελλάδος, σ.11
[11] Ό.π., σ.12
[12] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.66
[13] http://zenithmag.wordpress.com/2011/12/26/, http://www.oodegr.com/oode/thriskies/bogomiloi
[14] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.24
[15] Bihalji-Merin, Oto, 1962, The Bogomils: Essays by Oto Bihalji-Merin and Aloiz Benac, Thames and Hudson, 1962, σ.9
[16] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.49
[17] http://zenithmag.wordpress.com, ό.π.
[18] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.40
[19] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, 2001, Το Βυζαντινό Κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σ.153
[20] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.41
[21] «Ο βογομιλισμός έχοντας τις ρίζες του στον αγροτικό πληθυσμό, μετεβλήθη σε φορέα της δυσαρέσκειας των φτωχών χωρικών για την καταπίεση που υφίσταντο από την ανωτέρα τάξη, ηγεμόνα και Βογιάρους. Η χώρα ρημαγμένη από τους πολέμους του Συμεών ήταν λίκνο κατάλληλο για τη διάδοση αντιεκκλησιαστικών ροπών, που κέρδιζαν όσους αισθάνονταν κοινωνικά αδικημένοι και έβλεπαν την οικονομική άβυσσο που χώριζε τους μικροκαλλιεργητές από τους κυρίους της μεγάλης ιδιοκτησίας, λαϊκής και εκκλησιαστικής, ιδιαιτέρως ανεπτυγμένης τις τελευταίες δεκαετίες. Συνδυάζοντας απαισιόδοξη κοσμολογική αντίληψη και απορριπτική στάση στην υπάρχουσα τάξη, ο Βογομιλισμός ανταποκρινόταν στην περίοδο φθοράς που περνούσε ο τόπος και ήρθε να καλύψη τις κοινωνικές αντιθέσεις στην Βουλγαρία». Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη, 1997, Βυζαντινή Ιστορία (τόμος Β΄2), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σ.96-97
[22] http://zenithmag.wordpress.com, ό.π.
[23] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, ό.π., σ.153-154
[24] Angelov, Dimiter, 1978, Les Balkans au Moyen Age: la Bulgarie des Bogomils aux Turcs, Variorium Reprints, London, σ.612-613
[25] “Βογόμιλοι”, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), 1963, τόμ. 3, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα, σ. 946
[26] Angelov, Dimiter, ό.π., V – σ.187
[27] Ό.π., V – σ.179-180
[28] Bihalji-Merin, Oto, ό.π., σ.9
[29] Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, Οι Βαλκανικοί Λαοί – Από την Τουρκική Κατάκτηση στην Εθνική Αποκατάσταση (14ος -19ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.34
[30] Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, ό.π., σ.34-35
[31] «Η εν Βογομήλων-Καθαρών-Παράρενων αίρεσις είναι απαύγασμα […] και προέκτασις των προ αυτής εμφανισθεισών διαφόρων διαρχικών αιρέσεων». Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.13
[32] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.28
[33] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.19
[34] Ό.π., σ.20
[35] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.52
[36] Angelov, Dimiter, ό.π., V – σ.178
[37] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.50
[38] Ό.π.
[39] Ό.π., σ.61-62
[40] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.52
[41] Ό.π., σ.56
[42] Ό.π., σ.58
[43] Ό.π., σ.60
[44] Ό.π., σ.62
[45] Ό.π., σ.64
[46] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, ό.π., σ.154
[47] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.79-80
[48] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.25
[49] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.31. Όπως αναφέρεται και στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, «οι Βογόμιλοι δέχονταν μόνο την Καινή Διαθήκη και τους Ψαλμούς και τα δεκαέξι βιβλία των προφητών από την Παλαιά. Τα υπόλοιπα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τα θεωρούσαν έργα του Σαταναήλ». [συλλογικό], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Θ΄, 2000, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, σ.375
[50] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.36
[51] Ό.π.
[52] Ό.π., σ.37
[53] «Οι Βογόμιλοι θεωρούσαν τους ηγέτες τους ως “θεοτόκους” επειδή δίδασκαν και τηρούσαν τον λόγο του Κυρίου (“βαστάσαντας και αυτούς τον Λόγον του Θεού και γεννήσαντας αυτόν”). Οι “θεοτόκοι” Βογόμιλοι ήταν οι εκλεκτοί της αιρέσεως, που έπρεπε να τηρούν διάφορες νηστείες και να παραμένουν αγνοί». [Συλλογικό], Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., σ. 375
[54] http://zenithmag.wordpress.com, ό.π.
[55] Ό.π.
[56] Angelov, Dimiter, ό.π., σ.610-611
[57] Δηκτικός απέναντί τους για άλλη μια φορά ο Γ.Τούλιας, θα γράψει για τους Βογόμιλους: «Γενικώτερον οι εν Ανατολή διετείνοντο, ότι ενήστευον τρις της εβδομάδος Δευτέραν, Τετάρτην και Παρασκευήν, μη γευόμενοι ουδαμιάς τροφής, από πρωίας μέχρι της τρίτης απογευματινής ώρας όταν δε ετύγχανον εν αλλοτρίαις τραπέζαις έτρωγον ως ελέφαντες». Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.101
[58] Σχετικά με την κρεοφαγία, υπήρχε και η εξής λατινική φράση: «Item occisionem animalium dicunt esse peccatum mortale. Item condempnant esum cranium, que ex carne fraducem habent dicentes, omnes esse dampnatos, qui comedunt carnes, vel caseum, vel ova, et similia huiusmodi» (Starine I, 101). Τούλιας, Γεώργιος, ό.π.
[59] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.84
[60] Ό.π.
[61] «[…] Η επιστολή του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081) προς τον μητροπολίτη Λάρισας σχετικά με τους Βογόμιλους ίσως αποτελεί ένδειξη πως οι αιρετικοί είχαν εξαπλωθεί και στην περιοχή δικαιοδοσίας του τελευταίου. Μάλλον δεν ήταν τόσο η αποστροφή προς τα υλικά αγαθά και την ιεραρχία όσο η επιθυμία της επιστροφής σε μια αγνή, ιδανική (και ιδεατή, θα λέγαμε) πρωτο-χριστιανική κοινωνία που προσείλκυε τα μέλη των ανώτερων τάξεων. Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ένα ήταν βέβαιο: για τον λαό οι δημιουργηθείσες κοινωνικές αντιθέσεις καλύπτονταν υπό το ένδυμα της δυϊστικής θρησκευτικής αίρεσης». [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., 21/12/2011, σ.69
[62] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.84
[63] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.70
[64] Ό.π., σ.66
[65] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.114
[66] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.68 . Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η βιβλιογραφία βρίθει από σχετικές αναφορές από τους πολέμιους των Βογομίλων περί αεργίας τους.
[67] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.102
[68] Ό.π., σ.102. Και σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη σχετική βιβλιογραφία. Ενώ ο Γ. Τούλιας συνδέει άμεσα τους Βογόμιλους και γενικά αυτού του είδους τους δυιστές αιρετικούς με την έννοια της μετεμψύχωσης, ο D.Angelov αναφέρει πως μία από τις διαφορές που είχαν οι δυτικοί Καθαροί από τους ανατολικούς Βογόμιλους εντοπίζεται στην πίστη που είχαν οι πρώτοι –και δεν είχαν οι δεύτεροι– στο ζήτημα του περάσματος της ψυχής από ένα σώμα σε ένα άλλο (Angelov, Dimiter, ό.π., V-σ.186).
[69] «Παρότι ήταν εναντίον του πολέμου, [ο Βογόμιλος] δε δίσταζε να πάρει τα όπλα εναντίον των ξένων κατακτητών ή εναντίον των αφεντικών του χωρίς να ανησυχεί ότι πάει ενάντια στις αρχές του βογομιλισμού που απαγόρευε το αιματοκύλισμα». Angelov, Dimiter, ό.π., σ.611
[70] http://iliden.blogspot.com, ό.π.
[71] Ostrogorsky Georg, 2002, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β΄, 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, σ. 146
[72] Σε αντίθεση με τον Παυλικιανισμό (για τον οποίο ούτως ή άλλως οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες), οι Βογομιλισμός έδειξε εξαρχής πως στηρίζεται στα λαϊκά στρώματα και πως αντιτίθεται στις κοινωνικές ανισότητες. Η ανυπακοή του δούλου (καλλιεργητή, εργάτη, υπηρέτη, κλπ) προς τον αφέντη (βογιάρο, αυτοκράτορα, Εκκλησία) δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας, παρά τις προσπάθειες να χαρακτηριστεί το κίνημα ως «καθαρά θρησκευτικό», χωρίς ίχνος κοινωνικών προεκτάσεων. Άλλωστε, […] και μόνο η ανυπακοή προς το επίσημο Σώμα της Εκκλησίας, στήριγμα της πολιτικής και κοινωνικής τάξης, σήμαινε ανυπακοή προς τον ίδιο τον αυτοκράτορα. [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.76
[73] Angelov, Dimiter, ό.π., σ.611
[74] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, ό.π., σ.153-154
[75] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ,48
[76] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.30
[77] Angelov, Dimiter, ό.π., V-σελ.175
[78] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.30
[79] Ό.π., σ.32
[80] Ό.π., σ.30
[81] Ό.π., σ.30
[82] Angelov, Dimiter, ό.π., V-σελ.176
[83] Ό.π., V-σελ.177
[84] Ό.π., V-σελ.183
[85] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.50
[86] Σύμφωνα με τον D. Angelov, αλληλεπίδραση μεταξύ των ανατολικών και δυτικών αιρετικών υπήρξε και κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών και κυρίως της τέταρτης σταυροφορίας, στην οποία συμμετείχαν πολλοί Γάλλοι, μεταξύ των οποίων και αιρετικοί. Angelov, Dimiter, ό.π., V-σελ.177
[87] Μαντούδης, Ανδρέας, ό.π., σ.49
[88] Βανεγκέμ, Ραούλ, 2011, «Η Αντίσταση στο Χριστιανισμό – Οι Αιρέσεις ως τον 18ο Αιώνα», από το βιβλίο των Βανεγκέμ, Ρ., Κάουτσκυ, Κ., Σαφάρεβιτς, Ι., Θαβωρίτες – Τόμας Μίντσερ – Αναβαπτιστές, εκδ. Ανάκαρα, Θεσσαλονίκη, σ.308
[89] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.43
[90] Άννα Κομνηνή, 2005, Αλεξιάς, εκδ.Άγρα, Αθήνα
[91] Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης, ό.π., σ.211
[92] [Συλλογικό], Λαϊκές Εξεγέρσεις στο Βυζάντιο, ό.π., σ.74
[93] http://zenithmag.wordpress.com, ό.π.
[94] Bihalji-Merin, Oto, ό.π., σ.14
[95] Τούλιας, Γεώργιος, ό.π., σ.11

Αφήστε ένα σχόλιο

eight + two =