Παρίσι, 29 Σεπτεμβρίου 1957
Αγαπητέ J,
μόλις τελείωσα την ανάγνωση του προσχεδίου του φυλλαδίου μας [Facing Reality]. Θεωρώ ότι περιέχει πολλά σημαντικά πράγματα, και ότι έχεις επιτελέσει ένα έργο μεγάλης και μόνιμης αξίας. Φυσικά, υπάρχουν πολλές μικρές λεπτομέρειες έμφασης και σύνταξης, τις οποίες μπορούμε εύκολα να συζητήσουμε και να διευθετήσουμε όταν συναντηθούμε.
Ακολουθούν τρία ερωτήματα γενικότερου χαρακτήρα, τα οποία θέλω να σου υποβάλω πριν συναντηθούμε, για να βοηθήσω {διευκολύνω} μια πιο ξεκάθαρη συζήτηση:
α) Νομίζω ότι είναι απαραίτητο να γίνει πιο σαφής, ή μάλλον πιο σαφής, η έννοια του σοσιαλισμού. Εσείς έχετε ολοκληρώσει τα 9/10 της δουλειάς, δείχνοντας με θαυμαστό συγκεκριμένο τρόπο τον σοσιαλισμό που εκδηλώνεται στις πράξεις των εργατών, είτε πρόκειται για την Ουγγαρία είτε για ένα εργοστάσιο των ΗΠΑ. Αλλά είναι απολύτως απαραίτητο, νομίζω, ειδικά με δεδομένο το επίπεδο ωριμότητας του κοινού μας, να ανέλθουμε σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο και να σκιαγραφήσουμε εν συντομία τις λειτουργίες ή/και τις “αρχές” μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ακριβώς ως οργανική και φυσιολογική επέκταση και καθολίκευση της συγκεκριμένης εννοιολογικής βάσης που τέθηκε προηγουμένως. Ιδέες όπως η εργατική αυτοδιεύθυνση του εργοστασίου, η εργατική αυτοδιεύθυνση της οικονομίας (το πρόταγμα), η ισότητα των αμοιβών, η κατάργηση του μεροκάματου και της μισθωτής εργασίας, η πλήρης αυτοκυβέρνηση από τα Συμβούλια (των εργατών, των αγροτών κ.λπ.), η κατάργηση του διαχωρισμένου κρατικού μηχανισμού (εκβιομηχάνιση των “λειτουργιών” του κράτους) κ.λπ. πρέπει να διατυπωθούν ρητά – και δεν είναι τίποτε άλλο {πέρα από} την ξεκάθαρη καθολική έκφραση του συγκεκριμένου ιστορικού υλικού. Αυτό θα μπορούσε να γίνει πολύ συνοπτικά (μία ή δύο σελίδες).
β) Το ίδιο, νομίζω ότι οφείλουμε να συνοψίσουμε σε μία ή δύο σελίδες (μετά τη σελίδα 40, ίσως) τις ιδέες που εκφράζουν τις πραγματικές, βαθιές ρίζες της κρίσης του καπιταλισμού και της γραφειοκρατίας, και να δηλώσουμε ρητά ότι η υποκατανάλωση, οι επιχειρηματικές διακυμάνσεις, το ποσοστό κέρδους κ.λπ, είτε δεν μας αφορούν καθόλου είτε δεν είναι παρά φαινομενικές (και μεταβαλλόμενες) εκφράσεις της ουσίας της κρίσης [που είναι] η μόνιμη καταστολή της αυτοδραστηριότητας των ατόμων και των νέων κοινωνικών μονάδων από τη γραφειοκρατική οργάνωση, τον κεντρικό σχεδιασμό, τη διοίκηση, την εκπαίδευση και τη φιλοσοφία. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένου του μεγέθους της βαθιάς και εκτεταμένης σύγχυσης σχετικά με αυτά τα ζητήματα στο μεγαλύτερο ποσοστό του κοινού μας.
γ) Το πιο σημαντικό, νομίζω ότι το κομμάτι που αφορά την οργάνωση (παρεμπιπτόντως, προτείνω να βρούμε μια άλλη έκφραση για τη “μικρή οργάνωση”) θα πρέπει να έχει μια διαφορετική τοποθέτηση της έμφασης. Μάλλον, ένα από τα δύο στοιχεία [που χρειάζονται] πρακτικά λείπει εντελώς: μια θετική αντίληψη για τον ορθό ιστορικό ρόλο και τη λειτουργία της οργάνωσης, η οποία θα πρέπει να αναπτυχθεί παράλληλα με την καταγγελία της παραδοσιακής αντίληψης. Η τελευταία στηριζόταν στην ιδέα ότι η οργάνωση ήταν ο θεματοφύλακας του καθολικού (το γενικό συμφέρον σε αντίθεση με τα μερικά, το διεθνές σε αντίθεση με το εθνικό, το μαξιμαλιστικό πρόγραμμα σε αντίθεση με τα ελάχιστα αιτήματα – ο Λένιν στο “Τι να κάνουμε” κ.λπ.) Εμείς, αναπτύσσοντας την έννοια του σοσιαλισμού ως αυτοοργάνωση του προλεταριάτου μέχρι τις απώτατες συνέπειες, λέμε: το καθολικό βρίσκεται μέσα στο προλεταριάτο. Η λειτουργία της οργάνωσης είναι, πρώτον, να βοηθήσει να δοθεί έκφραση σ’ αυτό το καθολικό, δεύτερον, να το διασαφηνίσει, τρίτον, να το μεταφέρει συνεχώς στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο (από το εργοστάσιο στην οικονομία, από την παραγωγή στο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων κ.λπ.)
Όλα αυτά σημαίνουν συγκεκριμένα και κατ’ αρχήν ότι είναι ο μόνος χώρος στη σύγχρονη κοινωνία όπου μπορεί και πρέπει να υπάρξει οργανική συνένωση εργαζομένων και διανοουμένων, ως προσώπων και ως απόψεων. Πρέπει να τονίσουμε αυτή τη θετική λειτουργία (διακρίνοντας προσεκτικά και αντιπαραβάλλοντάς την στη μετατροπή των “προχωρημένων εργατών” σε κάποιου είδους πολιτικούς διανοούμενους από τον Λένιν) και την απόλυτη ανάγκη για μια τέτοια οργάνωση. Δεν μπορούμε να δουλέψουμε μόνοι μας και δεν μπορούμε να καλέσουμε ανθρώπους να δουλέψουν μαζί μας, αν δεν είμαστε σε θέση να δείξουμε (α) την άνευ όρων σημαντικότητα αυτού που πρέπει να γίνει, (β) ότι μπορεί να γίνει με τρόπο που να έχει σχέση με τις βαθύτερες πτυχές της φιλοσοφίας και της πολιτικής μας, δηλαδή με έναν νέο τύπο οργάνωσης. Πρέπει όχι μόνο να καταστρέψουμε την αντίληψη του Λένιν για το κόμμα ως τον θεματοφύλακα του Λόγου στην Ιστορία (και άρα φυσικά ως τον διεκδικητή της απόλυτης εξουσίας), αλλά και να του αντιτάξουμε σε δύο διαφορετικά επίπεδα, (1) τα Εργατικά Συμβούλια, θεματοφύλακες του Νέου Ανθρώπινου Λόγου εν δράσει, {και} (2) την οργάνωση των εργατών και των διανοουμένων, που δεν είναι αντίπαλος των Συμβουλίων, [αλλά] αναγκαίο μέρος της ιστορικής διαδικασίας που οδηγεί στην Κυβέρνηση από τα Συμβούλια.
(μτφρ. Αλέξανδρος Σχισμένος. Σημείωση: Το φυλλάδιο Facing Reality εκδόθηκε το 1958, παρά τις αντιρρήσεις του Καστοριάδη για διάφορα σημεία, που δεν επιλύθηκαν. Τα επόμενα χρόνια ο Καστοριάδης άσκησε κριτική στην ιδέα της προνομιακής θέσης του προλεταριάτου και οδηγήθηκε στη ρήξη με τον μαρξισμό και των πολιτικών του σχέσεων με τον CLR James, που παρέμεινε κριτικός μαρξιστής, χωρίς να χαθεί ποτέ η αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα στους δύο.)