Της Donatella Di Cesare, η οποία διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης και αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες όπως το “L’Espresso” και το “Il Manifesto” | μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη
Η φόρμουλα «δύο λαοί, δύο κράτη», που εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται εδώ και εκεί, στα χείλη κάποιου μετριοπαθούς, δεν έχει ακουστεί, ποτέ ως τώρα, τόσο φθαρμένη, σχεδόν παλιοκαιρισμένη, όσο τις τελευταίες ημέρες. Και πράγματι έτσι ήταν εδώ και καιρό. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτός που την χρησιμοποιεί φαίνεται να θέλει να εκφράσει, παρόλα αυτά, μια αχτίδα αισιοδοξίας. Στη χειρότερη περίπτωση, καταφεύγει σε μια οδό διαφυγής για να παρακάμψει ένα περίπλοκο ζήτημα που είναι δύσκολο να αναλυθεί.
Εξάλλου – είναι γνωστό – ότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία δεν υπάρχει χρόνος, ούτε επιθυμία, να γνωρίσουμε τις θέσεις των άλλων και είναι πιο εύκολο να τις μισήσουμε. Γι αυτό και ανθίζουν οι στενόμυαλοι οπαδισμοί στα κοινωνικά δίκτυα και στις πλατείες, το ανέμισμα των σημαιών, η απουσία διαλόγου. Παντού στον κόσμο, αλλά και στη χώρα μας. Όχι χωρίς παραδοξότητες. Οι αριστεροί διολισθαίνουν προς την υπεράσπιση της Χαμάς, ενώ το άστρο του Δαβίδ εμφανίζεται πίσω από εκπροσώπους της θεσμικής δεξιάς η οποία συμπράττει με τον νεοφασισμό. Υπάρχει μικρό περιθώριο πλέον, σχεδόν ανύπαρκτο, για όποιον προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει, καταλήγοντας ανάμεσα σε δύο πυρά.
Για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη η υπόθεση των δύο κρατών φαινόταν πάντα μακρινή και δύσκολα εφαρμόσιμη. Κάποιες δεκαετίες φάνηκε προσιτή. Οι ευθύνες της παλαιστινιακής ηγεσίας -επειδή δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτήν την ευκαιρία-, είναι σοβαρές. Θα ήταν πραγματικά αυτή η λύση; Ίσως ναι, αλλά ίσως και όχι. Όποιος γνωρίζει το πλαίσιο, γνωρίζει ότι υπάρχουν δύο λαοί που είναι αναγκασμένοι να ζήσουν μαζί. Το υφάδι είναι πλέον αξεδιάλυτο. Αυτός είναι ο λόγος που ένα δεύτερο κράτος είναι πλέον αδιανόητο σήμερα. Τι νόημα έχει, λοιπόν, να μιλάμε για αυτό; Αναμφίβολα αυτό έχει τραγικές επιπτώσεις. Αυτές που βλέπουμε αυτές τις μέρες. Η καινοτομία ονομάζεται Lod ή «το τρίτο μέτωπο».
Η σύγκρουση βρίσκεται στο εσωτερικό, η εχθρότητα εξαπλώνεται επίσης σε πόλεις, όπως η Χάιφα -που λαμβάνονται ως παράδειγμα συμβίωσης-, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Τα μέτωπα πολλαπλασιάζονται και παίρνει σάρκα και οστά το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου. Υπήρχαν πάντοτε εντάσεις, αλλά η έκρηξη βίας στο δρόμο, που διαπράττεται και από τις δύο πλευρές, μας αφήνει άφωνους. Δεν λείπουν και οι εξαίρετοι υπονομευτές.
Όποιος πιστεύει στην ειρήνη έχει περισσότερους από έναν λόγους για να απελπιστεί. Ειδικά αν συνεχιστούν οι παλιές πολιτικές κατηγοριοποιήσεις του παρελθόντος. Πρώτα από όλα αυτή του «κράτους», το οποίο ίσως σε αυτό το πλαίσιο ήταν ήδη εξαρχής ένας παραμορφωτικός εξαναγκασμός. Είχαν δίκιο εκείνοι οι φιλόσοφοι – από τον Martin Buber και τη Hannah Arendt έως τον Emmanuel Levinas – όταν έθεσαν το πρόβλημα από πολύ νωρίς. Όπως συμβαίνει συχνά, δεν εισακούστηκαν. Σίγουρα η ιδέα του δι-εθνικού κράτους, όπως το εννοούσαν τότε, δεν είναι πραγματοποιήσιμη.
Και όμως, αυτός ο δρόμος, που εκείνοι είχαν υποδείξει, παραμένει ανοιχτός πέρα από το τραγικό σενάριο. Όπου υπάρχει ο μεγαλύτερος κίνδυνος, εμφανίζεται η πιθανότητα λύτρωσης. Και αυτή βρίσκεται στη ρευστοποίηση του κράτους και πάνω από όλα στην προοπτική νέων ανοιχτών μορφών ιθαγένειας με ίσα δικαιώματα. Η λέξη-κλειδί είναι η «ιθαγένεια», όχι πλέον το κράτος. Αυτό, μεταξύ άλλων, ισχύει επίσης σε διαφορετικά περιβάλλοντα στον κόσμο, όπου η συμβίωση είναι αναγκαστική και η ιδέα περί κράτους αποτελεί μόνον εμπόδιο. Η νέα πολιτική φιλοσοφία εργάζεται πάνω σε αυτό. Αυτές δεν είναι θεωρίες για «ευαίσθητες ψυχές», αλλά αντίθετα, ένας πολύ συγκεκριμένος και αποτελεσματικός τρόπος για την επίλυση δισεπίλυτων συγκρούσεων.
Για το Ισραήλ μετά τον Νετανιάχου -όπου η φιλοπόλεμη δεξιά ελπίζουμε να έχει λιγότερο χώρο-, το σύνθημα πρέπει να είναι «ιθαγένεια», ακόμη και πέρα από το «έθνος», τον «εθνικό κορμό» κ.λπ. Δεν μπορεί να είναι δύσκολο, μόνο και μόνο λόγω της μεγάλης εβραϊκής παράδοσης στη φιλοξενία. Και ας πούμε παρεμπιπτόντως και αυτό: αυτοί που σήμερα κατηγορούν το Ισραήλ για «απαρτχάιντ», λίγο πολύ ανοιχτά, είναι οι ίδιοι Ευρωπαίοι των οποίων τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να έχουν νόμους περί ιθαγένειας με βάση το δίκαιο του αίματος και το δίκαιο του εδάφους. Ας μην μιλήσουμε λοιπόν για τις ευρωπαϊκές ενοχές στην εξόντωση. Ας μιλήσουμε για την επικαιρότητα, για την Ιταλία που δεν δίνει ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών.