Αστυνομική βαναυσότητα & η επιβολή του νόμου: προς έναν ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό

0

Του Γιάβορ Ταρίνσκι

[Ο] μεγαλύτερος εχθρός της ασφάλειας της κοινωνίας είναι το κράτος και οι ιδιωτικοί οργανισμοί που ανήκουν σε αυτό.
Selma Irmak, μέλος του Democratic Society Congress [1]

Η αυθαιρεσία της αστυνομίας και η ατιμωρησία αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό σε ολόκληρο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, η συστηματική καταστολή, ειδικά απένατι σε έγχρωμους ανθρώπους, προκάλεσε το ξέσπασμα πολλών κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων: η πρόσφατη βάναυση δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου 2020 από αστυνομικό στο φως της ημέρας πυροδότησε ένα κύμα διαμαρτυριών, διαδηλώσεων και ταραχών σε όλες τις ΗΠΑ, αλλά και στο εξωτερικό, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα, οι δολοφονίες πολιτικοποιημένων νέων έχει οδηγήσει σε ταραχές πολλές φορές, με σημαντικότερη την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 που ακολούθησε τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον ειδικό φρουρό Κορκονέα. Μόλις πριν από δύο χρόνια, στην Αθήνα και πάλι, ο queer ακτιβιστής Ζακ Κωστόπουλος πρώτα λιντσαρίστηκε δημοσίως από έναν συντηρητικό όχλο, και στη συνέχεια χτυπήθηκε βάναυσα από τις αστυνομικές μονάδες που κατέφθασαν, για να πεθάνει από τα τραύματά του εκείνη την ημέρα. Το αίτημα «Σταματήστε την αστυνομική βαναυσότητα» (Stop police brutality) έχει γίνει σύνθημα σε πόλεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πολλοί απαιτούν περιορισμούς και μεταρρυθμίσεις, αλλά μια βαθύτερη ανάλυση δείχνει ότι αυτή η βία έχει πιο βαθιές ρίζες και απαιτεί μια ουσιαστική συστημική αλλαγή.

Με άλλα λόγια, ο αγώνας ενάντια στην αστυνομική ατιμωρησία θέτει το ζήτημα του πώς διανέμεται η εξουσία μέσα στην κοινωνία.

Εξωτερική αστυνόμευση VS Αυτοπεριορισμός

Κάθε κοινωνία καθορίζει ορισμένους μηχανισμούς μέσω των οποίων διασφαλίζει ότι οι νόμοι και οι κανόνες της θα γίνονται σεβαστοί και θα τηρούνται από όλα τα μεμονωμένα μέλη της. Αυτός ο ισχυρισμός ισχύει και για τα πιο τυραννικά καθεστώτα, καθώς και για τα πιο δημοκρατικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των διαφόρων μορφών επιβολής του νόμου. Αντιθέτως, η πολιτική δομή μιας κοινωνίας μπορεί να ανιχνευθεί σε μεγάλο βαθμό, από τη στάση που έχουν τα μεμονωμένα μέλη απέναντι στους κυρίαρχους θεσμούς και τον τρόπο με τον οποίο πείθονται να τηρούν τους κοινούς κανόνες.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αποκαλεί αυτή την επιβολή νόμων, ρόλων, πεποιθήσεων, τρόπων ζωής κ.λπ. –που ταυτόχρονα καθορίζει το τι πρέπει να γίνει– περιορισμό [2]. Διακρίνει διαφορετικούς τύπους μιας τέτοιας απαγόρευσης ανάλογα με το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Σε ολιγαρχικά μοντέλα (όπως ο κοινοβουλευτισμός και οι συνταγματικές μοναρχίες), όπου όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ορισμένων ελίτ, αυτός ο περιορισμός και οι νόμοι που επιδιώκει να επιβάλει φαίνονται εξωτερικοί ως προς τον λαό. Οι άνθρωποι τείνουν να τους αψηφούν, λόγω της πολιτικής αποξένωσης στην οποία βασίζονται αυτά τα ολιγαρχικά συστήματα, με αποτέλεσμα οι κυβερνώντες να καταφεύγουν σε πιο βίαια μέσα. Το γεγονός ότι συχνά γίνεται λόγος για την αστυνομική βία στη φιλελεύθερη Δύση σηματοδοτεί τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά αυτού του κυρίαρχου συστήματος, παρά τις προσπάθειές του να μεταμφιέζεται ως «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» (ένα οξύμωρο σχήμα), όπου η εξουσία υποτίθεται πως βρίσκεται στα χέρια των ανθρώπων.

Αντιθέτως, στις αμεσοδημοκρατικές κοινωνίες, παρατηρείται αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλεί αυτοπεριορισμό -μια διαδικασία συνειδητής και συλλογικής δημιουργίας και επιβολής νόμων και ρόλων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όλα τα μέλη της κοινωνίας συμμετέχουν, ή έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν, στην κοινωνική αυτοθέσμιση και να ελέγχουν την αστυνόμευση και την επιβολή των δημοκρατικά ληφθέντων αποφάσεων. Ωστόσο, παρά τη γενική προθυμία των ανθρώπων να σεβαστούν αυτές τις πολιτικές και να μην τις παραβιάσουν, εξακολουθούν να υπάρχουν, και θα υπάρξουν, περιπτώσεις διαφωνίας και ο αυτοπεριορισμός πρέπει να επιβληθεί, διαφορετικά η κοινωνική συνοχή θα υποβαθμιστεί και θα καταρρεύσει.

Παρά τη σύγχρονη εποχή όπου η αστυνομία μάς επιβάλλει κανόνες οι οποίοι έχουν φτιαχτεί εξωκοινωνικά -πράγμα που από μόνο του αποτελεί αστυνομική βαναυσότητα-, η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη με πρακτικά παραδείγματα αυτοπεριορισμού που διαφέρουν σημαντικά από την κοινή μας αντίληψη για την επιβολή του νόμου.

Στην πραγματικότητα, η ιδέα της επαγγελματικής αστυνομικής δύναμης, της οποίας κύριο καθήκον είναι να καταστέλλει τις μαζικές εκρήξεις λαϊκού θυμού ή τις προσπάθειες για αλλαγή καθεστώτος, είναι σχετικά νέα. Υπήρξαν σημαντικές χρονικές περίοδοι όταν η επιβολή των κοινών νόμων και ρόλων αφέθηκε στους ίδιους τους πολίτες, καθώς ο στόχος τους δεν ήταν να επιβληθεί μία μειοψηφία στην πλειοψηφία, αλλά να διασφαλιστεί ότι οι συλλογικά ληφθείσες αποφάσεις τηρούνται από όλα τα μέλη της κοινότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο στόχος δεν είναι η καταστολή της μαζικής ανυπακοής αλλά των ατομικών ή μειονοτικών πράξεων ασέβειας των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών ή των αποπειρών αντικατάστασής τους με ολιγαρχικές.

Αρχαίες ελληνικές πόλεις

Οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των ανεξάρτητων πόλεων στην αρχαία Ελλάδα ήταν εμφανείς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και ατομικής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η καθεμιά επέβαλλε τους νόμους και τους ρόλους της. Η αθηναϊκή πόλις ήταν ο τόπος γέννησης της δημοκρατίας, όπου για πρώτη φορά εισήχθη η έννοια του πολίτη -ένα πολιτικό υποκείμενο που είχε το δικαίωμα να συμμετέχει άμεσα στη συλλογική διαχείριση της πόλης του, παράλληλα με τους (ισότιμους) συμπολίτες του. Παρά τα ορισμένα μειονεκτήματα, πολλά από τα οποία ήταν προϊόντα του συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου, αυτό επέτρεψε σε εκατοντάδες -ακόμη και χιλιάδες- πολίτες να συγκεντρώνονται σε τακτικές συνελεύσεις και να διαβουλεύονται συλλογικά την αυτοθέσμιση της Αθήνας. Η Σπάρτη βρισκόταν στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος -μια συγκεντρωτική στρατιωτική ολιγαρχία, όπου μια ελίτ διαχειριζόταν την πόλη, χωρίς τη συγκατάθεση των κατοίκων.

Στην περίπτωση της αρχαίας Αθήνας, η διατήρηση της δημόσιας τάξης ανατέθηκε σε δημόσιους δούλους (σύμφωνα με τις πηγές, Σκυθικής καταγωγής και συχνά εξοπλισμένους με τόξα) [3]. Χρησιμοποιούνταν για την περιφρούρηση των δημόσιων συνελεύσεων, τη διατήρηση της ειρήνης, την αντιμετώπιση των ανθρώπων που είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα κ.λπ. Η διερεύνηση των εγκλημάτων είχε αφεθεί στους ίδιους τους πολίτες.

Το γεγονός ότι αυτό το κρίσιμο έργο είχε ανατεθεί από πολίτες σε μη πολίτες, στους πλέον αδύναμους -χωρίς πολιτική εξουσία δηλαδή-, όσο παράξενο κι αν φαίνεται στους περισσότερους σύγχρονούς μας, μπορεί να αποδοθεί στον δημοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας Αθήνας. Με όλους τους πολίτες να συμμετέχουν άμεσα στη σφυρηλάτηση των νόμων και των κανόνων της πόλης, υπήρχε η γενική ιδέα ότι όλοι θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά της επίβλεψης της εφαρμογής τους, ακόμη και οι δούλοι. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι δούλοι αυτοί ήταν δημόσια ιδιοκτησία, όλοι οι πολίτες είχαν άμεσο έλεγχο στις πράξεις τους και θα μπορούσαν να αποτρέψουν την κατάχρηση εξουσίας.

Είναι χρήσιμο να επισημανθεί εδώ πως δεν θα πρέπει να βιαστούμε να καταδικάσουμε υπερβολικά αυστηρά την αρχαία αθηναϊκή πόλη λόγω των μειονεκτημάτων της (που ήταν αναμφισβήτητα λανθασμένα), όπως η δουλεία ή η απουσία πολιτικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες. Πρώτον, διότι αυτά υπήρχαν ταυτόχρονα σχεδόν σε όλα τα μέρη του αρχαίου κόσμου, ενώ η έννοια της δημοκρατίας δεν υπήρχε. Δεύτερον, η έννοια της δουλείας τότε ήταν πολύ διαφορετική από τις μορφές που έλαβε σε πολύ μεταγενέστερες ιστορικές περιόδους με την ύπαρξη της σκλαβιάς. Σύμφωνα με τον Δημοσθένη, οι δούλοι και οι ελεύθεροι πολίτες ήταν εξωτερικά δυσδιάκριτοι ο ένας από τον άλλο, με τους πρώτους συχνά να προστατεύουν και να υπερέχουν από τους τελευταίους [4].

Από την άλλη πλευρά, στην αρχαία Σπάρτη, η διατήρηση της δημόσιας τάξης ήταν μεταξύ των καθηκόντων των Εφόρων -του υψηλότερου Σπαρτιατικού οργάνου λήψης αποφάσεων, του οποίου τα μέλη εκλέγονταν ετησίως από όλους τους ενήλικες άνδρες [5]. Αυτοί ενεργούσαν ως δικαστές σε υποθέσεις που φέρονταν ενώπιόν τους. Οι Έφοροι ήταν επίσης υπεύθυνοι για τους Ιππείς -300 επιλεγμένα μέλη ως τιμητική βασιλική φρουρά-, οι οποίοι έπρεπε να επιβάλλουν τον νόμο. Μεταξύ των άλλων θεσμών εξουσίας ήταν η βασιλική εξουσία και το Συμβούλιο των Γερόντων.

Αυτός ο ολιγαρχικός τύπος κοινωνικής οργάνωσης έθετε το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής εξουσίας στα χέρια μιας μικροσκοπικής ελίτ, όπως το τρέχον κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Αυτό εξηγεί γιατί τα μέσα εξαναγκασμού βρίσκονταν, επίσης, στα χέρια των ελίτ, εξασφαλίζοντας το μονοπώλιο της εξουσίας.

Μεσαιωνικοί χρόνοι

Στη μεσαιωνική Αγγλία η επιβολή του νόμου συχνά άλλαζε μορφή λόγω των πολλών στρατιωτικών συγκρούσεων στις οποίες εμπλέκονταν οι Άγγλοι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ωστόσο, λόγω του φεουδαρχικού και μοναρχικού της χαρακτήρα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα μέσα εξαναγκασμού βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Βασιλιά ή των τοπικών δικαστών. Στις αγροτικές περιοχές και τις κομητείες, η επιβολή του νόμου ανατέθηκε στους λεγόμενους reeves ή σερίφηδες. Αυτοί ήταν υποταγμένοι στη βασιλική εξουσία ή στις τοπικές Αρχές και είχαν ως κύριο καθήκον τη συλλογή φόρων, τη διατήρηση της τάξης και την εκτέλεση στρατιωτικής θητείας, εάν χρειαζόταν. Οι ντόπιοι φεουδάρχες, οι ιππότες και οι ευγενείς είχαν επίσης τον ρόλο της προστασίας και της αστυνόμευσης των εδαφών που κυβερνούσαν. Αυτή η πυραμιδική δομή ευνόησε την είσπραξη των φόρων περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και επέτρεψε στους αστυνομικούς να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους σε μεγάλο βαθμό, εμβαθύνοντας περαιτέρω το αίσθημα ανισότητας της εξουσίας στη μεσαιωνική Αγγλία.

Το πολιτικό σύστημα, όμως, δεν ήταν το ίδιο σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου.

Πολλές μεσαιωνικές πόλεις έγιναν αυτοδιαχειριζόμενα καταφύγια για σκλάβους και φυγάδες που έψαχναν την ανεξαρτησία από τους φεουδάρχες γαιοκτήμονες και τους ευγενείς. Τέτοιες αυτόνομες πόλεις, που θυμίζουν την αρχαία αθηναϊκή πόλη, εμφανίστηκαν σε διάφορα μέρη, κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία.

Τον 11ο και 12ο αιώνα, πολλές πόλεις στις χώρες αυτές έγιναν κομμούνες, βασισμένες στην άμεση δημοκρατία και την αυτοοργάνωση [6]. Δεν είχαν επαγγελματικές αστυνομικές δυνάμεις ή βασιλικούς φρουρούς, αλλά τοπικές πολιτοφυλακές, αποτελούμενες από απλούς πολίτες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των συνελεύσεων και των συμβουλίων της πόλης, όπου οι πολίτες είχαν σφυρηλατήσει συλλογικά τους νόμους και τους ρόλους της πόλης. Ο υψηλός βαθμός κοινωνικής και πολιτικής ισότητας έκανε τη συνύπαρξη σε αυτές τις κοινότητες πιο αρμονική και τις αστυνομικές δυνάμεις λιγότερο αναγκαίες, σχεδόν σαν την εμπειρία της αρχαίας Αθήνας.

Η στροφή προς τον έλεγχο του πλήθους

Οι πρώτες αστυνομικές δυνάμεις ελέγχου του πλήθους εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τους πολιτικά συγκεντρωτικούς σκοπούς του έθνους-κράτους και του καπιταλισμού. Η γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας αντανακλάται στη μαζική καταστολή της πολιτικής οργάνωσης και δημιουργικότητας.

Στην πόλη του Παρισιού, στη Γαλλία, έπειτα από ένα διάταγμα του 1829, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα sergents de ville ή «λόχοι της πόλης», που αποτέλεσαν πιθανότατα τα πρώτα ένστολα αστυνομικά σώματα στον κόσμο. Παρόμοιοι σχηματισμοί άρχισαν να εμφανίζονται στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε διάστημα λίγων μόνο δεκαετιών -περίπου από το 1825 έως το 1855. Αυτοί οι νέοι αστυνομικοί σχηματισμοί δεν είχαν σε τίποτα να κάνουν με την υποτιθέμενη αύξηση του ατομικού εγκλήματος, αλλά με την αυξανόμενη οργανωτική δραστηριότητα των καταπιεσμένων κοινωνικών κύκλων, όπως ήταν οι εργατικές απεργίες, οι αστικές ταραχές και οι εξεγέρσεις σκλάβων [7].

Η Κομμούνα του Παρισιού

Μια εξαίρεση, όμως, αυτής της τάσης προέκυψε από τις λαϊκές εξεγέρσεις που αγκάλιασαν το κύριο αστικό κέντρο της Γαλλίας. Η μνήμη των κοινοτήτων του παρελθόντος παρέμενε ζωντανή για πολλούς καταπιεσμένους και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, όταν ο λαός του Παρισιού εξεγέρθηκε το 1871 και πήρε τον έλεγχο της πόλης του, απωθώντας τις τοπικές Αρχές, ονόμασε τη νέα δημοκρατική οργανωτική μορφή «Κομμούνα».

Με τη νέα αυτοθέσμιση της παρισινής κοινωνίας, πραγματοποιήθηκε μια ριζική αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας, αναδιαμορφώνοντας αποφασιστικά όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Με τους τοπικούς γραφειοκράτες και τις αστυνομικές δυνάμεις να έχουν διωχθεί, οι πολίτες έπρεπε να δημιουργήσουν νέους τρόπους αυτοπεριορισμού, οι οποίοι θα επέτρεπαν στις κοινότητές τους να συνεχίσουν να λειτουργούν. Άρχισαν να εκλέγουν (και να ανακαλούν, εάν χρειαζόταν) τους δικούς τους υπαλλήλους δημόσιας ασφάλειας, που ήταν υπόλογοι στις συνελεύσεις και τα συμβούλια γειτονιάς που τους είχαν εκλέξει [8]. Αυτό δεν κατάφερε να γίνει ποτέ μια πάγια τακτική, επειδή η πόλη βρισκόταν υπό συνεχή στρατιωτική πολιορκία, αλλά οι Κομμουνάροι έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό για να διατηρήσουν τη νεοσύστατη κοινοτική τάξη όσο τον δυνατόν πιο δημοκρατική.

Ολοκληρωτική στρατιωτικοποίηση

Παρά τις βραχύβιες στιγμές λαϊκής εξουσίας, η στροφή προς τον έλεγχο του πλήθους συνεχίστηκε, μεταβαλλόμενη αργά στην πλήρη στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου. Με τις στρατιωτικές συγκρούσεις να μεταφέρονται σιγά σιγά από το διεθνές στο αστικό πεδίο, οι εικόνες των αστυνομικών δυνάμεων να γκρεμίζουν πόρτες με άρματα μάχης, εξοπλισμένοι με αυτόματα όπλα, drones και ελικόπτερα, έγινε ένα συνηθισμένο θέαμα στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές.

Οι αστικές δυνάμεις ασφαλείας έχουν υιοθετήσει ένα στρατιωτικό λεξιλόγιο και τακτική.

Επιπλέον, αυτό που πρέπει να γίνει με όσους παρανομούν και διώκονται από την αστυνομία, έχει αλλάξει ριζικά σε αυτόν τον στρατιωτικό αποικισμό της αστικής ζωής. Όπως γράφει ο κοινωνιολόγος Jeffrey Monagham, αυτή η τάση «προσανατολίζεται προς μία λογική όπου οι εχθροί πρέπει να καταστραφούν και, όταν αυτοί οι εχθροί δαιμονοποιούνται ως υπάνθρωποι ή εκτός της ανθρωπότητας, αυτή η καταστροφή στοχεύει στο προφανές τελικό στάδιο: την εξάλειψη». [9]

Αστυνομία και δημόσιος χώρος

Το σύγχρονο σύστημα κυριαρχίας χρησιμοποιεί την αστυνομία ώστε να εμποδίσει τους δημόσιους χώρους να γίνουν πραγματικά δημόσιοι. Όπως έχει υποστηρίξει ο Jacques Rancière [10], η περίφημη φράση «Προχωρήστε! Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε εδώ!» δείχνει ότι, σύμφωνα με τον νόμο, δεν υπάρχει τίποτα να κάνουμε παρά να προχωρήσουμε. Υποστηρίζει ότι ο χώρος που κυκλοφορούμε δεν είναι τίποτε παραπάνω από χώρος κυκλοφορίας.

Η πολιτική, αντίθετα, συνίσταται στη μετατροπή αυτού του χώρου από ένα πέρασμα, σε έναν χώρο εμφάνισης του υποκειμένου που έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην αυτοθέσμιση της κοινωνίας -του πολίτη: συνίσταται στην αναδιαμόρφωση του χώρου, του τι υπάρχει εκεί, τι μπορώ να κάνω εκεί, τι πρέπει να δω ή να κατονομάσω εκεί. Επομένως, η γραφειοκρατία πρέπει να αμφισβητηθεί με πολιτικά μέσα.

Συμπερασματικά

Η γραφειοκρατική δομή των σύγχρονων αστυνομικών δυνάμεων παγκοσμίως και η εξάρτησή τους από τα κράτη και τα ιδιωτικά συμφέροντα δημιουργεί μια μόνιμη συνθήκη διαφθοράς στο εσωτερικό τους. Αυτό είναι εμφανές από το γεγονός ότι τοποθετούνται στην προνομιακή θέση του «βραχίονα» της δεσπόζουσας ιεραρχίας, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο των πολιτών. Έτσι, κάθε μονάδα μπορεί να εκμεταλλευτεί τον νόμο για τα προσωπικά της κέρδη σε μεγάλο βαθμό. Όπως προτείνει ο David Whitehouse, «ο νόμος έχει πολύ περισσότερες διατάξεις από αυτές που στην πραγματικότητα χρησιμοποιούν [οι αστυνομικοί], άρα η εφαρμογή τους είναι πάντα επιλεκτική. Αυτό σημαίνει ότι πάντα επιλέγουν ποιο τμήμα του πληθυσμού στοχοποιούν και επιλέγουν ποια είδη συμπεριφοράς θέλουν να αλλάξουν». [11]

Από αυτό προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τον αστυνομικό ρόλο των κοινοτικών πολιτοφυλακών, η σημερινή θέση των αστυνομικών γραμμών δημιουργεί μια κάστα με κοινά συμφέροντα, που σχετίζονται στενά με τη διατήρηση της τρέχουσας ιεραρχικής τάξης.

Προκειμένου να μπει ένα τέλος στην αστυνομική βαναυσότητα και ατιμωρησία, δεν μπορούμε απλώς να μεταρρυθμίσουμε τις δυνάμεις ασφαλείας. Μια ριζική αλλαγή πρέπει να πραγματοποιηθεί στο επίπεδο των ίδιων των θεμελίων των κοινωνιών μας. Αυτή περιλαμβάνει, πρώτα και κυρίως, την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, ώστε να μπορούν να είναι σε θέση να αναδιαμορφώσουν άμεσα, χωρίς μεσάζοντες, τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης, βάζοντας έτσι ένα τέλος στις συνεχιζόμενες αδικίες.

Με αυτόν τον τρόπο, η αστυνομία, ως εξωκοινωνικό σώμα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εθνικών κυβερνήσεων και των καπιταλιστικών σχέσεων, θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από συνειδητούς πολίτες που θα δημιουργούν και θα εφαρμόζουν οι ίδιοι τους νόμους τους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Δίκτυο για μια εναλλακτική αναζήτηση: Προκαλώντας τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό II: Διαχωρισμός του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού – Οικοδόμηση της Δημοκρατικής Συνομοσπονδίας Neuss, International Initiative, 2015. 301-302
[2] http://www.publicseminar.org/2018/02/self-limitation-and-democracy/
[3] http://www.stoa.org/projects/demos/article_scythian_archers?page=all
[4] Γιάννης Ανδρικόπουλος: Η Πολιτιστική Πρόκληση: Μια Τριλογία, Έξετερ, Ακαδημαϊκή Εκτύπωση, 2017
[5] https://greece.greekreporter.com/2013/05/30/the-police-in-ancient-greece/
[6] https://www.britannica.com/topic/commune-medieval-Western-Europe
[7] https://libcom.org/history/origins-police-david-whitehouse
[8] https://www.theguardian.com/Columnists/Column/0,5673,459555,00.html
[9] https://ojs.library.queensu.ca/index.php/surveillance-and-society/article/view/siege_review/siege_review
[10] Davide Panagi: Η πολιτική ζωή της αίσθησης, Durham, Duke University Press, 2009 121
[11] https://libcom.org/history/origins-police-david-whitehouse


Μετάφραση: Αλέξανδρος Σχισμένος | Επιμέλεια: Ιωάννα-Μαρία Μαραβελίδη

Διαθέσιμο στην Αγγλική στο www.filmsforaction.org/articles/the-case-against-police-brutality-towards-radical-social-transformation/

Αφήστε ένα σχόλιο

two × four =