Το κείμενο του Γιώργου Κολέμπα υπό τον τίτλο “Η ελληνική γεωργία και η παγκοσμιοποίηση: Υπάρχει διέξοδος για τους έλληνες αγρότες; Μια πρόταση!”, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ευτοπία (τ.9, 2002). Σήμερα δημοσιεύουμε το απόσπασμα με την πρότασή του προς τον αγροτικό κόσμο, καταδεικνύοντας το επίκαιρο της σκέψης του Κολέμπα. Για τη στροφή από τη βιομηχανική στην αγροτική γεωργία.
Και όμως υπάρχει διέξοδος. Μπορεί να γίνει “αναδιάρθρωση”. Όχι όμως με τους όρους του Π.Ο.Ε. και της βιομηχανικής γεωργίας. “Απορρίπτουμε το παγκόσμιο εμπορικό μοντέλο που επιβάλλουν οι πολυεθνικές. Ας επιστρέψουμε στη γεωργία… Η γεωργία δεν πρέπει να συρρικνωθεί σε απλή εμπορική διαδικασία. Οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να μπορούν να θρέψουν τους εαυτούς τους και να πάρουν τα προληπτικά μέτρα που θεωρούν κατάλληλα για την τροφή τους” (Ζοζέ Μποβέ).
Μπορεί να γίνει ουσιαστική στροφή στην αγροτική γεωργία. Στη γεωργία που θα στηριχθεί στις ανάγκες πρώτα του ίδιου του αγρότη, μετά της κοινότητας και της περιοχής και εν συνεχεία των διπλανών περιοχών και της χώρας. Που θα στοχεύει στην όλο και μεγαλύτερη αυτοδυναμία της αλυσίδας: αγρότης-κοινότητα-περιοχή-χώρα. Αυτό σημαίνει για την πλειοψηφία των ελλήνων αγροτών, που τα επόμενα χρόνια θα έχουν πρόβλημα ύπαρξης και επιβίωσης, ότι πρώτα-πρώτα πρέπει να παράγουν την τροφή τους. Στη συνέχεια, για εισόδημα που θα τους ικανοποιεί τις άλλες ανάγκες, θα πρέπει να στηριχθούν στις ανάγκες της περιοχής τους. Για αυτό δεν χρειάζονται να έχουν κανένα μηχανισμό έρευνας της αγοράς. Όλοι γνωρίζουν τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας των κοινοτήτων τους.
Προτού επικρατήσει η βιομηχανική γεωργία, δηλαδή η εντατική χημική και η εξειδίκευση των αγροτών (στην Ελλάδα μετά το 1950), ο αγρότης εφάρμοζε την πολυκαλλιέργεια παράλληλα με τη ζωοτροφία: ανάλογα με την εποχή, έσπερνε-τρυγούσε-επισκεύαζε εργαλεία και αποθύκες-έκοβε ξύλα-κλάδευε έβαζε τα ζώα του να βοσκάνε σε δύσβατα κοινοτικά μέρη-ασχολιόταν με το λαχανόκηπό του κ.λπ. Ήταν δηλαδή πολυτεχνίτης από ανάγκη. Τώρα, αν δεν μπορεί να εξελιχθεί σε επιχειρηματία με υπαλλήλους και κομπιούτερς ή δεν θέλει να γίνει εργάτης γης ή να φύγει από τη γη του, αλλά να παραμείνει μαζί με την οικογένειά του στο “νοικοκυριό” του, πρέπει πάλι από ανάγκη να εφαρμόσει την “πολυλειτουργικότητα”. Δηλαδή να δουλεύει πάνω στο ζωντανό (φυτό ή ζώο) και μαζί του πάνω στο έδαφος και με το έδαφος. Η δραστηριότητά του να έχει πολλές διαστάσεις: οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική.
Η προσέγγιση του επαγγέλματός του από αυτή τη σκοπιά απαιτεί γενικότερη κατανόηση των εξελίξεων (οικονομικών, κοινωνικών, οικολογικών και γνώση και εμπειρίες για τον ρόλο του στην κοινωνία της υπαίθρου. Η δράση του επηρεάζει άμεσα και το έδαφος και το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των οικοσυστημάτων και της απασχόλησης.
Αυτό, ταυτόχρονα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από την υπόλοιπη κοινωνία και να ανταμοίβει σωστά τη δουλειά του, η οποία θα είναι ακόμα πιο πολύπλευρη στο μέλλον με δραστηριότητες από τις οποίες μερικές δεν είναι κερδοφόρες. Αυτό σημαίνει εξασφάλιση του αναγκαίου επιπλέον εισοδήματός του μέσω των σωστών τιμών του όγκου της παραγωγής του που διαθέτει προς τρίτους, μέσω βέβαια της αγροτικής πολιτικής. Μέχρι τώρα οι τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο είναι εξευτελιστικές, με αποτέλεσμα και ο γεωργός να είναι ανικανοποίητος και οι καταναλωτές να διατρέφονται με υποβαθμισμένα δηλητηριασμένα προϊόντα, αρκεί για τη διατροφή τους να διαθέτουν ένα μικρό μέρος του εισοδήματός τους (π.χ. στη Γερμανία ο καταναλωτής διαθέτει μόνο το 18% του εισοδήματος για διατροφή), ώστε να περισσεύει αρκετό για την ικανοποίηση άλλων αμφισβητίσιμων αναγκών, που τους έχει επιβληθεί από το σύστημα της αγοράς και της κατανάλωσης. (Μπορούν και πρέπει οι καταναλωτές να διαθέτουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος για υγιεινότερη και ποιοτικά ανώτερη διατροφή).
Αλλά και από αυτό που πληρώνει ο καταναλωτής για τα αγροτικά προϊόντα, το μεγαλύτερο μέρος πάει όχι στον αγρότη, αλλά σαν αμοιβή των τρίτων δραστηριοτήτων γύρω από τη γεωργία (κύρια των εμπόρων και των βιομηχανιών μεταποίησης-συσκευασίας και διανομής). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφευχθούν όσο γίνεται οι μεσάζοντες και αυτό είναι δυνατόν όταν ο αγρό της ξεφύγει από τη νοοτροπία του να παράγει, να παραδώσει στον έμπορα ή βιομηχανία, να εισπράξει και μετά να τραφεί από το σουπερμάρκετ. Απαιτείται λοιπόν μια πολιτική και αιτήματα που θα στρέφονται προς την κατεύθυνση της πολλαπλής λειτουργικότητας με την έννοια ότι κύρια οι νέοι αγρότες παράγουν, δημιουργούν θέσεις εργασίας, μεταποιούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους, προστατεύουν το περιβάλλον, αποκτούν σχέσεις με την τοπική κοινωνία και γίνονται παράγοντες της ζωής της κοινότητας, αναπτύσοντας κοινοτικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.
Προς την κατεύθυνση της, όπως έχει ονομασθεί, αγροτικής γεωργίας που σέβεται τον παραγωγό, τους ανθρώπους, το έδαφος, τα φυτά, τα ζώα, το περιβάλλον, που κρατά ζωντανή μια περιοχή και δεν έχει στόχο μόνο τις επιδοτήσεις. (Γιατί η “πολυλειτουργικότητα” αρχίζει και εμφανίζεται στους κανονισμούς της Ε.Ε. με το 3ο κοινοτικό πλαίσιο, αλλά λειτουργεί μόνο προς την κατεύθυνση της αποδοχής και της συνέχισης των επιδοτήσεων στη βιομηχανική γεωργία, αρκεί αυτή να δίνει στην κοινωνία την εντύπωση ότι η εξουσία ασχολείται με την ανάπτυξη του υπαίθριου χώρου, όπως π.χ. αν σπέρνει χορτάρι στις όχθες κάποιου ποταμού ή φυτεύει φυσικούς φράκτες γύρω από την εντατική της καλλιέργεια, το βιομηχανικό της χοιροστάσιο ή κοτοπουλάδικο σαν καμουφλάζ. Η “πολυλειτουργικότητα” των κανονισμών της Ε.Ε σκοπό έχει επίσης να λειτουργήσει σαν πρόσχημα, που ξεπερνά τα εμπόδια του ΠΟΕ, ώστε να μπορούν να συνεχίζονται οι επιδοτήσεις της βιομηχανικής γεωργίας από την Ε.Ε.).
Μια τέτοια “αγροτική γεωργία” έχει στόχο όχι μόνο τη διατήρηση και την αύξηση του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και γενικότερα την οργάνωση των επαρχιωτικών αγροτικών κοινωνιών και τη διανομή των αγροτικών προϊόντων ανάμεσά τους.
Ήδη κάποια στοιχεία υπάρχουν προς αυτή την καινούργια κατεύθυνση, κύρια από αγρότες των “φθινουσών περιοχών”. Έχουμε δει αγρότες να διαφοροποιούν τις δραστηριότητές τους: γίνονται “ξενοδόχοι”, “μάγειρες” (αγροτοτουρισμός), έμποροι τοπικών προϊόντων ή πουλάνε στα κτήματά τους σε άμεση σχέση με τον καταναλωτή ή στις λαϊκές στις πόλεις ή σε μικρούς κύκλους πελατών τους, οργανώνουν επισκέψεις στα αγροκτήματα, κάνουν τους οδηγούς σε περιπάτους τουριστών ή συμμετέχουν σε παιδαγωγικά σεμινάρια σχολείων (περιβαλλοντική εκπαίδευση). Αυτές οι δραστηριότητες αναπτύσσονται επειδή ανταποκρίνονται και σε μια αυξανόμενη ζήτηση των κατοίκων των τοπικών ή μεγαλυτέρων πόλεων, που θέλουν μια καλύτερη ποιότητα διατροφής, να ξαναπροσεγγίσουν τη φύση και να γνωρίσουν την ανθρώπινη διάσταση σε αυτήν, αποκτώντας σχέσεις με τους άνδρες και τις γυναίκες που εργάζονται σε αυτήν. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι των πόλεων βλέπουν το αδιέξοδο της ζωής σε αυτές και προς το παρόν η πλειοψηφία τους αρκούνται στη μαζική έξοδο των Σαββατοκύριακων και των γιορτών. Κάποιοι από αυτούς ξεπερνούν τη νοοτροπία του τουρίστα στη φύση και αγαπώντας την ύπαιθρο, την αγροτική κοινωνική ζωή της υπαίθρου, επιδιώκουν μια επίσκεψη, όχι βέβαια στο βιομηχανικό εκτροφείο ή χοιροστάσιο των 2.000 γουρουνομάνων, αλλά σε τέτοιου είδους προσπάθειες. Αρχίζει και δημιουργείται ένα ρεύμα καταναλωτών που στρέφονται προς ένα τέτοιο τρόπο ζωής.
Τα επόμενα χρόνια πολλοί, ελπίζουμε, θα είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν να αφήσουν πίσω τους τη μίζερη ζωή του “ηλεκτρονικού” τους σπιτιού στις πόλεις και πιθανά να βρουν διέξοδο στην κοινοτική ζωή της αγροτικής γεωργίας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να δημιουργήσουν κοινοτιστικές σχέσεις και στις γειτονιές των πόλεων. Κάποιοι στις επαρχιακές πόλεις ήδη θυμούνται ότι έχουν από τους γονιούς τους κάποιο αγρόκτημα στο κοντινό χωριό τους και αρχίζουν και ασχολούνται τα Σαββατοκύριακα και στον ελεύθερο χρόνο τους.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο “πολυλειτουργικός” αγρότης θα παράγει και για τον εαυτό του, είναι φανερό ότι θα μπει και στη λογική της υγιεινής τροφής για τον εαυτό του και άρα εύκολα θα στραφεί προς τη βιοκαλλιέργεια και τη βιοζωοτροφία, γιατί δεν θα θέλει να τρώει, αυτός και η οικογένειά του, τα δηλητήρια, που πριν “ελαφρά τη καρδία” χρησιμοποιούσε εύκολα, αφού παρήγαγε για την απρόσωπη αγορά και όχι για τον γείτονα ή τον τοπικό, λίγο ως πολύ γνωστό, καταναλωτή. Επίσης πιο εύκολα θα αναδιαρθρώσει τις ανάγκες του και θα ξεφύγει από τον καταναλωτισμό από τη μία και τις εξωτερικές εισροές από την άλλη. Θα αναγκασθεί έτσι να επανέλθει σε είδη και ποικιλίες που δεν θα χρειάζονται χημική υποστήριξη, αλλά θα είναι δοκιμασμένες στην περιοχή, δηλαδή στις ξεχασμένες ντόπιες ποικιλίες, και θα ξεφύγει από τα υβρίδια και τα γενετικά τροποποιημένα είδη. Έτσι θα ξεφύγει και από τη δικαιοδοσία της ΚΑΠ και από την σκόπελο του ΠΟΕ. Εξάλλου η τοπική αγορά ανέκαθεν εκτιμούσε το “ντόπιο” προϊόν.
“Δημιουργώντας τοπικές συλλογικότητες καλλιεργητών-καταναλωτών ή ακόμα καλύτερα κοινότητες ανταλλαγών και ικανοποίησης αναγκών, σαν κύτταρα μελλοντικών κοινοτήτων αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας, κόντρα στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης.”
Για πάρα πολλούς έλληνες αγρότες, φέτος είναι η ευκαιρία, αφού έχει καταστραφεί το φυσικό τους κεφάλαιο (λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων), να καθίσουν να σκεφθούν και να επιλέξουν καλλιέργειες και τρόπους τέτοιους, που όχι μόνο θα τους βοηθήσουν να επιβιώσουν, αλλά και να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους και των γύρω τους.
Ακολουθώντας αυτή τη κατεύθυνση (της οικοκαλλιέργειας-οικοζωοτροφίας) θα ξεπεράσουν ακόμα πιο εύκολα τη σημερινή έννοια του αγρότη, για να εξελιχθούν σε οικοπαραγωγούς-οικοκαταναλωτές με την αρχαιοελληνική και όχι μόνο την τρέχουσα σημασία του όρου. Θα είναι σε θέση να ξεπεράσουν ακόμα και την ιδιαίτερη αγορά των οικολογικών προϊόντων, όπως πάει να διαμορφωθεί και αυτή σήμερα (με πιστοποίηση, ιδιαίτερες υψηλότερες τιμές, ιδιαίτερη “ελίτ” αγορά κ.λπ.) Δημιουργώντας τοπικές συλλογικότητες καλλιεργητών-καταναλωτών ή ακόμα καλύτερα κοινότητες ανταλλαγών και ικανοποίησης αναγκών, σαν κύτταρα μελλοντικών κοινοτήτων αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας, κόντρα στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης.
Με αυτή την έννοια μπορεί να δημιουργηθεί και ένα κίνημα αγροτών που θα συμμετέχει στο γενικότερο κίνημα ενάντια στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στην αμφισβήτηση του κράτους, προωθώντας τοπικές δομές άμεσης δημοκρατίας.
Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία ενός πανελλαδικού δικτύου βιοκαλλιεργητών-οικοπαραγωγών-βιοκαταναλωτών, που θα βοηθήσει στη δημιουργία τοπικών συλλογικοτήτων “οικοπαραγωγών-οικοκαταναλωτών” συνδεδεμένων σε δίκτυο μεταξύ τους. Σε πιο προχωρημένη μορφή μπορούν να συνδέονται και με άλλους τομείς παραγωγής καθώς και με τους ανέργους, ώστε να προκύπτουν “τοπικές κοινότητες συνεργασίας και ανταλλαγών” με δομή που έχει περιγραφεί σε προηγούμενο κείμενο στην Ευτοπία (βλέπε τεύχος 7).
———————————————————————————
* Φωτογραφία κειμένου: Στιγμιότυπα από διαδήλωση και κινητοποίηση στη Λάρισα.