Κείμενο: Θοδωρής Καρυώτης
Σε μια συγκυρία που το στεγαστικό πρόβλημα αρχίζει να γίνεται υπαρξιακό για την ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα αλλάζει όλα προκειμένου να μην αλλάξει τίποτα. Το «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Προσιτής Κατοικίας» («European Affordable Housing Plan») που παρουσιάστηκε με τυμπανοκρουσίες πριν λίγες μέρες είναι όντως γεμάτο μεγαλόστομες διακηρύξεις για τη σπουδαιότητα της στέγης, αλλά ταυτόχρονα ενισχύει τις ίδιες κερδοσκοπικές και χρηματιστικές λογικές που γέννησαν την επιταχυνόμενη πανευρωπαϊκή στεγαστική κρίση.
Η διάγνωση της Κομισιόν είναι η αναμενόμενη: η κρίση οφείλεται σε έλλειμα προσφοράς· η Ευρώπη χρειάζεται πάνω από 2 εκατομμύρια σπίτια τον χρόνο, με ετήσιο κόστος 150 δις. Προτείνει μεταρρυθμίσεις σε τέσσερις άξονες: αύξηση της προσφοράς κατοικίας μέσα από νέες κατασκευές, ανακαινίσεις και μείωση της γραφειοκρατίας· προσέλκυση επενδύσεων· δημόσια παρέμβαση με κρατικές ενισχύσεις και πλαίσιο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις· και, τέλος, στήριξη των «ευάλωτων», των νέων, των φοιτητών, των αστέγων.
Το σχέδιο έχει κάποια νέα και θετικά στοιχεία, αφού η Κομισιόν ομολογεί ότι η κατοικία δεν είναι ένα προϊόν όπως οποιοδήποτε άλλο αλλά κοινωνικό δικαίωμα, και για πρώτη φορά αναγνωρίζει ότι η ΕΕ συνολικά πρέπει να έχει ρόλο στη διασφάλιση του δικαιώματος αυτού. Επιπλέον, το κείμενο παραδέχεται για πρώτη φόρα δημόσια – και σε ανώτατο επίπεδο – την καταστροφική επίδραση του AirBnB, αναφέρει τις «ζώνες οικιστικής πίεσης», και κάνει επίκληση σε μη κερδοσκοπικούς και συνεταιριστικούς φορείς στην παραγωγή και διάθεση κατοικίας. Ωστόσο, η στρατηγική παραμένει «προσέλκυση επενδύσεων – οικοδόμηση» αφού μόνο έτσι – υποστηρίζει η Κομισιόν – θα πέσουν οι τιμές. Το κράτος λοιπόν πρέπει και πάλι να περιοριστεί στον νεοφιλελεύθερο ρόλο της διευκόλυνσης της αγοράς: επίσπευση των αδειών, λιγότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά όρια στις επενδύσεις και την οικοδόμηση, δημόσιο χρήμα στους ιδιώτες, «ανταγωνιστικότητα» και «παραγωγικότητα» στον κατασκευαστικό κλάδο, λες και το πρόβλημα είναι ότι η μηχανή δεν τρέχει αρκετά γρήγορα. Καμία αναφορά δεν γίνεται στην ανάγκη απομάκρυνσης από ένα μοντέλο παραγωγής και διάθεσης που αντιμετωπίζει την κατοικία ως επενδυτικό προϊόν και βάζει την κερδοφορία πάνω από τις κοινωνικές ανάγκες.
Εδώ εντοπίζεται το πιο επικίνδυνο σημείο του σχεδίου: προσεγγίζει την «προσιτή κατοικία» ως νέο επενδυτικό πεδίο, και ανοίγει διάπλατα την πόρτα σε κατασκευαστικά συμφέροντα και χρηματοπιστωτικούς παίκτες μέσα από πλατφόρμες, δάνεια, εγγυήσεις και επιδοτήσεις, χωρίς να ορίζει τι σημαίνει «προσιτότητα», ούτε ποιος θα έχει την κατοχή και τον έλεγχο του αποθέματος που θα παραχθεί, και ούτε πώς θα εξασφαλιστεί ότι αυτά τα σπίτια θα παραμείνουν μακροπρόθεσμα «προσιτά» και δεν θα περάσουν σε λίγα χρόνια στην ελεύθερη αγορά. Η συνταγή είναι γνωστή και δοκιμασμένη: δημόσιο χρήμα σε ιδιώτες για την τόνωση της αγοράς, χωρίς καμία εγγύηση οφέλους για την κοινωνία.
Το μοντέλο αυτό δεν θα λύσει τη στεγαστική κρίση· αντίθετα, είναι αυτό που τη δημιούργησε. Την τελευταία εικοσαετία, μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και άλλοι παίκτες της κτηματαγοράς αγοράζουν μεγάλα κομμάτια των πόλεων, τα μετατρέπουν σε επενδυτικά προϊόντα, ανεβάζουν τις αξίες της γης, εξάγουν υπερκέρδη από ενοίκια και τουριστική εκμετάλλευση, και μετά εξαφανίζονται με τα λάφυρα, αφήνοντας πίσω τους πόλεις απρόσιτες και αφιλόξενες για τους μόνιμους κατοίκους. Βεβαίως, η Κομισιόν στο σχέδιό της παραδέχεται ότι υπάρχουν κερδοσκοπικές πρακτικές στην κτηματαγορά που οξύνουν την στεγαστική κρίση, αλλά νίπτει τας χείρας της, αναθέτοντας γενικόλογα στα κράτη-μέλη να τις αντιμετωπίσουν μέσω της φορολογίας.
Με λίγα λόγια, μέσα από το «Σχέδιο Προσιτής Κατοικίας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το μοντέλο χρηματιστικοποιημένης παραγωγής κατοικίας όχι μόνο ενισχύεται, αλλά και επικυρώνεται ως κεντρική Ευρωπαϊκή πολιτική. Η δημόσια παρέμβαση γίνεται ακόμα πιο υπολειμματική, δηλαδή στοχεύει στην στήριξη των «ευάλωτων», λες και η στεγαστική κρίση δεν έχει ακόμα ακουμπήσει την κοινωνική πλειοψηφία. Καμία αναφορά δεν γίνεται σε προστασία των κατοίκων από τις εξώσεις και την άνοδο των ενοικίων. Και τα προβλήματα μετακυλίονται στις επιμέρους κυβερνήσεις, οι οποίες ενθαρρύνονται να βάλουν «αντικίνητρα» στις καταχρηστικές πρακτικές των παικτών της κτηματαγοράς· βάζουν δηλαδή τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα. Αντί για ένα σαφές, δεσμευτικό σχέδιο δημόσιας κοινωνικής κατοικίας και ελέγχου των τιμών των ενοικίων, έχουμε άλλη μια αόριστη διακήρυξη καλών προθέσεων και βέλτιστων πρακτικών, που επιδοτεί τα ίδια συμφέροντα που προκάλεσαν την πανευρωπαϊκή στεγαστική κρίση.
Και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο τραγική όταν παρακολουθούμε αυτές τις εξελίξεις από την Ελλάδα, τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα με μηδενικό απόθεμα κοινωνικής κατοικίας, μια από τις λίγες χωρίς πλαφόν στα ενοίκια, και πρωταθλήτρια σε όλους τους στατιστικούς δείκτες στεγαστικής επισφάλειας, όπου με τα μέτρα που εξήγγειλε για τον προϋπολογισμό του 2026, η κυβέρνηση για πολλοστή φορά βαφτίζει «στεγαστική πολιτική» το real estate και το φαγοπότι που στήνει για τους επενδυτές, τους μεσίτες και τους εκμισθωτές, και με περίσσιο θράσος προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτή τη φορά ναι, επιτέλους θα λυθεί το πρόβλημα. Και είναι σίγουρο πως, ό,τι στεγαστικά κονδύλια και να ξεκλειδώσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το νέο σχέδιο, εδώ θα μεταφραστούν και πάλι σε νέες ροές δημόσιου χρήματος προς τους ίδιους παίκτες της αγοράς που κερδοσκοπούν στις πλάτες μας – χωρίς δικλείδες ασφαλείας για τους ενοικιαστές, χωρίς κοινωνικό έλεγχο, χωρίς πρόβλεψη για τη δημιουργία μόνιμου αποθέματος κοινωνικής κατοικίας.