Ανταπόκριση του Γιώργου Λούκα (εκπαιδευτικός, Ataxia School) από την επίσκεψη του στις κοινότητες των Σαν. Οι Βουσμάνοι Σαν, σύγχρονοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ζουν στα βάθη της ερήμου Καλαχάρι, στα σύνορα της σημερινής Ναμίμπιας και Μποτσουάνας.
Μια περιπλάνηση στην οικουμενικότητα του παιχνιδιού, στο δίλημμα «παίζω με το παιδί ή αφήνω το παιδί να παίξει» και σε όσα μας διδάσκουν ο Johan Huizinga, ο Roger Caillois και τα χαμόγελα των παιδιών της ερήμου.
Οι Σαν της Καλαχάρι — ίσως οι αρχαιότεροι αφηγητές της ανθρωπότητας — μοιάζουν να ζουν μέσα στην ίδια τους τη γη. Μια γη άγρια και αφιλόξενη ίσως στα μάτια ενός δυτικού. Κι όμως, τα παιδικά τους παιχνίδια αποκαλύπτουν γενναιοδωρία χώρου και χρόνου: τα βέλη γίνονται κλαδάκια, τα ζώα σκαλίζονται στην άμμο, οι ρόλοι αλλάζουν χωρίς εντολή. Οι ενήλικες στέκουν λίγο πέρα, επιτηρούν διακριτικά, μα δεν «διορθώνουν» τον κανόνα. Σε μια κοινότητα όπου η επιβίωση απαιτεί λεπτή ισορροπία με το περιβάλλον, το παιχνίδι είναι σχολείο ανεπίσημο. Τα παιδιά μαθαίνουν το τόξο, το ίχνος, την αφήγηση, να έχουν υπομονή· κυρίως μαθαίνουν να συνυπάρχουν.
Αυτή η απόσταση του ενηλίκου — ούτε αδιάφορη ούτε χειριστική — μοιάζει να λέει: «Εμπιστεύομαι το παιχνίδι περισσότερο απ’ ό,τι εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ως δάσκαλο.» Η ίδια τους η γλώσσα έχει κάτι από παιχνίδι με τις διάφορες μιμήσεις ήχων της φύσης που χρησιμοποιούν παράλληλα της και διανθίζοντας την ομιλία και επικοινωνία τους.
Στη Δύση κληρονομήσαμε επίσης το παιχνίδι, αλλά το τυλίξαμε με ωράριο. Όσα κάποτε κάλυπτε αυθόρμητα το ελεύθερο παιχνίδι — κινητικές δεξιότητες, συναισθηματική αποσυμπίεση, κοινωνικό μύθο — μετατράπηκαν συχνά σε «εργοθεραπεία», σε δομημένο εργαστήριο ή σε προσχεδιασμένο «play‑date» δεκαπέντε λεπτών. Η γονική απουσία, ο φόβος του δρόμου, το κλείσιμο των παιδιών σε εσωτερικούς χώρους και η λατρεία της οθόνης έσπρωξαν το αυθόρμητο στο περιθώριο. Όταν λοιπόν λέμε παίζω με τα παιδιά, δεν εννοώ άλλη μία τεχνική ανάπτυξης δεξιοτήτων· εννοώ γνήσια συν‑παρουσία: είμαι εκεί ολόκληρος, χωρίς στόχο πέρα από τη χαρά της κοινής ανακάλυψης.
Ο Ολλανδός ιστορικός Johan Huizinga πρότεινε ότι ο πολιτισμός δεν γεννήθηκε από την ανάγκη ούτε από τη λογική, αλλά από το παιχνίδι. Ο Homo Ludens παίζει πριν εργαστεί, πριν λατρέψει, πριν θεσμοθετήσει. Το παιχνίδι είναι εθελούσιο, περιορισμένο σε χώρο και χρόνο, αποχωρισμένο από τη «σοβαρή» ζωή, και ταυτόχρονα γεννά κοινότητα μέσω κανόνων που οι ίδιοι οι παίκτες αποδέχονται. Στο παιδί, αυτά τα στοιχεία κουμπώνουν φυσικά· όταν ο ενήλικος μπαίνει για να «διδάξει», συχνά διαρρηγνύει τη μαγεία της αυτονομίας.
Παίζω με το παιδί ή το αφήνω να παίξει; Η ερώτηση γίνεται ουσιαστικά: ποιος ορίζει το πεδίο και τους κανόνες; Αν ο ενήλικος κρατά το πλαίσιο χαλαρό, συμμέτοχος μάλλον παρά διαιτητής, τότε το «μαζί» δεν αναιρεί τον αυτοσχεδιασμό.
Ο Γάλλος στοχαστής Roger Caillois είδε το παιχνίδι σαν μια πυξίδα με τέσσερις κατευθύνσεις:
Άμιλλα (Agon) — η χαρά της αντιπαράθεσης με ίσους κανόνες, από ένα απλό κρυφτό ως έναν αγώνα ποδοσφαίρου στην αυλή.
Τύχη (Alea) — το ρίσκο να παραδίνεσαι στο ζάρι, να δέχεσαι ότι κάτι έξω από σένα μπορεί να αποφασίσει.
Μίμηση (Mimicry) — ο κόσμος των ρόλων: «γιατρός», «οικογένεια», «κυνηγός». Ό,τι επινοεί ιστορίες.
Δίνη (Ilinx) — η ζάλη του σώματος· το γύρω‑γύρω όλοι, η κούνια που πετάει, η τρεχάλα που σε κόβει στα γόνατα.
Σημασία δεν έχει ποιον πόλο διαλέγει κάθε φορά το παιδί, αλλά ότι μπορεί να περιπλανηθεί ελεύθερα. Η δημιουργικότητα ανθίζει όταν καμία κατεύθυνση δεν χρεώνεται «εκπαιδευτικό» ή «άχρηστο» εισιτήριο.
Τι σημαίνει όμως «αφήνω το παιδί να παίξει»;
-Οριοθετώ ασφαλή χώρο· όχι σενάριο.
-Παρεμβαίνω μόνο αν σπάσει το πλαίσιο ασφάλειας ή σεβασμού.
-Προσφέρω υλικά ανοιχτής χρήσης — κλαδάκια, πανιά, χαρτόκουτα — ό,τι χωρά πολλαπλές αναγνώσεις.
-Αν μπω στο παιχνίδι, μπαίνω με ρόλο που μου χαρίζει το παιδί, όχι με ρόλο κριτή.
-Αξιολογώ λιγότερο, αφουγκράζομαι περισσότερο.
Από την καλαχάρια άμμο ώς το διαμέρισμα του έκτου ορόφου, το παιχνίδι παραμένει ενσώματη γλώσσα που προϋπάρχει της γραφής. Ο Huizinga μας θυμίζει ότι εκεί κρύβεται ο σπόρος του πολιτισμού· ο Caillois, ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι να χαρείς το ίδιο μονοπάτι. Και οι Βουσμάνοι, ότι το μόνο που χρειάζεται ένας άνθρωπος είναι χώρος, χρόνος και εμπιστοσύνη.
Να παίζεις με το παιδί, αν μπορείς· μα πάνω απ’ όλα, να το αφήνεις να παίζει δίχως εσένα όταν το χρειάζεται. Γιατί ίσως κάπως έτσι στην «σοβαρή» ασημαντότητα του παιχνιδιού γεννιέται ο αυριανός δημιουργός του κόσμου .