Κείμενο: Ηλίας Σεκέρης
Η κυρίαρχη αφήγηση γύρω από την άμεση δημοκρατία την παρουσιάζει ως ένα όραμα ρομαντικό και ανέφικτο στον σύγχρονο κόσμο. Επικαλείται επί παραδείγματι την πολυπλοκότητα των κοινωνικών δομών, την έλλειψη χρόνου και διάθεσης των πολιτών, την επιρροή των ΜΜΕ, την ανάγκη για σταθερότητα κλπ. Ωστόσο, αυτού του είδους η επιχειρηματολογία, δεν έχει ουδέτερο πρόσημο, αλλά εκφράζει και αναπαράγει έναν κυρίαρχο λόγο, θεμελιωμένο στην ετερονομία.
Η συστηματική απόρριψη της άμεσης δημοκρατίας βασίζεται σε ένα σύνολο προκατασκευασμένων παραδοχών για τη φύση της κοινωνίας, της πολιτικής και του ανθρώπου, οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμοί διατήρησης του κυρίαρχου και σε καμία περίπτωση ως κριτικές τοποθετήσεις. Στην πραγματικότητα, η απαξίωση της άμεσης δημοκρατίας αντανακλά μια βαθύτερη κρίση πολιτικής φαντασίας, αλλά και εμπιστοσύνης προς την ικανότητα συλλογικής αυτοθέσμισης, τοποθετώντας την στο πεδίο του «ουτοπικού» και του «ανέφικτου».
Απέναντι σε αυτή τη θεσμισμένη απαξίωση, το παρόν κείμενο επιχειρεί να αποδομήσει τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται κατά της άμεσης δημοκρατίας, καταδεικνύοντας τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα και προτείνοντας έναν διαφορετικό τρόπο νοηματοδότησης της πολιτικής. Εμπνευσμένο από τη σκέψη στοχαστών όπως η Άρεντ και ο Καστοριάδης, το κείμενο αντιμετωπίζει την άμεση δημοκρατία όχι ως κάτι ρομαντικό που ανήκει στο παρελθόν, αλλά ως ανοιχτό πρόταγμα για το μέλλον: μια τροπικότητα του κοινωνικού πράττειν η οποία αρνείται την ανάθεση και επιδιώκει την αυτονομία.
Ας εξετάσουμε όμως ένα – ένα τα βασικά αντεπιχειρήματα για την άμεση δημοκρατία:
1. Η σύγχρονη κοινωνία είναι πολύπλοκη για να συμμετέχουν όλοι
Το επιχείρημα της πολυπλοκότητας – το πιο συχνό ίσως από όλα τα επιχειρήματα κατά της άμεσης δημοκρατίας – χρησιμοποιείται ευρέως για να δικαιολογήσει την ανάγκη της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα αποτελεί μια μορφή συγκαλυμμένης ετερονομίας. Η επίκληση της πολυπλοκότητας προϋποθέτει πως υπάρχουν «ειδικοί» της πολιτικής που κατανοούν καλύτερα τα προβλήματα και, ως εκ τούτου, δικαιούνται να αποφασίζουν για τους άλλους (Καστοριάδης, 2000).
Ο Καστοριάδης τονίζει ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι το πεδίο της αυτόνομης δημιουργίας νοήματος. Η επίκληση στην ειδημοσύνη μπορεί να είναι χρήσιμη σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, αλλά αυτός δεν είναι φυσικά λόγος για να αφαιρεθεί η δυνατότητα της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται. Δεν υπάρχουν ειδικοί στην πολιτική. Εξάλλου η δημοκρατία δεν σημαίνει ότι όλοι γνωρίζουν τα πάντα, αλλά ότι όλοι έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των θεσμών που τους διέπουν (Καστοριάδης, 2000). Η γνώση είναι μέσο διαλόγου, όχι προνόμιο εξουσίας – διαφορετικά, ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε τεχνοκρατική επιβολή, ακυρώνοντας την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, δηλαδή τη δυνατότητα της συλλογικής αμφισβήτησης και αυτοθέσμισης (Lefort, 1986).
Η πολυπλοκότητα της κοινωνίας, λοιπόν, δεν είναι αντεπιχείρημα στην άμεση δημοκρατία, αλλά επιχείρημα υπέρ της: ακριβώς επειδή κανείς μόνος του δεν μπορεί να κατανοήσει τα πάντα, η συλλογική σκέψη και η διαβούλευση καθίστανται σήμερα πιο αναγκαίες από ποτέ (Bookchin, 2016). Η πολιτική δεν είναι υπόθεση τεχνικής διαχείρισης, αλλά πεδίο κοινού λόγου, διαφωνίας και δημιουργίας (Arendt, 2006).
2. Ο κόσμος δεν έχει χρόνο ή διάθεση να συμμετέχει
Η άποψη ότι η δημοκρατία οφείλει να προσαρμοστεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής φανερώνει μια βαθιά παρεξήγηση: το ζητούμενο δεν είναι η προσαρμογή της δημοκρατίας στις συνθήκες της καθημερινότητας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο – η αναδιαμόρφωση του τρόπου ζωής μας σύμφωνα με τις αρχές της δημοκρατίας.
Όταν υποστηρίζεται ότι οι άνθρωποι «δεν έχουν χρόνο» να συμμετέχουν στη λήψη συλλογικών αποφάσεων, τι εννοείται ουσιαστικά πέρα από την παραδοχή ότι ζουν με έναν τρόπο που τους αποξενώνει από τη δημόσια σφαίρα και τους περιορίζει στο ιδιωτικό; Αυτός ο ισχυρισμός δεν αποκαλύπτει ένα εγγενές πρόβλημα της δημοκρατίας, αλλά μια κοινωνική και πολιτισμική αλλοτρίωση. Η ελευθερία, άλλωστε, δεν συνιστά μια ατομική εσωτερική κατάσταση, αλλά μια συλλογική και πράττουσα σχέση με τον κόσμο.
Επιπλέον, η άποψη ότι η δημοκρατία είναι χρονοβόρα απορρέει από έναν συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο, διαμορφωμένο εντός των καθεστώτων ανάθεσης, γραφειοκρατίας και αποπολιτικοποίησης. Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει εσωτερικεύσει τη λογική του κατακερματισμού και της ιδιώτευσης, αδυνατώντας να φανταστεί τον εαυτό του ως δρων πολιτικό υποκείμενο. Όμως, όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης (2000), η προϋπόθεση της αυτονομίας είναι ο μετασχηματισμός του φαντασιακού, δηλαδή μια ριζική ανακατασκευή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Συνεπώς, οφείλουμε να αναγνώσουμε την έλλειψη διάθεσης για συμμετοχή, ως έκφραση ενός αλλοτριωτικού φαντασιακού που χρειάζεται να μετασχηματιστεί.
Η άμεση δημοκρατία, δεν αποτελεί απλώς έναν θεσμικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, αλλά μια εναλλακτική μορφή ζωής, έναν διαφορετικό τρόπο ύπαρξης στον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική παύει να είναι αγγαρεία ή υποχρέωση και καθίσταται οργανικό στοιχείο του ανθρώπινου βίου (Arendt, 2020; Bookchin, 2016). Όπως τονίζει η Arendt (2020), η πολιτική, δηλαδή η συμμετοχή, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την εργασία ή την κατανάλωση· είναι το πεδίο εκείνο όπου ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως πολίτης, ως δρων υποκείμενο που συν-δημιουργεί τον κοινό κόσμο, και όχι απλώς ως εκτελεστής προκαθορισμένων λειτουργιών.
3. Η κοινωνία είναι ευάλωτη στη χειραγώγηση από ΜΜΕ και δημαγωγούς
Πράγματι, ο κίνδυνος δημαγωγίας είναι υπαρκτός. Όμως είναι εντελώς εσφαλμένο να τον παρουσιάζουμε ως πρόβλημα της άμεσης δημοκρατίας. Αντιθέτως, σε ένα σύστημα αντιπροσώπευσης (ή κοινοβουλευτικό), η δημαγωγία είναι οργανικό στοιχείο. Τα ΜΜΕ και τα κόμματα χειραγωγούν τη βούληση των πολιτών σε μεγάλο βαθμό χωρίς καμία θεσμική αντίσταση (Chomsky, 1997; Rancière, 2009). Τρανό παράδειγμα αποτελεί φυσικά η κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στον ελλαδικό χώρο, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα συστημικά ΜΜΕ, τα οποία λειτουργούν αποκλειστικώς ως φερέφωνα της κυβέρνησης.
Η διαφορά στην άμεση δημοκρατία είναι ότι η κοινωνία θέτει συλλογικά τα μέσα αυτοπροστασίας της. Δεν πρόκειται για μια ουτοπική, «τέλεια» κοινωνία, αλλά για μια κοινωνία που διαρκώς στοχάζεται πάνω στις παρεκκλίσεις της και μπορεί να τροποποιεί τα ίδια της τα θεσμικά εργαλεία (Καστοριάδης, 2000). Δηλαδή, δημιουργεί θεσμούς κριτικής, παιδείας και αυτογνωσίας, θεσμούς που δεν είναι στατικοί αλλά ανοιχτοί σε αμφισβήτηση και αναθεώρηση (Lefort, 1986).
Εξάλλου, δεν υπάρχει θεσμός που να εξασφαλίζει την ορθή κρίση — αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αναθέτουμε την κρίση στους άλλους. Η απάντηση στη δημαγωγία δεν είναι η ανάθεση, αλλά η επέκταση του δημόσιου χώρου της συζήτησης και της κριτικής (Arendt, 2020; Καστοριάδης, 2000). Μόνο μέσα από μια ενεργή δημόσια σφαίρα, όπου η πολιτική είναι πράξη και λόγος όλων, μπορεί η χειραγώγηση να αντιμετωπιστεί ως κοινό πρόβλημα και όχι ως ατομική «ευπιστία».
4. Η θεσμική συνέχεια και σταθερότητα είναι απαραίτητη
Αυτή είναι μια καθαρά συντηρητική θέση, που προβάλλει τη σταθερότητα ως αυταξία. Στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής και αντιπροσωπευτικής λογικής, η πολιτική σταθερότητα συγχέεται με την απουσία αλλαγής: θεωρείται ότι όσο λιγότερο μεταβάλλονται οι θεσμοί, τόσο περισσότερο διασφαλίζεται η «κανονικότητα» και η «ασφάλεια». Όμως, όλοι οι θεσμοί είναι ιστορικές δημιουργίες. Δεν υπάρχουν «αυτονόητοι» θεσμοί. Αν μια κοινωνία δεν μπορεί να αναστοχάζεται και να αλλάζει τους θεσμούς της, τότε έχει παραιτηθεί από τη δυνατότητα αυτονομίας της (Καστοριάδης, 1978). Εξάλλου το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός προσφέρει σταθερότητα είναι φαιδρό. Αν, για παράδειγμα, λάβει κανείς υπόψη του την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι τα μόνα που παραμένουν σταθερά είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η επέκταση της διαφθοράς και η αύξηση της πάσης φύσεως κρατικής βίας.
Η πραγματική σταθερότητα μιας κοινωνίας δεν εδράζεται στην ακινησία, την παράδοση ή την προσκόλληση σε αμετάβλητα σχήματα ζωής, αλλά στη βαθιά συνείδηση ότι είναι ικανή να επανεφευρίσκει τον εαυτό της· να ανανεώνει συλλογικά το νόημα της ύπαρξής της μέσα από τη διαρκή αμφισβήτηση, τον στοχασμό και τη δημιουργική πράξη (Καστοριάδης, 1978; Arendt, 2006). Η ακινησία, αν και παρουσιάζεται ως «τάξη» ή «κανονικότητα», υποκρύπτει την αδυναμία ενός κοινωνικού φαντασιακού να μετασχηματίζεται και να ανταποκρίνεται στις ιστορικές και υπαρξιακές προκλήσεις. Αντιθέτως, η γνήσια σταθερότητα είναι δυναμική: είναι η ικανότητα ενός λαού να αναλαμβάνει την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον του, να αναστοχάζεται τις αξίες και τους θεσμούς του, και να επινοεί νέες μορφές νοήματος όταν οι παλιές καθίστανται άδειες ή παρακμασμένες.
5. Τα κινήματα για άμεση δημοκρατία αποτυγχάνουν
Η αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων δεν απορρέει από την αδυναμία της άμεσης δημοκρατίας καθαυτής, αλλά από τη βαθιά ριζωμένη σύγκρουση με τον κυρίαρχο φαντασιακό σημασιακό ορίζοντα της ετερονομίας. Η κυρίαρχη φαντασιακή σημασία του σύγχρονου καπιταλισμού –που περιλαμβάνει τον ατομισμό, την κατανάλωση, την ανάθεση και την εξουσιολαγνεία– είναι αυτή που δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας για την άμεση συμμετοχή και τη συλλογική αυτοθέσμιση.
Και βέβαια η ευθύνη της αριστεράς σε αυτή τη διαρκή αναπαραγωγή της ετερονομίας είναι καθοριστική, καθώς αντί να λειτουργεί ως φορέας ρήξης με αυτό το φαντασιακό, αναπαράγει την ίδια λογική του κρατισμού, του τεχνοκρατισμού και της ανάθεσης, περιοριζόμενη στη διαχείριση και όχι στην κριτική αναδημιουργία των θεσμών. Η υποχώρηση της στη «ρεαλιστική» διακυβέρνηση, στον οικονομισμό και στις διαχειριστικές πολιτικές αποκαλύπτει μια εγκατάλειψη του ίδιου του προτάγματος της ριζοσπαστικής πολιτικής. Η αναπαραγωγή του υπάρχοντος μέσω της ρητορικής του «εφικτού» εκμηδενίζει τις δυνατότητες για υπέρβαση και ουσιαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό (Bookchin, 2016).
Ωστόσο, το φαντασιακό ρήγμα δεν εξαφανίζεται. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν με αφορμή το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη αποτέλεσαν στιγμές αποσταθεροποίησης της ετερονομίας και ανάδυσης ενός άλλου κοινωνικού φαντασιακού. Το σύνθημα «δεν έχω οξυγόνο» απέκτησε πολιτική σημασία. Δεν είναι μια απλή κραυγή πόνου, οργής και πένθους, όπως θέλει να πιστεύει η πολιτική ελίτ. Έγινε ένα κοινωνικό αίτημα απόρριψης του αφηγήματος της αδυναμίας, της παραίτησης και της ανάθεσης. Στιγμές όπως αυτές, στις οποίες οι άνθρωποι παύουν να λειτουργούν ως παθητικοί αποδέκτες και αναλαμβάνουν συλλογικά ρόλο δημιουργού του κοινωνικού νοήματος, αναβιώνουν το ερώτημα της αυτονομίας (Hardt & Negri, 2009).
Ακριβώς γι’ αυτό, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «αποτυχία» των κινημάτων για άμεση δημοκρατία. Αντίθετα, θα έπρεπε να μιλάμε για εκδηλώσεις ενός βαθύτερου κοινωνικού δυναμικού, το οποίο, αν και καταπιεσμένο, καταφέρνει και αναδύεται σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Η φαινομενική «αποτυχία» είναι στην πραγματικότητα η σύγκρουση δύο ασυμβίβαστων φαντασιακών: από τη μια, του κυρίαρχου, ετερόνομου φαντασιακού που αναπαράγει την απάθεια και την ανάθεση, και από την άλλη, του χειραφετητικού φαντασιακού που διεκδικεί την αυτοθέσμιση και την ισότιμη συμμετοχή όλων. Τα κινήματα αυτά, ακόμη και όταν διαλύονται ή υποχωρούν, αφήνουν πίσω τους σπέρματα μετασχηματισμού. Αναδεικνύουν νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, καλλιεργούν συλλογικότητες, δημιουργούν δομές εναλλακτικής οργάνωσης.
Η άμεση δημοκρατία δεν είναι στιγμιαίο γεγονός που είτε «πετυχαίνει» είτε «αποτυγχάνει», αλλά μια διαρκής διεργασία κοινωνικού πειραματισμού, ένας αγώνας ενάντια στην αποξένωση και υπέρ της συλλογικής αυτενέργειας. Το γεγονός λοιπόν ότι τα κινήματα συχνά καταπνίγονται ή εκφυλίζονται δεν σημαίνει ότι είναι καταδικασμένα εκ των προτέρων και η «αποτυχία», δεν αφορά το ίδιο το πολιτικό πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας, αλλά την αδυναμία της κοινωνίας – σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες – να το θεσμίσει πλήρως.
7. Η πλειοψηφία δεν έχει πάντα δίκιο
Το επιχείρημα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» είναι επίσης ένα επιχείρημα που επιστρατεύεται πολύ συχνά για να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της λαϊκής βούλησης. Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης, σε πρόσφατη δήλωσή του, αναφορικά με το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη, είπε: «πολλές φορές οι πολλοί δεν έχουν δίκιο», και επικαλέστηκε το κίνημα των Πλατειών του 2011 για να υπονοήσει ότι η λαϊκή κινητοποίηση εκείνης της περιόδου οδήγησε στην άνοδο του φασισμού και στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Πρόκειται για μια αντιστροφή της πραγματικότητας που ταιριάζει με τη λογική της ανάθεσης και της πατερναλιστικής πολιτικής, σύμφωνα με την οποία ο λαός είναι «ανώριμος» και χρειάζεται καθοδήγηση. Δεν φταίνε τα μνημόνια, η διαφθορά, η προπαγάνδα των ΜΜΕ και η αυταρχική καταστολή· φταίει το ότι ο λαός βγήκε στις πλατείες. Ωστόσο, η άμεση δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της πλειοψηφίας. Πάνω από όλα είναι ένα πεδίο συμμετοχικού αναστοχασμού, στο οποίο η κοινωνία μπορεί να διορθώνει, να συζητά και να μετασχηματίζει τις ίδιες της τις αποφάσεις (Lefort, 1986). Η πλειοψηφία μπορεί να κάνει λάθος, και γι’ αυτό χρειάζονται θεσμοί ανοιχτοί, διαφανείς και αναστοχαστικοί.
Η αρχή της αυτονομίας στην άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει την ύπαρξη ενός αλάθητου συλλογικού σώματος, αλλά την εγκαθίδρυση δομών που επιτρέπουν την αέναη αναθεώρηση, τη διαρκή συμμετοχή, τη διαφωνία, την αυτοδιόρθωση. Η δημοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί το ορθό, αλλά μπορεί να εξασφαλίσει ότι η κοινωνία διαθέτει τους όρους για να μαθαίνει από τα λάθη της. Η λογική της αναστοχαστικής δημοκρατίας ανατρέπει το κυρίαρχο πολιτικό παράδειγμα. Δεν χρειάζεται «ειδικούς» να αποφασίζουν για το κοινό καλό· χρειάζεται ενεργούς πολίτες και συλλογικές διαδικασίες με διαρκή λογοδοσία. Έτσι, η δημοκρατία μετατρέπεται από σύστημα διακυβέρνησης σε τρόπο ζωής – ένα πεδίο συνεχούς αναστοχαστικής δημιουργίας στο οποίο κάθε απόφαση είναι προσωρινή, ανοιχτή σε κριτική και αποτέλεσμα συλλογικής διεργασίας.
8. Η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε παράλυση
Η αντίληψη ότι η μαζική συμμετοχή οδηγεί σε χάος και παράλυση είναι αποτέλεσμα της γραφειοκρατικής και συγκεντρωτικής προσέγγισης που βλέπει την πολιτική ζωή ως μια σειρά από κατακερματισμένες διαδικασίες που πρέπει να διοικούνται και να ρυθμίζονται αυστηρά από επαγγελματίες διαχειριστές. Αυτή η αντίληψη βασίζεται στην ιδέα της «ευέλικτης διοίκησης» ή του νεοφιλελεύθερου «επιτελικού κράτους», η οποία θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του περιορισμού της συμμετοχής και της εξουσίας των πολιτών, εκχωρώντας αυτή την εξουσία σε στελέχη και «ειδικούς» που θεωρούνται πιο ικανοί να πάρουν τις σωστές αποφάσεις γρήγορα και αποτελεσματικά.
Ωστόσο, η πολιτική αδράνεια στην ελληνική πραγματικότητα δεν οφείλεται στην υπερβολική συμμετοχή, αλλά στην αποξένωση του πολιτικού συστήματος από τις κοινωνικές ανάγκες. Η συντεχνιακή διαχείριση και η κομματική λογική υποκαθιστούν τη δημόσια διαβούλευση, ενισχύοντας τη μη αποτελεσματικότητα και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών, αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες και αποδεκτές αποφάσεις, καθώς ενσωματώνει την εμπειρική γνώση, ενισχύει τη νομιμοποίηση των θεσμών και μειώνει την αποξένωση από την πολιτική. Επιπλέον, η συμμετοχή ενδυναμώνει τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, περιορίζοντας την αυθαιρεσία και τη συγκέντρωση εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί πηγή δυσλειτουργίας, αλλά ίσα –ίσα αντίδοτο στην πολιτική αδράνεια, προσφέροντας ένα μοντέλο συλλογικής αυτενέργειας και κοινωνικής συνοχής (Bookchin, 2016).
Κοντολογίς, η «παράλυση» δεν προέρχεται από τη συμμετοχή, αλλά από την αδυναμία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος να προάγει αυτή τη συμμετοχή με παραγωγικό και δημιουργικό τρόπο. Όταν οι πολίτες συμμετέχουν στην πολιτική ζωή, δεν την οδηγούν στο χάος, αλλά σε έναν πιο υγιή και ενεργό δημόσιο διάλογο που ενδυναμώνει τις πολιτικές διαδικασίες και προάγει τη βιωσιμότητα των αποφάσεων.
9. Δεν υπάρχει λαός για να συμμετέχει — έχουμε ιδιώτες, όχι πολίτες
Το επιχείρημα ότι η ελληνική κοινωνία είναι «αποπολιτικοποιημένη» ή ότι δεν υπάρχει «λαός» ικανός να συμμετάσχει πολιτικά συγκαλύπτει το γεγονός ότι η αποπολιτικοποίηση δεν είναι η φυσική μας κατάσταση, αλλά αποτέλεσμα ιστορικών και θεσμικών πρακτικών που διαβρώνουν την έννοια του πολίτη. Ο κομματισμός και οι πελατειακές σχέσεις καλλιέργησαν μια κουλτούρα ανάθεσης και ωφελιμισμού, όπου το πολιτικό υποκείμενο αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής εξυπηρετήσεων και όχι ως δημιουργός συλλογικής βούλησης. Οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν να βλέπουν την πολιτική ως εργαλείο προσωπικού συμφέροντος και ρουσφετιού και όχι ως χώρο συλλογικής ευθύνης και δημιουργικής συμμετοχής.
Παράλληλα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου και η καταστολή της πολιτικής έκφρασης έχουν περιορίσει τις δυνατότητες δημόσιου διαλόγου. Η σύγχρονη αποπολιτικοποίηση δεν εκφράζει αδυναμία, αλλά ματαίωση: η συμμετοχή προϋποθέτει θεσμούς που να την ενθαρρύνουν και μια παιδευτική διαδικασία που να τη διαμορφώνει (Καστοριάδης, 2000). Η δημιουργία πολιτικά ενεργών πολιτών δεν είναι αυτονόητη· απαιτεί κοινωνικές και θεσμικές δομές που να ενθαρρύνουν την αυτονομία, τη δημόσια λογοδοσία και την κριτική σκέψη.
Η ευθύνη φυσικά ανήκει πρωτίστως σε όσους στοχεύουν σε μια κοινωνία αυτοθέσμισης, και όχι στους μηχανισμούς ενός ετερόνομου πολιτικού συστήματος που επιβιώνει από την απουσία πολιτών και τη διατήρηση ιδιωτών. Η άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει έναν ήδη έτοιμο λαό, αλλά δημιουργεί η ίδια τις προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου μέσω της πράξης της συμμετοχής.
Συμπερασματικά
Η άμεση δημοκρατία δεν αποτελεί μια αφελή ουτοπία, αλλά τη ριζοσπαστικότερη μορφή κοινωνικής και πολιτικής αυτονομίας – την έκφραση μιας κοινωνίας που αναγνωρίζει τον εαυτό της ως συλλογικό δημιουργό των νόμων της. Τα επιχειρήματα που την απορρίπτουν, όπως αναλύθηκαν σε αυτό το κείμενο, δεν είναι ουδέτερα. Αντιθέτως, δείξαμε ότι αποτελούν ενσαρκώσεις του κυρίαρχου φαντασιακού της ετερονομίας: του φαντασιακού εκείνου που βλέπει τον άνθρωπο ως ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί, που αναθέτει τη σκέψη και τη βούληση σε ειδικούς, και που φοβάται την ανοιχτή σύγκρουση με το δεδομένο.
Αν θέλουμε μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερη και δίκαιη, δεν αρκεί να διαχειριζόμαστε τα συμπτώματα της ετερονομίας. Χρειάζεται να μετασχηματίσουμε το φαντασιακό που τα γεννά· να πάψουμε να νοούμε την πολιτική ως τεχνική διαχείρισης και την κοινωνία ως εξωτερικό πλαίσιο, και να τις αναστοχαστούμε ως πεδία δημιουργίας, πράξης και νοήματος. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, ούτε εξασφαλίζεται μέσω θεσμικής εγγύησης· είναι το διακύβευμα της αυτοθέσμισης – του ιστορικού εγχειρήματος με το οποίο μια κοινωνία αποφασίζει να γίνει το υποκείμενο της ίδιας της συγκρότησης της (Καστοριάδης, 2000).
Ποιος φοβάται λοιπόν την άμεση δημοκρατία; Την φοβούνται όσοι έχουν ανάγκη την ετερονομία για να υπάρξουν – είτε ως κυβερνώντες είτε ως παθητικοί διοικούμενοι. Την φοβούνται εκείνοι που δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της ελευθερίας ως πράξης και όχι ως παροχής. Την φοβούνται, τέλος, όσοι καταλαβαίνουν – ίσως καλύτερα απ’ όλους – πως η άμεση δημοκρατία δεν υπόσχεται μια άλλη πολιτική μορφή, αλλά σε τελική ανάλυση, την ανάδυση ενός άλλου τύπου ανθρώπου.
Βιβλιογραφία
Arendt, H. (2006). Για την Επανάσταση. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Arendt, H. (2020). Η ανθρώπινη κατάσταση. Πατάκης.
Bookchin, M. (2016). Η οικολογία της ελευθερίας. Η ανάδυση και η διάλυση της κυριαρχίας. Αντιγόνη.
Chomsky, N. (1997). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής. Ελεύθερος Τύπος.
Hardt, M., & Negri, A. (2009). Commonwealth. Harvard University Press.
Καστοριάδης, Κ. (1978). Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας. Κέδρος.
Καστοριάδης, Κ. (2000). Η άνοδος της ασημαντότητας. ‘Ύψιλον
Lefort, C. (1986). The political forms of modern society: Bureaucracy, democracy, totalitarianism. MIT Press.
Rancière, J. (2009). Το μίσος για τη δημοκρατία. Πολιτική, Δημοκρατία, Χειραφέτηση. Πεδίο.