Η ενδοοικογενειακή βία ως πρόβλημα στέγασης

0

Κείμενο: Alva Gotby. Δημοσιεύτηκε στο Verso στις 6 Φεβρουαρίου 2025. Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Νίκος Βράντσης

«Το σπίτι συχνά δεν είναι καταφύγιο»

Οι διαδικασίες της οικιακής φροντίδας, οι χαμηλές αμοιβές και η ενδοοικογενειακή κακοποίηση είναι αλληλένδετες. Οι ευθύνες φροντίδας που βαραίνουν κυρίως τις γυναίκες και το χαμηλό εισόδημα των γυναικών, τις αναγκάζουν συχνά να μετακομίσουν σε κατοικίες γονέων ή άλλων μελών της οικογένειας ή να παραμείνουν σε κακοποιητικές σχέσεις. Η ενδοοικογενειακή βία συνδέεται με τον ρόλο που επιτελούν οι γυναίκες στο σπίτι ως φροντίστριες και εργαζόμενες, χωρίς να έχουν οποιονδήποτε έλεγχο στον χώρο όπου ζουν και εργάζονται. Συχνά, οι γυναίκες υφίστανται βία εξαιτίας της κοινωνικής προσδοκίας να παρέχουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο οικιακής άνεσης. Η βία λειτουργεί ως εργαλείο πειθάρχησης της οικιακής εργασίας τους. Αν προσπαθήσουν να φύγουν, η βία μπορεί να κλιμακωθεί, καθώς στοχεύει στη διατήρηση της οικογενειακής ενότητας.

Η έλλειψη ιδιωτικότητας στο σπίτι σημαίνει επίσης ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να αποσυρθούν στην ιδιωτικότητά τους όταν οι διαπροσωπικές σχέσεις γίνονται εχθρικές. Επίσης, η ιερότητα της οικογενειακής κατοικίας είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην αστική κουλτούρα που οικιακοί χώροι προστατεύονται από την παρέμβαση γειτόνων και φίλων που θα μπορούσαν διαφορετικά να αντιδράσουν σε περιστατικά κακοποίησης. Το οικιακό περιβάλλον μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για όσες δεν ωφελούνται απαραίτητα από τη διαβίωση σε έναν ιδιωτικό χώρο, απομονωμένο από τη δημόσια σφαίρα.

Για πολλές γυναίκες, παιδιά, queer και τρανς άτομα (ιδιαίτερα νέα, queer και τρανς άτομα), η κατοικία σίγουρα δεν είναι ένα ασφαλές καταφύγιο. Αντίθετα, μπορεί να αποτελέσει έναν χώρο κακοποίησης, κυριαρχίας και ελέγχου.

Η ενδοοικογενειακή κακοποίηση αποτελεί πρόβλημα στέγασης όχι μόνο επειδή είναι μία από τις κύριες αιτίες της είναι η έλλειψη πρόσβασης σε κατοικία για τις γυναίκες, αλλά και επειδή ο σχεδιασμός των ιδιωτικών κατοικιών παρέχει προστασία σε βλαβερές συμπεριφορές. Αυτό που υποτίθεται ότι προστατεύει τους ανθρώπους από τη βία – ο ιδιωτικός οικιακός χώρος – γίνεται πηγή βίας και προϋπόθεση για τη συνέχισή της. Όπως αναφέρει η M. E. O’Brien, «υπάρχει μια σαφής διαίρεση σε πολλές οικογένειες μεταξύ της συμπεριφοράς που παρουσιάζεται στον έξω κόσμο και εκείνης που είναι αποδεκτή πίσω από κλειστές πόρτες, δημιουργώντας συνθήκες για κοινωνικά μη αποδεκτή βία». Η ετεροκανονική κουλτούρα είναι συχνά υποτιμητική και επιζήμια τόσο για τα queer άτομα όσο και για τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες, οι οποίες επωμίζονται το βάρος της βίας που ασκείται στο όνομα της αγάπης.

Η βία και η παρενόχληση κατά των γυναικών δεν ασκούνται μόνο από συντρόφους και πρώην συντρόφους. Έχω ακούσει γυναίκες ενοικιάστριες να αναφέρουν ότι αισθάνονται ανασφαλείς στα σπίτια τους λόγω σεξιστικής παρενόχλησης και βίας από εκμισθωτές και μεσίτες. Αυτή η παρενόχληση συχνά σημαίνει ότι η ενοικιάστρια δεν μπορεί πλέον να αισθάνεται το σπίτι της ως καταφύγιο, καθώς ο διαρκής φόβος ότι ο εκμισθωτής μπορεί να εμφανιστεί απροειδοποίητα σημαίνει ότι η κατοικία δεν προσφέρει προστασία από τον έξω κόσμο. Αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό για τις έγχρωμες γυναίκες και τις μονογονεϊκές μητέρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν συνεχή διάκριση, παρενόχληση και βία μέσα σε ένα στεγαστικό σύστημα που ελέγχεται κυρίως από άνδρες. Ενώ η παρενόχληση από εκμισθωτές μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε ενοικιαστή, δεν πρέπει να αγνοούμε τις έμφυλες και φυλετικές διαστάσεις αυτών των σχέσεων.

Το σπίτι, λοιπόν, συχνά δεν είναι καταφύγιο. Ωστόσο, η αποχώρηση από ένα κακοποιητικό σπίτι είναι συχνά εξαιρετικά δύσκολη, τόσο λόγω των συναισθηματικών δεσμών που συνδέουν τα θύματα κακοποίησης με την οικογένεια και την κατοικία (που μπορεί να φαντάζουν ως οι μόνοι δυνατοί συναισθηματικοί δεσμοί) όσο και λόγω του ότι η αποχώρηση μπορεί να σημαίνει αστεγία. Το σπίτι είναι αυτό στο οποίο βασιζόμαστε, ακόμα κι αν είναι επίσης ένας τόπος επιβλαβής. Αν υπάρχει κάτι που έχω μάθει από την εμπλοκή μου σε αγώνες γύρω από την ενδοοικογενειακή βία και την κατοικία είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι πρόβλημα στέγασης. Όσες έχουν επιζήσει από την κακοποίηση συχνά δεν θέλουν να δουν τον σύντροφο ή τον πρώην σύντροφό τους στη φυλακή. Αντίθετα, η κύρια προτεραιότητά τους είναι η πρόσβαση σε ασφαλή και σταθερή κατοικία.

Η έλλειψη προσιτών και εύκολα προσβάσιμων κατοικιών σημαίνει ότι πάρα πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να παραμένουν σε σπίτια όπου βιώνουν βία ή κακοποίηση. Και όσες καταφέρνουν να φύγουν υφίστανται το στρες και την τραυματική εμπειρία της προσπάθειας πρόσβασης σε στέγαση με τη στήριξη ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενων υπηρεσιών. Η έλλειψη πόρων για την πληρωμή της εγγύησης και του πρώτου ενοικίου ή η μη εύρεση εγγυητή για να συνυπογράψει το μισθωτήριο μπορεί επίσης να γίνει εμπόδιο για την εξασφάλιση στέγασης. Οι ενοικιάστριες χρειάζεται συνήθως να προσκομίσουν συστατικές επιστολές από εργοδότες και τον τελευταίο εκμισθωτή τους, κάτι που συχνά δεν μπορούν να αποκτήσουν όσες αναγκάζονται ξαφνικά να εγκαταλείψουν μια κατάσταση βίας.

Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι που βιώνουν ενδοοικογενειακή βία έχουν νομικά το δικαίωμα να επαναστεγαστούν από το κράτος, στην πράξη αυτή η υποστήριξη είναι συχνά πολύ δύσκολο να αποκτηθεί. Οι τοπικές αρχές, που είναι υπεύθυνες για την επαναστέγαση των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, τείνουν να εφαρμόζουν πρακτικές αποκλεισμού, με αποτέλεσμα όσες φεύγουν από τα σπίτια τους να στερούνται ένα ασφαλές καταφύγιο. Και αυτό γιατί τους ζητάνε υπερβολικά πολλά αποδεικτικά στοιχεία για το ότι υφίστανται βία, τους εξαναγκάζουν σε μακροχρόνια αναμονή για πρόσβαση σε στέγαση και τις αντιμετωπίζουν με δυσπιστία για το αν βιώνουν πραγματικά ενδοοικογενειακή βία, σε σημείο που κάποια θύματα αναφέρουν ότι μετανιώνουν που έφυγαν από τα σπίτια τους. Όταν οι τοπικές αρχές αναγνωρίζουν την υποχρέωσή τους να τους προσφέρουν στέγαση, συχνά τοποθετούν τα θύματα σε ακατάλληλες και κακής κατάστασης κατοικίες, επιδεινώνοντας έτσι το τραύμα της ενδοοικογενειακής βίας και της έλλειψης στέγης. Όπως επισημαίνουν οι Ellen Malos και Gill Hague, η απώλεια του σπιτιού μπορεί να είναι ιδιαίτερα τραυματική για όσες έχουν εργαστεί σκληρά για να δημιουργήσουν ένα σπίτι κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η διαφυγή από την ενδοοικογενειακή βία μπορεί να σημαίνει όχι μόνο απώλεια σχέσεων και υποστηρικτικών δικτύων, αλλά και απώλεια μιας αίσθησης του εαυτού, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον οικιακό χώρο που έχουν δουλέψει για να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν.

Σε ένα σύστημα προσωρινής στέγασης που γίνεται όλο και πιο υπερφορτωμένο και παρέχεται από τις τοπικές αρχές, οι γυναίκες που μένουν άστεγες συχνά εκτοπίζονται όχι μόνο από τα σπίτια τους, αλλά και από την περιοχή όπου ζούσαν. Είναι κοινή πρακτική, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, τα άστεγα νοικοκυριά να μετακινούνται σε φθηνότερες περιοχές – μερικές φορές σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος της χώρας. Τα άστεγα νοικοκυριά αναγκάζονται να δεχτούν ό,τι τους προσφέρεται, καθώς διαφορετικά διακινδυνεύουν να χάσουν εντελώς το δικαίωμά τους να στεγαστούν.

Αυτό το σύστημα είναι συχνά ιδιαίτερα καταστροφικό για τις γυναίκες. Άτομα που έχουν βιώσει ενδοοικογενειακή βία συχνά αναγκάζονται να μετακομίσουν σε ένα μέρος όπου δεν μπορούν εύκολα να πάνε. Μερικές γυναίκες που βιώνουν ενδοοικογενειακή κακοποίηση επιλέγουν να μείνουν με έναν κακοποιητικό σύντροφο αντί να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την περιοχή όπου ζουν, με αποτέλεσμα ακόμη και η απειλή του εκτοπισμού να αυξάνει τον κίνδυνο συνεχιζόμενης βίας και κακοποίησης.

Μονογονεϊκές οικογένειες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω υπερπληθυσμού ή έξωσης χάνουν επίσης το σύστημα υποστήριξης που είχαν. Ειδικά όταν αναγκάζονται να μετακινηθούν μακριά, δεν έχουν πλέον πρόσβαση στην ανεπίσημη φροντίδα παιδιών που παρείχαν φίλοι ή συγγενείς, η οποία τους επέτρεπε να έχουν κάποια μορφή ζωής έξω από το σπίτι και τις ευθύνες φροντίδας.

Οι γυναίκες της εργατικής τάξης τείνουν ιδιαίτερα να εξαρτώνται από μορφές δικτύων φροντίδας που συνδέονται στενά με μια συγκεκριμένη περιοχή, όπως οι ανεπίσημες πρακτικές διαμοιρασμού της ευθύνης για τη φροντίδα των παιδιών που συχνά αναπτύσσουν οι μητέρες σε περιοχές εργατικής τάξης. Η τοποθέτηση μικρών παιδιών σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας μπορεί να είναι εξαιρετικά δαπανηρή, πολύ πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες γυναικών που μπορεί να έχουν χάσει ακόμη και την ασταθή και χαμηλά αμειβόμενη εργασία τους κατά τη διαδικασία της αστεγίας και της αναγκαστικής μετεγκατάστασης.

Αυτό οδηγεί τις γυναίκες σε μια κατάσταση μοναχικής ευθύνης για τη φροντίδα των μικρών παιδιών, και να τις παγιδεύει σε ένα άγνωστο μέρος μακριά από τα συστήματα υποστήριξής τους. Η απομόνωση που πολλές βιώνουν μέσα στο οικογενειακό σπίτι μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερη όταν αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν. Ο Watt γράφει ότι πολλοί από τους συνεντευξιαζόμενους του μίλησαν για αυτή την βαθιά αίσθηση απομόνωσης όταν εκτοπίστηκαν μέσω του συστήματος αντιμετώπισης της αστεγίας. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτή η απομόνωση προκαλεί όχι μόνο συναισθηματική δυσφορία, αλλά και περισσότερη εργασία, καθώς οι πιέσεις της φροντίδας των παιδιών αυξάνονται και οι μητέρες πρέπει να προσπαθήσουν να αντισταθμίσουν τη δυσφορία που βιώνουν τα παιδιά τους όταν μένουν άστεγα.

Η σχέση μεταξύ των ευθυνών φροντίδας, της έλλειψης προσιτής κατοικίας και αξιοπρεπούς μισθού, και της βίας που βιώνουν πολλές γυναίκες μας οδηγεί σε μια κριτική της κατανόησης του σπιτιού ως χώρου προστασίας από τους κινδύνους και το άγχος του εξωτερικού κόσμου. Το σπίτι δεν είναι απαραίτητα ένας χώρος ανάπαυσης – συνήθως είναι ο χώρος όπου κάποιοι άνθρωποι πρέπει να εργαστούν πολύ σκληρά για να διατηρήσουν τους εαυτούς τους και άλλους ανθρώπους σε μια υγιή και ευτυχισμένη κατάσταση. Η ιδιωτικότητα την οποία επικαλούνται πολλοί μπορεί στην πραγματικότητα να βιωθεί ως μια βαθιά απομόνωση, η οποία επιδεινώνει την οικιακή εκμετάλλευση και κακοποίηση. Ενάντια στη ρομαντική υπεράσπιση της ιδιωτικότητας της κατοικάις, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια απελευθερωτική πολιτική της κατοικίας που επιδιώκει να διατηρήσει την κατοικία ως χώρο αυτονομίας από τους εργοδότες και τους εκμισθωτές, ενώ ταυτόχρονα δεν απομονώμαστε από τους γείτονες, τους φίλους και τα μέλη των διαφόρων κοινοτήτων μας.

Οι γυναίκες έχουν συχνά διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στους αγώνες για ένα διαφορετικό σύστημα στέγασης. Η απεργία ενοικίων της Γλασκώβης το 1915 ήταν ως γνωστόν καθοδηγούμενη από εργαζόμενες γυναίκες που είχαν κουραστεί να δίνουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος ενός μικρού μισθού στους εκμισθωτές των κατοικιών τους. Με έναν πιο αόρατο τρόπο, αναπαράγοντας όχι μόνο τις οικογένειές τους, αλλά και το ίδιο το κίνημα, οι γυναίκες έκαναν όλη τη δουλειά που επέτρεψε την ανάδυση του κινήματος των καταληψιών των Μπενγκάλι τη δεκαετία του 1970 στο ανατολικό Λονδίνο.

Η Shabna Begum επισημαίνει τον ρόλο των γυναικών στη δημιουργία συλλογικών χώρων όπου οι καταληψίες μπορούσαν να συναντηθούν, να φάνε και να κοινωνικοποιηθούν ως μια βασική πτυχή της δημιουργίας ενός επιτυχημένου κινήματος σε μια εχθρική πόλη. Αυτά δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά παραδείγματα του κεντρικού ρόλου που έχουν παίξει οι γυναίκες στην οικοδόμηση και στη διατήρηση των κινημάτων για τη στέγαση. Καθώς είναι οι ίδιες που επηρεάζονται δυσανάλογα από την κρίση στέγασης, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση που οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των αγώνων για τη μεταμόρφωση του συστήματος στέγασης στο σύνολό του.

ΒΛ. ΕΠΙΣΗΣ:

Ιδιοκτησία και έμφυλη βία

Αφήστε ένα σχόλιο

nine − 9 =