Η πτώση και η αμφίσημη άνοδος του ανατολικοευρωπαϊκού αντιαποικιοκρατισμού

0

Του Joseph Grim Feinberg.

Ο Joseph Grim Feinberg είναι πολιτισμικός ανθρωπολόγος και κοινωνικός θεωρητικός στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Τσεχικής Ακαδημίας Επιστημών. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του «Δημοκρατία χωρίς Δήμο: Νεοφιλελευθερισμός εναντίον κοινωνίας» από τις εκδόσεις Έρασμος. Πρώτη δημοσίευση: dversia.net | Μετάφραση για το Αυτολεξεί: Φ.Ν.

Σε ένα συνέδριο στην Πράγα την περασμένη άνοιξη (τον Μάιο του 2023), ένας διακεκριμένος θεωρητικός της αποικιοκρατίας μας μίλησε μέσω video chat από το γραφείο του στην Αμερική. Τον ρωτήσαμε τι γνώμη έχει για τους ισχυρισμούς ότι η σχέση της Ρωσίας με την Ουκρανία είναι αποικιακή. Ανυπομονούσα να τον ακούσω να εφαρμόζει τη συνήθη λεπτότητα και διορατικότητά του στην κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά όπως φαίνεται να συμβαίνει συχνά με τους ανθρώπους που παρακολουθούν αυτόν τον πόλεμο, ούτε ιδιαίτερη λεπτότητα ούτε διορατικότητα επιδείχθηκε. Απλά απάντησε ότι, επειδή οι σχέσεις της Ρωσίας με την Ουκρανία είναι απόλυτα διαφορετικές από τη μεταχείριση των δυτικών δυνάμεων στην Αμερική και την Αφρική, ο όρος “αποικιοκρατία” είναι εντελώς ακατάλληλος. Και προφανώς, κατά την άποψή του, αν η σχέση δεν ήταν αποικιοκρατική, δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθούμε με λεπτομέρειες. Κατά συνέπεια, η εισβολή της Ρωσίας ήταν μια φυσιολογική αντίδραση μιας αυτοκρατορικής δύναμης στις κυριαρχικές ενέργειες μιας άλλης, και δεν ήταν δουλειά των θεωρητικών της αντιαποικιοκρατίας να πάρουν θέση. Λες και όπου δεν ισχύουν τα μετα-αποικιακά πλαίσια δεν είχαμε άλλη εναλλακτική λύση από τη ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Απέφυγα να κατονομάσω αυτόν τον μελετητή από σεβασμό για το προσεκτικό θεωρητικό του έργο, το οποίο δεν πρέπει να επισκιάζεται από τις αναλυτικές ανεπάρκειες ενός και μόνο βιαστικού (αν και πολύ μακροσκελούς και σίγουρου για τον εαυτό του) σχολίου. Όμως η απάντησή του καταδεικνύει μια βαθύτερη αποτυχία – ή μάλλον, μια σειρά αλληλοενισχυόμενων αποτυχιών – στις πρόσφατες προσπάθειες κατανόησης της διεθνούς και διαπολιτισμικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη [1].

Τόσο στο ακαδημαϊκό έργο, όσο και το σημαντικότερο, στον δημόσιο διάλογο, η συζήτηση για την κυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη έχει χωριστεί σε δύο αντίθετα στρατόπεδα, κανένα από τα οποία δεν αποτυπώνει επαρκώς την ιδιαιτερότητα της κατάστασης.

Στο ένα στρατόπεδο βλέπουμε προσπάθειες εφαρμογής αποικιοκρατικών και μετα-αποικιοκρατικών εννοιών στην περιοχή, συχνά χωρίς αποχρώσεις ή προσοχή στις ιδιαιτερότητές της. Στον λόγο εκείνων που καταδικάζουν τη ρωσική εξουσία ως αποικιακή, οι τεράστιες διαφορές μεταξύ αυτής στην Ανατολική Ευρώπη και της Δυτικής εξουσίας στον Παγκόσμιο Νότο συχνά διαγράφονται ως ασήμαντες, δευτερεύουσες σε σχέση με τη ρητορική επιταγή της καταδίκης της ρωσικής κυριαρχίας. Σπάνια τίθεται το ερώτημα αν οι υποτελείς πληθυσμοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές μορφές κυριαρχίας (αποικιακή ή ιμπεριαλιστική, ανατολική, δυτική ή νότια) με διαφορετικές στρατηγικές αντίστασης.

Στη συνέχεια, στο απέναντι στρατόπεδο, έχουμε απαντήσεις που απορρίπτουν αυτή την απλοϊκή χρήση των εννοιών. Αντί όμως να επινοήσουν καλύτερες έννοιες, αγνοούν ολόκληρο το πρόβλημα, ότι δηλαδή μπορεί να υπάρχουν και άλλες σημαντικές μορφές κυριαρχίας πέρα από τη Δυτική αποικιοκρατία. Αν η Ρωσία δεν είναι αποικιοκρατική με τον ίδιο τρόπο που ήταν η Ισπανία ή η Αγγλία, τότε αυτό ελάχιστα απασχολεί τους ορθόδοξους επικριτές της αποικιοκρατίας. Αν η Ρωσία δεν είναι αποικιακή, αλλά απλώς ιμπεριαλιστική, τότε από αυτή την άποψη το επόμενο λογικό βήμα είναι να αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις αυτοκρατορίες, εξετάζοντας πόσο κακές είναι όλες, χωρίς να μπλέκουμε σε ενδο-ϊμπεριαλιστικές συγκρούσεις. Αν η Ουκρανία δεν είναι αποικιοκρατούμενο έδαφος με τη γνωστή έννοια, τότε οι προοπτικές της κυβέρνησής της και του λαού της φαίνονται ασήμαντες. Η παραδοσιακή αριστερή τάση να εξετάζουμε την πολιτική από τα κάτω δίνει τη θέση της στον ρεαλισμό εκείνων που, όπως ο John Mearsheimer, μας δείχνουν την πολιτική από την οπτική γωνία των αυτοκρατορικών κέντρων όπως η Ουάσιγκτον και η Μόσχα. Ο κενός χώρος μεταξύ των συγκρουόμενων αυτοκρατοριών περνάει σχεδόν απαρατήρητος. Εφόσον δεν έχουμε εφαρμόσιμες έννοιες, ολόκληρη η περιοχή ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση γίνεται σχεδόν αόρατη, παρόλο που ένας από τους μεγαλύτερους πολέμους της πρόσφατης ιστορίας διαδραματίζεται πάνω σε αυτό το έδαφος.

Είτε οι συζητήσεις διεξάγονται σε παγκόσμια κλίμακα, είτε αυστηρά μεταξύ των Ανατολικοευρωπαίων, συχνά φαίνεται ότι η Ανατολική Ευρώπη μπορεί να θεωρηθεί ως μια δική της οντότητα μόνο αν είναι αναγνωρίσιμη μέσα σε ένα δυτικό επιστημολογικό πλαίσιο. Είτε είναι αναγνωρίσιμη ως αποικία, η έννοια μέσω της οποίας οι δυτικές δυνάμεις έμαθαν να προσδιορίζουν τις υποταγμένες περιφέρειες τους, είτε εμφανίζεται μόνο ως τμήμα της Ανατολής ή της Δύσης, είτε ως φυσικό τμήμα της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας, είτε ως φυσικό κομμάτι της (δυτικής) “Ευρώπης” που αδίκως αποσπάστηκε. Εξ ου και τόσες πολλές δηλώσεις από το ένα στρατόπεδο ότι η Ουκρανία είχε ιστορικά κατηγοριοποιηθεί λάθος, ότι ήταν πάντα πραγματικά μέρος της Δύσης και έγινε “ανατολική” μόνο κατά λάθος, σε μια περίπτωση λανθασμένων ταυτοτήτων, που προέκυψαν από τη σύγχυση της αποικιοκρατικής ιδεολογίας. Γι’ αυτό έχουν καταγραφεί και τόσες δηλώσεις από το άλλο στρατόπεδο ότι η Ουκρανία ήταν ιστορικά μέρος της Ανατολής, το αντίθετο της Δύσης, και επομένως δεν εμπίπτει στη σφαίρα του νόμιμου ενδιαφέροντος της Δύσης.

Συχνά έχει κανείς την εντύπωση ότι το να είναι από την Ανατολή δικαιολογεί το να κυριαρχείται και να εισβάλλεται, και ότι μόνο το να βρίσκεσαι στη Δύση θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αυτοδιάθεση. Είτε τα εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης είναι αποικίες μιας ανατολικής δύναμης, όπως τις γνωρίζει η Δύση, και επομένως δεν ανήκουν στην πραγματικότητα στην Ανατολή, είτε οι δοκιμασίες και οι αγώνες τους αγνοούνται, αντιμετωπίζονται ως επιπόλαια θεάματα σε έναν παγκόσμιο αγώνα αυτοκρατοριών.

Μπορούμε να υπερβούμε αυτά τα δύο στρατόπεδα με το απλοϊκό πλαίσιο της Δύσης, της Ανατολής και των αποικιών και να εισάγουμε την ιδιαιτερότητα της ανατολικοευρωπαϊκής εμπειρίας στην πολιτική μας επιστημολογία;

Η πτώση και η αμφίσημη άνοδος του ανατολικοευρωπαϊκού αντιαποικιοκρατισμού

Μια από τις ειρωνείες είναι ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, το ζήτημα της αποικιοκρατίας απουσίαζε σε μεγάλο βαθμό από τον ανατολικοευρωπαϊκό λόγο. Όταν έληξε η κυριαρχία των κομμουνιστικών κομμάτων στην περιοχή, έληξε και η υποστήριξη των χωρών αυτών στους αντιαποικιακούς αγώνες. Τα κομμουνιστικά κόμματα μπορεί να αρνούνταν την ευθύνη για την αποικιοκρατία, αλλά τουλάχιστον αναγνώριζαν την αποικιοκρατία ως πρόβλημα. Και επειδή η Ανατολική Ευρώπη υποτίθεται ότι δεν συμμετείχε στην αποικιοκρατία, μπορούσε να συμμετάσχει στους αγώνες των αποικιοκρατούμενων. Όταν τα κομμουνιστικά κόμματα έπεσαν από την εξουσία, ολόκληρη η κληρονομιά της υποστήριξης των αντιαποικιακών αγώνων αντιμετωπίστηκε ως παρωχημένη και η υποτιθέμενη αθωότητα της Ανατολικής Ευρώπης μετατράπηκε από δικαιολογία για αλληλεγγύη σε δικαιολογία για την απόρριψη των αντιαποικιακών πολιτικών και την απόρριψη των επικρίσεων της νεοαποικιοκρατίας. Η φράση “Το έθνος μας δεν αποίκισε ποτέ κανέναν“, θα μπορούσε τώρα να ειπωθεί, “άρα η αποικιοκρατία δεν είναι δικό μας πρόβλημα“. Η αποικιοκρατία μπορεί να σηματοδοτεί μια ατυχή ηθική αποτυχία στην κατά τα άλλα αξιοθαύμαστη πορεία της δυτικής ιστορίας, αλλά δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να αναμένεται από εμάς να βοηθήσουμε στο να διορθωθεί.

Κατά κάποιο τρόπο, ο κυρίαρχος μετα-κομμουνιστικός λόγος περί αποικιακής αθωότητας δεν ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι η Ανατολική Ευρώπη αναδιαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1990 από τις ίδιες τις δυτικές δυνάμεις που ήταν υπεύθυνες για τις χειρότερες αποικιακές βαρβαρότητες στην παγκόσμια ιστορία και των οποίων η σύγχρονη ευημερία προερχόταν από την ιστορία της αποικιακής και μετα-αποικιακής εξόρυξης και εκμετάλλευσης. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης υποτίθεται ότι θα κέρδιζαν όλη την ευημερία της Δύσης, ενώ δεν θα αναλάμβαναν καμία από τις ενοχές της. Αλλά ακόμη και ενώ η Ανατολική Ευρώπη πάλευε με τη φτώχεια, η οποία επιδεινώθηκε από τις ίδιες τις πολιτικές που της υπαγόρευσαν μετά το 1989 οι δυτικοί θεσμοί και κυβερνήσεις, η παγκόσμια γεωγραφία της ανισότητας έγινε ξαφνικά άσχετη, επειδή η Ανατολική Ευρώπη υποτίθεται ότι θα γινόταν Δυτική. Η φτώχεια της υποτίθεται ότι ήταν προσωρινή και άσχετη με τις επίμονες διαρθρωτικές ανισότητες που μάστιζαν το παγκόσμιο σύστημα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν λανθασμένα και άδικα τοποθετηθεί στην πλευρά των φτωχών του παγκόσμιου χάσματος και ήρθε η ώρα να πάρουν επιτέλους τη θέση που τους αρμόζει ανάμεσα στους πλούσιους. Στον κυρίαρχο λόγο, δεν εξετάστηκε σχεδόν ποτέ ότι η είσοδος (ή η “επιστροφή”) στη Δύση θα μπορούσε να σημαίνει είτε την ένταξή της ως συναδέλφων (μετα)αποικιοκρατικών εκμεταλλευτών, είτε την είσοδό της ως αποικιών – εφόσον η ίδια η Δύση και η σχέση της με τον κόσμο παρέμεναν αμετάβλητες.

Αλλά τελικά η αποικιοκρατία άρχισε να φαντάζει και πάλι σχετική με την Ανατολική Ευρώπη, αν και με δύο αντίθετους τρόπους. Σε ένα μέρος του πολιτικού πεδίου, η κριτική της αποικιοκρατίας αναθεωρήθηκε ώστε να γίνει συμβατή με το φιλοδυτικό consensus. Αντί να αναγνωριστεί και να συμβιβαστεί με τη δυτική αποικιακή κληρονομιά, η κριτική της αποικιοκρατίας αναβίωσε ως μέσο καταδίκης της Ανατολής. Εμείς, οι λαοί της λεγόμενης Ανατολικής Ευρώπης, υπήρξαμε θύματα της ρωσικής και σοβιετικής αποικιοκρατίας, και η καταπολέμηση της αποικιοκρατίας θα μπορούσε τώρα να σημαίνει την καταπολέμηση μιας καθυστερημένης ανατολικής δύναμης, αντί της καταπολέμησης των παραδοσιακών δυνάμεων της Δύσης. Σε άλλους πολιτικούς χώρους, εν τω μεταξύ, η ρητορική της αντιαποικιοκρατίας έγινε χρήσιμη για την καταδίκη της ανερχόμενης δύναμης της Δύσης και, το σημαντικότερο, για την καταδίκη σχεδόν κάθε τι που θα μπορούσε να περάσει αόριστα ως δυτικό, ενισχύοντας έτσι τις τοπικές απολυταρχίες ώστε να μην γίνουν δυτικές αποικίες.

Αυτές οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις υποδεικνύουν πραγματικές και σοβαρές ανισορροπίες στην παγκόσμια ισχύ. Δείχνουν επίσης πόσο χαλαρά έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “αποικία”, πόσο εύκολα μπορεί να αδειάσει από αναλυτικό περιεχόμενο και κριτική αξία. Για κάθε προσεκτική ανάλυση των δυτικών και ανατολικών αποικιοκρατικών πρακτικών στην Ανατολική Ευρώπη (π.χ. Platt, 2013- Švihlíková, 2015- Snyder, 2015- Balugun, 2022), υπάρχουν εκατοντάδες απλουστευτικές και διαστρεβλωτικές δηλώσεις από προσωπικότητες όπως ο Orbán ή ο Πούτιν, οι οποίοι περιφέρουν το επίθετο “αποικιοκρατικός” για να φιμώσουν τους αντιπάλους και να καλύψουν τις δικές τους πολιτικές με αμφίβολη πατριωτική ηθική (βλ. Snochowska-Gonzalez, 2012- Melito, 2022). Η αναβίωση του κοντόφθαλμου αντιαποικιακού λόγου στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της παγκόσμιας διάστασης της αποικιοκρατίας, ενισχύοντας την ιδέα ότι η αποικιοκρατία αφορά την Ανατολική Ευρώπη μόνο στο βαθμό που οι ίδιοι οι κάτοικοί της μπορούν να παρουσιαστούν ως θύματα. Μόνο οι φωνές μιας μειοψηφίας έχουν καλέσει την περιοχή να συμμετάσχει σε μια παγκόσμια αμφισβήτηση των αποικιοκρατικών κληρονομιών παντού (π.χ. Ishchenko, 2022), αλλά οι φωνές αυτές αγωνίζονται να ακουστούν.

Καθορισμός της αποικιοκρατίας

Η Ανατολική Ευρώπη βιώνει μια παράδοξη τάση να αρνείται την ιδιαιτερότητά της, επιμένοντας ότι αποτελεί πλήρες τμήμα της Δύσης, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει έναν εγωισμό σε σχέση με τα προβλήματα του υπόλοιπου κόσμου. Μπορεί άραγε να αρχίσει (ξανά) να εντάσσει τους τοπικούς αγώνες για ισότητα και αυτοδιάθεση στους παγκόσμιους αγώνες; Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν να αποσαφηνιστεί η φύση της διεθνούς και διαπολιτισμικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη, να φανεί ότι οι τοπικοί αγώνες δεν είναι ούτε μοναδικοί ούτε ταυτόσημοι με τους αγώνες αλλού, αλλά εμπλέκονται σε συγκεκριμένα σημεία στον παγκόσμιο ορίζοντα. Και για να επιτευχθεί αυτό, θα βοηθούσε να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ της αποικιοκρατίας (της οποίας ο αντίκτυπος στην Ανατολική Ευρώπη είναι περίπλοκος και συχνά έμμεσος) και του ιμπεριαλισμού (ο οποίος έχει διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών και πολιτιστικών συστημάτων της Ανατολικής Ευρώπης επί αιώνες).

Αυτά τα δύο φαινόμενα, το αποικιακό και το ιμπεριαλιστικό, είναι αλληλένδετα στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά αυτό δεν τα καθιστά ταυτόσημα. Είναι συνυφασμένα παντού και με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, πάρτε για παράδειγμα, τον χαρακτηρισμό του Timothy Snyder για αυτό που θεωρεί ως διαδικασία αποαποικιοποίησης στα Βαλκάνια:

Οι βαλκανικές επαναστάσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας, οι οποίες συνήθως κατηγοριοποιούνται ως εθνικές, αποτέλεσαν την αρχή της αποαποικιοποίησης. Η εκδοχή του εθνικισμού που προσέφεραν ήταν, σε παγκόσμια κλίμακα, πιο σημαντική από το πιο διάσημο γαλλικό μοντέλο, επειδή στους δύο αιώνες που θα ακολουθούσαν, ο εθνικισμός θα ήταν γενικά αντι-ιμπεριαλιστικός και όχι αντι-βασιλικός. (Snyder, 2015, 696)

Και στη συνέχεια, προχωρώντας μερικές δεκαετίες μπροστά, γράφει ότι κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου “όλες οι ευρωπαϊκές χερσαίες αυτοκρατορίες είτε ηττήθηκαν είτε υπέκυψαν στην επανάσταση. Αυτό σήμαινε την ολοκλήρωση της αποαποικιοποίησης εντός της Ευρώπης από το 1922 περίπου” (Snyder, 2015, 696-7). Αυτή είναι η αρχή μιας, κατά τα άλλα, ευκρινούς υπόθεσης για την “εισαγωγή της ανατολικής Ευρώπης στην ιστορία της αποικιοκρατίας” (Snyder, 2015, 696, ftnt. 4). Όμως, ο διαχωρισμός του αποικιακού και του αυτοκρατορικού είναι άμεσος – η πρώτη απόδειξη που προσφέρεται για την αποικιοκρατία είναι η παρουσία της αυτοκρατορίας [2].

Υπάρχει πρόβλημα; Ένας ορισμός είναι τόσο έγκυρος όσο είναι και χρήσιμος, και άνθρωποι τόσο διαφορετικοί όσο ο Σνάιντερ και ο Πούτιν θεωρούν σαφώς χρήσιμο να ορίζουν την αποικιοκρατία με έναν ευρύ τρόπο. Είναι πραγματικά σημαντικό να κάνουμε διάκριση μεταξύ των δύο λογικών της κυριαρχίας, που είναι και οι δύο τρομερές και καταδικαστέες;

Ναι, είναι σημαντικό γιατί ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το πρόβλημά μας διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο το αντιμετωπίζουμε. Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι ανατολικοευρωπαίοι αντιφρονούντες έβλεπαν την κυριαρχία των χωρών τους ως ειδικές περιπτώσεις αυτοκρατορικής κυριαρχίας, αποκομμένες από τις παγκόσμιες διαστάσεις της αποικιοκρατίας. Από αυτή την άποψη, ήταν λογικό να καταγγέλλουν την ιμπεριαλιστική δύναμη της Σοβιετικής Ένωσης (ή σε μια τυπική εκτροπή της “Ρωσίας”), ενώ αντιμετώπιζαν τη δυστυχία του Παγκόσμιου Νότου ως δευτερεύον ζήτημα. Η σχετική έλλειψη ενδιαφέροντος των αντιφρονούντων για την αποικιοκρατία άνοιξε, λοιπόν, τον δρόμο για την έλλειψη ενδιαφέροντος του γενικού ανατολικοευρωπαϊκού κοινού για την παγκόσμια μετα-αποικιοκρατία τη δεκαετία του 1990.

Πιο πρόσφατα, η ανακρίβεια της κριτικής πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν οι αντίπαλοι του ρωσικού ιμπεριαλισμού τον καταγγέλλουν ως αποικιοκρατία, κινδυνεύουν να ασκήσουν κριτική σε λάθος πράγματα, ενώ αφήνουν άθικτο μεγάλο μέρος του υποκείμενου προβλήματος. Η σύνθετη ιστορική δράση της Ουκρανίας, η συγκεκριμένη θέση της στις περιπλεγμένες ιστορίες των γύρω αυτοκρατοριών, περιορίζεται σε ένα ζήτημα αποδοχής ή απόρριψης της ρωσικής επιρροής, αποδοχής ή απόρριψης της ευκαιρίας να ενταχθεί στη Δύση. Και όπως έχει υποστηρίξει ο Volodymyr Ishchenko (Ishchenko, 2022), μια στενά αντιαποικιακή στάση συχνά μετατοπίζει την κριτική εστίαση σε μεμονωμένους Ρώσους και σύμβολα του ρωσικού πολιτισμού, αντί να προσφέρει ένα νέο όραμα της ουκρανικής κοινωνίας και της θέσης της στην παγκόσμια χειραφέτηση.

«Πρωσικό αφιέρωμα». Πίνακας του Πολωνού καλλιτέχνη Jan Matejko

Η αποικιοκρατία, για να είμαστε σαφείς, έχει διαδραματίσει ρόλο στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, και ο ρόλος αυτός έχει λανθασμένα παραβλεφθεί από τη δυτική ιστοριογραφία. Αλλά για να εντάξουμε αποτελεσματικά την Ανατολική Ευρώπη στην παγκόσμια αποικιοκρατική ιστορία, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τις μορφές που πήρε εδώ η αποικιοκρατία.

Μερικά παραδείγματα:

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, το Τευτονικό Τάγμα, το οποίο τον 13ο αιώνα κατέκτησε μεγάλα εδάφη της Βαλτικής, εξαλείφοντας το μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου πληθυσμού και δημιουργώντας επικερδείς εμπορικές επιχειρήσεις που συνέδεαν τους πόρους της Ανατολής με τους δυτικούς αγοραστές. Πολύ πριν από τη γενοκτονική κατάκτηση του Νέου Κόσμου, αυτός ο αποικισμός της Ανατολικής Ευρώπης παρείχε ένα μοντέλο που θα μπορούσε αργότερα να εφαρμοστεί καθώς εξαπλώνονταν τα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά σχέδια. Και η Πρωσία, ο μεγαλύτερος διάδοχος της τευτονικής κατάκτησης, θα γινόταν τελικά το ισχυρότερο από τα γερμανικά κράτη, αποκτώντας τις δικές της αποικιακές κτήσεις στον Παγκόσμιο Νότο.

Σκεφτείτε επίσης τις βραχύβιες προσπάθειες της Κουρλάνδης, ενός άλλου κράτους που διαδέχθηκε την τευτονική κατάκτηση και ήταν υποτελής της Πολωνίας, να αποικίσει το Τομπάγκο και ένα τμήμα της σημερινής Γκάμπια τον δέκατο έβδομο αιώνα. Ή αναλογιστείτε την αποτυχημένη εκστρατεία του εξερευνητή Stefan Szolc-Rogoziński τον δέκατο ένατο αιώνα να ιδρύσει μια πολωνική αποικία στο Καμερούν. Ή σκεφτείτε τις φαντασιώσεις των Τσεχοσλοβάκων για την αποικιοποίηση του Τόγκο, καθώς η νέα χώρα διαμορφωνόταν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποτυχία αυτών των προσπαθειών δείχνει πόσο αδύναμη ήταν τότε η Ανατολική Ευρώπη σε παγκόσμια κλίμακα (η Πρωσία είχε μετατραπεί από ανατολική αποικία σε δυτική δύναμη), αλλά δείχνει επίσης ότι το αποικιακό φαντασιακό κάθε άλλο παρά απουσίαζε από αυτές τις κοινωνίες που αργότερα θα χαιρόντουσαν που δεν πήραν ποτέ μέρος στην αποικιοκρατία.

Και σκεφτείτε φυσικά τη Ρωσία. Η ρωσική κατάκτηση της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας μεταξύ του δέκατου έκτου και των αρχών του εικοστού αιώνα μπορεί να αγνοηθεί στην αποικιακή ιστοριογραφία, επειδή διαφέρει σαφώς από τις κλασικές περιπτώσεις ευρωπαϊκών μητροπόλεων που ιδρύουν αποικίες στο εξωτερικό. Έχει όμως πολλά κοινά με τη δυτική επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών, μια νέα αυτοκρατορία που επεκτείνεται ταχύτατα σε μια τεράστια ενδοχώρα. Και πέρα από την έλλειψη ενός ωκεανού που χωρίζει τον αποικιοκράτη από τον αποικισμένο, τα κλασικά σημάδια είναι εκεί: ένα υπερπληθυσμιακό αποικιακό κέντρο όχι μόνο επεκτείνει την πολιτική εξουσία σε νέα εδάφη, αλλά και στέλνει ανθρώπους να εγκαταστήσουν τις περιοχές, διαδίδοντας τον κυρίαρχο πολιτισμό, ενώ παράλληλα εκμεταλλεύεται τους πόρους των περιοχών. Η αποικιοκρατική εξουσία αντιμετωπίζει τις υπάρχουσες κοινωνικές και πολιτικές δομές σε μεγάλο βαθμό ως ανύπαρκτες ή άσχετες και εύκολα παρακάμπτουσες ή καταπιεσμένες, και εγκαθιδρύει μια διχασμένη κοινωνική τάξη, με ένα σύστημα που περιλαμβάνει τα πλήρη μέλη της αποικιοκρατικής πολιτείας (στην προκειμένη περίπτωση κυρίως Ρώσους εποίκους, αλλά επίσης με μεγάλο αριθμό Ουκρανών και Γερμανών), παράλληλα με ένα δεύτερο, ξεχωριστό σύστημα που περιλαμβάνει τον γηγενή πληθυσμό.

Ένας άλλος σημαντικός τόπος ξεκάθαρης ρωσικής αποικιοκρατικής πρακτικής ήταν η νότια Ουκρανία καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα: σε αυτή την περίπτωση, ο γηγενής πληθυσμός είχε ήδη εκτοπιστεί σε μεγάλο βαθμό τους αιώνες που ακολούθησαν την καταστροφή του Ρως του Κιέβου από τους Μογγόλους τον 13ο αιώνα, όπου διεξήχθη ένας μακροχρόνιος ακανόνιστος πόλεμος μεταξύ Κοζάκων και Τατάρων της Κριμαίας. Όταν η Ρωσία απέκτησε τον έλεγχο των εδαφών, κατοικήθηκαν από Ουκρανούς κοζάκους και αγρότες καθώς και από Τατάρους εμπόρους, αλλά ο πληθυσμός ήταν αραιός. Η Ρωσία ενθάρρυνε τους εμπόρους, τους εργάτες και τους αγρότες να μετακινηθούν από τη μητρόπολη και έδωσε στην περιοχή το πιο αποικιοκρατικό από όλα τα πιθανά ονόματα, “Νέα Ρωσία” (Novorossiya). Υπήρχε, ωστόσο, μια σημαντική ανατροπή: πολλοί από τους αποίκους – εποίκους ήταν Ουκρανοί, τους οποίους το ρωσικό κράτος αντιμετώπιζε, ως επί το πλείστον, ως κανονικούς αυτοκρατορικούς υπηκόους – και ως εκ τούτου, ως αποτελεσματικούς φορείς του σχεδίου αποικισμού – αντί να τους αντιμετωπίζει ως αυτόχθονα πληθυσμό που έπρεπε να εξαλειφθεί ή να παρακαμφθεί.

 

Νεκρό παιδί σε δρόμο του Χάρκοβο, 1933. Φωτογραφία: Wienerberger

Η γενοκτονία επίσης, ιστορικό χαρακτηριστικό της αποικιοκρατίας, έχει αφήσει το σημάδι της στην Ουκρανία, πρώτα με τον τεχνητό λιμό της δεκαετίας του 1930 (το Holodomor), και αργότερα με τη ναζιστική εξόντωση των Εβραίων και τη σκόπιμη πείνα των αστικών πληθυσμών στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη. Σε αντίθεση με τις σφαγές Πολωνών και Εβραίων τον 17ο αιώνα από τους Κοζάκους αντάρτες υπό την ηγεσία του Bohdan Khmelnytsky, οι οποίες είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα αυθόρμητου, αποπροσανατολισμένου αντιιμπεριαλισμού, οι ναζιστικές πολιτικές έφεραν σαφώς αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά, με την προτεραιότητα που έδιναν στην εξόρυξη πόρων έναντι της ανθρώπινης ζωής, με τη σαφή διάκριση μεταξύ αποικιοκρατικών υποκειμένων και αποικιοκρατούμενων μη-υποκειμένων που στερούνται νομικής υπόστασης, και φυσικά με τα σχέδιά τους για την αποικιοκρατία των εποίκων (Lebensraum).

Το Holodomor έχει επίσης πολλά κοινά στοιχεία με τους λιμούς στις δυτικές αποικίες (όπως εκείνους που ο Mike Davis (2000) αναφέρει ως “όψιμα βικτωριανά ολοκαυτώματα“). Το αν όλοι αυτοί οι λιμοί διεξήχθησαν με συνειδητούς γενοκτονικούς στόχους ή όχι, δεν έχει σημασία. Η λογική της αποικιοκρατίας αντιμετωπίζει τους αυτόχθονες πληθυσμούς ως μη-οντότητες πριν τους αντιμετωπίσει ως εχθρούς. Αν φαίνονται ενοχλητικοί για τους αποικιοκράτες, οι αποικιοκράτες μπορούν να τους μετατρέψουν σε εχθρούς και να τους εξοντώσουν σκόπιμα – αν φαίνονται περιττοί, οι αποικιοκράτες μπορούν να τους εξαλείψουν απλώς ανακατευθύνοντας την τροφή τους σε πιο ευνοημένους καταναλωτές.

Αλλά ίσως εξίσου σημαντικοί είναι και αρκετοί λιγότερο προφανείς, μερικές φορές έμμεσοι δεσμοί με το παγκόσμιο αποικιακό σύστημα. Ο Snyder τονίζει, για παράδειγμα, ότι η Ρωσία δημιούργησε την εξω-ευρωπαϊκή της αυτοκρατορία την ίδια στιγμή που οι δυτικές δυνάμεις δημιουργούσαν τη δική τους – η Ρωσία τις μιμούνταν και τις ανταγωνιζόταν (Snyder, 2022). Η Πολωνία-Λιθουανία, η Αυστροουγγαρία και η Γερμανία δανείστηκαν επίσης από τα φαντασιακά και τις στρατηγικές που ανέπτυξαν οι δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις όταν προσπάθησαν να μετατρέψουν τις ανατολικές αγροτικές ενδοχώρες και σφαίρες επιρροής τους σε παραγωγικές πηγές εμπορευμάτων που θα πωλούνταν στην παγκόσμια αγορά, προς το συμφέρον της αυξανόμενης διεθνούς ισχύος.

Προσδιορισμός του ιμπεριαλισμού

Παράλληλα όμως με αυτές τις εξελίξεις, οι οποίες αναδεικνύουν την αποικιοκρατία στην Ανατολική Ευρώπη και εισάγουν την ανατολικοευρωπαϊκή ιστορία στην παγκόσμια αποικιοκρατική ιστορία, υπάρχει ένα άλλο σκέλος ιστορικής εξέλιξης, πιο σημαντικό στο ανατολικοευρωπαϊκό πλαίσιο, που προσδιορίζεται καλύτερα ως ιμπεριαλιστικό. Ας δούμε και πάλι μερικά ιστορικά παραδείγματα:

Τον δέκατο τέταρτο αιώνα, όταν η Λιθουανία νίκησε τη μετα-μογγολική Χρυσή Ορδή για τον έλεγχο των κεντρικών τμημάτων του πρώην Έως του Κιέβου, αντί να εκκαθαρίσει τα παλιά σύμβολα και τις πολιτικές δομές της, τα υιοθέτησε, διεκδικώντας να είναι ο διάδοχος των Ρως στην περιοχή. Η Λιθουανία, ένα νέο ισχυρό κράτος, έβλεπε την κληρονομιά των Ρως ως σήμα κύρους του πολιτισμού, το οποίο έπρεπε να κατακτηθεί και να οικειοποιηθεί παρά να αντικατασταθεί. Αυτή δεν είναι η λογική της αποικιοκρατίας, αλλά του ιμπεριαλισμού.

Όταν, μετά τον δέκατο έκτο αιώνα, η πολωνική αριστοκρατία απέκτησε αυξανόμενο έλεγχο αυτών των ίδιων εδαφών στο πλαίσιο της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, αφού είχε ήδη αναλάβει τον άμεσο έλεγχο των δυτικότερων τμημάτων του πρώην Ρως, δεν προχώρησε σε εκστρατεία ταχείας εγκατάστασης και εκτόπισης του πληθυσμού ή εντατικής εξόρυξης πόρων. Έβαλε περισσότερες προσπάθειες για τη διάδοση των πολιτικών και πολιτιστικών δομών της, αντιμετωπίζοντας τις λιθουανικές και ρουθηναϊκές (Ρως) ελίτ ως πολωνικές και αντιμετωπίζοντας πόλεις όπως το Lwów ως πολωνικές πόλεις και όχι ως αποικιακά φυλάκια. Αυτή – και πάλι – είναι η λογική του ιμπεριαλισμού.

 

1772 Αγγλική γελοιογραφία του Πρώτου Διαχωρισμού της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας / Η Αικατερίνη Β΄ (Ρωσία), ο Φρειδερίκος Β΄ (Πρωσία) και ο Ιωσήφ Β΄ (Αυστρία) αποφασίζουν για την τύχη της Πολωνίας. Ο Πολωνός βασιλιάς Στανισλάους Αύγουστος είναι δεμένος και άλλοι μονάρχες απομακρύνονται από την ενασχόληση με το θέμα

Έναν αιώνα αργότερα, όταν το ρωσικό κράτος απέκτησε τον έλεγχο των ανατολικών εδαφών του παλαιού Ρως, δεν αγνόησε την κληρονομιά της Ρωσίας, αλλά την διεκδίκησε, δηλώνοντας ότι είναι ο νόμιμος κληρονόμος του παλαιού κράτους και αναδρομικά ανακηρύσσοντας το Κίεβο ως την ιδρυτική πολιτεία του. Επίσης, η Ρωσία δεν εξάλειψε τον τοπικό ουκρανικό πληθυσμό, αλλά αντίθετα αντιμετώπισε τους Ουκρανούς ως δικούς της υπηκόους. Απαξίωσε την τότε σύγχρονη ουκρανική κουλτούρα, όχι αντιμετωπίζοντας την τοπική κληρονομιά ως ασήμαντη, αλλά αντιμετωπίζοντας τη ρωσική κουλτούρα ως τη μοναδική κουλτούρα κύρους που διεκδικούσε την κληρονομιά του Κιέβου. Αυτή είναι μια στρατηγική του ιμπεριαλισμού, όχι της αποικιοκρατίας.

Και στη συνέχεια, όταν η νέα ισχυρή Ρωσική Αυτοκρατορία απέκτησε τον έλεγχο της Λιβονίας (της σημερινής Λετονίας), της Εσθονίας και αργότερα της Λιθουανίας, της Πολωνίας και της Φινλανδίας, δεν ενήργησε με τον τρόπο που είχε ενεργήσει το Τευτονικό Τάγμα κατά την κατάκτηση της Πρωσίας. Η Ρωσία – γνωρίζοντας ότι είχε στην κατοχή της εδάφη με ισχυρούς θεσμούς διακυβέρνησης, σχετικά ευημερούσες εμπορικές οικονομίες (τουλάχιστον σε σύγκριση με το μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας) και πολιτισμούς κύρους (συμπεριλαμβανομένου του πολωνικού, του γερμανικού και του σουηδικού υψηλού πολιτισμού και του δυτικού χριστιανισμού) – δεν αγνόησε τις υπάρχουσες κοινωνικοπολιτισμικές δομές, αλλά ξεκίνησε μια στρατηγική ενσωμάτωσής τους, επωφελούμενης από αυτές και ανταγωνιζόμενης με αυτές. Και πάλι, πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική και όχι αποικιακή προσέγγιση της κατάκτησης.

Όταν η Σοβιετική Ένωση δήλωνε αντιιμπεριαλιστική, γενικά (αν και όχι εντελώς) απέφευγε τις τακτικές της αποικιοκρατίας, οι οποίες ξεκάθαρα διακρίνουν τους αποικιοκράτες από τους αποικιοκρατούμενους. Αντ’ αυτού, το περίπλοκο μείγμα ιμπεριαλισμού και αντιιμπεριαλισμού της διέδιδε την ακατάστατη λογική της ιμπεριαλιστικότητας, με την περίπλοκη ιεραρχία των θεσμών και των πολιτισμών της, τις ανταγωνιστικές αξιώσεις ένταξης και αποκλεισμού και τις στραβές, διχαλωτές γραμμές μεταξύ της αυτοκρατορίας και των υπηκόων της.

Αποικιοκρατία εναντίον ιμπεριαλισμού, μια σύντομη διάκριση

Τόσο η λογική της αποικιοκρατίας όσο και η λογική του ιμπεριαλισμού είναι παρούσες στην Ανατολική Ευρώπη και θα ήταν λάθος να αντιτάξουμε μόνο τη μία και να αγνοήσουμε την άλλη. Αλλά είναι σημαντικό να τις διαχωρίσουμε, να κατανοήσουμε τις διαφορετικές λογικές στο στόχαστρο καθώς αναζητούμε μορφές αντίστασης που να ανταποκρίνονται σε αυτές – στην περίπτωση της αποικιοκρατίας, μια λογική κυριαρχίας μέσω του αυστηρού διαχωρισμού μεταξύ των αποικιοκρατών και των αποικιοκρατούμενων, και στην περίπτωση της ιμπεριαλιστικότητας μια λογική κυριαρχίας μέσω της ιεραρχικής ενσωμάτωσης.

Ακολουθεί μια σύντομη προσπάθεια διάκρισης που έχω κατά νου. Αυτή η σχηματική παρουσίαση, φυσικά, θα πρέπει να βελτιωθεί υπό το πρίσμα βαθύτερης ιστορικής ανάλυσης, και θα πρέπει να κρατηθεί για σύγκριση με αποικιακές και ιμπεριαλιστικές καταστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά εδώ θέλω να τονίσω αυτό που θεωρώ ότι έχει τη μεγαλύτερη σημασία για την Ανατολική Ευρώπη.

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός αφορούν διαφορετικά είδη κρατών.
Όπως σημειώνει η Todorova επιχειρηματολογώντας κατά του Snyder, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν αποικιοκρατική δύναμη στα Βαλκάνια – η αποικιοκρατία προϋποθέτει μια προηγουμένως σταθερή οντότητα που στη συνέχεια ξεκινά μια πολιτική αποικισμού (Todorova, 2015, 711). Ο ιμπεριαλισμός, συχνότερα, είναι μια διαδικασία σχηματισμού κρατών, καθώς οι νεοσύστατες αυτοκρατορίες απλώνουν το χέρι τους προς πολλαπλές κατευθύνσεις για την εξεύρεση πόρων που θα οικοδομήσουν τη νομιμότητα των νέων κυριαρχιών τους.

Οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν το Κάρτζαλι από τους Οθωμανούς. Εικόνα: Wikimedia

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός συνεπάγονται διαφορετικούς τρόπους διακυβέρνησης.
Ενώ το αποικιοκρατικό κράτος κυβερνά με καθαρό διαχωρισμό (διατηρώντας τα υποκείμενα σε διαφοροποιημένες κατηγορίες με διαφορετική νομική προστασία), το ιμπεριαλιστικό κράτος κυβερνά με ενσωμάτωση, είτε διαγράφοντας τη διαφορά μεταξύ των υποκειμένων, είτε εντάσσοντάς τα σε ένα κοινό ιεραρχικό σύστημα, με τους λαούς να διαχωρίζονται βαθμιαία, αλλά όχι απόλυτα. Οι αυτοκρατορίες, για να είμαστε σαφείς, μπορεί να είναι de facto ετερογενείς. Ποτέ δεν πετυχαίνουν πλήρως την ενσωμάτωση, και η συνεχής διαδικασία του ιμπεριαλισμού φέρνει ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές μορφές στην αυτοκρατορία, όπου η αρχή της διακυβέρνησης είναι η ενσωμάτωση αυτών των διαφορών σε ένα ενιαίο σύστημα και όπου η πολιτική ετερογένεια είναι συνήθως αποτέλεσμα συμβιβασμού (π.χ. Πολωνία-Λιθουανία, Αυστροουγγαρία, Ρωσοκρατούμενη Φινλανδία), τον οποίο η αυτοκρατορική εξουσία προσπαθεί σταδιακά να διαλύσει.

Οι αποικιοκρατικοί και ιμπεριαλιστικοί τρόποι διακυβέρνησης εφαρμόζουν διαφορετικές στρατηγικές κωδικοποίησης της διαφοράς.
Ενώ η αποικιοκρατία εγκαθιδρύει ξεχωριστά συστήματα διακυβέρνησης που εφαρμόζονται στους αποικιοκρατούμενους και τους αποικιοκράτες, με την αποικία ως ουσιαστικά υποτελές κράτος, η αυτοκρατορία ενσωματώνει πολλές κατηγορίες ανθρώπων σε ένα ενιαίο σύστημα διακυβέρνησης. Η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να εξακολουθεί να είναι ένα μικρό ευρωπαϊκό κράτος ακόμη και ενώ διοικούσε τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του κόσμου, επειδή (εκτός, αναμφισβήτητα, από την Ιρλανδία) οι αποικίες δεν αντιμετωπίζονταν ως τμήμα της ίδιας της Βρετανίας. Αλλά ακόμη και σύνθετες αυτοκρατορίες όπως η Πολωνία-Λιθουανία, η Αυστροουγγαρία ή η Ρωσία μετά την κατάληψη της Φινλανδίας και της κεντρικής Πολωνίας εξακολουθούσαν να μοιράζονται μια ενιαία σύνθετη δομή. Η Βρετανία δεν θέλησε ποτέ να καταστήσει την Ινδία τμήμα της Βρετανίας – η Ρωσία ήταν πρόθυμη να καταργήσει την αυτονομία που είχε παραχωρήσει πρώτα στην Πολωνία.

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός δημιουργούν διαφορετικούς τύπους υπηκόων.
Η αποικιοκρατία δημιουργεί αποχαρακτηρισμένα αποικιακά υποκείμενα, τα οποία μπορούν να αντιμετωπίζονται ελάχιστα ως υποκείμενα, να αναγνωρίζονται ελάχιστα ως άνθρωποι, να μετατρέπονται σε καθαρά αντικείμενα της αποικιακής πολιτικής ή σε καθαρά ξένους παράγοντες που πρέπει να εξαλειφθούν από συστήματα που δεν βρίσκουν κανένα χρήσιμο μέσο για την εκμετάλλευσή τους. Ο ιμπεριαλισμός, αντίθετα, ταξινομεί τα υποκείμενά της και κυριαρχεί στους πληθυσμούς ενσωματώνοντάς τους στο σύστημά του.

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός χαράζουν διαφορετικά είδη συνόρων.
Η αποικιοκρατία οριοθετεί με σαφήνεια το όριο μεταξύ των αποικιοκρατών και των αποικιοκρατούμενων, ακόμη και όταν διασχίζει συνεχώς τα γεωγραφικά σύνορα, επεκτεινόμενη σε πολιτικά αδύναμους χώρους- τα σημαντικότερα σύνορα της αποικίας δεν είναι εδαφικά, αλλά νομικά, σύνορα μεταξύ αποικιοκρατικών υποκειμένων και αποικιοκρατούμενων αντικειμένων. Ο ιμπεριαλισμός, αντίθετα, δημιουργεί μεταβαλλόμενες συνοριακές περιοχές, όπου οι λαοί αναμειγνύονται καθώς οι αυτοκρατορίες συγκρούονται, καθώς η ισχύς των ιμπεριαλιστικών κέντρων διασταυρώνεται και καθώς τα αυτοκρατορικά υποκείμενα επεκτείνουν ή διαστρεβλώνουν ή αντιστέκονται σε αυτή την εξουσία – εκεί τα κρίσιμα σύνορα είναι εδαφικά, ενώ τα νομικά όρια μεταξύ των υποκειμένων της αυτοκρατορίας συνεχώς υπερβαίνονται καθώς τα υποκείμενα παλεύουν για τη θέση τους.

Η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός παράγουν διαφορετικές οικονομικές δομές.
Οι αποικιοκράτες έποικοι και οι επικυρίαρχοι εκμεταλλεύονται και εξορύσσουν τους τοπικούς πόρους ή τους αυτόχθονες πληθυσμούς, παράγοντας άμεσα εμπορεύματα για την παγκόσμια αγορά. Οι αυτοκρατορικοί υπήκοοι βρίσκουν τη θέση τους σε σύνθετα οικονομικά συστήματα που συγκεντρώνει η κατάκτηση, όπου τα παλαιά φεουδαρχικά συστήματα μπορεί να προστατεύονται προς το συμφέρον της συγκέντρωσης της υποστήριξης των ευγενών, οι τοπικές αγορές μπορεί να προστατεύονται από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, οι εθνικές βιομηχανίες μπορεί να υποδαυλίζονται προς το συμφέρον του ιμπεριαλιστικού κράτους και των ανταγωνιστών υποστηρικτών του.

Και τέλος, η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός γεννούν διαφορετικές μορφές αντίστασης.
Επειδή η αποικιοκρατία εμφανίζεται στους αποικιοκρατούμενους ως μια ξένη δύναμη, ο αντιαποικιοκρατισμός τείνει να εστιάζει στην απομάκρυνση του ξένου στοιχείου. Καθώς το αποικιακό αντικείμενο μετατρέπεται σε αντιαποικιακό υποκείμενο, δίνει έμφαση στην αντίσταση σε κάτι απολύτως ξεχωριστό από τον εαυτό του, σε κάτι αυστηρά εξωτερικό, ενώ τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της αποικιοκρατούμενης κοινωνίας βρίσκονται εκτός του πεδίου της επείγουσας κριτικής, αφήνει τα δικά της προβλήματα άλυτα. Σε ένα αμιγώς αντιαποικιακό κίνημα (που δεν χαρακτηρίζεται από αντιιμπεριαλισμό ή αντικαπιταλιστικό διεθνισμό), οτιδήποτε δεν είναι αποικιακό μπορεί να αξιοποιηθεί στο βαθμό που υποτιμήθηκε από τους αποικιοκράτες. Η στάση αυτή είναι κατανοητή και θεμιτή, αλλά μπορεί να έχει την τραγική συνέπεια να αναβάλει τη διαδικασία αυτομετασχηματισμού για μετά την αποαποικιοποίηση. Μπορεί να αφήσει ασχολίαστη την εσωτερική διαφοροποίηση των αποικιοκρατικών υποκειμένων, αγνοώντας την εσωτερική οικονομική ή πολιτιστική διαστρωμάτωσή τους, καθώς το αντιαποικιακό κίνημα επιδιώκει την ενότητα ενάντια στον αποικιοκράτη. Αλλά η ιμπεριαλιστικότητα, επειδή δεν είναι ποτέ καθαρή, υποχρεώνει τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα – όταν αναγνωρίζουν τον αντίπαλό τους ως ιμπεριαλιστή – να αναρωτηθούν ποιοι είναι.

Αυτός ο τελευταίος ισχυρισμός απαιτεί διευκρίνιση. Δεν καθυστερούν όλα τα κινήματα που προσδιορίζονται ως αντιαποικιακά να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά προβλήματα της αποικιοκρατούμενης κοινωνίας, ενώ αγωνίζονται ενάντια σε μια απολύτως ξεχωριστή, εξωτερική δύναμη. Ούτε όλα τα κινήματα που προσδιορίζονται ως αντι-ιμπεριαλιστικά λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τη διαπλοκή εξωτερικής και εσωτερικευμένης κυριαρχίας που, νομίζω, είναι θεμελιώδης για τον ιμπεριαλισμό. Αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι αυτές οι διαφορετικές μορφές αντίστασης είναι λογικές συνέπειες των διαφορετικών τρόπων κατανόησης της κυριαρχίας. Αν οι λογικές αυτές μπορούν να διαχωριστούν, μπορούμε να προσδιορίσουμε καλύτερα πότε ένας αντιαποικιακός αγώνας μπορεί να είναι πιο επείγων και πότε μια ξεχωριστή μορφή αντι-ιμπεριαλιστικού αγώνα είναι απαραίτητη.

Άτλας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, 1800. Επιστολή 38. Επαρχία Νοβοροσίσκ με 12 νομούς. Φωτ: Wikimedia

Ένα αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα, αν αναγνωρίζει την ειδική ιμπεριαλιστική φύση αυτού που αντιμετωπίζει, πρέπει να αντιμετωπίσει από την αρχή το πρόβλημα της δικής του ετερογένειας. Συγκρουόμενες τάξεις, διαπλεκόμενα πολιτικά συστήματα και ανταγωνιστικές πολιτισμικές διεκδικήσεις αναμειγνύονται μέσα στο υποκείμενο που ζητά χειραφέτηση. Οι αποικιοκρατικές δυνάμεις τείνουν να ομογενοποιούν τους αποικιοκρατούμενους υπό τον έλεγχό τους, αλλά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενσωματώνουν τα υποκείμενά τους, ενώ διαφοροποιούνται μεταξύ τους, και τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα αναγκάζονται να δουλέψουν μέσα από αυτή τη διαφορά στη διαδικασία αποτίναξης της αυτοκρατορίας.

Το αμιγώς αντιαποικιακό υποκείμενο μπορεί να εμφανιστεί ως ένα καθαρό, προ-αποικιακό υποκείμενο, το οποίο σκέφτεται μόνο την απομάκρυνση του αποικιοκράτη. Το αντι-ιμπεριαλιστικό υποκείμενο δεν μπορεί ποτέ να είναι καθαρό, επειδή η αυτοκρατορία κυβερνά μέσω της ανάμειξης και της ενσωμάτωσης και όχι μέσω του διαχωρισμού και της απομάκρυνσης. Το αντι-ιμπεριαλιστικό υποκείμενο αναμιγνύεται, ενσωματώνεται και πρέπει να βρει το δρόμο του μέσα από αυτό το τέλμα.

Μια από τις μεγάλες τραγωδίες των ιστορικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στην Ανατολική Ευρώπη είναι ότι συνήθως ξεκίνησαν με την κατανόηση του μπερδεμένου καθεστώτος τους ως αυτοκρατορικών υπηκόων, αναζητώντας υπερεθνικούς τρόπους απελευθέρωσης, αλλά προχώρησαν στη μετατροπή τους σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με αντιαποικιακά κινήματα, υποστηρίζοντας τη δική τους εθνική καθαρότητα και προσδιορίζοντας την αυτοκρατορία ως μια καθαρά εξωτερική δύναμη. (Ο Σνάιντερ το αποκάλεσε αυτό, στο απόσπασμα που παρατίθεται παραπάνω, “βαλκανικό” μοντέλο εθνικισμού, αλλά δεν είναι ειδικά βαλκανικό και αναφέρεται μόνο σε μια στιγμή των ιστορικών συμβάντων της περιοχής).  Σε αυτή τη διαδικασία, τα κινήματα είχαν μεγάλη βοήθεια από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, οι οποίες δύσκολα κατανοούσαν τις ανατολικές αυτοκρατορίες, αλλά ήταν ευτυχείς να προβάλλουν τις συμπεριφορές των δικών τους αποικιοκρατούμενων λαών στους υπηκόους άλλων αυτοκρατοριών.

Στον βαθμό που οι Ουκρανοί πολεμούν τη ρωσική αποικιοκρατία, είναι λογικό να ταυτίζουν τους Ρώσους στην Ουκρανία ως αποικιοκράτες και τη ρωσική κουλτούρα ως ξένη εισαγωγή. Και μπορεί να είναι λογικό να βοηθήσουν τους Ρώσους στην Ουκρανία να αποβάλουν τα αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής τους ζωής. Όμως ο αντιαποικιακός αγώνας, αν είναι καθαρά αντιαποικιακός, μπορεί να επιδιώξει να εξαγνίσει το ίδιο του το υποκείμενο δηλώνοντας ότι όλα τα ρωσικά πράγματα είναι εργαλεία ενός εσωτερικού εχθρού που πρέπει να εξαλειφθεί.

Στον βαθμό που οι Ουκρανοί πολεμούν τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, η επιταγή αλλάζει. Οι Ρώσοι στην Ουκρανία, καθώς και οι πολλοί ρωσόφωνοι που δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Ρώσους, εμφανίζονται ως συνυποκείμενα του ίδιου συστήματος ιεραρχικής ταξινόμησης και μπορούν όλοι μαζί να πολεμήσουν αυτό το σύστημα. Μπορούν να πολεμήσουν όχι μόνο τον εξωτερικό αποικιοκράτη, αλλά και την αυτοκρατορία που αποτελεί μέρος του κοινού τους κοινωνικού συστήματος. Και ο στόχος του αγώνα δεν είναι μόνο στην αποικία, αλλά οπουδήποτε βρίσκεται η αυτοκρατορία και όπου χρειάζεται να ξεπεραστεί. Ένα επιτυχημένο αντιαποικιακό κίνημα απελευθερώνει την περιφέρεια από τον πυρήνα, και αυτό δεν είναι μικρό έργο. Αλλά ένα επιτυχημένο αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα πρέπει να απελευθερώνει την περιφέρεια απελευθερώνοντας το κέντρο από τον εαυτό του. Αυτό μπορεί να είναι κάτι πραγματικά μνημειώδες.


Βιβλιογραφικές αναφορές 

Balogun, B. (2022). Eastern Europe: The “other” geographies in the colonial global economy. Area, 54(3), 460–467.

Davis, M. (2000). Late Victorian Holocausts. Verso.

Ishchenko, V. (2022, November/December). Ukrainian Voices?. New Left Review. Volodymyr Ishchenko, Ukrainian Voices?, NLR 138, November–December 2022 (newleftreview.org).

Melito, F. (2022). Anti-colonial neo-traditionalism in Central-Eastern Europe: A theoretical examination. New Perspectives, 30(4), 349–366.

Platt, K. (2013). Occupation versus colonization: Post-Soviet Latvia and the provincialization of Europe. In Blacker, U., Etkind, A., & Fedor, J. (Eds.), Memory and Theory in Eastern Europe (125-145). Palgrave Macmillan.

Snochowska-Gonzalez, C. (2012). Post-colonial Poland – on an unavoidable misuse. East European Politics and Societies, 26(4), 708–723.

Snyder, T. (2015). Integration and disintegration: Europe, Ukraine, and the World. Slavic Review, 74(4), 695–707.

Snyder, T. (2022, December 7). The making of modern Ukraine. Youtube.  https://www.youtube.com/playlist?list=PLh9mgdi4rNewfxO7LhBoz_1Mx1MaO6sw_ (Accessed: 12 October 2023).

Švihlíková, I. (2015). Jak jsme se stali kolonií [How we become a colony]. Rybka.

Todorova, M. (2015). On Public Intellectuals and Their Conceptual Frameworks. Slavic Review, 74(4), 708–714.

 

Υποσημειώσεις 

1. Με τον όρο “Ανατολική Ευρώπη” εννοώ μια ευρεία περιοχή που βρίσκεται ιστορικά σε μια ζώνη έντονου ανταγωνισμού και σύγκρουσης μεταξύ των δυτικών και ανατολικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδίως καθώς αυτές συσπειρώθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και των συνεπειών του. Αυτό σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνω τα Βαλκάνια καθώς και την περιοχή που συχνά αποκαλείται “Κεντρική Ευρώπη”, και είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την οργή όλων όσοι αισθάνονται προσβεβλημένοι με το να βρεθούν σε αυτή την ανατολικοευρωπαϊκή παρέα. Χωρίς να αμφισβητώ την τεράστια ετερογένεια εντός της περιοχής, με απασχολούν εδώ οι ιδιαιτερότητες που μοιράζεται η περιοχή στο σύνολό της.

2. Η Todorova έχει ήδη επισημάνει αυτή την ανάμειξη του αποικιακού και του ιμπεριαλιστικού στην απάντησή της στο άρθρο του Snyder στο ίδιο τεύχος του Slavic Review (Todorova, 2015, 710). Όμως ο Snyder επέμεινε, διατηρώντας την ίδια ορολογική ολίσθηση, για παράδειγμα, στη δημοφιλή σειρά διαλέξεών του για την ουκρανική ιστορία (Snyder, 2022).

Αφήστε ένα σχόλιο