Museo della Tortura

0

(της Γεωργίας Κανελλοπούλου)

[Τον Τζαμάλ Κασόγκι τον πριόνισαν, ναι, τον πριόνισαν ζωντανό. Ήταν δημοσιογράφος από τη Σαουδική Αραβία και τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν, τον πριόνισαν ζωντανό και τον εκτέλεσαν πράκτορες της χώρας του το 2018. Εμείς πάλι, είμαστε απλοί άνθρωποι που διαβάσαμε αυτή την είδηση και νιώσαμε αποκαμωμένοι από τον τρόμο. Διότι ένας κόσμος στον οποίο επιτρέπεται ο βασανισμός, είναι αδύνατο να διατηρηθεί ως ανθρώπινος κόσμος.]

Μπαίνοντας στο μουσείο βασανιστηρίων της Σιένας, ένας ιεροεξεταστής σε εισάγει στη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Η υποβλητική μουσική υπόκρουση και η γνώση ότι βρίσκεσαι σε μια αληθινή μεσαιωνική φυλακή ανακατασκευασμένη για να να στεγάσει τα σατανικά εργαλεία και τις μεθόδους που ανθρώπινος νους συνέλαβε για να βασανίσει άλλους ανθρώπους, σε εισάγουν στη σκοτεινιά πριν ακόμα αρχίσεις την κατάβαση. Όσο κατεβαίνεις, τόσο βυθίζεσαι, και στο τέλος τρέχεις να βγεις στην επιφάνεια της γης, να δεις ουρανό, να θυμηθείς πως η ζωή κύλησε, κυλάει.

Μα δεν κύλησε για χιλιάδες, τι λέω, για εκατομμύρια ανθρώπους που βασανίστηκαν σε όλες, σε όλες τις περιόδους του ανθρώπινου πολιτισμού, στις περισσότερες θρησκείες και τους πολιτισμούς. Δεν κυλούσε η ζωή για την ποιήτρια Κάρμεν Γιάνιες μέσα στη Βίλα Γκριμάλντι, τον περιβόητο τόπο βασανιστηρίων στη Χιλή του Πινοσέτ…. Τη βασάνισαν τόσο πολύ και με τόσους τρόπους, δοκίμασαν τα πάντα πάνω της, τόσο που στο τέλος κουράστηκαν και οι βασανιστές, και την πέταξαν σ’ ένα «λόφο», λόφο σκουπιδιών, πανιών με ξεραμένα αίματα, περιττωμάτων, ανθρώπων. Όταν τη βρήκαν ήταν ένα ζωντανό πτώμα. Όταν δεν γράφετε ποίηση, πώς είναι μια καθημερινή σας ημέρα; τη ρώτησαν πολλά χρόνια αργότερα, και απάντησε με έναν στίχο του Σεζάρ Βαγέχο: ‘«Συγύρισε το σπίτι σου, στρώσε το τραπέζι σου και ζήσε γλυκά, εν ονόματι όλων». Αφού οι εκτελεστές δεν τα κατάφεραν, είμαι εδώ. Όρθια.’ Οι περισσότεροι άνθρωποι που βασανίστηκαν στη Βίλα Γκριμάλντι δεν επέζησαν, καταγράφηκαν ως «αγνοούντες κρατούμενοι». Και οι βασανιστές τους;

Περπατάω στο μουσείο της Σιένας, κάθε εικόνα, κάθε κείμενο, κάθε εργαλείο -μερικά αυθεντικά, μερικά ομοιώματα-, είναι μια γροθιά. Με αυτό τους κρατούσαν καρφωμένο το σαγόνι, αυτή είναι η ζώνη αγνότητας, εδώ έβαλαν μια κατσίκα να γλείφει τα καθηλωμένα και αλατισμένα πόδια του κρατούμενου, πιο κει το μαρτύριο της σταγόνας, ευφάνταστες προκρούστειες μηχανές ή το αντίθετο τους, ένα μαστίγιο με σιδερένια αγκίστρια, εδώ έχτιζαν έναν άνθρωπο ζωντανό, η γκιλοτίνα, το βασανιστήριο με τα ποντίκια… Θέλω να βγω έξω, στον αέρα, αλλά με τρώει η ερώτηση: Και μετά;

Και μετά η ομερτά, η ατιμωρησία, ένας ακόμα σαρκασμός απέναντι στα θύματα. Θα γίνονται καταγγελίες μόνο για περιπτώσεις που κατέληξαν σε θάνατο, είπαν. Αν απλώς σε βίασαν, αν σου έκαναν ηλεκτροσόκ στους όρχεις, αν σου έχωσαν ποντίκια στο αιδοίο, αν σε κράτησαν για μήνες σε μια τρύπα, αν βασάνισαν μπροστά σου τη μητέρα σου, ξέχασε, συγχώρεσε, συμφιλιώσου και μη διαταράσσεις την κοινωνική γαλήνη και την οικονομική σταθερότητα με τις καταγγελίες σου. Η αχρεία ιστορία της αχρειότητας…”  γράφει ο Λουίς Σεπούλβεδα, βασανισμένος κι ο ίδιος, στο βιβλίο του Η τρέλα του Πινοσέτ.

Από την ιερά εξέταση στους ναζί, από κει στον Πινοσέτ, στον Βιδέλα, στην ποικιλοτρόπως φασιστική Ελλάδα του παρελθόντος, και τούτη την ώρα σε αρκετά μέρη στον κόσμο, υπάρχουν άνθρωποι που το πρωί πίνουν καφέ, το βράδυ πάνε στο σπίτι τους και μιλάνε με τα παιδιά τους για το σχολείο, ίσως είναι μέλη του εξωραϊστικού συλλόγου του χωριού τους, και θα ψωνίζουν στο μανάβικο της γειτονιάς, αλλά είναι βασανιστές, καθάρματα που λιθοβολούν γυναίκες, πριονίζουν δημοσιογράφους, πιάνουν τα εργαλεία και βασανίζουν άλλους ανθρώπους σε σκοτεινά κελιά. Μαζί με αξιωματικούς του στρατού, στρατιώτες, συνεργάτες γιατρούς, νοσηλευτές, ιδεολογικούς καθοδηγητές που ντοπάρουν τους από κάτω με πατρίδα και θρησκεία ή κάποια ιδεολογία ή και τίποτα, τίποτα, μαζί με μορφωμένους και αμόρφωτους, με υψηλά ιστάμενους και υπηρετικό προσωπικό, όλοι μαζί συνθέτουν ένα δαιδαλώδη μηχανισμό κι έτσι η ενοχή τους διαχέεται, δεν είναι ένας, είναι πολλοί, δεν είναι απλά πολλοί, είναι κυρίαρχοι, είναι εξουσία, είναι κράτος.

“Είναι η νύχτα της 30ης Ιανουαρίου 1950 και στη Μακρόνησο ακούγεται από τα μεγάφωνα: «Προσοχή! Προσοχή! Όλες οι γυναίκες να κατέλθουν στο χώρο του Θεάτρου». Ντυνόμαστε όσο πιο χοντρά γίνεται, μήπως και δεν πονέσουμε πολύ στο ξύλο, και ξεκινάμε στην παγωνιά”, γράφει η εικοσιπεντάχρονη τότε Νίτσα Γαβριηλίδου στο βιβλίο – μαρτυρία «Μακρόνησος. Απόψε Χτυπούνε τις Γυναίκες». “Η Αλέκα Παΐζη φορά τη γούνα της ανάποδα. Η Ίρμα της λέει πως μοιάζει με ανάποδη αρκούδα. Η ζωγράφος Κατερίνα Χαριάτη έχει τυλίξει το κεφάλι της με μια μαντήλα με κρόσσια και μοιάζει σαν τους κουρσάρους. Μας πιάνει νευρικό γέλιο. Κουλουριαζόμαστε κάτω. Φοβόμαστε. Τα μικρά παιδάκια σφιγμένα γύρω από το λαιμό της μάνας τους παρακολουθούν ανυποψίαστα μα και τρομαγμένα. Τις έχουν όρθιες στο κρύο, ανά ομάδες. Τραβάνε από την ομάδα κάποιες, τις γδύνουν, τις χτυπάνε με λάμες, κλωτσιές, μαστίγια, ρόπαλα, τις τραβάνε από τα μαλλιά μέχρι τη θάλασσα, μερικές τις παίρνουν μακριά, δεν ξέρουν οι υπόλοιπες τι τις κάνουν, ακούγονται σε όλη τη Μακρόνησο τα ουρλιαχτά. Ακούνε τη Βαγγελιώ Σκευοφύλακα να ουρλιάζει από τους πόνους, αλλά να φωνάζει στον βασανιστή της, τον Κατσιμίχα: «Χτύπα, ρε φασίστα, χτύπα όσο θες» – και η Βαγγελιώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών. 

Και οι βασανιστές; Έχουν ονοματεπώνυμα οι βασανιστές αλλά συνήθως δεν συλλαμβάνονται, δεν καταδικάζονται, δεν φυλακίζονται. Εκτελούσα εντολές, λένε, αν ποτέ περάσουν από καμιά δίκη. Μα, πώς γίνεται να εκτελεστεί μια εντολή που λέει «βάλε ποντίκια στο αιδοίο μιας κοπέλας»; Ο βασανιστής είναι γεννημένος τέρας ή ένας συνηθισμένος άνθρωπος που έγινε τέρας εκτελώντας εντολές; Από πού κι ως πού το “εκτελώ εντολές” είναι ανθρώπινη ιδιότητα;

Τον Ζαν Αμερί τον συνέλαβε η Γκεστάπο τον Ιούλιο του 1943 με την κατηγορία ότι μοίραζε προκηρύξεις. Εκτός από αντιστασιακός, ήταν και εβραίος. Βασανίστηκε πρώτα στην Γκεστάπο, μετά στο Μπούχενβαλντ, τέλος στο Μπέργκεν- Μπέλζεν. Επέζησε. Στο εξαιρετικό βιβλίο του «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» γράφει: «Αρκετά πράγματα είναι όπως τα φανταζόμαστε εκ των προτέρων: γκεσταπίτες με δερμάτινες καμπαρντίνες, με την κάννη του περιστρόφου στραμμένη στο θύμα τους – ως εδώ καλά. Ύστερα όμως διαπιστώνεις σχεδόν κατάπληκτος πως οι λεβέντες δεν έχουν μόνο καμπαρντίνες και περίστροφα, αλλά και πρόσωπα: όχι «γκεσταπίτικα» πρόσωπα, με γαμψές μύτες, υπερτροφικά πιγούνια, βλογιοκομμένα ή με ουλές από μαχαιριές. Κάθε άλλο: πρόσωπα συνηθισμένα. Προσωπα του σωρού. Μα η βαθιά ενόραση που αποκομίζουμε σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο του βασανισμού έρχεται να γκρεμίσει και πάλι κάθε αφαιρετική φαντασία, καθιστώντας σαφές ότι τα πρόσωπα του σωρού μετατρέπονται τελικά όντως σε γκεσταπίτικα πρόσωπα και ότι το Κακό επικαλύπτει την κοινοτοπία και την υπερβαίνει.»

Η ποικιλία των οργάνων και των μεθόδων βασανισμού στο Μουσείο Βασανιστηρίων της Σιέννας σε κάνει να χάνεις την όποια εμπιστοσύνη σου στον κόσμο. Οι εικόνες με τον όχλο που γελάει ή φωνάζει συμμετέχοντας στο βασανιστήριο, όταν αυτό είναι δημόσιο, είναι ακόμα πιο τρομακτικές. Η στιγμή που το πλήθος γίνεται όχλος ισοδυναμεί με απώλεια της «ανθρωπινότητας», το ήξερα, μα εδώ το επιβεβαιώνω.

Σκέφτομαι πως η γυναίκα που βασανίστηκε δημόσια ως μάγισσα το 16ο αιώνα είναι η ίδια που σήμερα λιθοβολείται δημόσια ως ταραχοποιό στοιχείο, γιατί κάπνισε, γιατί φίλησε, γιατί δε φόρεσε το χιτζάμπ της σωστά. Τα βλέμματα του όχλου τότε και τώρα είναι τα ίδια, βλέμματα ύαινας, χειρότερα, η ύαινα θέλει να ζήσει, αυτοί όλοι τι; Θέλω να φύγω απ’ αυτό το μέρος, να βγω στην επιφάνεια του δρόμου μα κάτι με κρατάει. Δεν είναι ηδονοβλεψία, είναι φόβος.

«Η εμπιστοσύνη στον κόσμο κλονίζεται από το πρώτο χτύπημα», γράφει ο Αμερί. «Ο άλλος, απέναντι στον οποίο υφίσταμαι στον κόσμο, και με τον οποίο μπορώ να συνυπάρξω μόνο όσο δεν παραβιάζει τα σύνορα της επιδερμίδας μου, έρχεται με το πρώτο χτύπημα να μου επιβάλει τη δική του σωματική υπόσταση και να ανοσιουργήσει εις βάρος μου. Μας σπάει τα δόντια και μας λιανίζει το πρόσωπο, κι εμείς εξαναγκαζόμαστε να υπομείνουμε ανυπεράσπιστοι τις ορέξεις του πρώην συνανθρώπου και νυν αντι-ανθρώπου. Τη στιγμή που παύουμε να ελπίζουμε σε οποιαδήποτε βοήθεια, η παραβίαση της σωματικής μας οντότητας από τον άλλον μετατρέπεται σε υπαρξιακό μηδενισμό

Τα βασανιστήρια ανθρώπου από άνθρωπο, και ζώου από άνθρωπο όμως, δεν ξέρω πότε άρχισαν. Οι χριστιανοί βασανίστηκαν, βασάνισαν, ομοίως οι περισσότερες θρησκείες, βασανίστηκαν στοχαστές, επιστήμονες που είπαν πως η γη γυρίζει, βασανίστηκε ο Τζορντάνο Μπρούνο, οι “μάγισσες” και οι γάτες, βασανίστηκαν άνθρωποι άλλου χρώματος, άνθρωποι στο Βιετνάμ, στην Αλγερία, στη Ρωσία, στην Ελλάδα, στον Καναδά, στη Λατινική Αμερική, βασανίστηκαν ιδεολογικοί αντίπαλοι, βασανίστηκαν άνθρωποι για να αποδείξει ο Χίτλερ πως “κατάφερε να εξαλείψει τον οίκτο”.

«Ξημέρωσε. Πρώτη αίσθηση του χώρου. Δυνατός ήλιος. Εγώ πεσμένος στο πάτωμα. Κάποιος μού ‘τριβε το κεφάλι σε κάτι λάσπες. Ξερατά. Μου έκρυβε το κεφάλι πάνω στους εμετούς. Με συμβούλευε: «Φάε γουρούνι, φάε, γκρου γκρου γκρου.» Είχα κάνει εμετό. Ποιος ξέρει πότε. Πόση ώρα με χτυπάγανε. Πρέπει να υπολογίσω. Υπολογίζω. Τρεις ώρες, μόνο. Τι απέραντος χρόνος μπορεί να ‘ναι τρεις ώρες.[…] Το ρεύμα διέρχεται τον ανθρώπινο οργανισμό σε συνεχή κύματα. Νομίζεις πως τα κόκαλά σου, η σάρκα σου, τα νεύρα σου είναι λαστιχένια και κυματίζουν όπως ένα χαλί που το τινάζεις από το μπαλκόνι. Το στόμα σου, η γλώσσα σου, γίνεται σα χαλκός και είναι λιγάκι αλμυρό, το στομάχι σου, τα άντερά σου και τα γεννητικά όργανα γίνονται μια ενότητα συμπαγής, σιδερένια που σε τσιμπάει σα να’ χει καρφίτσες. Κάθε τόσο ο ένας κοίταζε την καρδιά. Νομίζω πως, άμα δούνε πως η καρδιά είναι γερή, δυναμώνουν την ένταση. Η διαφορά με τη φάλαγγα είναι πως εκεί, όσο περνάει η ώρα αρχίζεις να νιώθεις πως κάποτε θα τελειώσει, θα λιποθυμήσεις. Εδώ όσο περισσότερες εκκενώσεις δέχεσαι, τόσο αυξάνει η ζωτικότητά σου και γίνεται πιο αφόρητο. Τα μάτια σου τρέχουνε, η μύτη σου τρέχει και τα νιώθεις μολυβένια. Το στόμα σου γεμίζει σάλια. Πετάγεσαι πολύ δυνατά. Κάθε φορά ακούς τα λουριά να τρίζουν. Μόλις σταμάτησαν χάθηκα.» Γράφει ο Περικλής Κοροβέσης στους Ανθρωποφύλακες.

Museo della tortura. Υπάρχουν τέτοια μουσεία και στη Μάλτα, στο Άμστερνταμ, στο Λος Άντζελες, στην Πράγα… Tortum σημαίνει βασανιστήριο, και βγαίνει από το λατινικό Torquere που σημαίνει στρεβλώνω. Σώματα στρεβλωμένα, εξαρθρωμένα, η ανθρωπιά εξαρθρωμένη, για μια απόσπαση πληροφορίας, για μια συναίνεση, για μια τιμωρία σε όσους δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις. Ίσως και για τίποτα. Για ένα θεό, για μια ιδέα; Για τίποτα…

Όποιος βασανίστηκε παραμένει βασανισμένος, λέει ο Αμερί, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1978. Όποιος βασανίστηκε παραμένει βασανισμένος. Όποιος βασάνισε;

Υπάρχουν, πιστεύω, άνθρωποι που βρέθηκαν στο σημείο και τη στιγμή αλλά δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν κραυγές και ουρλιαχτά, δεν άντεξαν την ευθύνη κατάρρευσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί υπάρχει η επιλογή. Αυτή είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα που αλλάζει τον κόσμο. Αυτό πάω να βρω έξω, στην επιφάνεια. Εκεί έξω συναντάω και την Κάρμεν Γιάνιες:

Είµαι αυτή που επιµένει να φοράει στο λαιµό της

ένα κολιέ µε πυγολαµπίδες […]

Μια ακόµα ανάµεσα στο πλήθος

ψάχνοντας τη γωνιά κάτω απ το κυπαρίσσι

ή την αρµονική συγχορδία των κυµάτων […]

Αυτή είµαι.

Μια µικρή φλόγα κάτω απ το µανίκι

του τυφλού γείτονα.

 

Πηγές

  1. Πέρα από την Ανοχή και την Εξιλέωση, Ζαν Αμερί, μτφρ. Γ. Καλιφατίδης, εκδ. Άγρα
  2. Η τρέλα του Πινοσέτ, Λουίς Σεπούλβεδα, μτφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Όπερα
  3. Ανθρωποφύλακες, Περικλής Κοροβέσης, Εκδόσεις των Συναδέλφων
  4. Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες, Νίτσα Γαβριηλίδου
  5. https://www.ispania.gr/eidhseis/politistikes/4058-carmen-yanez

Οι φωτογραφίες είναι από το Μουσείο Βασανιστηρίων της Σιένας.

Δείτε

  1. Μια νύχτα δώδεκα χρόνια του Álvaro Brechner
  2. Migas de Pan (ελληνικός τίτλος: ψίχουλα) της Manane Rodríguez

 

Αφήστε ένα σχόλιο

20 − nineteen =