Ναι, αλλά η πόλη; Το μέρος δηλαδή που έχει ζωή;

0

Της Γεωργίας Κανελλοπούλου

[Ο Αλμπέρ είναι ταξιτζής, που ενώ πολύ του αρέσουν τα ταξίδια, δεν έχει πάει πουθενά έξω απ’ το Παρίσι. Έτσι, πηγαίνει συχνά στο αεροδρόμιο ώστε όταν παίρνει πελάτη να τον ρωτάει λεπτομέρειες για την πόλη του, πού βγαίνουν, τι ποτά πίνουν και πού, τι καιρό κάνει, μέχρι ποια ώρα έχει λεωφορείο, αν έχουν φαρδιά πεζοδρόμια ή πάρκα για βόλτες, αν φιλιούνται στα παγκάκια, ποια ταβέρνα θα σύστηνε, τέτοια πράγματα. Ο Αλμπέρ δε ρωτάει ποτέ για χώρες, οι χώρες είναι βλακείες κατασκευασμένες σ’ ένα χαρτί, λέει. Ενώ οι πόλεις… οι πόλεις είναι αληθινές, είναι εκεί που ζούμε.]

Περί το 1925 ο Φρανς Μαζερέελ έφτιαξε 100 χαρακτικά που συνιστούσαν μια ενότητα, ένα βιβλίο χωρίς λέξεις, που το ονόμασε Πόλη. Η Πόλη του Μαζερέελ είναι το Βερολίνο της ταραγμένης δημοκρατίας της Βαϊμάρης αλλά και το Παρίσι των 20s μετά την μπελ επόκ του, είναι η Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ και οι καρικατούρες του Τζορτζ Γκρος, είναι ένα χρονικό του Γιόζεφ Ροτ και μια παράσταση σε underground θεατράκι. Η Πόλη του Μαζερέελ είναι εκεί όπου οι άνθρωποι το πρωί πνίγονται από τη μουτζούρα και το βράδυ ερωτεύονται, εκεί όπου ανοίγει μια βιβλιοθήκη και σουλατσέρνει μια γάτα, η Πόλη είναι ο φτωχός που κάθεται στο πεζούλι κι ο πλούσιος που θέλει ν’ αγοράσει ακριβό δώρο στη φιλενάδα του, είναι εκείνοι που βιάζονται να προλάβουν το τρένο κι εκείνοι που καυγαδίζουν στο μπαρ. Η Πόλη του Μαζερέελ, σαν τους στίχους του Ουόλτ Ουίτμαν, είναι μια Δημοκρατία της φαντασίας, είπε ο φίλος του, ο Στέφαν Τσβάιχ, “ένα αθάνατο μνημείο της σύγχρονης μεγαλούπολης με τα ατέλειωτα πλήθη των ανθρώπων, τις αναρίθμητες μοίρες τους και το πανδαιμόνιο των παθών τους, με τις τραγικές αντιθέσεις μεταξύ πολυτέλειας και αθλιότητας, υπερβολής και στέρησης που χαρακτηρίζουν την καθημερινότητά της”.

Έτσι είναι πάντα οι πόλεις· κουβάρια αντιθέσεων. Τη μια στιγμή πεδίο άσκησης μιας πνιγηρής εξουσίας και την άλλη πλατείες, πεζοδρόμια και καφενεία όπου όλα είναι δυνατόν να συμβούν ανά πάσα στιγμή. Ανοίγεις το παράθυρο και στο δρόμο ένα ζευγαράκι περνάει τρέχοντας, τρέχουν αγκαλιασμένοι, το καταφέρνουν. Ένας μικρός πετάει τα σκουπίδια, και ο σκύλος μιας κυρίας κάνει την ανάγκη του σε μια ρόδα παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Κάπου γίνεται μια διαδήλωση, ακούς (ή φωνάζεις) τα συνθήματα, σε λίγο θα ακουστούν οι κρότοι των δακρυγόνων.

Κάπου διάβασα πως οι διαδηλώσεις και τα καρναβάλια είναι κάτι σαν φεστιβάλ των καταπιεσμένων της πόλης, ο ενθουσιασμός ξεχειλίζει, οι άνθρωποι κινούνται σαν μέσα σε τρελό όνειρο, η αδρεναλίνη της πόλης απελευθερώνεται.

Με τις διαδηλώσεις και τα καρναβάλια ξανακερδίζουν οι κάτοικοι τους δρόμους από αυτοκίνητα, φανάρια, λαϊκές αγορές, τραπεζοκαθίσματα, ομάδες δέλτα, βιαστικά στελέχη επιχειρήσεων, θαμώνες γιγαντιαίων εμπορικών κέντρων.

Όταν κατηφορίζεις την άδεια Πανεπιστημίου μετά από διαδήλωση, και περπατάς χωρίς βιασύνη στη μέση της λεωφόρου με γνωστούς και άγνωστους, εκεί έχεις κερδίσει την πόλη, ανασαίνεις καλύτερα κι ας ξέρεις πως είναι παροδικό. Γιατί στις μεν διαδηλώσεις η εξουσία θυμώνει και ξεσπάει, στα δε καρναβάλια καταπιέζει τη δυσφορία της: άστους να ζήσουν την ψευδαίσθηση τους, από αύριο η πόλη θα είναι ξανά κουρδισμένη στον δικό μας ρυθμό –σκέφτεται– η ανιαρή, καθημερινή ομοιομορφία θα προστατευτεί.

Η πόλη είναι φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων, φτιαγμένη από επιθυμίες και φόβους, έρωτες χαραγμένους στα παγκάκια, και την ίδια στιγμή πλήξη μέσα σ’ ένα θλιβερό τοσοδά διαμέρισμα – αλίμονο στην πόλη που δεν έχει πίσω από τα σπουδαία αρχιτεκτονήματά της μερικά κιτς χρώματα κι αρώματα, άρρωστη λόγω ομοιομορφίας. Η πόλη κάθε μέρα ξυπνάει διαφορετική, κι ας φαίνεται ίδια στον υπάλληλο που ξεκινάει για τη δουλειά με το πρώτο λεωφορείο.

Μπορεί να είναι μια στιγμή δυστυχίας που κάπου στο βάθος της κρύβει μια ευτυχία, είναι μια μπάμπουσκα συναισθημάτων και καταστάσεων, και μαζί ένα πεδίο διαρκών διαπραγματεύσεων και συγκρούσεων ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, ανάμεσα σε πολιτικές απόψεις, ανάμεσα σε γνώμες για το ποια μνήμη πρέπει να σωθεί και ποια να σβήσει. Η πόλη είναι η ιδιωτικότητα και ταυτόχρονα ο δημόσιος χώρος, εκεί που το άτομο συναντά αγνώστους, αγίους, ήρωες, πότες, ζητιάνους, κλέφτες κι αστυνόμους, και αυτό, όσο δεν αφήνεται να περάσει το όριο της παρακμής και του εκφυλισμού, όσο δηλαδή δεν καθιστά εισβολή, είναι ομορφιά, σαν να λέμε κοινωνία, σαν να λέμε ανθρωπινότητα.

Η πόλη στέκεται στον αντίποδα των παραισθησιογόνων εικόνων των media, είναι ζωή. Ο Ίταλο Καλβίνο, που όλα τα έχει πει στις Αόρατες πόλεις του, και κάθε φορά που τις διαβάζεις βρίσκεις πως είναι διαφορετικές, και αναρωτιέσαι αν άλλαξαν αυτές ή εσύ, λέει για μια απ’ αυτές (ή για όλες;):

  • Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που συναντάς “Για την Πενθεσίλεια;” κάνουν ένα νεύμα που δεν ξέρεις αν σημαίνει “Εδώ” ή “Παραπέρα” ή “Κάπου εδώ γύρω”.
  • Η πόλη; επιμένεις να ρωτάς.
  • Εδώ ερχόμαστε κάθε πρωί για να δουλέψουμε, σου απαντούν μερικοί, ενώ κάποιοι άλλοι “Εδώ επιστρέφουμε για να κοιμηθούμε”.
  • Ναι, αλλά η πόλη, το μέρος δηλαδή εκείνο που έχει ζωή; ρωτάς.

Αλλά όπως ο Καλβίνο διαμορφώνει τις πόλεις του, έτσι κι εμείς πρέπει να καταφέρουμε να διαμορφώσουμε τις δικές μας.

Αν δεχτούμε πως η Πόλη είναι πάνω απ’ όλα μια «ηθική ένωση πολιτών», όπως έλεγε ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, τότε το τι θα πρέπει να είναι η πόλη και όχι απλώς το τι είναι σε μία δεδομένη στιγμή, το πώς θέλουμε να ζούμε, αλλά και το τι θέλουμε να θυμόμαστε και πώς, είναι δική μας δουλειά, δική μας ευθύνη, γι’ αυτό θα πρέπει κάποτε να βγουν τα όνειρά μας στις μεγάλες λεωφόρους, δεν κλείνεται σε κάλπες η Πόλη. Το λέει ο ποιητής:

Αυτή η πόλη είσαι εσύ / άλλαξε λοιπόν, ν’ αλλάξει / βγες επιτέλους στη μεγάλη λεωφόρο / μ’ ένα όνειρο στο μέτωπο / έτοιμος για να καείς.

 

Πηγές:

  1. Ο Αλμπέρ είναι πρόσωπο λογοτεχνικό, από το βιβλίο Το θεώρημα του παπαγάλου (μτφρ. Τ. Μιχαηλίδη, εκδ. Κέδρος)
  2. Η πόλη, Φρανς Μαζερέελ (μτφρ. Μ. Αγγελίδου, εκδ. Άγρα). Όλες οι εικόνες είναι χαρακτικά από την Πόλη.
  3. Αόρατες πόλεις, Ίταλο Καλβίνο (μτφρ. Α. Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη)
  4. Τα όρια της πόλης, Μάρεϊ Μπούκτσιν (μτφρ. Γ. Γκλαρνέτατζη, εκδ. Παρατηρητής)
  5. Άρθρο «Το δικαίωμα στην πόλη» του John Friedmann, 1ο τεύχος του «Κοινωνία και φύση», Μάιος – Αύγουστος ‘92.
  6. Οι στίχοι στο τέλος του κειμένου είναι από το ποίημα «Σ’ αυτή την πόλη», του Γιάννη Ποταμιάνου.

Αφήστε ένα σχόλιο

five × 3 =