του Αλέξανδρου Σχισμένου
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Μακρόν υπήρξε βοηθός του Πώλ Ρικέρ [Paul Ricoeur] από το 1999 μέχρι τον θάνατό του φιλοσόφου το 2005. Λίγοι όμως στην Ελλάδα παρακολούθησαν τη συζήτηση που είχε διεξαχθεί μεταξύ των φιλοσόφων της Γαλλίας έπειτα από την πρώτη εκλογή του Μακρόν στην Προεδρία της Γαλλίας τη 14η Μαΐου 2017.
Ο ιστορικός της φιλοσοφίας Φρανσουά Ντος [François Dosse], που έχει γράψει μία σειρά από φιλοσοφικές βιογραφίες σημαίνοντων Γάλλων φιλοσόφων, μεταξύ αυτών και του Καστοριάδη, και υπήρξε ο επίσημος βιογράφος του Ρικέρ, ήταν ο πρώτος που, ενθουσιωδώς, βιάστηκε να οικειοποιηθεί την εκλογική νίκη του Μακρόν στο όνομα της ρικεριανής σκέψης. Την 1η Οκτωβρίου 2017, λίγους μήνες μετά τις εκλογές, οι βιτρίνες των γαλλικών βιβλιοπωλείων γέμισαν με το φρέσκο βιβλίο του Le Philosophe et le president.
Ο Ντος βεβαίως είχε δικαίωμα να είναι ο πρώτος που θα γράψει για τη σχέση των δύο ανδρών, καθώς ο ίδιος ήταν αυτός που, το 1999, είχε συστήσει τον νεαρό φοιτητή Μακρόν στον γηραιό, 86 ετών, φιλόσοφο Ρικέρ, όταν ο τελευταίος αναζητούσε βοηθό για τη συγγραφή του έργου του La mémoire, l‘histoire, l‘oubli, που εκδόθηκε το 2000.
Ο Μακρόν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις επαφές, αλλά και το κύρος που του έδινε η γνωριμία του με τον διάσημο φιλόσοφο, ιδίως έπειτα από τον θάνατο του τελευταίου.
«Ήταν ο Ρικέρ που με ώθησε στην πολιτική, επειδή ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα», δήλωσε τον Ιούλιο του 2015, δύο χρόνια πριν την κατάκτηση της Προεδρίας.
Σύμφωνα με τον Ντος, ο Ρικέρ είχε μοιραστεί με τον Μακρόν την απογοήτευσή του και ίσως την ενοχή του για τη στάση του κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’68, όταν ήταν κοσμήτορας στη Ναντέρ μα δεν είχε τολμήσει “να μιλήσει, να προβεί σε διαβεβαιώσεις.” Ο Ρικέρ είχε διατελέσει κοσμήτορας στη Ναντέρ κατά τη διάρκεια του Μάη του ’68 και είχε αποκηρυχθεί από τους φοιτητές ως όργανο της κυβέρνησης και γερο-κλόουν [vieux clown]. Ο Ντος στήριξε καταρχάς το αφήγημα του Μακρόν, περιγράφοντας με ενθουσιώδη λόγια την ιστορική συνάντηση για την οποία ήταν προσωπικά υπεύθυνος.
Αντιθέτως, άλλοι δεν ήταν τόσο ενθουσιώδεις. Ο Etienne Balibar δήλωσε ότι έχει «απωθήσει στο ασυνείδητο» την επόπτευση της μεταπτυχιακής διπλωματικής του Μακρόν στην οποία είχε, φημολογουμένως, εμπλακεί.
«Με τον Ricoeur, ξέρουμε ότι το καινούργιο δεν είναι απαραίτητα καινούργιο. Αυτό είναι ίσως το πιο ρικερικό πράγμα για τον Μακρόν», είχε σημειώσει ο κοινωνιολόγος Christophe Courtin.
Μα τι σημαίνει αυτό; Όπως γνωρίζουμε και από τον διάλογο του Ρικέρ με τον Καστοριάδη, ο Ρικέρ αρνείται την ex nihilo δημιουργία, ενώ δέχεται την φαντασιακή ικανότητα του ανθρώπου, όχι όμως ως δημιουργική αλλά παραγωγική και ερμηνευτική. Εκδηλώνεται κυρίως γλωσσικά στη μεταφορά. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι μια σημαντική διαφορά με τον Καστοριάδη που ερείδεται και στο γεγονός ότι ο Ρικέρ ήταν χριστιανός, άρα αναγνωρίζει έναν υπερβατικό Δημιουργό. Δίνει έτσι έμφαση στη χρονικότητα και την ιστορικότητα ως αφηγηματικότητα, επανερμηνεία διαφορετικών φαντασιακών αφηγήσεων και όχι ως ριζική κοινωνική αναδημιουργία θεσμών. Εξίσου, ακολουθώντας την Άρεντ τονίζει την παράδοση της αυθεντίας, δίνοντας έμφαση στην ανάγκη της θεσμικής διάρκειας στην έντασή της ενάντια στον καιρό του κοινωνικού μετασχηματισμό. Έτσι δίνει βάρος στην δυαδική όψη της ιδεολογίας στην κοινωνική πραγματικότητα, θετικά ως στήριγμα της ταυτότητας και αρνητικά ως εμπόδιο της καινοτομίας, αφηγηματική ταυτότητα και πλαισιοθέτηση που αναγνωρίζουν την εμμενή κοινωνικο-ιστορική ετερότητα, την ουτοπία, στην οποία αντιδρούν. Ο Καστοριάδης, ας πούμε εν συντομία, θεωρούσε παραπλανητική την έννοια της ουτοπίας, διότι εξ ορισμού σημαίνει το μη πραγματοποιήσιμο και προτιμούσε την έννοια του προτάγματος.
Μα είναι ο Ρικέρ υπεύθυνος για την πολιτική του Μακρόν; Η γαλλική κοινωνία ενδιαφέρεται για τέτοια ερωτήματα και έτσι, λίγους μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου του Ντος, την 1η Δεκεμβρίου 2017, η εφημερίδα L’Humanite αποφάσισε να διοργανώσει έναν κύκλο συζητήσεων.
Ο Ντος είχε την ευκαιρία να εκθέσει την άποψή του σε ένα ευρύτερο κοινό.
«Ας θυμηθούμε ότι ο Macron βοήθησε τον Ricoeur να ολοκληρώσει το La mémoire, l’histoire, l’oubli.. Αντλούσε από αυτήν την ιδέα μιας μεταβαλλόμενης εθνικής ταυτότητας, όχι αιώνιας, αρχαίας, αλλά πάντα σε μεταμόρφωση σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες αυτού που ο Ricoeur αποκαλεί “αφηγηματική ταυτότητα”, πάντα εκτεθειμένης στην ετερότητα και στις αλλαγές του χρόνου. Ένα άλλο μείζον θέμα είναι αυτό του ικανού ανθρώπου, της αναγκαίας άρθρωσης μεταξύ του λέγειν και του πράττειν, της ικανότητας, μιας αισιόδοξης αντίληψης που αρνείται να αφήσει τον εαυτό της να παγιδευτεί στον παρακμιακό χαρακτήρα, στην απόσυρση και στην παρακμή. Ας θυμηθούμε ότι ο Ricoeur υπερασπίστηκε τη διατριβή του το 1950 με θέμα τη βούληση, ένα θέμα που επανέρχεται σαν leitmotif στον Macron.»
Βλέπουμε ήδη τα στοιχεία μιας απόπειρας να στηθεί μια ιδεολογία του Μακρονισμού βασισμένη στην φιλοσοφική παράδοση του Ρικέρ.
Ο Michaël Fœssel διαμαρτυρήθηκε: «Δεν βλέπω με ποια έννοια ένας πολιτικός ηγέτης θα μπορούσε να είναι ο διάδοχος ενός φιλοσόφου. Καμία φιλοσοφία δεν προορίζεται να εφαρμοστεί απλά και μόνο με προγραμματικό τρόπο.»
Όπως γνωρίζουν οι μελετητές του Μαρξ, υπάρχει πικρή ιστορική πείρα για την αλήθεια του ισχυρισμού του.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε η παρέμβαση του Olivier Abel, καθηγητή φιλοσοφίας στο Προτεσταντικό Ινστιτούτο του Μονπελιέ, και γνώστη της χριστιανικής διάστασης της Ρικεριανής φιλοσοφίας που έγραψε ένα εκτενές άρθρο σχετικά.
Παραθέτουμε λίγες παραγράφους σε μετάφραση:
«Ας επιστρέψουμε σε αυτό που είπε ο Εμανουέλ Μακρόν το 2015: “Πιστεύω σε πολιτική ιδεολογία. Η ιδεολογία είναι μια διανοητική κατασκευή που φωτίζει την πραγματικότητα δίνοντάς της ένα νόημα και η οποία δίνει έτσι μια κατεύθυνση στη δράση σας. Είναι ένα έργο τυποποίησης της πραγματικότητας. Το πολιτικό ζώο χρειάζεται να δώσει νόημα στη δράση του. Αυτή η ιδεολογία πρέπει να είναι εγκλωβισμένη σε μια συλλογιστική τεχνική, να αντιμετωπίζει διαρκώς την πραγματικότητα, να προσαρμόζεται, να επανεξετάζει διαρκώς τις αρχές της.” […]
Μήπως εμπνέεται από τον Ricoeur εδώ; Τον έχει διαβάσει; Αυτό θα το πει ο ίδιος, αλλά είναι βέβαιο ότι, στο έργο του για την κοινωνική και πολιτική φαντασία, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Ricoeur, αναγνώστης του Karl Mannheim (1893-1947), επέμενε σε αυτό: “Μια κοινωνική ομάδα χωρίς ιδεολογία και χωρίς ουτοπία θα ήταν χωρίς σχέδιο, χωρίς απόσταση από τον εαυτό της, χωρίς αυτό-αναπαράσταση. Θα ήταν μια κοινωνία χωρίς συνολικό σχέδιο, αφημένη σε μια ιστορία κατακερματισμένη σε γεγονότα που είναι όλα ίσα και επομένως ασήμαντα”. Και, στο κείμενό του με θέμα “Ιδεολογία και ουτοπία, δύο μορφές του κοινωνικού φαντασιακού”, έγραφε: “Κάθε ομάδα που κατέχει, εννοώ στέκεται, αποκτά συνοχή και μονιμότητα, χάρη στη σταθερή και διαρκή εικόνα που δίνει στον εαυτό της. Αυτή η σταθερή και διαρκής εικόνα εκφράζει το βαθύτερο επίπεδο της ιδεολογικού φαινομένου.”
Ωστόσο, υπάρχει επίσης μια διαφορά μεταξύ του Εμμανουέλ Μακρόν και του Πωλ Ρικέρ από αυτή την άποψη, δηλαδή ότι ο πρώτος αντιλαμβάνεται την ιδεολογία μόνο με θετικό τρόπο ως λόγο νομιμοποίησης και ενσωμάτωσης που φέρνει την κοινότητα σε συναίνεση. Ωστόσο, ο Ricoeur, επίσης προσεκτικός στην αποκρύπτουσα διάσταση της ιδεολογίας, αντισταθμίζει την ιδεολογία με την ουτοπία, ως ικανότητα αποδόμησης των πλαισίων του κόσμου μας και εξερεύνησης του δυνατού. “Ξεκινώντας από την έννοια της μη-συμφωνίας του Mannheim, είναι δυνατόν να οικοδομήσουμε μαζί την ενοποιητική λειτουργία της ιδεολογίας και την ανατρεπτική λειτουργία της ουτοπίας”. Είναι σαν ο Μακρόν να βλέπει μόνο τις θετικές πλευρές της ιδεολογίας και τις επικίνδυνες και διεστραμμένες πλευρές της ουτοπίας, την “τρελή λογική του όλα ή τίποτα” για την οποία μιλάει ο Ricoeur, χωρίς να χωρίς να μετρήσει τη σημασία της κριτικής και προοπτικής λειτουργίας της. […]
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι ο Ricoeur διατήρησε πάντα, από την αποτυχία της μη βίαιης προπολεμικής του προκατάληψης, την οξεία επίγνωση ότι, στην πολιτική, όπως και αλλού, μπορεί κανείς να κάνει λάθη – όπως έγραψε στα σημειωματάρια της αιχμαλωσίας του, το 1942. Αυτή είναι η κεντρική κατηγορία της λανθασμένης συνείδησης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μυθοπλασία: “Ο καλλιτέχνης είναι λοιπόν στην πολιτιστική σφαίρα ό,τι είναι ο μη βίαιος στην πολιτική σφαίρα: είναι “άκαιρος”- παίρνει τα μεγαλύτερα ρίσκα, γιατί ποτέ δεν ξέρει αν χτίζει ή αν καταστρέφει- αν δεν καταστρέφει όταν νομίζει ότι χτίζει- αν δεν χτίζει όταν νομίζει ότι καταστρέφει- αν δεν φυτεύει όταν θα ήταν απαραίτητο να ξεριζώσει, αν δεν ξεριζώνει όταν θα ήταν η ώρα να φυτέψει”. Αλλά αυτό συνεπάγεται επίσης, μακριά από μια αντίληψη απόλυτης χειραφέτησης, απόλυτου ανοίγματος, μια όχι λιγότερο οξεία αίσθηση “της στενότητας κάθε άποψης”. Ο Ricoeur δεν έπαψε ποτέ να μας υπενθυμίζει ότι δεν επιλέγουμε το σημείο εκκίνησης: “Ανήκω στον πολιτισμό μου όπως είμαι δεμένος με το σώμα μου. Βρίσκομαι σε μια κατάσταση πολιτισμού και δεν εξαρτάται από μένα να έχω μια άλλη ιστορία, όπως δεν εξαρτάται από μένα να έχω ένα άλλο σώμα”.»
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχουν στοιχεία, ακριβώς τα συντηρητικά στοιχεία της ερμηνευτικής προοπτικής, η βαθιά καχυποψία απέναντι στην ανθρώπινη αυτονομία και την κοινωνική αυτενέργεια. Μα, αν για τον Ρικέρ αυτά τα στοιχεία τον οδήγησαν σε μία στάση ατολμίας και πολιτικής απόσυρσης που κατέληξε σε μια σκιά προσωπικής απογοήτευσης, όπως αφηγείται ο Ντος, για τον Μακρόν, που ενεπλάκη στην καθεστωτική πολιτική με τους όρους της κυριαρχίας, τα ίδια στοιχεία έγιναν επιθετικά όπλα.
Η «αφηγηματική ταυτότητα» συνεπλάκη με την «εθνική ταυτότητα» στις προεκλογικές καμπάνιες και, μετά την κατάκτηση της ανώτατης πολιτικής εξουσίας, η πίστη στην «παράδοση της αυθεντίας», η αριστοτεχνία στην διαχείριση εύπλαστων «αφηγήσεων», η προβολή του προτύπου του «ικανού άνδρα» ως μονοπρόσωπου κυβερνήτη με αποχρώσεις του Πλατωνικού φιλοσόφου – βασιλέα, η περιφρόνηση και απαξίωση των κοινωνικών κινημάτων, των ακομμάτιστων συνδικάτων και των αμεσοδημοκρατικών διαδηλώσεων ως «ουτοπικών» έως «αφελών», έχουν γίνει τα θεμελιώδη γνωρίσματα του Μακρονισμού.
Μιας νέας ιδεολογίας του καθεστώτος ως «αριστείας» που στηρίζεται σε ύμνους γνωστών διανοουμένων και παρουσιάζεται ως συνεργία της πνευματικής και πολιτικής ελίτ ενώ πρόκειται για ένα ακόμη κενό αφήγημα δικαίωσης του φιλελεύθερου γραφειοκρατικού καπιταλισμού. Μιας ιδεολογίας εφήμερης, η οποία τρίζει κάτω από τα εξεγερτικά κινήματα της γαλλικής κοινωνίας, που ξεφουσκώνει μπροστά στα Κίτρινα Γιλέκα, αλλά εξαπλώνεται δίχως βάθος, όπως η μούχλα, όπως φαίνεται και από το επαρχιώτικο κακέκτυπό της στην Ελλάδα με το κυβερνητικό αφήγημα της “Αριστείας.”
Μα, για να επανέλθουμε, είναι υπεύθυνος πραγματικά ο Ρικέρ;
Καλύτερος από εμένα για να απαντήσει στο ερώτημα είναι ο ίδιος ο Ντος, ο οποίος είδε τις ελπίδες του να διαψεύδονται, την κληρονομιά του Ρικέρ να στιγματίζεται, τα όνειρά του να πολτοποιούνται. Αλλά επειδή δεν είναι μανδαρίνος όπως κάποιοι Έλληνες καθηγητές φιλοσοφίας, που δέχονται τη στήριξη του Μητσοτάκη και της Αστυνομίας ενάντια στους φοιτητές τους, δεν άντεξε να σιωπά.
Στις 3 Δεκεμβρίου 2019, βλέποντας την πολιτική του Μακρόν δημοσίευσε άρθρο στη Le Monde.
«Αγαπητέ Εμμανουέλ,
Αν σηκώνω σήμερα την πένα μου, είναι επειδή δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις τελευταίες δηλώσεις σας σχετικά με την ανάγκη εθνικής συζήτησης για τη μετανάστευση και με τον πολιτικό προσανατολισμό που ακολουθεί η κυβέρνησή σας στον τομέα αυτό. Ο στιγματισμός του μεταναστευτικού πληθυσμού ως πηγής των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η γαλλική κοινωνία, ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα των ηθικών και πολιτικών θέσεων του Ricœur που ισχυριστήκατε, αποτελεί για μένα μια στιγμή μεγάλης ρήξης.
Υπενθυμίζω τις ηθικές θέσεις του Paul Ricœur.Δεν πρόκειται για την υπεράσπιση της στάσης της όμορφης ψυχής που αγωνιά να μη συμβιβαστεί με τον πραγματισμό της καθημερινής ζωής, αλλά για την ανάκληση των ηθικών θέσεων του Ricœur που θα έπρεπε να εμπνέουν μια δίκαιη μεταναστευτική πολιτική. Πρώτα απ’ όλα, επιβεβαιώνει την άυλη αρχή της φιλοξενίας. Ως γνωστόν, στο τέλος της ζωής του, ο Ricœur προώθησε το παράδειγμα της μετάφρασης υποστηρίζοντας, όπως και ο Jacques Derrida, την αρετή της φιλοξενίας, τη “γλωσσική φιλοξενία”, όπου “η ευχαρίστηση του να ζεις τη γλώσσα του άλλου αντισταθμίζεται από την ευχαρίστηση του να δέχεσαι στο σπίτι σου (…) τον λόγο του ξένου”.
Σας θυμίζω ότι ο Ricœur […] ασχολήθηκε τη δεκαετία του 1990 με τους μετανάστες χωρίς χαρτιά. Την άνοιξη του 1996, με τη μεγαλύτερη εχεμύθεια, παρενέβη ως μεσολαβητής στους 300 ανθρώπους χωρίς χαρτιά από το Μάλι [οι οποίοι, από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο του 1996, είχαν καταλάβει την εκκλησία Saint-Bernard, στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού, υποστηριζόμενοι από πολλές προσωπικότητες]. Παρών στις πολλές συναντήσεις διαβούλευσης που έγιναν στα υπόστεγα, προσπάθησε, μαζί με άλλους, να βρει μια λύση. Σε αυτή την κινητοποίηση, ο Ricœur ήταν σε αρμονία με την πνευματική του οικογένεια. [….]
Οι απαράδεκτες ομιλίες σας και τα μέτρα για τη μετανάστευση είναι μια ανεύθυνη δεξιά παρέκκλιση σε ένα επιβλαβές κλίμα όπου ο εθνικολαϊκισμός εξαπλώνεται επικίνδυνα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αφού απομύζησατε την αριστερά και τη δεξιά, θέλετε να πάρετε τους ψήφους [της ακροδεξιάς] του Εθνικού Συναγερμού.»
Θα έπρεπε όλοι οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι να αναστοχαστούν και να διδαχτούν από την περιπέτεια του Ντός. Θα ήταν τουλάχιστον υποχρέωσή τους απέναντι στον κοινωνικό “Άλλο” να αφουγκραστούν, να κατανοήσουν, να αντισταθούν μαζί του στην καταπίεση και τον αποκλεισμό, να ενισχύσουν τη δημιουργική διάσταση του κοινωνικού φαντασιακού.
Μα να ζητείς τέτοια αξιοπρέπεια είναι μια ακόμη ουτοπία, όπως δείχνει η ιδεολογία που ζητεί να εκλογικεύσει την διάσταση μεταξύ πράξης και λόγου στο σύγχρονο δημόσιο διάλογο. Ο Ρικέρ δεν κινδυνεύει από τον Μακρονισμό. Η ουσιαστική καταδίκη της ιδεολογίας του Μακρονισμού δεν θα έρθει από την πένα του Ντος, ούτε βέβαια κανενός.
Έρχεται από τη Γαλλική κοινωνία, που διαδηλώνει επί εβδομάδες ενάντια στην κρατική αυθαιρεσία, φέρνοντας το πραγματικά καινούργιο.