Αλέξανδρος Σχισμένος
Ενώ περιμένουμε με κομμένη ανάσα την απόφαση του δικαστηρίου για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, πολλά ερωτήματα δείχνουν να έχουν ήδη απαντηθεί, μα ακόμη περισσότερα μένουν αναπάντητα.
Απαντήθηκε το ερώτημα του κατά πόσο η ναζιστική συμμορία θα εγκατέλειπε τις εγκληματικές της μεθόδους μετά τη μιντιακή και πολιτική της κανονικοποίηση στις εκλογές του 2012. Όχι μόνο δεν τις εγκατέλειψε αλλά τις κλιμάκωσε σε ένταση, συχνότητα και βία μέχρι που η στυγνή δολοφονία του Παύλου Φύσσα, του πρώτου δολοφονημένου γηγενή, γκρέμισε κάθε αμφιβολία. Κάθε; Όχι, αν κρίνουμε από την εισαγγελική πρόταση που αθωώνει τη δολοφονική οργάνωση για να καταδικάσει μόνο τον δολοφόνο. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα που έλαβε μια απάντηση από την εξέλιξη των γεγονότων.
Απαντήθηκε το ερώτημα του κατά πόσο το θεσμικό δικαστικό καθεστώς και το κράτος θα μπορούσε να στριμώξει τη ναζιστική συμμορία. Εν μέρει, αυτό συνέβη μέσα στον ξεσηκωμό που προκάλεσε η δολοφονία Φύσσα. Μα δεν έχει απαντηθεί ολοκληρωμένα από πλευράς θεσμικής δικαιοσύνης. Η εισαγγελική πρόταση δείχνει πως υπάρχουν παράγοντες που δεν θέλουν να στριμώξουν και πολύ την οργάνωση. Μένει η απόφαση της έδρας να σώσει την τιμή του δικαστηρίου, αναλαμβάνοντας την ιστορική ευθύνη.
Απαντήθηκε, επίσης, το ερώτημα του κατά πόσο το κράτος έχει τη διάθεση από μόνο του να περιορίσει την ακροδεξιά τρομοκρατία. Από ό,τι φαίνεται δεν έχει και πολύ διάθεση. Αντιθέτως, παρ’ όλη τη δικαστική διαδικασία, η Χρυσή Αυγή συνέχισε να είναι εξαιρετικά δημοφιλής στα κατασταλτικά σώματα, αν κρίνουμε από τα εκλογικά ποσοστά του 2015 και τη συνεχιζόμενη συνεργασία και ασυλία.
Αποδείχθηκε ότι μόνο η ενεργή παρουσία του αντιφασιστικού κινήματος μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας πραγματικής ποινικής δίωξης.
Το αντιφασιστικό κίνημα δεν περιορίζεται στην ποινική δίωξη, υπήρξε πριν το δικαστήριο, αγωνιζόταν ενάντια στους ναζιστές από την πρώτη δημόσια εμφάνισή τους στα πεζοδρόμια της δεκαετίας του ’80 και θα αγωνίζεται και μετά την απόφαση. Όμως η ιστορικότητα και η ωριμότητα του αντιφασισμού εκδηλώθηκε έντονα στα χρόνια της δίκης και πολλαπλά, από την παρουσία στον δρόμο με συγκεντρώσεις και αντισυγκεντρώσεις μέχρι την εθελοντική κάλυψη της δίκης από αυτοδιαχεριζόμενα μέσα και εναλλακτικές ομάδες καταγραφής, όπως το jailgoldendawn, το GoldenDawnWatch, το omniatv κ.ά. Αυτή η πολλαπλή παρουσία εμπόδισε κάθε προσπάθεια διάχυσης της ναζιστικής ρητορικής στην κοινωνία.
Αντιθέτως, η πολιτική και η ρητορική του δεξιού κατεστημένου της ΝΔ βοήθησε τη διασπορά των αιτημάτων της ναζιστικής ρητορικής στα γραφεία πολιτικών αποφάσεων. Και η διάδοση του ακροδεξιού λόγου από-τα-πάνω, η μετατροπή των ξενοφοβικών αιτημάτων σε επίσημη πολιτική, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Η εισαγγελική πρόταση σε αυτό το κοινό απευθύνεται· το κοινό που έδωσε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Οπότε το μεγάλο ερώτημα φαίνεται προς ώρας να μένει αναπάντητο. Από πού προέκυψε ο ναζισμός στο ελληνικό κοινοβούλιο τον 21ο αιώνα;
Κι όμως, το ερώτημα είχε ήδη τεθεί από την πραγματικότητα. Η ανατριχίλα που σάρωσε τον τόπο κάτω από τα προβεβλημένα χαμόγελα του φιδιού είναι ένα διαρκές στοιχείο της κατοχικής ατμόσφαιρας της εποχής της κρίσης. Η συναδελφική συνεργασία της Χρυσής Αυγής με τις δυνάμεις καταστολής και η εγκάρδια συνεννόησή της με τις ακροδεξιές παρυφές της Νέας Δημοκρατίας είναι πράγματα γνωστά εδώ και δεκαετίες (θυμίζουμε ότι στις ευρωεκλογές του 2006 η ΝΔ του κεντρώου Καραμανλή χρηματοδοτούσε το προεκλογικό υλικό της ναζιστικής συμμορίας).
Αυτό που υπήρξε καινοφανές είναι η ασυλία που απόλαυσαν οι εθνικοσοσιαλιστές κανίβαλοι, όχι από το συγγενές τους Κράτος (το οποίο, εξάλλου, στήθηκε πάνω στους πυλώνες του εθνικισμού και του αυταρχισμού ήδη από τους κατασκευαστές τους) αλλά από συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας. Αυτή η ασυλία, που δεν κλονίστηκε όσο θα περίμενε κανείς από την δικαστική διαδικασία, είναι που κάνει τον λόγο επί του ναζισμού ξανά επίκαιρο. Και αυτή η ασυλία είναι που δεν μας επιτρέπει να ξεμπερδέψουμε με τους θιασώτες της με απλούς αφορισμούς για την απύθμενη ηλιθιότητα που αυτή η ιδεολογία προϋποθέτει.
Η υποστήριξη που δέχτηκε η Χ.Α. συνεχίζεται με νέες μορφές, με την υποστήριξη μισαλλόδοξων συλλαλητηρίων, όπως για τη Συμφωνία των Πρεσπών, με τη διοργάνωση επιθέσεων ενάντια σε πρόσφυγες, τόσο από-τα-πάνω όσο και από συμμορίες, με την ενίσχυση των παραθρησκευτικών και συνωμοσιολογικών εκδηλώσεων των κορονοηλιθίων και των αρνητών της μάσκας. Το τέρας που εκπροσωπεί η Χ.Α. έχει πολλά πλοκάμια και μορφές.
Είναι γνωστό το ρίζωμα που οι αντιδραστικές εθνικιστικές ιδεοληψίες έχουν σε αυτόν τον τόπο.
Δεν είναι τυχαίο πως το Βασίλειο της Ελλάδας υπήρξε το πρώτο εθνοκράτος που συστάθηκε στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή η χώρα ήταν η μόνη που συνέχισε τον Β΄ Π.Π. επί τρία έτη με τον εμφύλιο και επί δεκαετίες με το τρομο-Κράτος της Δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο πως τα σχολικά εγχειρίδια απηχούν τις πλέον απαρχαιωμένες εθνικιστικές απόψεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Δεν είναι τυχαίο πως ο πατριωτισμός υιοθετήθηκε και από την Αριστερά σε βαθμό πρωτόγνωρο για το ευρωπαϊκό κίνημα. Δεν είναι τυχαίο πως είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που διοργανώνει μαθητικές παρελάσεις.
Όλα αυτά είναι γνωστά συστατικά του νεοελληνικού φαντασιακού που ενσωματώνει παραληρήματα μεγαλείου μαζί με αισθήματα βαθιάς κατωτερότητας σε ένα κακοραμμένο κολάζ φανταστικών απεικονίσεων ενός απωθημένου παρελθόντος. Είναι στοιχεία συγγένειας προς τις άλλες ενσαρκώσεις του μίζερου βαλκανικού εθνικισμού, μπολιασμένα με λαθραναγνώσεις της κλασικής αρχαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας εθνικισμός του κακομοίρη και του αδύναμου, που ανά περιστάσεις προσδένεται στο άρμα του δείνα ή του τάδε αυτοκρατορικού σωβινισμού κάποιας μεγάλης δύναμη για να καταλήξει δωσίλογος και τελικά προδότης της χώρας που υποτίθεται ότι αποκαλεί πατρίδα. Αυτή είναι η γνωστή μας ελληνική Δεξιά και ο εθνικισμός που σήμερα εκφράζεται από την ακροδεξιά μας κυβέρνηση.
Όμως, η Χρυσή Αυγή πάει πολύ παραπέρα. Τα εθνικιστικά στοιχεία που αναπαράγονται σαν θεμελιακά συστατικά της ελληνικής κοινωνίας μέσω της κρατικής εκπαίδευσης και του κυρίαρχου λόγου αποτελούν αναγκαίες μεν αλλά όχι ικανές συνθήκες ανάδυσης του ναζιστικού φαινομένου. Αν τα πρώτα αποτελούν εκφράσεις της αρνητικής ταυτοτικής συγκρότησης της ετερόνομης κοινωνίας μέσα από τον αποκλεισμό της εξωτερικής ετερότητας (που αποτελεί εξάλλου την άλλη πλευρά της θετικής ταυτοτικής συγκρότησης μέσα από τον υπερθεματισμό της εσωτερικής ομοιογένειας) και αρχαϊκές στάσεις έλξης-απώθησης του Ξένου, το ρατσιστικό στοιχείο που ο ναζισμός φέρει ως κυρίαρχη πρόθεση είναι κάτι πιο ριζοσπαστικό.
Ο Ξένος στη ναζιστική κοσμοθεώρηση δεν αποτελεί το εξωτερικό όριο, τη διαφορά, τον Άλλο, που μπορεί να γίνει αντικείμενο προσηλυτισμού, αφομοίωσης ή ενσωμάτωσης. Αποτελεί το σκοτεινό αντεστραμμένο είδωλο του Εαυτού, τον εσωτερικό διαχωρισμό, τον Εχθρό, τον αντίθετο πόλο που οφείλει να γίνει αντικείμενο εξόντωσης. Η ίδια η ύπαρξη του Άλλου ως Εχθρού θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη της κοινότητας ως Εγώ και ως εκ τούτου είναι μία ύπαρξη μη ανεκτή, μία ύπαρξη ως συνθήκη πολέμου.
Συνεπώς, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά που ταυτοποιούν τον Φίλο και τον Εχθρό, που μας διαχωρίζουν από τον απειλητικό ξένο δεν μπορεί να είναι στοιχεία πολιτικά ή πολιτισμικά, στοιχεία επίκτητα, όπως συμβαίνει στο εθνικιστικό πλαίσιο (η γλώσσα ή η θρησκεία, ως παράδειγμα). Οφείλουν να είναι χαρακτηριστικά εγγενή, φυσικά, αναλλοίωτα από οποιαδήποτε μεταστροφή, και εδώ έρχεται η κλίση προς τη φυσιολογία, το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή.
Αν ο εθνικισμός εκφράζεται ως μίσος του άλλου ως ξένου, ο ναζισμός εκφράζεται ως μίσος του άλλου ως εχθρού. Και εδώ, μία ακόμη διαφοροποίηση μπορεί να εντοπιστεί. Το μίσος του άλλου ως ξένου αντανακλά αρνητικά τη θετική επένδυση στον εαυτό την οποία, όμως, προϋποθέτει. Ο αυτοκρατορικός σωβινισμός υποτιμά τον ξένο ως κατώτερο θεμελιώνοντας τη διάκριση σε κάποιου είδους ταυτότητα εγωιστικής υπερηφάνειας. Είναι ψευδοϊστορικός, με την έννοια πως θέτει μία μυθοποιημένη ιστορία σαν αξίωση αυτής της περηφάνιας, κατασκευάζοντας ένα παρελθόν από τις υποτιθέμενες λαμπρές ιστορικές σελίδες. Αν ο ξένος είναι διατεθειμένος να συμμεριστεί αυτό το ψευδές παρελθόν μαζί με την αξίωση ανωτερότητας, μετατρέπεται σε υποτελή ή ακόμη και σύμμαχο, εν πάση περιπτώσει, αναγνωρίζεται.
Το ναζιστικό, όμως, μίσος του άλλου ως εχθρού αντανακλά ένα βαθύτερο μίσος. Είναι το μίσος του άλλου που πηγάζει από το μίσος του εαυτού (βλ. Καστοριάδης «Σκέψεις πάνω στο ρατσισμό»).
Είναι έκφραση της απέχθειας που η ασυνείδητη ψυχή νιώθει απέναντι στον εκκοινωνισμένο εαυτό της, ο οποίος βιώνεται ως εμπράγματη ενσάρκωση κάθε αποτυχίας. Ήδη η κοινωνικοποίηση, η κοινωνική κατασκευή του ατόμου αποτελεί μία πρωταρχική βία για την ψυχική μονάδα, μία βία που οδηγεί σε διαδοχικές απωθήσεις και αρνήσεις της πραγματικότητας. Είναι μία βία απώλειας της μοναδικότητας και της παντοδυναμίας της ψυχής, η οποία γίνεται άτομο εγκαταλείποντας τις φαντασιώσεις ισχύος της και συμβιβαζόμενη με την επένδυση στο κοινωνικό νόημα που το άτομο επιτρέπεται να εκφράσει. Αυτή η επένδυση δεν είναι σχεδόν ποτέ επαρκής και συχνά τα αισθήματα ανεπάρκειας κυριαρχούν στη διαμόρφωση μίας βαθιά απόρριψης του συνειδητού Εγώ.
Αυτή η απόρριψη μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία, αλλά μπορεί να αλλάξει αντικείμενο, μετατοπίζοντας το αίσθημα μίσους από την πραγματική περιοχή, τον εαυτό, σε μία φανταστική περιοχή, τον μυθικό Άλλο/Εχθρό.
Έτσι, ο ξένος μετατρέπεται σε διαρκή υπενθύμιση της εγωτικής ανεπάρκειας, σκοτεινό αντικαθρέφτισμα και οντολογική απειλή για την ψυχή. Ταυτόχρονα, το ενοχλητικό Εγώ, η συνειδητή υποκειμενική κλιτύς του ατόμου, εκμηδενίζεται μέσα από την άρνησή του να γίνει πρόσωπο, μέσα από την απόλυτη παραχώρηση της προσωπικότητάς του στην βούληση του Φύρερ, μέσα από τη δολοφονία της ατομικότητάς του.
Ο ναζισμός είναι αντιϊστορικός, και θέτει μία ιστορική μυθολογία προκειμένου να δικαιώσει αυτή την επιθυμία εξόντωσης του Άλλου, ανακαλύπτοντας συνέχειες και μυθικές οντότητες πίσω από το πέπλο των γεγονότων.
Είναι ένας Μύθος στη θέση του Λόγου και ένας Μύθος προσωπικός, με την έννοια πως δεν μπορεί ο Άλλος να τον συμμεριστεί, δεν έχει θέση σ’ αυτόν παρά μονάχα τη θέση του τελετουργικού θύματος. Αντί για ένα μυθικό παρελθόν, όπως ο εθνικισμός, ο ναζισμός προβάλλει ένα μυθικό παρόν, τοποθετώντας μία εξιστόρηση πάνω και πέρα από την Ιστορία. Ο πρώτος ακρωτηριάζει την Ιστορία προκειμένου να δικαιωθεί, ο δεύτερος δικαιώνεται αρνούμενος την Ιστορία. Και έτσι έχει την ικανότητα να αναβιώνει αρχαϊκές τελετουργίες και αισθήματα μυθικής κοινοτικής ταυτότητας μέσα στον σύγχρονο τεχνικό και τεχνολογικό κόσμο χωρίς καμία αντίφαση. Το μυθικό παρελθόν του ναζισμού δεν είναι ένα λογικό πρότερο όπως του εθνικισμού, αλλά ένα παροντικό επέκεινα προς το οποίο τείνει.
Έτσι, ο Μύθος και η Τελετουργία τρέφουν τον πολιτικό λόγο των ναζί τη στιγμή που δολοφονείται ο Λόγος. Οι ναζί είναι πέραν κάθε διαλόγου γιατί είναι εγγενώς ανορθολογικοί στην επίκλησή τους. Η δημόσια παρουσία τους απευθύνεται σε αρχέγονα κοινωνικά ορμέμφυτα και τα σύμβολά τους απηχούν μαγική και μυστηριακή ισχύ.
Ο ναζιστής οπαδός που ζητεί να εξοντώσει τον ξένο, ενώ ήδη έχει τελετουργικά εξοντώσει τον εαυτό του ως πρόσωπο μέσα από την απόλυτη υποταγή και πειθαρχία, βρίσκεται πέραν της ηθικής. Έχοντας αρνηθεί την ελεύθερη βούλησή του, αρνείται κάθε ευθύνη.
Η ικανότητα της κοινοτοπίας του Κακού που περιέγραψε η Άρεντ («Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ») βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη στιγμή της απόλυτης υποταγής που ταυτίζεται με την απόλυτη ανηθικότητα και καθιστά τον υπάκουο πολίτη απάνθρωπο δολοφόνο.
Αυτά είναι τα ειδοποιά χαρακτηριστικά και της Χρυσής Αυγής και αυτά την καθιστούν τόσο γοητευτική για ένα κομμάτι της κοινωνίας αυτής της χώρας. Ένας λαός διαρκές θύμα και μία χώρα χωρίς παιδεία αποτελούν ευνοϊκές μήτρες επώασης του αυγού του φιδιού καθώς βυθίζεται στην αυτολύπηση. Η στήριξη των ναζιστών, από τη μία, είναι η λογική της ανάθεσης διεσταλμένη στα ακρότατα όριά της, όταν η ανάθεση περιλαμβάνει όλη την ύπαρξη, και από την άλλη, το μίσος προς τον εαυτό μετατοπισμένο στα απώτερα όρια της κοινωνικής ταυτότητας, ως μίσος προς τον ξένο. Οι ανιστορικές και μεταφυσικές ιδεοληψίες του ελληνικού εθνικισμού αποτελούν πρώτης τάξεως λιπάσματα για τούτες τις εμμονές και καθηλώσεις. Ο επίσημος πολιτικός ακροδεξιός λόγος της κυβέρνησης έρχεται ως συμπλήρωμα ορθολογικότητας για τις μυστηριακές ανορθολογικές τελετουργίες του αίματος.
Και εδώ υπάρχει η μεγάλη παγίδα. Οι διακρίσεις που κάναμε, μεταξύ εθνικισμού και ναζισμού, δεν σημαίνουν κάποιον ριζικό διαχωρισμό.
Αντιθέτως, είναι σαφές ότι ο θεσμισμένος εθνικισμός αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την κυοφορία του ναζισμού. Ο ναζισμός αποτελεί το ακρότατο αγκάθι του παρασίτου που φύεται στο εθνικιστικό έδαφος. Είναι σφάλμα να διαχωρίζουμε τους εθνικιστές από τους εθνικοσοσιαλιστές σαν να πρόκειται για αντίθετα ρεύματα. Αντιθέτως, είναι ρεύματα με κοινή πηγή, την εθνικιστική αφήγηση, των οποίων οι διαδρομές συγκλίνουν και αλληλοθρέφονται. Ασφαλώς δεν είναι όλοι οι εθνικιστές ναζί. Όμως όλοι οι ναζί είναι εθνικιστές.
Δεν γίνεται να καταδικάσουμε τον ναζισμό ξεπλένοντας τον εθνικισμό. Όπως δεν γίνεται να καταδικάσουμε τη δολοφονία ξεπλένοντας τις απόπειρες δολοφονίας. Αν ο ναζισμός είναι ο ιδεολογικός πυρήνας της ΧΑ, ο εθνικισμός είναι το κοινωνικό της περιτύλιγμα, αυτό που την φέρνει σε συνάφεια και επαφή με το θεσμικό παρακράτος και τους οπαδούς της αυταρχικής Δεξιάς. Ο εθνικισμός είναι το όχημα της ναζιστικής μηχανής. Κάναμε τις παραπάνω διακρίσεις για να φανεί πόσο ριζοσπαστικοποιεί τον εθνικισμό ο ναζισμός χωρίς να τον αρνείται.
Καθώς οι σημασίες καταρρέουν, οι λόγοι της κυριαρχίας και οι παραφυάδες τους ξεγυμνώνονται σαν νεύρα. Ο αγώνας για την αυτονομία και την ελευθερία δεν μπορεί να κερδηθεί παρά από μία κοινωνία αναστοχαστική, με πραγματική παιδεία και με ισχυρή ιστορική συνείδηση. Μία κοινωνία που θα σέβεται τον ξένο σαν αναγκαίο στοιχείο του αυτοσεβασμού της.