Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν ενδιαφέρεται για την Ηθική: Γιατί ο τεχνοσκεπτικισμός πρέπει να είναι πολιτικός.

0

του Αλέξανδρου Σχισμένου

Εισαγωγή

Καθώς προχωρούμε βαθύτερα σε μια εποχή αλγοριθμικής διακυβέρνησης, ο «τεχνοσκεπτικισμός» έχει εξελιχθεί από μια περιθωριακή κριτική σε μια ζωτική στρατηγική επιβίωσης.

Παρά τους εμφανείς περιορισμούς της σύγχρονης τεχνητής νοημοσύνης, από τις ψευδαισθήσεις έως την οικολογική εξάντληση, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν διασχίσει αμετάκλητα το κατώφλι της λεγόμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης [Industry 4.0], η οποία αποτελεί την τρέχουσα φάση της ψηφιακής οντολογικής επανάστασης που ξεκίνησε στα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα και ριζώνει στην ιδέα του Tim Berners-Lee για τον Σημασιολογικό Ιστό. Ωστόσο, η ψηφιακή τεχνολογία απομακρύνεται από αυτή την αρχική κοινωνιοκεντρική αντίληψη, κατευθυνόμενη προς την ενσωμάτωση της ΤΝ και την αυτόματη διοίκηση.

Η παγκόσμια πανδημία του 2020 και τα επακόλουθα lockdowns επιτάχυναν την ψηφιακή περίσφιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών παγκοσμίως, με βασικούς τομείς διακυβέρνησης, κοινωνικών υπηρεσιών και αγοραστικών συναλλαγών να μετακινούνται στη ψηφιακή σφαίρα. Για μια σύντομη περίοδο, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και οι κοινωνικές επικοινωνίες έγιναν αποκλειστικά ψηφιακές τηλεπικοινωνίες, και ακόμη και μετά τα lockdowns, ένα σημαντικό μέρος της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης παρέμεινε ψηφιακό με πιο μόνιμο τρόπο.

Στα τέλη του 2022, λίγο περισσότερο από έναν χρόνο μετά την πανδημία, η κυκλοφορία του ChatGPT της OpenAI εισήγαγε τα LLMs στο ευρύτερο παγκόσμιο κοινό, αφήνοντας τους περισσότερους αποσβολωμένους. Έκτοτε, η τεχνολογία ΤΝ έχει καταλάβει τη κοινωνική φαντασία, ζυμώνοντας τόσο όνειρα όσο και εφιάλτες.

Τον Φεβρουάριο του 2025, το DISCO Network, ένα δίκτυο ερευνητών με έδρα το Πανεπιστήμιο Stanford στις ΗΠΑ δημοσίευσε το βιβλίο Technoskepticism, Between Possibility and Refusal ως στρατηγική επιβίωσης για περιθωριοποιημένες ομάδες απέναντι στη συστημική ανισότητα.

Σύμφωνα με το DISCO Network, κάθε λογισμικό φέρει το βάρος των προκαταλήψεων των δημιουργών του—μια πραγματικότητα που καθιστά αναγκαία μια στρατηγική «ενημερωμένης άρνησης». Αυτό αντικατοπτρίζει τη δική μου ανησυχία σχετικά με τον Ψηφιακό Λόγο: τον τρόπο με τον οποίο η αλγοριθμική λογική αποικίζει τον δημόσιο χρόνο μας, μετατρέποντας τη μοιρασμένη κοινωνική εμπειρία σε μια σειρά από ποσοτικοποιήσιμα, εξαγώγιμα δεδομένα.

Στο πρόσφατο βιβλίο μου, Artificial Intelligence and Barbarism: A Critique of Digital Reason (Athens School 2025), προτείνω να αναζητήσουμε έναν ενδιάμεσο δρόμο, βασισμένο στη δημόσια σκέψη και την ενημερωμένη κριτική, τον οποίο ονόμασα επίσης Τεχνοσκεπτικισμό.

Η συμφωνία είναι προφανής: πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στην Τεχνητή Νοημοσύνη και να θεωρούμε την τεχνολογία ως εγγενώς συνδεδεμένη με την εξουσία. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η τεχνολογία δεν είναι ποτέ ουδέτερη.

Ωστόσο, προκρίνω μια πιο πολιτική και οντολογική αντίληψη δημοκρατικού τεχνοσκεπτικισμού. Για να εξηγήσω τι εννοώ, πρέπει πρώτα να ορίσω τον τεχνοσκεπτικισμό σε αντιπαράθεση με τις αντίθετες ακραίες στάσεις της τεχνοφιλίας και της τεχνοφοβίας.

Τεχνοφιλία εναντίον τεχνοφοβίας

Τα όνειρα της ανθρώπινης απελευθέρωσης από την κοπιαστική εργασία μέσω της τεχνολογίας βασανίζουν το κοινωνικό φαντασιακό τουλάχιστον από την εποχή του Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριξε ότι μηχανικά αγάλματα θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν την εργασία των σκλάβων, εάν ήξεραν να ακολουθούν εντολές [Πολιτικά 1253b53]. Ωστόσο, στη νεωτερικότητα, αυτά τα όνειρα συνδέθηκαν άρρηκτα με τη φιλοδοξία της ορθολογικής κυριαρχίας πάνω στη φύση, όπως εκφράστηκε επίσημα από τον Ντεκάρτ το 1635, όταν επιδίωξε μια ολική γνώση που θα μας επέτρεπε «να καταστήσουμε τους εαυτούς μας κυρίους και κατόχους της φύσης».

Ο Καστοριάδης παρατήρησε ότι ο Ντεκάρτ δεν εκφράζει απλώς μια προσωπική επιθυμία για πλήρη κατανόηση της φύσης, αλλά δίνει φιλοσοφική μορφή σε μια νέα κοινωνικο-ιστορική αναπαράσταση του Είναι, σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι ‘ορθολογικό’ (και ειδικότερα μαθηματικοποιήσιμο) «είναι εξαντλήσιμο de jure, και ο σκοπός της γνώσης είναι η κυριαρχία και η κατοχή της φύσης» [1987: 272].

Η ώθηση πίσω από την ανάπτυξη της τεχνολογίας ΤΝ αποτελεί την αιχμή της καπιταλιστικής φαντασιακής σημασίας της ολικής κυριαρχίας πάνω στη φύση, τόσο την άψυχη όσο και την ανθρώπινη, μέσω της ψηφιοποίησης.

Οι προσδοκίες γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη αναπτύσσονται πολύ ταχύτερα από την ίδια την τεχνολογία, αλλά μαζί με τις προσδοκίες αυξάνονται και οι επενδύσεις, και οι εταιρείες ΤΝ τα τελευταία χρόνια αποτελούν τις πλέον χρηματοδοτούμενες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η εξάπλωση της ΤΝ επιταχύνεται: διότι καθοδηγείται από μια ρητή πολιτική επιθυμία των τεχνο-καπιταλιστικών ελίτ, που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες της ΤΝ στην επιτήρηση, την ταξινόμηση, την εξατομίκευση, τη χειραγώγηση και την ιδιωτική παρακολούθηση των παγκόσμιων καταναλωτικών πληθυσμών. Αυτή η πολιτική δύναμη, προσωποποιημένη από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. D.J. Trump και την κυβέρνησή του, έχει βοηθήσει τις εταιρείες ΤΝ να υπερβούν κοινωνικά και πολιτικά εμπόδια και να συσκοτίσουν, λίγο-πολύ, τη δημόσια επίγνωση της βαθιάς και μη αναστρέψιμης επίδρασης της ΤΝ τόσο στο φυσικό όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον. Οι κυβερνήσεις και οι κρατικές αρχές παγκοσμίως προωθούν και επιβάλλουν την επίσημη συστημική εκδοχή αυτού που θα ονόμαζα τεχνοφιλία, την ιδέα ότι η τεχνολογία θα φέρει μια ουτοπία, όπως κι αν την φαντάζεται κανείς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια μορφή θεσμισμένης τεχνοφιλίας «από τα πάνω», που εκφράζει τις φιλοδοξίες και τα συμφέροντα των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνικής ιεραρχίας.

Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η αυξανόμενη τάση της τεχνοφοβίας, που εξαπλώνεται στη λαϊκή κουλτούρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη δημόσια φαντασία, και που ριζώνει βαθιά στην εμπειρία του εφιαλτικού κοινωνικού κόστους της Βιομηχανικής Επανάστασης και στον φόβο της υποδούλωσης από τις μηχανές. Αυτός ο φόβος συνδυάζει την κοινωνικο-ιστορική εμπειρία των εργαζόμενων τάξεων και των αποικιοκρατούμενων λαών με τις αναπαραστάσεις μιας δυστοπικής, υποδουλωμένης ανθρωπότητας στις δημοφιλείς τέχνες, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και τα μαζικά μέσα. Ίσως η πιο διάσημη εκδοχή της τεχνοφοβίας σχετικά με την ΤΝ προήλθε από τον Dr. Stephen Hawking, ο οποίος είπε:

«Μόλις οι άνθρωποι αναπτύξουν τεχνητή νοημοσύνη που θα εξελίσσεται μόνη της και θα ανασχεδιάζει τον εαυτό της με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό, οι άνθρωποι, περιορισμένοι από τη βραδεία βιολογική εξέλιξη, δεν θα μπορέσουν να την ανταγωνιστούν και θα υπερκεραστούν.»

Η τεχνοφοβία δεν περιορίζεται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αλλά είναι διαδεδομένη σε όλο το κοινωνικό φάσμα, χωρίς κάποιο αυταρχικό πολιτικό ή οικονομικό κέντρο να καθοδηγεί τη διάδοσή της. Είναι περισσότερο μια αναμενόμενη κοινωνική αντίδραση, δεδομένου του χάσματος ανάμεσα στη τεχνική γνώση και τους μελλοντικούς στόχους του τεχνο-επιστημονικού μηχανισμού αφενός, και τις αποσπασματικές απόψεις του κοινού γύρω από την τεχνολογία αφετέρου. Όταν όμως αυτό το συναίσθημα εκφράζεται και από ανθρώπους που ανήκουν, λίγο-πολύ, στο τεχνο-επιστημονικό περιβάλλον, όπως ο Dr. Hawking, δεν μπορεί κανείς να το απορρίψει ως λαϊκή παρανόηση.

Από τη Γάζα έως τις ΗΠΑ, οι εφαρμογές ΤΝ έχουν χρησιμοποιηθεί από κρατικές αρχές, ιδιωτικές εταιρείες και άγνωστους φορείς για να παρακολουθούν, να ταξινομούν, να στοχοποιούν, να επηρεάζουν και να χειραγωγούν πληθυσμούς, ψηφοφόρους και άτομα, με τρόπο που υπονομεύει άμεσα τον δημόσιο λόγο και διαβρώνει τη συλλογική γνώση μέσω της διάδοσης μυθοπληροφορίας, deepfakes και παραγόμενων από ΤΝ εικόνων που παρουσιάζουν μια παραμορφωμένη εκδοχή της πραγματικότητας.

Η εικόνα έχει χρησιμοποιηθεί για την προπαγάνδα των κυρίαρχων φαντασιακών σημασιών από την αυγή της κοινωνίας, δεδομένου ότι οι κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες διαμορφώνονται σε κοινωνικές αναπαραστάσεις και ότι το νόημα εκπροσωπείται πάντοτε συμβολικά.

Αλλά με την εμφάνιση των LLMs, διαθέτουμε πλέον αυτόματους παραγωγούς εξαιρετικά ρεαλιστικών εικόνων, και έχουμε επίσης τα μέσα —το Διαδίκτυο— για την ανεξέλεγκτη παγκόσμια διάδοσή τους αυτοστιγμεί. Σε μια τέτοια εποχή, η τεχνοφοβία φαίνεται εύλογη. Ωστόσο, αποτελεί μια τάση βασισμένη στο συναίσθημα, όχι στη λογική σκέψη. Δεν υπάρχει επιστροφή στον προ-ψηφιακό κόσμο, παρά μόνο μέσω μιας παγκόσμιας καταστροφής, την οποία κανείς δεν θα επιθυμούσε. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στην τεχνοφοβία για τον εγγενή της λόγο, λαμβάνοντας υπόψη ότι μπορεί να οδηγήσει στο δρόμο του ανορθολογισμού και στην πλήρη απόρριψη της επιστημονικής έρευνας και της ορθολογικής κριτικής.

Επιπλέον, πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε ότι πίσω από την ρητή τους αντίθεση, και οι δύο στάσεις μοιράζονται ένα υπόρρητο φαντασιακό σχήμα: την αντίληψη της τεχνολογικής προόδου ως μιας εξω-ιστορικής δύναμης που κινεί τον κόσμο προς ένα αναπόδραστο μέλλον κυριαρχίας των μηχανών, υπεράνω των πολιτικών συγκρούσεων. Από αυτό προκύπτει η αρχή της υποταγής της πολιτικής στην τεχνολογία, η οποία έχει εκφραστεί στην ιδεολογία της τεχνοκρατίας, που είναι ήδη αιωνόβια.

Ο καθηγητής Π. Νούτσος μας πληροφορεί

“Οι όροι «technocracy» και «technocrats» εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο τοο μεσοπολέμου, όταν ο φιλελευθερισμός αμφισβητείται τόσο από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις της ητ- τημένης Γερμανίας όσο και από τις επαναστατικές εστίες της «Κομμουνιστικής Διεθνούς». Όταν δηλαδή η κρίση των πολιτικών φορέων της ιδεολογίας της προόδου αντιμετωπίζεται με το πρίσμα είτε τοο «ολοκληρωτικού κράτους», που ενεργεί στο όνομα του «έθνους», είτε του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, που τελείται με μοχλό την «εργατική τάξη», προτάσσονται οι «τεχνοκράτες» ως ειδικοί για την επιτάχυνση της τεχνολογικής ανάπτυξης και την «ορθολογική» διαχείριση της καρποφορίας της.” [Νούτσος, 1988]

Οι επιχειρήσεις ΤΝ και εξέχουσες ακροδεξιές φιγούρες των ολιγοπωλίων των «Tech-Bros» της Silicon Valley, όπως ο Peter Thiel και ο Elon Musk, αποτελούν τη νεότερη εκδοχή της τεχνοκρατικής ιδεολογίας που υποστηρίζει τη μεταφορά της πολιτικής λήψης αποφάσεων στη τεχνική διοίκηση, υπό τη μορφή της ψηφιακής τεχνοκρατίας και του τεχνολογικού επιταχυντισμού ή, όπως έχει αποκληθεί με μάλλον πομπώδη τρόπο, τεχνοφεουδαρχία — ένα σύγχρονο οικονομικό σύστημα όπου οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχουν δύναμη ανάλογη με εκείνη των φεουδαρχών του παρελθόντος. [Βαρουφάκης 2024]

Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να θεωρήσουμε την τεχνοκρατία τόσο ως το φαντασιακό τελικό στάδιο της θεσμισμένης τεχνοφιλίας όσο και ως την ιδεολογία της ψηφιακής βαρβαρότητας.

Η φιλοσοφία του τεχνοσκεπτικισμού

Κατά τη γνώμη μου, ο τεχνοσκεπτικισμός είναι μια φιλοσοφική προσέγγιση στις ψηφιακές τεχνολογίες όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, βασισμένη στην κοινωνικο-ιστορική κριτική και όχι στην τυφλή αποδοχή ή τον φοβικό αποκλεισμό.

Ο τεχνοσκεπτικισμός βασίζεται στην ιδέα ότι η ψηφιακή τεχνολογία είναι προϊόν του κυρίαρχου κοινωνικού φαντασιακού της εργαλειακής ορθολογικότητας, που περιτυλίγει το κοινωνικο-ιστορικό μας περιβάλλον [Floridi 2023], μετασχηματίζοντάς το σε μια ημι-ψηφιακή σφαίρα τηλεπαρουσίας. Η ΤΝ, ως ψηφιακό σύστημα, δεν έχει εσωτερικότητα, άρα ούτε προθετικότητα. Στο πλαίσιο του Ψηφιακού Ανθρωπισμού, στην αρχή και στο τέλος του συστήματος βρίσκονται ανθρώπινα υποκείμενα και προθέσεις με κοινωνική σημασία, που επιτελούν δημόσιες πράξεις μέσω της τεχνολογίας.

Στις αρχές του 2025 το DISCO Network κυκλοφόρησε το βιβλίο Technoskepticism, Between Possibility and Refusal (Stanford University Press 2025), στο οποίο υποστηρίζουν μια «στρατηγική επιβίωσης για περιθωριοποιημένες ομάδες που κινούνται ανάμεσα στη “δυνατότητα” (χρήση της τεχνολογίας για φροντίδα και πρόνοια) και την “άρνηση” (απόρριψη συστημάτων εξαγωγής δεδομένων)». Εστιάζουν στη συστημική ανισότητα και την εμπειρία ζωής των περιθωριοποιημένων ομάδων στις Ηνωμένες Πολιτείες, φωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία ενισχύει ρατσιστικές και αποικιοκρατικές δομές εξουσίας. Η δική τους ερμηνεία του τεχνοσκεπτικισμού είναι τοπική, θεματική και αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των κοινοτήτων ώστε να ανακτήσουν την τεχνολογία προς όφελός τους, φέρνοντας στο προσκήνιο τη «Δικαιοσύνη μέσα στη Δυσλειτουργία» (Justice within the Glitch).

Παρά το κοινό έδαφος, υπάρχουν διαφορές αναφοράς και εύρους ανάμεσα στην ερμηνεία του τεχνοσκεπτικισμού από το DISCO Network και στη δική μου. Η εκδοχή του DISCO Network είναι πιο συγκεκριμένη ως προς την ταυτότητα και την εμπειρία ζωής στο αμερικανικό πλαίσιο και αφορά κυρίως την επιβίωση και τη φροντίδα απέναντι σε ένα άδικο σύστημα. Η κριτική τους είναι κυρίως κοινωνιολογική και ηθική, εστιάζοντας σε πολύ σημαντικά μειονοτικά ζητήματα όπως η αλγοριθμική μεροληψία, η εξαγωγή δεδομένων από ευάλωτα σώματα και η επιτήρηση, ενώ θέτουν το κρίσιμο ερώτημα: Πώς επηρεάζει η τεχνολογία δυσανάλογα τις περιθωριοποιημένες και ιστορικά καταπιεσμένες κοινότητες;

Η δική μου προσέγγιση στον τεχνοσκεπτικισμό είναι πιο οντολογική και πολιτική, ριζωμένη στην πολιτική φιλοσοφία της αυτονομίας. Προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα: Τι κάνει η ΤΝ στην θεμελιώδη ανθρώπινη ικανότητα για αυτοκαθορισμό και δημιουργία νοήματος (Αυτονομία);

Εστιάζω σε φαινόμενα του κοινωνικού φαντασιακού, όπως η αντικατάσταση της πολιτικής λογικής από τον τεχνικό υπολογισμό, που γεννούν νέες μορφές ετερονομίας και τον φόβο της κοινωνικής κατάρρευσης στην Ψηφιακή Βαρβαρότητα.

Η Ψηφιακή Βαρβαρότητα είναι η απόλυτη απώλεια της αυτονομίας — της ικανότητάς μας ως ανθρώπων να δημιουργούμε τους δικούς μας νόμους, τις δικές μας αξίες και το δικό μας συλλογικό νόημα. Η ΤΝ ως «Ψηφιακός Λόγος», περιστέλλει τον χαώδη, πολύπλοκο και απρόβλεπτο χώρο των ανθρώπινων υποθέσεων (ηθική, πολιτική, κουλτούρα) σε υπολογίσιμες, ντετερμινιστικές μεταβλητές. Όταν οι συλλογικές αποφάσεις ανατίθενται στον αλγόριθμο, οι πολίτες γίνονται υποκείμενα Ετερονομίας — κυβερνώνται από μια μη ανθρώπινη λογική που δεν δημιούργησαν και δεν μπορούν να αμφισβητήσουν.

Η κριτική του DISCO Network είναι κρίσιμη για την κατανόηση του ποιον βλάπτει το τρέχον σύστημα ΤΝ, αλλά συχνά σταματά πριν θέσει το ερώτημα πώς μετασχηματίζει το ίδιο σύστημα στην πολιτική μας ικανότητα. Αυτό είναι το ερώτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης. Κατά τη γνώμη μου, το νόημα του τεχνοσκεπτικισμού είναι η ανάκτηση του λόγου και του δήμου — η υπαγωγή της τεχνολογίας σε άμεσο, δημόσιο, δημοκρατικό έλεγχο.

Αυτό είναι καθοριστικό, δεδομένων των ηθικών προβλημάτων που εγείρει η τεχνολογία ΤΝ. Παρότι πρέπει να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ένα ηθικό πλαίσιο στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της ΤΝ και να στηρίζουμε τις παγκόσμιες προσπάθειες πίεσης προς τις κυβερνήσεις για τη θέσπιση κοινών κανόνων και ρυθμίσεων στην έρευνα και παραγωγή ΤΝ, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές.

Η τεχνολογία εξαρτάται από την εξουσία και η εξουσία, εκ φύσεως, δίνει προτεραιότητα στα μέσα κυριαρχίας έναντι του κοινού καλού. Η ηθική εξαρτάται από την πολιτική σε βαθύτερο, θεσμικό επίπεδο, και η ισορροπία ισχύος μετατοπίζεται προς την ανεξέλεγκτη ΤΝ, τόσο σε οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο, δεδομένης και της άγνοιας του ευρύτερου κοινού για ζητήματα τεχνολογικής ρύθμισης.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, γίναμε μάρτυρες της διάθεσης της πολιτικής εξουσίας να υπερβεί κάθε νομοθετικό εμπόδια υπέρ των επιχειρήσεων ΤΝ, αλλά και να επιτίθεται άμεσα σε θεσμούς κριτικής έρευνας και κατεστημένες επιτροπές Ηθικής, ενώ χρησιμοποιεί εργαλεία ΤΝ για να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη και να προβάλει εικονική ισχύ.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ΤΝ δεν ενδιαφέρεται για την Ηθική, επειδή εξαρτάται από την πολιτική εξουσία, η οποία μπορεί εύκολα να μετατοπίσει οποιαδήποτε ηθική ευθύνη αποφεύγοντας νομικές συνέπειες.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ΤΝ δεν ενδιαφέρεται για την ηθική, διότι τίποτα ηθικό δεν είναι εγγενές στην ψηφιακή τεχνολογία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αναστοχαστούμε το πολιτικό πλαίσιο και τους περιορισμούς που πρέπει να τεθούν στην ψηφιακή εξουσία από την κοινωνία των πολιτών και τα κοινωνικά κινήματα βάσης. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια πολιτική, δημοκρατική θεώρηση του τεχνοσκεπτικισμού.

Μπορούμε να περιγράψουμε τις βασικές αρχές του Δημοκρατικού Τεχνοσκεπτικισμού ως εξής:

Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη: Η τεχνολογία ενισχύει τις δομές εξουσίας ενσωματώνοντας υπάρχουσες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ιεραρχίες στον σχεδιασμό, την εφαρμογή και τον έλεγχό της. Δεν έχει σημασία μόνο ποιος κατασκευάζει την τεχνολογία — αλλά ποιος ωφελείται από αυτήν, ποιος τη διαχειρίζεται και ποιες αξίες ενσωματώνει.

Αυτό οδηγεί στην ανάγκη κριτικής ενασχόλησης με τα ζητήματα της τεχνολογίας: Αντί να εμπιστευόμαστε την τεχνολογία επειδή είναι νέα ή να την απορρίπτουμε επειδή είναι ανατρεπτική, μπορούμε να θέτουμε βαθύτερα ερωτήματα: Ποιος ωφελείται από αυτή την εφαρμογή; Ποιες αξίες ενσωματώνει; Ποιο είναι το συνολικό κόστος της εφαρμογής της σε κοινωνικό, ηθικό και περιβαλλοντικό επίπεδο;

Η τεχνητή “νοημοσύνη” δεν είναι νοημοσύνη: Αναγνωρίζουμε τη νοημοσύνη ως φυσική ιδιότητα που ορίζει την υποκειμενικότητα, την προθετικότητα και την ορθολογικότητα. Ωστόσο, η υποκειμενικότητα είναι ιδιότητα του ζωντανού όντος δι’εαυτόν. Ένας ψηφιακός μηχανισμός δεν είναι, εκ των πραγμάτων, ένα φυσικά αυτοδημιουργούμενο άτομο αλλά ένα αρθρωτό άψυχο αντικείμενο, ένα ον καθ’εαυτόν, χωρίς υποκειμενική εσωτερικότητα. Τα τρέχοντα μοντέλα ΤΝ βασισμένα σε LLM είναι μηχανές στατιστικής αναγνώρισης προτύπων. Αλλά ακόμη και η εναλλακτική αρχιτεκτονική, όπως η world AI ή η νευρο-συμβολική ΤΝ που προτείνει ο καθηγητής Gary Marcus, θα παρήγαγε λογιστικές μηχανές αλγοριθμικής συλλογιστικής — σε καμία περίπτωση ένα αισθανόμενο, αυτοαναφορικό, συνειδητό ον.

Ο τεχνοσκεπτικισμός αντιστέκεται στην ιδέα ότι η αποτελεσματικότητα, η βελτιστοποίηση ή η κλιμάκωση πρέπει να είναι οι ύψιστοι στόχοι της τεχνολογίας. Υποστηρίζει ανθρωποκεντρικές αξίες: τη δημιουργικότητα, την αυτονομία και τον δημοκρατικό δημόσιο έλεγχο της τεχνολογίας.

Σε αυτό το έδαφος, ο Τεχνοσκεπτικισμός βασίζεται στον Ψηφιακό Ανθρωπισμό και στην αντίσταση στην Ψηφιακή Βαρβαρότητα. Ο τεχνοσκεπτικισμός ερμηνεύει την τυφλή παράδοση σε τεχνολογικά συστήματα —ιδίως εκείνα που κυβερνώνται από αδιαφανή εταιρικά και πολιτικά συμφέροντα— ως μορφή σύγχρονης βαρβαρότητας.

Η λύση πρέπει να είναι πολιτική· επομένως, η αντιμετώπιση του συμπτώματος (μεροληψία, εξαγωγή δεδομένων) είναι ανεπαρκής. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ίδια την πολιτική μορφή της τεχνολογίας. Ο Δημοκρατικός Τεχνοσκεπτικισμός είναι η αναγκαία ενδιάμεση οδός:

  • Απορρίπτει την τεχνοφιλική ιδέα ότι η τεχνολογική πρόοδος είναι εγγενώς καλή.
  • Απορρίπτει την τεχνοφοβική ιδέα ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε όλες τις μηχανές.
  • Απαιτεί κάθε σημαντική τεχνολογική επιλογή να αποσπαστεί από τους τεχνικούς ειδικούς και τα εταιρικά συμφέροντα και να υποβληθεί σε άμεση δημοκρατική διαβούλευση από τους πολίτες. Η τεχνολογία πρέπει να υπηρετεί την κοινωνία, όχι το κέρδος.

Ο ορίζοντας της δημοκρατικής αυτονομίας, που εκτείνεται από τη φροντίδα και τη δικαιοσύνη έως την πολιτική χειραφέτηση, φέρει τον τεχνοσκεπτικισμό στο δημόσιο διάλογο. Αλλά πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι ο τεχνοσκεπτικισμός είναι συμπληρωματικός προς το πολιτικό πρόταγμα της κοινωνικής αυτονομίας, το οποίο απαιτεί την πραγματική πολιτική συμμετοχή στον πραγματικό δημόσιο χρόνο και χώρο, με όρους άμεσης δημοκρατίας, κοινών και κοινωνικής οικολογίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς πληροφορία.

Συμπερασματικά

Κατά τη γνώμη μου, ο δημοκρατικός ψηφιακός ανθρωπισμός απαιτεί μια θεμελιώδη μετατόπιση τόσο στην εννοιολογική μας κατανόηση της τεχνολογίας όσο και στις πολιτικές δομές, αμφισβητώντας το κυρίαρχο τεχνο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.

Κάποια βασικά βήματα θα περιλάμβαναν:

Την ανατροπή του καθεστώτος της Μυθοπληροφορίας

Πολιτική προτεραιότητα είναι η αμφισβήτηση και η αποδόμηση της εταιρικής και πολιτικής προπαγάνδας (μυθοπληροφορίας) που καλλιεργεί την «τεχνοφιλία» και παρουσιάζει την ΤΝ ως μια ουδέτερη, πανάκεια δύναμη. Αυτό απαιτεί κριτική εξέταση των μεταφυσικών ισχυρισμών της ΤΝ περί «νοημοσύνης» ή συνείδησης.

Την εδραίωση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και της συλλογικής πράξης

Ο αναντικατάστατος ρόλος του ανθρώπινου υποκειμένου —ως δημιουργού, χρήστη και φορέα νοήματος— σε κάθε στάδιο λειτουργίας ενός ψηφιακού συστήματος. Αυτό σημαίνει την αναγνώριση ότι η φυσική νοημοσύνη είναι μια ανθρώπινη ικανότητα που δεν μπορεί να αναχθεί σε τεχνικές λειτουργίες.

Ο απώτερος στόχος είναι η μετάβαση από την ετερονομία (κυβέρνηση από εξωτερικούς κανόνες ή τεχνολογικά συστήματα) στην αυτονομία (αυτοκυβέρνηση). Αυτό προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι δημιουργούν συλλογικά τους θεσμούς και τους κανόνες που διέπουν τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της τεχνολογίας μέσα στην κοινωνία.

Την εφαρμογή Άμεσου Δημοκρατικού Ελέγχου

Στον πυρήνα του πολιτικού βρίσκεται η άμεση δημοκρατία. Το τελικό ερώτημα είναι πολιτικό: «Ποιος ελέγχει τους παρόχους της ΤΝ;». Ο έλεγχος αυτός πρέπει να ανήκει στους ανθρώπους, μέσω ανοιχτών, δημοκρατικών διαδικασιών βάσης, και όχι σε εταιρείες ή συγκεντρωτικές κρατικές γραφειοκρατίες.

Την αναδημιουργία του δημόσιου χρόνου και του δημόσιου χώρου

Στόχος είναι η ενδυνάμωση της ενημερωμένης λήψης αποφάσεων και η συμβολή σε ένα πιο δημοκρατικό ψηφιακό μέλλον.

Ο δημοκρατικός τεχνοσκεπτικισμός προσφέρει ένα όραμα όπου η τεχνολογική ανάπτυξη δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο για την καλλιέργεια μιας αυτόνομης κοινωνίας βασισμένης σε ανθρωπιστικές αξίες, κριτική σκέψη και δημοκρατική αυτοκυβέρνηση..

 


ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Castoriadis, C. (1987). The Imaginary Institution of Society, transl. K. Blamey, Polity Press 1987, New York.

Descartes, R. (1909). Discourse on the method of rightly conducting the reason and seeking the truth in the sciences, edited by Charles W. Eliot. Published by P.F. Collier & Son, New York.

Floridi, L. (2023). The Ethics of Artificial Intelligence: Principles, Challenges, and Opportunities. Oxford University Press.

Marcus, G. (2019). Rebooting AI, Pantheon Press, New York.

Νούτσος, Π. (1992). Η Σοσιαλιστικη Σκέψη στην Ελλάδα, τ. Γ’, εκδ. Γνώση., Αθήνα.

Varoufakis, Y. (2024). Technofeudalism What Killed Capitalism. Vintage Books, London

  • η αγγλική μετάφραση του άρθρου εδώ 

Αφήστε ένα σχόλιο